ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/389/2021
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Κατασκευή επαρχιακής οδού...Δημοσιονομικη διόρθωση....Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 387/0052/5.2.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.. Επί του ως άνω λόγου, το Δικαστήριο, κατ΄αρχήν, παρατηρεί τα ακόλουθα : Oι επίμαχες τροποποιήσεις του κρινόμενου υποέργου, έχουσες ως αντικείμενο α) την μείωση των λωρίδων ευθείας κίνησης προς ... και προς ... στο κρινόμενο σημείο της οδού (ισόπεδος κόμβος ...) από δύο (2) σε μία (1), ήτοι η προσαρμογή κατά την υλοποίηση του υποέργου στην υφιστάμενη κατάσταση και β) την επέκταση της τάφρου ΤΔ4 στο σημείο Χ.Θ. 21+00 και την προαπαιτούμενη αυτής μετατόπιση του παράλληλου δρόμου προς την κεντρική αρτηρία, ώστε να χωρέσει η τάφρος μέσα στο υπάρχον εύρος απαλλοτρίωσης, δεν αποτελούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, «μικρομεταβολές», για τις οποίες, κατά τα αβασίμως προβαλλόμενα από την εκκαλούσα, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο άρθρου 45 του ν. 3669/2008. Εξάλλου, ο νόμος δεν διακρίνει την υποχρέωση τήρησης της ως άνω διαδικασίας ανάλογα με το μέγεθος της τροποποίησης αλλά προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση επιτρεπτής τροποποίησης της μελέτης, ήτοι για τη διόρθωση σφαλμάτων της ή την συμπλήρωση ελλείψεών της απαιτείται η προεκτεθείσα διαδικασία. Συναφώς, η έκθεση ελέγχου δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα των εν λόγω προσαρμογών αλλά εντόπισε την πλημμέλεια στην μη τήρηση της κατά νόμο επιβαλλόμενης διαδικασίας, διαπιστώνοντας, κατ΄αρχήν, ορθώς, ότι υφίσταται εξ αυτού του λόγου παρατυπία. Ωστόσο, το Δικαστήριο, δεδομένου του όλως τυπικού χαρακτήρα των παρατυπιών, όπως άλλωστε η ίδια η Ε.Δ.ΕΛ. χαρακτηρίζει συνολικά και τις τρεις διαπιστώσεις του ελέγχου, που περιγράφονται στο σημείο Δ3 της οικείας έκθεσης, διαπιστώνει ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι τα επίδικα και χαρακτηριζόμενα, ως τυπικά ευρήματα, επέφεραν ουσιώδη μεταβολή του φυσικού αντικειμένου του υποέργου ούτε ότι είχαν οποιαδήποτε επίπτωση επί του οικονομικού αντικειμένου αυτού, γεγονός που δεν αμφισβητείται από το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, ούτε στην οικεία έκθεση ελέγχου, ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνεται ειδική αιτιολογία σχετικά με την εύλογη σχέση αναλογίας μεταξύ της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης και των διαπιστωθεισών διοικητικών παρατυπιών μετά από συνεκτίμηση του είδους και της σοβαρότητας αυτών και του επελθόντος εξαιτίας αυτών αποτελέσματος, δεδομένης μάλιστα και της ευχέρειας της ελεγκτικής αρχής σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών τυπικού απλώς χαρακτήρα, χωρίς ενδεχόμενη οικονομική επίπτωση να μην επιβάλλουν δημοσιονομική διόρθωση (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2293/2017, σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COCOF 07/0037/03/29.11.2007). Κατά συνέπεια, ο επίμαχος καταλογισμός δεν έχει επανορθωτικό – αποκαταστατικό χαρακτήρα αλλά καταλήγει να προσλαμβάνει κυρωτικό όμοιο, καθόσον η Διοίκηση, κατά την επιβολή του, δε συνεκτίμησε, υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, τις συντρέχουσες περιστάσεις, όπως αυτές προκύπτουν από το πραγματικό της ένδικης υπόθεσης (σκέψη IV της παρούσας), τη βαρύτητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων και την αιτιώδη σχέση αυτών με την άρτια υλοποίηση και λειτουργικότητα του επίμαχου υποέργου, η οποία, σημειωτέον (άρτια υλοποίηση και λειτουργικότητα), δεν αμφισβητείται από το αντίδικο, ούτε αιτιολόγησε ειδικά την ύπαρξη εύλογης σχέσης αναλογίας μεταξύ της κατ΄αποκοπήν επιβληθείσας διόρθωσης και των επίμαχων παρατυπιών, αξιολογώντας αυτές ειδικά με βάση τα ανωτέρω κριτήρια (ΕΣ Ολ. 3403/2014, Ι Τμ. 127/2019, 2293, 2299/2017).Τούτων δοθέντων, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης και, ακολούθως, εκτιμωμένων των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυνΤμ.1/1244/2016
