ΣΤΕ ΟΛΟΜ/2307/2014
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι, κατά τους αιτούντες, «τα δικαιώματα που συνδέονται με τη σχέση εξαρτημένης εργασίας (προσδιορισμός μισθού, ρύθμιση όρων εργασία με συλλογικές συμβάσεις ...)» θίγονται με την πράξη αυτή «στο βαθμό που αυτές [οι ρυθμίσεις] ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση εργασίας». Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Τούτο, διότι ναι μεν, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 668/2012 Ολομ), η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από την νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών αποτελεί περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις, όμως με το τελευταίο αυτό άρθρο δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ορισμένου ύψους. Δεν αποκλείεται, επομένως, κατ’ αρχήν, η διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Κάθε δε επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με αυτόν ... Συνεπώς, εν προκειμένω, εφ’ όσον, όπως κρίθηκε ανωτέρω στην σκέψη 23, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012, θεωρούμενες στο σύνολό τους, δεν θίγουν τον πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων, που απορρέουν ιδίως από τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, οι ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζουν ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, άρα, είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να γίνουν δεκτές, κατά το μέρος που πλήττουν τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1, 2 και 4 της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά. Αντιστοίχως, πρέπει η παρέμβαση του ... να απορριφθεί, κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις αυτές της προσβαλλόμενης ΠΥΣ, και να γίνει δεκτή κατά τα λοιπά.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/2377/2022
Οικονομικές αρμοδιότητες Δήμων:(....)Εξ άλλου, κατά τον χρόνο ψηφίσεως των σχετικών διατάξεων, δεν είχε δοκιμασθεί στην πράξη η εφαρμογή του συστήματος της απλής αναλογικής που εισήχθη με τον ν. 4555/2018 στη διοίκηση των δήμων, προκειμένου να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενους στην ομαλή λειτουργία αυτών, η τόσο σοβαρή και έντονη επέμβαση του νομοθέτη στη θέληση των εκλογέων, με την εφαρμογή των επίδικων ρυθμίσεων και κατά την τρέχουσα δημοτική περίοδο. Για τους λόγους αυτούς, οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις, καθ’ ό μέρος καταλαμβάνουν τη δημοτική περίοδο που διανύεται μετά τις εκλογές που διενεργήθηκαν στις 26 Μαΐου και 2 Ιουνίου 2019, έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 5 (παρ. 1), 52 και 102 (παρ. 2) του Συντάγματος. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες, κατά τη βούληση του νομοθέτη, συνέχονται μεταξύ τους ως ενιαίο σύνολο και δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αυτοτελώς, πρέπει να παραμερισθούν στο σύνολό τους ως αντισυνταγματικές και να εφαρμοσθούν κατά τη συγκρότηση των εν λόγω δημοτικών επιτροπών οι προϋφιστάμενες αυτών διατάξεις. Αντιθέτως, δεν αντίκεινται στις διατάξεις αυτές του Συντάγματος οι ρυθμίσεις που αφορούν την ανάδειξη των μελών των διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων (Δ.Ε.Υ.Α. κ.λπ.), καθ’ όσον οι εν λόγω οργανωτικές μεταβολές δεν συνδυάζονται και με μεταφορά αρμοδιοτήτων από άμεσα όργανα διοίκησης του δήμου προς τα αντίστοιχα συλλογικά όργανα των νομικών αυτών προσώπων.(....)Δέχεται εν μέρει την αίτηση,...Ακυρώνει τις 563/1-9-2019 και 564/1-9-2019 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου … και την 20501/2-9-2019 απόφαση του Δημάρχου …, Ορίζει ως χρόνο ενάρξεως των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως την προηγούμενη της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως ημέρα, Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά
Μ.Πρωτ.Θεσσ/26534/2012
Oι διατάξεις της ΠΥΣ 6/28.02.2012, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρων 26 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό είναι μη εφαρμοστέες. Εξάλλου, οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012 εισάγουν αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση σε βάρος των νεοπροσληφθέντων εργατοτεχνιτών έναντι των εργατοτεχνιτών που προσλήφθηκαν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτούς και παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της ισότητας στις εργασιακές σχέσεις. Κρίθηκε επίσης ότι η απεργία των εργαζομένων στο Μετρό Θεσσαλονίκης δεν είναι καταχρηστική. Δεν αποδείχθηκε ότι έχει χαρακτήρα διαρκείας σε δυσανάλογο βαθμό με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ούτε βέβαια μπορεί να συνιστά τέτοιου είδους κατάχρηση η απεργιακή κινητοποίηση κάποιων ημερών, ενόψει του μείζονος θέματος των αμοιβών που συνιστούν πλέον εκμετάλλευση του εργαζομένου και θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση του και με άμεσο συλλογικό ενδιαφέρον και αλληλεγγύης
ΝΣΚ/297/2012
Μειώσεις στα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων της ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, και τυχόν κώλυμα στη συνέχιση της διαδικασίας αξιολόγησης των οικονομικών προσφορών δύο σε εξέλιξη διαγωνισμών. α) Θα πρέπει να ματαιωθούν τα αποτελέσματα των διαγωνισμών και β) οι αποφάσεις θα πρέπει να φέρουν πλήρη και ειδική αιτιολογία και ειδικότερα ότι, η ματαίωση αποφασίζεται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (εξοικονόμηση ποσού) ενόψει του αντικειμενικού γεγονότος της ουσιώδους μείωσης του εργοδοτικού κόστους του προσωπικού, που προκύπτει από την πρόβλεψη των μειώσεων, από 14-2-2012, κατά 22% και κατά 32%, στα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων της ισχύουσας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.6 του άρθρου 1 του Ν. 4046/2012 και της πράξης 6 της 28-2-2012 του Υπουργικού Συμβουλίου, την οποία (μείωση) δεν έλαβε υπόψη της η αρμόδια Υπηρεσία κατά την σύνταξη της προϋπολογισθείσας δαπάνης και την έκδοση των σχετικών προκηρύξεων, που συνέβησαν σε προγενέστερο της ως άνω νομοθετικής ρύθμισης χρόνο. (ομοφ.)
