Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΜΠρΗρ/3878/2005

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974, 3301/2004

Απορρίπτεται ο λόγος αναστολής εκτέλεσης του αιτούντος Δήμου, βασιζόμενος στο άρ. 20 Ν. 3301/2004 - περί εκτελεστών τίτλων - τον οποίο νόμο κρίνει ότι αντίκειται στο άρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Δέχεται το β` λόγο αναστολής περί υποχρέωσης του Δήμου για καταβολή τόκων με ποσοστό 6% κατ` αρ. 7 παρ. 2 ΝΔ 496/74 και όχι με το επιτόκιο που ισχύει για τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΑΠ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/31/2007

Η διετής παραγραφή που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/75, έχει θεσπισθεί από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, δε δημιουργεί άνιση δυσμενή μεταχείριση των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων και επομένως δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας του συντάγματος. Ούτε αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αφού αυτή δεν απαγορεύει τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων, ούτε είναι αντίθετη στις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/271/2013

Καταβολή μισθοδοσίας σε υπαλλήλους Δήμου:..Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι τα Πρακτικά Συνεδριάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2012 του Ειρηνοδικείου .., τα οποία φέρουν τα αναγκαία εξωτερικά στοιχεία του κατά νόμον τύποις υποστατού αυτών, ήτοι υπογραφή του οικείου Ειρηνοδίκη και του Γραμματέως αποτελούν τίτλο εκτελεστό, κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τούτο δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3301/2004, περί μη εκτελεστότητος, μεταξύ άλλων τίτλων, και των πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού, δεν είναι συμβατή προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 2 και 14 του ΔΣΠΑΠΔ), στα οποίο εντάσσεται και το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση αξιώσεων του ουσιαστικού δικαίου, όπως αυτό οργανώνεται νομοθετικώς στα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, που περιλαμβάνει μεταξύ των εκτελεστών τίτλων και τα πρακτικά των ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 904 παρ. 2 περ. γ΄ του ΚΠολΔ). Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την διενέργεια του εξωτερικού προληπτικού ελέγχου της νομιμότητος της απορρέουσας από τα πρακτικά αυτά δαπάνης, δεν δύναται να αμφισβητήσει το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού, καθιστώντας ανενεργό τον εκτελεστό τίτλο, καθόσον μία τέτοια αμφισβήτηση συνιστά αντικείμενο διαγνωστικής δίκης ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου της δαπάνης, όπως βασίμως προβάλλει ο Δήμος ... με το από 8.4.2013 έγγραφο του Νομικού του Συμβούλου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο Επίτροπος με την έκθεση διαφωνίας του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά συνέπεια, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.(..)Κατ’ ακολουθίαν αυτών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.


ΜπρΑθ/2913/2005

Αναγκαστική εκτέλεση κατά ΟΤΑ βάσει διαταγής πληρωμής. Απορρίπτει αίτηση αναστολής εκτέλεσης Δήμου με βάση διαταγή πληρωμής ποσού οφειλομένου από εκτέλεση υπερσυμβατικών εργασιών από την καθής Α.Ε., ως αντικείμενη στο άρθρο 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ


ΣτΕ/1663/2009/ΟΛΟΜ

H διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.


ΕΣ/Τ7/253/2009

Οι προαναφερόμενες διαταγές πληρωμής, ως εκτελεστοί τίτλοι, δεν εμπίπτουν κατά ρητή επιταγή του άρθρου 20 του ν. 3301/2004 στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 1 του ν. 3068/2003 και, επομένως, δεν υποχρεώνουν, πλην άλλων, τους οφειλέτες Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού σε συμμόρφωση προς αυτές, αλλά ούτε μπορούν νόμιμα να εκτελεστούν αναγκαστικά κατ’ αυτών. Αλλά και στην περίπτωση που τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 633 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. η διαταγή πληρωμής πάλι δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο, δοθέντος ότι και στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν παράγει δεδικασμένο, αλλά απλώς «αποκτά ισχύν δεδικασμένου». η δε έννοια και η λειτουργία του εκ διαταγής πληρωμής δεδικασμένου δεν ταυτίζονται προς την έννοια και τη λειτουργία του εκ της δικαστικής αποφάσεως παραγόμενου δεδικασμένου, ενώ η έκδοση αυτής κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 623 επόμ. Κ.Πολ.Δ. αποβλέπει κατ’ άρθρο 631 και 904 παρ. 2 εδάφ. β΄ του ιδίου Κώδικα στην επίτευξη και μόνο εκτελεστού τίτλου για απαίτηση.


ΑΠ/3/2006

Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική. Αντίθετη η μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 248/2005 απόφαση Β1 τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αρ. 2515/2003 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


ΣτΕ/1620/2011

Για τους εκτεθέντες στις προηγούμενες σκέψεις (6 και 8) δύο λόγους, αυτοτελώς λαμβανόμενους υπόψη, οι οποίοι δεν είχαν εκτιμηθεί από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της εν τω μεταξύ, αντίθετης προς την απόφαση 1663/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομολογίας επ' αυτού του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1127,1128/2010) πρέπει το εν λόγω ζήτημα, της συμφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ.18/1989.


ΕλΣυν/ΚΠΕ.Τμ.1/271/2013

Δικαστικός συμβιβασμός.(...)Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι τα Πρακτικά Συνεδριάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2012 του Ειρηνοδικείου…, τα οποία φέρουν τα αναγκαία εξωτερικά στοιχεία του κατά νόμον τύποις υποστατού αυτών, ήτοι υπογραφή του οικείου Ειρηνοδίκη και του Γραμματέως αποτελούν τίτλο εκτελεστό, κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τούτο δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1  του ν. 3068/2002, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3301/2004, περί μη εκτελεστότητος, μεταξύ άλλων τίτλων,  και των πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού, δεν είναι συμβατή προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6  της ΕΣΔΑ και 2 και 14 του ΔΣΠΑΠΔ), στα οποίο εντάσσεται και το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση αξιώσεων του ουσιαστικού δικαίου, όπως αυτό οργανώνεται νομοθετικώς στα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, που περιλαμβάνει μεταξύ των εκτελεστών τίτλων και τα πρακτικά των ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 904 παρ. 2 περ. γ΄ του ΚΠολΔ). Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την διενέργεια του εξωτερικού προληπτικού ελέγχου της νομιμότητος της απορρέουσας από τα πρακτικά αυτά δαπάνης, δεν δύναται να αμφισβητήσει το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού, καθιστώντας ανενεργό τον εκτελεστό τίτλο, καθόσον μία τέτοια αμφισβήτηση συνιστά αντικείμενο διαγνωστικής δίκης ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου της δαπάνης, όπως βασίμως προβάλλει ο Δήμος …με το από 8.4.2013 έγγραφο του Νομικού του Συμβούλου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο Επίτροπος με την έκθεση διαφωνίας του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά συνέπεια, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.


ΕλΣυν/Τμ7/226/2010

Από τις ανωτέρω διατάξεις και ενόψει των προπαρατιθέμενων άρθρων 2 παρ.3 και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ θεμελιώνοντας δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους, επιπροσθέτως δε εγγυώνται την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, συνάγεται ότι η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, σύμφωνα με την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ΄ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αποβαίνει ανίσχυρη ως αντικειμένη προς τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που οι ως άνω εκτεθείσες διατάξεις κατοχυρώνουν (Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010, Α.Π. 2347/2009, βλ. και Ολομ. Α.Π. 21/2001). Επομένως, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν διαφορές, αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Ενόψει τούτων, όταν για την αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου δαπάνης το δικαίωμα αυτού για την πραγμάτωση της δαπάνης στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο των διατάξεων 623 επ. του Κ.Πολ.Δικ., το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση του οικείου χρηματικού εντάλματος, διότι δεν αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της διαταγής πληρωμής, δηλαδή η νομιμότητα και βασιμότητα των λόγων και των όρων που την δικαιολογούν, η οποία αποτελεί γι’ αυτό νόμιμο δικαιολογητικό με το οποίο αποδεικνύεται η οικεία απαίτηση (πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010).


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.