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Αίτηση ακύρωσης της 27240 Α.Πλ.3460/20.6.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκτηση από την εκκαλούσα του ποσού των 110.769,27 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως χρηματοδότηση στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 2 της Πράξηςμε κωδ. MIS 76820, που έχει ενταχθεί στο Μέτρο 1.6. του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Κεντρικής Μακεδονίας, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους. «….», Ακολούθως, η εκκαλούσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε μονομερώς από τα εθνικά όργανα, χωρίς να προηγηθεί «διαβούλευση» με τα όργανα της Επιτροπής, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 που αναφέρει ότι σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης. Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη ΙΙΙΔ), στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών και την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων, ενώ η εταιρική σχέση ουδόλως υποχρεώνει τα τελευταία (κράτη – μέλη) να διαβουλεύονται με την Επιτροπή προτού αποφασίσουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την ανάκτηση δαπάνης για το ως άνω υποέργο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι, στην προκειμένη υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης η οποία γενικώς κρίνεται ως το αναγκαίο και συνάμα κατάλληλο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η άρση της παραβίασης διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημοσίων έργων, δεν αναζητείται το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα παραβίασης αυτής της αρχής αλλά μόνον τα ποσά εκείνα που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες δαπάνες. Επίσης, είναι αβάσιμος ο λόγος έφεσης ότι η Διοίκηση προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της κατά παράβαση του άρθρου 39 του Κανονισμού 1260/1999 (το οποίο αναφέρεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης). Και τούτο διότι, με βάση το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1418/1984, π.δ. 609/1985 και των όρων της απόφασης ένταξης της πράξης ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη και δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, διότι μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα δεν παρέδωσε τη σχετική έκθεση στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2860/2000. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (Ε.Δ.ΕΛ.), ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000, αλλά από τη διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8, 38 και 39 του Καν (ΕΚ) 1260/1999. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/741/2021
Δημοσιονομική διόρθωση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού...Ακολούθως, ως προς την ασφάλιση του έργου, ο εκκαλών προβάλλει ότι δεν προέβη σε κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης, διότι δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία προεδρικό διάταγμα, σε κάθε δε περίπτωση, η συγκεκριμένη παρατυπία έχει τυπικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η επιβολή διόρθωσης ποσοστού 1% βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου, αφού είναι πολλαπλάσια της πραγματικής δαπάνης ασφάλισης του έργου. Προσάγει δε την από 10.2.2016 προσφορά ασφάλισης αστικής ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας ..., σύμφωνα με την οποία η δαπάνη της ασφάλισης για όλη τη διάρκεια του έργου ανέρχεται σε 4.300 €. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10 της παρούσας, η μη έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 45 παρ. 4 του ν. 3669/2008 ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω, καθόσον η ευθύνη των μερών, για βλάβες που προκαλούνται στο έργο μέχρι την οριστική του παραλαβή, προσδιορίζεται από τους σχετικούς με την ασφάλιση του έργου όρους που περιέχονται στα συμβατικά τεύχη, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, από το άρθρο 38 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι α) σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της C(2013)9527 final/19.12.2013 απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε περιπτώσεις παρατυπιών τυπικού μόνο χαρακτήρα χωρίς πραγματική ή πιθανή δημοσιονομική επίπτωση, είναι δυνατό να μην επιβάλλονται διορθώσεις, και β) το επίδικο έργο ολοκληρώθηκε επιτυχώς, χωρίς το ελεγκτικό όργανο να διαπιστώσει, αλλά ούτε από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτει, οιαδήποτε ζημία ή βλάβη κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη παρατυπία έχει όλως τυπικό χαρακτήρα (βλ. και την Έκθεση Οριστικών Αποτελεσμάτων Ελέγχου, η οποία χαρακτηρίζει την παρατυπία αυτή «Τυπικό Εύρημα»), χωρίς πραγματική δημοσιονομική επίπτωση, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας, ο σχετικός λόγος να γίνει δεκτός ως βάσιμος.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, εν όψει των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος (άρθρο 314 παρ. 3 του ν.4700/2020).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/676/2023
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος της εκκαλούσας, ποσού 5.047.789,84 ευρώ, που προέρχεται από τη χρηματοδότηση του Υποέργου 1 της πράξης «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΔΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ-Β΄ ΦΑΣΗ/ΕΤΠΑ»(...)Προβάλλεται επίσης από την εκκαλούσα ότι δεν φέρει υπαιτιότητα ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, που συνίσταται στην κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3669/2008 ανάθεση στην «… ΑΕ» ως υποεργολάβου, μέρους του έργου, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την αναθέτουσα αρχή, και σε κάθε περίπτωση αυτή δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της. Ως προς το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθ’ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 4 για την κατάφαση παρατυπίας δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή πταίσματος του δικαιούχου και τούτο, διότι ο περιορισμός της δυνατότητας ανάκτησης της παρανόμως διατεθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής στις περιπτώσεις παρατυπιών διαπραχθεισών από υπαιτιότητα θα έθετε σε διακινδύνευση του κοινοτικούς πόρους, διευκολύνοντας τις παρατυπίες(....)Περαιτέρω, σε σχέση με τη σοβαρότητα της παρατυπίας λαμβάνεται υπ’ όψιν ιδίως ότι ούτε προκύπτει ούτε είχε τεθεί υπ’ όψιν της εκκαλούσας κάποιο στοιχείο από το οποίο να εκκινούν τυχόν υποψίες για ανάθεση της επίμαχης υπεργολαβίας. Η ίδια εξάλλου η φύση της έννομης σχέσης, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η ανάθεση ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί αφανούς εταιρείας, καθιστά δυσχερή τον έλεγχο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεργολάβος εταίρος δεν είχε εμφανή την παρουσία της προς τους τρίτους. Ακόμα, για την εκτίμηση της φύσης της παρατυπίας συνεκτιμάται το γεγονός ότι η υπεργολαβία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το άνοιγμα του ανταγωνισμού και δεν επιβάλλονται περιορισμοί από το ενωσιακό δίκαιο. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι κατά παραδοχή του προβαλλόμενου λόγου, το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των δηλωθεισών στην Ε.Ε. δαπανών, περιόδου από 1.7.2015 έως 30.6.2018, ύψους (20.191.159,34 ευρώ Χ 2%=) 403.823,19 ευρώ.Δέχεται εν μέρει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021
Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00 ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/58/2024
Με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση άλλως τροποποίηση της 828/ΕΦΔ236/24.2.2017 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης(...) Ενόψει τούτων προκύπτει ότι κατά την επιβολή της ένδικης διόρθωσης και ανάκτησης, δεν συνεκτιμήθηκαν, υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, οι συντρέχουσες περιστάσεις, η βαρύτητα της διαπιστωθείσας παράβασης και η αιτιώδης σχέση αυτής με την άρτια ή μη υλοποίηση και λειτουργικότητα της επίμαχης δράσης, ούτε αιτιολογήθηκε ειδικώς η ύπαρξη εύλογης σχέσης αναλογίας μεταξύ της επιβληθείσας διόρθωσης και της επίμαχης παρατυπίας. Λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπ’ όψιν το μη ουσιώδες της διαπιστωθείσας παρατυπίας, ένεκα του τυπικού χαρακτήρα αυτής, αφού αφενός τα επιμέρους ποσά του καταλογισμού που αφορούν το μίσθωμα (ποσού 4.060 ευρώ) και τους παρακρατούμενους υπέρ του Δημοσίου φόρους (ποσού 18.627,84) καταβλήθηκαν/αποδόθηκαν στο Δημόσιο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τη λήξη της επιλεξιμότητας των δαπανών και μάλιστα υπό τις περιστάσεις που διατείνεται το εκκαλούν, αφετέρου το χρηματοδοτηθέν έργο, όπως γίνεται δεκτό με την από ΑΠ 836/ΕΦΔ244/24.2.2017 απόφαση Ολοκλήρωσης της Πράξης του Δημάρχου..., έχει ολοκληρωθεί πλήρως και εμπροθέσμως τόσο ως προς το φυσικό όσο και ως προς το οικονομικό αντικείμενό του και το δικαιούχο εκκαλούν τήρησε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την απόφαση ένταξης και συμμορφώθηκε στις τυχόν συστάσεις των ελεγκτικών οργάνων του ΕΦΔ και περαιτέρω συνεκτιμώντας ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι το ως άνω «τυπικό εύρημα» επέφερε ουσιώδη μεταβολή του φυσικού αντικειμένου του έργου ούτε ότι είχε επίπτωση επί του οικονομικού αντικειμένου αυτού ή επί του ενωσιακού προϋπολογισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και για το λόγο αυτό, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το εκκαλούν, είναι ακυρωτέα, ως αντιβαίνουσα στην εν λόγω αρχή.
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/565/2024
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.(...) Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως ορθά κρίθηκε από το δικάσαν Τμήμα, αφενός ο κανονισμός (ΕΚ) 1164/1994 περί ιδρύσεως του Ταμείου Συνοχής δεν εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση, διότι το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από το ΕΤΠΑ στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου 2007-2013, αφετέρου η εκτέλεση εργασιών κατά παράβαση του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων αποτελεί παρατυπία, η οποία επηρεάζει σημαντικά τη φύση και τους όρους εκτέλεσης του υποέργου και δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν για τις εργασίες αυτές. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός ότι έπρεπε προηγουμένως να ζητηθεί η έγκριση της Επιτροπής για την ανάκτηση, καθώς τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών, την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων και την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη διαβούλευση των εθνικών οργάνων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε έκδοση προηγούμενης απόφασης από την Επιτροπή, με την οποία να υποχρεώνονται οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς να αναζητήσουν τα παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Τέλος, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε οικονομική απώλεια του ΕΤΠΑ παρίσταται αόριστος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος, καθόσον η παραβίαση των αναφερόμενων στη σκέψη 8 εφαρμοστέων κανόνων συνιστά ουσιώδη παρατυπία, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει αυτή επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Ταμείου, λόγω του καταλογισμού σε αυτόν της καταβληθείσας στον ανάδοχο αδικαιολόγητης δαπάνης εξωσυμβατικών εργασιών, που δεν εγκρίθηκαν από τη Διαχειριστική Αρχή και δεν εντάχθηκαν νομίμως στο φυσικό αντικείμενο του έργου.Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…Α.Ε.» για αναίρεση της 620/2021 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/7/2023
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπ’ όψιν το μη ουσιώδες της διαπιστωθείσας παρατυπίας, ένεκα του τυπικού χαρακτήρα αυτής, αφού το έργο, όπως γίνεται δεκτό από την από ... τελική έκθεση πιστοποίησης, είναι πλήρως λειτουργικό και όλες οι άδειες για την νόμιμη λειτουργία του έχουν προσκομιστεί, καθώς και ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι το ως άνω «τυπικό εύρημα» επέφερε ουσιώδη μεταβολή του φυσικού αντικειμένου του έργου ούτε ότι είχε επίπτωση επί του οικονομικού αντικειμένου αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και για το λόγο αυτό, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την εκκαλούσα, είναι ακυρωτέα, ως αντιβαίνουσα στην εν λόγω αρχή. Το αίτημα όμως της έντοκης επιστροφής του ποσού των 105.413,26 ευρώ, είναι απορριπτέο προεχόντως ενόψει του διαπλαστικού χαρακτήρα του εν προκειμένω κρινομένου ενδίκου βοηθήματος, καθώς με την έφεση αμφισβητείται μόνο η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και επιδιώκεται η ακύρωσή της ή η μεταρρύθμισή της, ενώ η αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικού ποσού και μάλιστα εντόκως, επιδιώκεται με το ένδικο βοήθημα της αγωγής.Δέχεται την έφεση.Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.Ακυρώνει την 4513/1078/Β2/18.9.2017 απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής.
ΕΣ/ΤΜ.1/6431/2015
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:ζητείται η ακύρωση α) της ... απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας δημοσιονομική διόρθωση ποσού 280.883,60 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σ’ αυτήν αχρεωστήτως από κοινοτικούς (ΕΤΠΑ 70%) και εθνικούς πόρους (ΠΔΕ 30%), κατά την εκτέλεση του υποέργου 3 «… Α.Ε.»(...)Ήδη, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα βάλλει κατά της ως άνω απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και ζητεί την ακύρωσή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση αυτή λόγους. Όμως, στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται έγγραφα που είναι αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης στην κρινόμενη υπόθεση, προκειμένου να προσκομιστούν τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας ελλείποντα ουσιώδη στοιχεία προς διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.Απορρίπτει την ανακοπή.Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της έφεσης.
ΔΕΚ/C-458/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Προσδιορίζεται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Διευκρίνιση των αρχικών αιτιάσεων με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Επιτρέπεται (Άρθρο 226 ΕΚ) 2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οικοδομικός τομέας (Άρθρο 49 ΕΚ) 1. Το γεγονός ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή αναπτύσσει λεπτομερώς τα επιχειρήματά της περί της προβαλλόμενης παραβάσεως, τα οποία ήδη προβλήθηκαν σε γενικότερο πλαίσιο με το έγγραφο οχλήσεως και την αιτιολογημένη γνώμη, διευκρινίζοντας περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ένα καθεστώς ασύμβατο με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της εν λόγω παραβάσεως και δεν έχει, επομένως, καμία επίπτωση στο περιεχόμενο της διαφοράς. (βλ. σκέψη 47) 2. Συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που ένα κράτος μέλος υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ η εκ μέρους του απαίτηση από τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντες κατασκευαστικές υπηρεσίες να πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που το επίμαχο εθνικό καθεστώς επιβάλλει για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως οικοδομικής δραστηριότητας και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την προσήκουσα συνεκτίμηση των αντίστοιχων υποχρεώσεων στις οποίες υπόκεινται οι παρέχοντες τις εν λόγω υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, καθώς και των ήδη πραγματοποιηθέντων από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικών ελέγχων. Ο περιορισμός του άρθρου 49 ΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στο μέτρο που το γενικό συμφέρον το οποίο επιδιώκει να προστατεύσει η εθνική νομοθεσία δεν προασπίζεται με τους κανόνες στους οποίους υπόκειται εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως ο παρέχων την υπηρεσία. (βλ. σκέψεις 100, 108 και διατακτ.)
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/233/2018
Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου: Με τα δεδομένα αυτά, οι εντελλόμενες με τα χρηματικά αυτά εντάλματα δαπάνες δεν είναι νόμιμες. Ειδικότερα, η συνολική προθεσμία για την περαίωση του συμβατικού αντικειμένου του υποέργου 3 άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 3ο της σχετικής σύμβασης, στις 21.5.2013, ημερομηνία κοινοποίησης στην ανάδοχο σύμπραξη του ορισμού της επιβλέπουσας μηχανικού, και έληξε στις 21.8.2014, με την πάροδο δεκαπέντε μηνών από τις 21.5.2013. Η οριακή προθεσμία της ίδιας σύμβασης έληξε στις 21.1.2015, με την πάροδο πέντε μηνών - δηλαδή του 1/3 της συνολικής προθεσμίας για την περαίωση του αντικειμένου της - από τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Ακόμα και υπό την εκδοχή ότι και η χορηγηθείσα με τη 255/13/29.6.2015 (θέμα 10ο) απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ..... παράταση της συνολικής προθεσμίας για την περαίωση του συμβατικού αντικειμένου του υποέργου 1 αφορά και στο υποέργο 3, όπερ δεν προκύπτει από το κείμενό της, η σχετική αίτηση της αναδόχου του υποέργου 1 εταιρείας υποβλήθηκε στις 18.3.2015, δηλαδή σχεδόν δύο μήνες μετά την πάροδο της οριακής προθεσμίας της σύμβασης του υποέργου 3 και, για τον λόγο αυτό, της ως άνω εγκριτικής της παράτασης της προθεσμίας απόφασης έπρεπε, κατά το μέρος που αφορά στο υποέργο 3, να είχε προηγηθεί σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου-δηλαδή του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας (άρθρο 1.1 της οικείας προκήρυξης)-πράγμα που δε συνέβη. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4.6 του περιλαμβανόμενου μεταξύ των συμβατικών τευχών (βλ. άρθρο 2ο.6 της σύμβασης) τεύχους τεχνικών δεδομένων, τυχόν καθυστέρηση ή διακοπή του έργου της κατασκευής - δηλαδή του υποέργου 1 - επιφέρει ανάλογη καθυστέρηση ή διακοπή του έργου του τεχνικού συμβούλου, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, τυχόν παράταση της συνολικής προθεσμίας για την περαίωση του συμβατικού αντικειμένου του υποέργου 1 δικαιολογεί μεν ισόχρονη παράταση της συνολικής προθεσμίας για την περαίωση του συμβατικού αντικειμένου του υποέργου 3, η οποία όμως δε λαμβάνει χώρα αυτόματα και άνευ άλλου τινός, παρά μόνο κατόπιν τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας (απόφαση της Προϊστάμενης Αρχής μετά από σύμφωνη γνώμη της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, δηλαδή της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, άρθρο 1.1 της οικείας προκήρυξης, επιπλέον δε, εφόσον έχει παρέλθει η οριακή προθεσμία, αίτηση ή συναίνεση του αναδόχου και σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας). Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου απαιτείται μόνο για την περίπτωση που ο ανάδοχος βαρύνεται με συνυπαιτιότητα για την καθυστέρηση, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου δε συναρτάται με τη (συν)υπαιτιότητα ή μη του αναδόχου, αλλά με το αν η αίτηση για παράταση της συνολικής προθεσμίας για την περαίωση του συμβατικού αντικειμένου υποβάλλεται πριν ή μετά τη λήξη της οριακής προθεσμίας της σύμβασης. Έτι περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι για τη λύση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συναφών με τις μελέτες εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 34 του ν. 3316/2005, καθώς οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τη λύση των συμβάσεων εκπόνησης μελετών, ενώ για τη λύση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών συναφών με τις μελέτες εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο επόμενων εδαφίων - δηλαδή των εδαφίων γ΄ και δ΄ - της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου και νόμου, σύμφωνα με τις οποίες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, αυτές λύονται αυτοδικαίως μόλις παρέλθει η συνολική προθεσμία για την περαίωση του συμβατικού αντικειμένου και οι νόμιμα χορηγηθείσες παρατάσεις της. Παρά ταύτα, τα αρμόδια όργανα του Δήμου ..... δεν ενήργησαν με πρόθεση καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, αλλά διότι πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς, υπέλαβαν ότι, ενόψει του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του υποέργου 3 σε σχέση με το υποέργο 1, η παράταση της συνολικής προθεσμίας περαίωσης του συμβατικού αντικειμένου του υποέργου 1 είχε ως αυτόματη συνέπεια την ισόχρονη παράταση και της αντίστοιχης προθεσμίας του υποέργου 3.