ΣΤΕ/3406/2014
Καθορισμός αποδοχών...Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 17, ο καθορισμός μονομερώς από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη των εν γένει αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με έμμισθη εντολή της ΡΑΕ δεν θίγει άνευ ετέρου την ανεξαρτησία της Αρχής, τα προσβαλλόμενα μισθολογικά μέτρα δεν παρίστανται, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ως άνω ειδικότεροι λόγοι ακυρώσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 17, ο προκύπτων από τις ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως βασικός μισθός ανέρχεται στο ποσό των 2.097 ευρώ και προσαυξάνεται με τα προβλεπόμενα επιδόματα, ενόψει δε αυτών, οι θεσπιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ, οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω σκέψη, υπερέχουν, γενικώς, έναντι των καθοριζομένων με τις περί ενιαίου μισθολογίου διατάξεις του ν. 4024/2011 συνολικών αποδοχών των εν ευρεία εννοία δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προδήλως απρόσφορες σε σχέση με τα λειτουργικά καθήκοντα και τη σημασία της αποστολής των συγκεκριμένων επιστημόνων. Με τα ανωτέρω δεδομένα, συνολικώς εκτιμώμενα, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ' του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ., σκέψη 35, 1286/2012 Ολομ., σκέψη 16), αλλ’ ούτε και στο εγγυώμενο την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν η ιδιοκτησία κατά το εν λόγω άρθρο έχει ή όχι την αυτή έννοια με την κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου περιουσία, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, καταρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΣτΕ/1620/2011
Για τους εκτεθέντες στις προηγούμενες σκέψεις (6 και 8) δύο λόγους, αυτοτελώς λαμβανόμενους υπόψη, οι οποίοι δεν είχαν εκτιμηθεί από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της εν τω μεταξύ, αντίθετης προς την απόφαση 1663/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομολογίας επ' αυτού του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1127,1128/2010) πρέπει το εν λόγω ζήτημα, της συμφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ.18/1989.
ΠΟΛ 1157/2013
ΘΕΜΑ : Συμπλήρωση της Εγκυκλίου ΠΟΛ 1086/23.04.2013 με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις της παρ. 5 του πρώτου άρθρου της από 30.04.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Ρυθμίσεις θεμάτων εφαρμογής των νόμων 3864/2010, 4021/2011, 4046/2012, 4051/2012 και 4071/2012» (ΦΕΚ ΑΊ03) που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν.4079/2012 (ΦΕΚ ΑΊ80), όπως ισχύει και της ΚΥ.Α. Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών 47497/18.12.2012 (ΦΕΚ Β'3389) και παρασχέθηκαν σχετικές οδηγίες. Σχετ. έγγραφ.: ΠΟΛ 1086/23.04.2013
ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/541/2023
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:επιδιώκεται η αναίρεση της 585/2016 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψεις 17 έως 25 της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως εφάρμοσε το άρθρο 25 παρ. 1δ του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο, διότι, όπως προεκτέθηκε, όφειλε στο πλαίσιο εξέτασης του σχετικού προβαλλομένου λόγου έφεσης, να ερευνήσει με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας, αν με τον επιβληθέντα καταλογισμό, ο οποίος συνιστά επέμβαση σε περιουσιακό δικαίωμα του αναιρεσείοντος (σκέψη 25), επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζομένου υπαλλήλου που εθίγησαν από αυτόν και είτε να διαλάβει ειδική κρίση περί τον σεβασμό της αρχής αυτής, κατά την επιβολή του επίδικου καταλογισμού, είτε, στην αντίθετη περίπτωση, να προβεί σε επιμέτρηση του καταλογισθέντος ποσού στο αναγκαίο κατά την κρίση του μέτρο, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στη σκέψη 26 της παρούσας. Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 δ Συντάγματος) και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατ’ αποδοχή του οικείου λόγου αναίρεσης .Αναιρεί την 585/2016 απόφαση του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΣΤΕ/3283/2012
Οδική ασφάλεια-εναρμόνιση της νομοθεσίας με κοινοτικές οδηγίες:Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 28366/2098/1.3.2006 απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β’ 441/11.4.2006) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.(....)Η επέμβαση, όμως, αυτή δεν συνιστά «στέρηση ιδιοκτησίας», κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι, όπως ήδη έχει εκτεθεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχεται η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες μεταχειρισμένων οχημάτων, που δεν είναι εφοδιασμένα με το ανωτέρω σύστημα, να το εγκαταστήσουν σε αυτά, με συνέπεια να δύνανται, μετά την εγκατάσταση αυτή, να μεταβιβάζουν και να κυκλοφορούν ελευθέρως τα οχήματά τους. Προς το σκοπό δε αυτόν παρεσχέθη στους ιδιοκτήτες τέτοιων οχημάτων ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να προβούν στην εγκατάσταση του συστήματος (από την δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως έως την έναρξη της απαγορεύσεως). Το χρονικό δε αυτό διάστημα είναι, κατά κοινή πείρα, επαρκές για τον σκοπό αυτό ακόμη και αν θεωρηθεί ότι, για να εγκατασταθεί το ανωτέρω σύστημα στα μεταχειρισμένα οχήματα, έπρεπε να εκδοθούν οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως οδηγίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών(....)Με τα δεδομένα αυτά οι επίμαχες απαγορεύσεις συνιστούν «ρύθμιση της χρήσεως αγαθών», η οποία, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα της παρ. 2 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., δεν αντίκειται στη διάταξη αυτή, εφ’ όσον προβλέπεται από την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, δικαιολογείται από τον εκτεθέντα ανωτέρω στην όγδοη σκέψη λόγο δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όπως έχει ήδη εκτεθεί. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ άλλου, με τα ανωτέρω δεδομένα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο λόγος περί παραβάσεως του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας των μελών των αιτούντων σωματείων, δεδομένου ότι τα επιβαλλόμενα μέτρα συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση του δικαιώματος αυτού, που δικαιολογείται από λόγο δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας.Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/459/2023
Συντήρηση & Λειτουργία των Η/Μ εγκαταστάσεων του Νοσοκομείου.(...)(...) Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον οι επίμαχες υπηρεσίες, όμοιες κατ’ είδος με αυτές της κύριας σύμβασης, πρόκειται να παρασχεθούν μετά το πέρας της διάρκειας της τελευταίας και την εξάντληση του οικονομικού της αντικειμένου, συνεπώς δεν έλκονται εν προκειμένω σε εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 132 του ν. 4412/2016, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή.Περαιτέρω, αβασίμως ζητείται η ανάκληση της προσβαλλόμενης Πράξης για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενους με την ανάγκη αδιάλειπτης λειτουργίας των Η/Μ εγκαταστάσεων του Νοσοκομείου, καθόσον τέτοιοι λόγοι δεν αναιρούν την υποχρέωση της προσφεύγουσας Α.Α. να τηρεί τους κανόνες ανάθεσης των δημόσιων συμβάσεων, οι οποίοι έχουν επίσης θεσπιστεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 1832/2022, 505/2021, 1642/2020). Μετά από όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να απορριφθεί και να μην ανακληθεί η προσβαλλόμενη Πράξη.Για τους λόγους αυτούςΑπορρίπτει την προσφυγή ανάκλησης, και Δεν ανακαλεί την 2/2023 Πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΝΣΚ/670/1995
Δημόσια έργα. Συμβάσεις. Επιτόκιο προκαταβολών. Προεδρεύων: Μ.Βεκρής, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Θ.Ρεντζεπέρης, Νομικός Σύμβουλος Το, δια της υπ αριθμ.248/3-7-95 ΠΥΣ, καθοριζόμενο επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνονται οι χορηγούμενες από το Δημόσιο προκαταβολές, στους εργολήπτες δημοσίων έργων, εφαρμόζεται και στις εργολαβίες που βρισκόντουσαν σε εξέλιξη, κατά τη δημοσίευση της ΠΥΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοπρατήσεως ή αναθέσεώς τους και καλύπτει, το, μη αποσβεσθέν, τμήμα της προκαταβολής. Το επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνονται, οι χορηγούμενες από το Δημόσιο προκαταβολές, σε εργολήπτες δημοσίων έργων, δεν είναι σταθερό, αλλά ακολουθεί τη διακύμανση του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας, ως προς όλες τις συνέπειες διότι, άλλως, θα έπρεπε να αναφέρεται στην ΠΥΣ, ότι ισχύει το ανωτέρω επιτόκιο, όπως είχε διαμορφωθεί, κατά την ημέρα δημοσιεύσεως της ΠΥΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ή σε άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία.