Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/389/2021

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

Κατασκευή επαρχιακής οδού...Δημοσιονομικη διόρθωση....Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 387/0052/5.2.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.. Επί του ως άνω λόγου, το Δικαστήριο, κατ΄αρχήν, παρατηρεί τα ακόλουθα :  Oι επίμαχες  τροποποιήσεις του κρινόμενου υποέργου, έχουσες ως αντικείμενο α) την μείωση των λωρίδων ευθείας κίνησης προς ... και προς ... στο κρινόμενο σημείο της οδού (ισόπεδος κόμβος ...) από δύο (2) σε μία (1), ήτοι η προσαρμογή κατά την υλοποίηση του υποέργου στην υφιστάμενη κατάσταση και β) την επέκταση της τάφρου ΤΔ4 στο σημείο Χ.Θ. 21+00 και την προαπαιτούμενη αυτής μετατόπιση του παράλληλου δρόμου προς την κεντρική αρτηρία, ώστε να χωρέσει η τάφρος μέσα στο υπάρχον εύρος απαλλοτρίωσης, δεν αποτελούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, «μικρομεταβολές», για τις οποίες, κατά τα αβασίμως προβαλλόμενα από  την εκκαλούσα, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο άρθρου 45 του ν. 3669/2008. Εξάλλου, ο νόμος δεν διακρίνει την υποχρέωση τήρησης της ως άνω διαδικασίας ανάλογα με το μέγεθος της τροποποίησης αλλά προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση επιτρεπτής τροποποίησης της  μελέτης, ήτοι για τη διόρθωση σφαλμάτων της ή την συμπλήρωση ελλείψεών της απαιτείται η προεκτεθείσα διαδικασία. Συναφώς, η έκθεση ελέγχου δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα των εν λόγω προσαρμογών αλλά εντόπισε την πλημμέλεια στην μη τήρηση της κατά νόμο επιβαλλόμενης διαδικασίας, διαπιστώνοντας, κατ΄αρχήν,  ορθώς, ότι υφίσταται εξ αυτού του λόγου παρατυπία. Ωστόσο, το Δικαστήριο, δεδομένου του όλως τυπικού χαρακτήρα των παρατυπιών,  όπως άλλωστε η ίδια η Ε.Δ.ΕΛ. χαρακτηρίζει συνολικά και τις τρεις διαπιστώσεις του ελέγχου, που περιγράφονται στο σημείο Δ3 της οικείας έκθεσης,  διαπιστώνει  ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας  ότι τα επίδικα και χαρακτηριζόμενα, ως τυπικά ευρήματα, επέφεραν ουσιώδη μεταβολή του φυσικού αντικειμένου του υποέργου ούτε ότι είχαν  οποιαδήποτε επίπτωση  επί του οικονομικού αντικειμένου  αυτού, γεγονός που δεν αμφισβητείται από το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, ούτε στην οικεία έκθεση ελέγχου, ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση,  διαλαμβάνεται ειδική αιτιολογία σχετικά με την εύλογη σχέση αναλογίας μεταξύ της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης και των διαπιστωθεισών διοικητικών παρατυπιών μετά από συνεκτίμηση του είδους και της σοβαρότητας αυτών και του επελθόντος εξαιτίας αυτών αποτελέσματος, δεδομένης μάλιστα και της ευχέρειας της ελεγκτικής αρχής σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών τυπικού απλώς χαρακτήρα, χωρίς ενδεχόμενη οικονομική επίπτωση να μην επιβάλλουν δημοσιονομική διόρθωση (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2293/2017, σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  COCOF 07/0037/03/29.11.2007). Κατά συνέπεια,  ο επίμαχος καταλογισμός δεν έχει επανορθωτικό – αποκαταστατικό χαρακτήρα αλλά καταλήγει να προσλαμβάνει κυρωτικό όμοιο, καθόσον η Διοίκηση, κατά την επιβολή του, δε συνεκτίμησε, υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, τις συντρέχουσες περιστάσεις, όπως αυτές προκύπτουν από το πραγματικό της ένδικης υπόθεσης (σκέψη IV της παρούσας), τη βαρύτητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων και την αιτιώδη σχέση αυτών με την άρτια υλοποίηση και λειτουργικότητα του επίμαχου υποέργου, η οποία, σημειωτέον (άρτια υλοποίηση και λειτουργικότητα), δεν αμφισβητείται από το αντίδικο, ούτε αιτιολόγησε ειδικά την ύπαρξη εύλογης σχέσης αναλογίας μεταξύ της κατ΄αποκοπήν επιβληθείσας διόρθωσης και των  επίμαχων παρατυπιών, αξιολογώντας αυτές  ειδικά  με βάση τα ανωτέρω κριτήρια (ΕΣ Ολ. 3403/2014, Ι Τμ. 127/2019, 2293, 2299/2017).Τούτων δοθέντων, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης και, ακολούθως, εκτιμωμένων των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυνΤμ.1/1244/2016

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Αίτηση ακύρωσης της 27240 Α.Πλ.3460/20.6.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκτηση από την εκκαλούσα του ποσού των 110.769,27 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως χρηματοδότηση στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 2 της Πράξηςμε κωδ. MIS 76820, που έχει ενταχθεί στο Μέτρο 1.6. του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Κεντρικής Μακεδονίας, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους. «….», Ακολούθως, η εκκαλούσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε μονομερώς από τα εθνικά όργανα, χωρίς να προηγηθεί «διαβούλευση» με τα όργανα της Επιτροπής,  σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 που αναφέρει ότι σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης.  Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη ΙΙΙΔ), στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών και την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων, ενώ η εταιρική σχέση ουδόλως υποχρεώνει τα τελευταία (κράτη – μέλη) να διαβουλεύονται με την Επιτροπή προτού αποφασίσουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την ανάκτηση δαπάνης για το ως άνω υποέργο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι, στην προκειμένη υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης η οποία γενικώς κρίνεται ως το αναγκαίο και συνάμα κατάλληλο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η άρση της παραβίασης διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημοσίων έργων, δεν αναζητείται το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα παραβίασης αυτής της αρχής αλλά μόνον τα ποσά εκείνα που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες δαπάνες. Επίσης, είναι αβάσιμος  ο λόγος έφεσης  ότι η Διοίκηση προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της κατά παράβαση του άρθρου 39 του Κανονισμού 1260/1999 (το οποίο αναφέρεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης). Και τούτο διότι, με βάση το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1418/1984, π.δ. 609/1985 και των όρων της απόφασης ένταξης της πράξης ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη και δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, διότι μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα δεν παρέδωσε τη σχετική έκθεση στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2860/2000. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (Ε.Δ.ΕΛ.), ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000, αλλά από τη διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8, 38 και 39 του Καν (ΕΚ) 1260/1999. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/676/2023

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος της εκκαλούσας, ποσού 5.047.789,84 ευρώ, που προέρχεται από τη χρηματοδότηση του Υποέργου 1 της πράξης «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΔΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ-Β΄ ΦΑΣΗ/ΕΤΠΑ»(...)Προβάλλεται επίσης από την εκκαλούσα ότι δεν φέρει υπαιτιότητα ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, που συνίσταται στην κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3669/2008 ανάθεση στην «… ΑΕ» ως υποεργολάβου,  μέρους του έργου, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την αναθέτουσα αρχή, και σε κάθε περίπτωση αυτή δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της. Ως προς το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθ’ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 4 για την κατάφαση παρατυπίας δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή πταίσματος του δικαιούχου και τούτο, διότι ο περιορισμός της δυνατότητας ανάκτησης της παρανόμως διατεθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής στις περιπτώσεις παρατυπιών διαπραχθεισών από υπαιτιότητα θα έθετε σε διακινδύνευση του κοινοτικούς πόρους, διευκολύνοντας τις παρατυπίες(....)Περαιτέρω, σε σχέση με τη σοβαρότητα της παρατυπίας λαμβάνεται υπ’ όψιν ιδίως ότι ούτε προκύπτει ούτε είχε τεθεί υπ’ όψιν της εκκαλούσας κάποιο στοιχείο από το οποίο να εκκινούν τυχόν υποψίες για ανάθεση της επίμαχης υπεργολαβίας. Η ίδια εξάλλου η φύση της έννομης σχέσης, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η ανάθεση ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί αφανούς εταιρείας, καθιστά δυσχερή τον έλεγχο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεργολάβος εταίρος δεν είχε εμφανή την παρουσία της προς τους τρίτους.  Ακόμα, για την εκτίμηση της φύσης της παρατυπίας συνεκτιμάται το γεγονός ότι η υπεργολαβία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το άνοιγμα του ανταγωνισμού και δεν επιβάλλονται περιορισμοί από το ενωσιακό δίκαιο. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι κατά παραδοχή του προβαλλόμενου λόγου, το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των δηλωθεισών στην Ε.Ε. δαπανών, περιόδου από 1.7.2015 έως 30.6.2018, ύψους (20.191.159,34 ευρώ Χ 2%=) 403.823,19 ευρώ.Δέχεται εν μέρει την έφεση.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021

Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και  να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00  ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να  μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν. 


ΕΣ/ΤΜ.1/6431/2015

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:ζητείται η ακύρωση α) της ... απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας δημοσιονομική διόρθωση ποσού 280.883,60 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σ’ αυτήν αχρεωστήτως  από κοινοτικούς (ΕΤΠΑ 70%) και εθνικούς πόρους (ΠΔΕ 30%), κατά την εκτέλεση  του υποέργου 3 «… Α.Ε.»(...)Ήδη, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα βάλλει κατά της ως άνω απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και ζητεί την ακύρωσή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση αυτή λόγους. Όμως, στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται έγγραφα που είναι αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης στην κρινόμενη υπόθεση, προκειμένου να προσκομιστούν τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας ελλείποντα ουσιώδη στοιχεία προς διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.Απορρίπτει την ανακοπή.Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της έφεσης. 


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/741/2021

Δημοσιονομική διόρθωση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού...Ακολούθως, ως προς την ασφάλιση του έργου, ο εκκαλών προβάλλει ότι δεν προέβη σε κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης, διότι δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία προεδρικό διάταγμα, σε κάθε δε περίπτωση, η συγκεκριμένη παρατυπία έχει τυπικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η επιβολή διόρθωσης ποσοστού 1% βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου, αφού είναι πολλαπλάσια της πραγματικής δαπάνης ασφάλισης του έργου. Προσάγει δε την από 10.2.2016 προσφορά ασφάλισης αστικής ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας ..., σύμφωνα με την οποία η δαπάνη της ασφάλισης για όλη τη διάρκεια του έργου ανέρχεται σε 4.300 €.  Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10 της παρούσας, η μη έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 45 παρ. 4 του ν. 3669/2008 ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω, καθόσον η ευθύνη των μερών, για βλάβες που προκαλούνται στο έργο μέχρι την οριστική του παραλαβή, προσδιορίζεται από τους σχετικούς με την ασφάλιση του έργου όρους που περιέχονται στα συμβατικά τεύχη, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, από το άρθρο 38 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι α) σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της C(2013)9527 final/19.12.2013 απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε περιπτώσεις παρατυπιών τυπικού μόνο χαρακτήρα χωρίς πραγματική ή πιθανή δημοσιονομική επίπτωση, είναι δυνατό να μην επιβάλλονται διορθώσεις, και β) το επίδικο έργο ολοκληρώθηκε επιτυχώς, χωρίς το ελεγκτικό όργανο να διαπιστώσει, αλλά ούτε από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτει, οιαδήποτε ζημία ή βλάβη κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη παρατυπία έχει όλως τυπικό χαρακτήρα (βλ. και την Έκθεση Οριστικών Αποτελεσμάτων Ελέγχου, η οποία χαρακτηρίζει την παρατυπία αυτή «Τυπικό Εύρημα»), χωρίς πραγματική δημοσιονομική επίπτωση, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της αναλογικότητας, ο σχετικός λόγος να γίνει δεκτός ως βάσιμος.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, εν όψει των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος (άρθρο 314 παρ. 3 του ν.4700/2020).


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/391/2022

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Ζητείται η ακύρωση α) της … απόφασης ανάκτησης του Γενικού Γραμματέα Τουρισμού του Υπουργείου Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του εκκαλούντος ανάκτηση ποσού 56.160,00 ευρώ, φερόμενου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος από ενωσιακούς (μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου) και εθνικούς πόρους, στο πλαίσιο χρηματοδότησης του υποέργου της Πράξης «Δράσεις κατάρτισης ανθρώπινου δυναμικού σε θέματα τουρισμού στις 8 περιφέρειες Σύγκλισης» με κωδικό ΟΠΣ 374634, το οποίο είχε ενταχθεί στη θεματική προτεραιότητα 62 του Άξονα 04 του επιχειρησιακού προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού», και β) της …απόφασης καταγγελίας σύμβασης της Αναπληρώτριας Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού.(....)Εξάλλου, το εκκαλούν δεν προβάλλει κατά τρόπο ορισμένο και ουδόλως προκύπτει ότι το επιβαλλόμενο μέτρο είναι προδήλως δυσανάλογο, λαμβανομένων υπόψη και των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για το σκοπό που επιδιώκει και δεν παρίσταται προδήλως δυσανάλογο. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του αναδόχου/επιχορηγούμενου φορέα, όπως εν προκειμένω, τα σχετικά ποσά που έχουν καταβληθεί καθίστανται αχρεώστητα στο σύνολό τους και, επομένως, η Διοίκηση υποχρεούται να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση/ανάκτηση, κατά συνέπεια, η ανάκτηση νομίμως, χωρίς να υφίσταται περιθώριο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (...), έχει επιβληθεί και ως απόρροια της καταγγελίας της σύμβασης αυτής. Απορρίπτει την έφεση.


ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/1379/2017

ΕΡΓΑ.  ζητείται, παραδεκτώς, η αναθεώρηση της 668/2017 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απορριπτικής αίτησης της Περιφέρειας ...και των ήδη αιτουσών για την ανάκληση της 2/2017 πράξης της Αναπληρώτριας Επιτρόπου της 1ης Υπηρεσίας Επιτρόπου ...με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της αιτούσας Κοινοπραξίας και της Περιφερειακής Ενότητας ... Περιφέρειας ...για την εκτέλεση του έργου «Καθαρισμός ερεισμάτων και τάφρων οδών επαρχιακού οδικού δικτύου, Π.Ε. ..., Ο προέχων χαρακτήρας του επίμαχου υποέργου, αυτοτελώς, είναι αυτός του δημοσίου έργου, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο κύριος σκοπός της ελεγχόμενης σύμβασης είναι η συντήρηση, αποκατάσταση και άρση της επικινδυνότητας του επίμαχου επαρχιακού οδικού δικτύου, ήτοι η συντήρηση έργου......η οποία απαιτεί, λόγω της πολυπλοκότητάς της, εξειδικευμένη τεχνική γνώση και επέμβαση, δηλαδή χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και αντίστοιχων μέσων, ενώ το επίμαχο υποέργο, προορίζεται να επιτελεί καθ’ εαυτό μία οικονομική και τεχνική λειτουργία επιφέροντας ένα άρτιο λειτουργικό αποτέλεσμα, συνδέεται δε άμεσα με το έδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό....Περαιτέρω, η 2η μειοδότρια κοινοπραξία «...» νομίμως αποκλείστηκε, λόγω μη προσκόμισης από το πρώτο μέλος αυτής «...» ασφαλιστικής ενημερότητας .(..)Συναφώς, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή που συγκροτήθηκε με την 655/2015 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας ... ακυρώθηκε στη συνέχεια με την 1101/2015, όμοια, ενώ με την 1102/2015 απόφαση συγκροτήθηκε νέα Επιτροπή Διαγωνισμού, η εν λόγω πλημμέλεια, συνεκτιμωμένων και των ειδικότερων περιστάσεων της εξέλιξης της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας, και, ειδικότερα, ενόψει του νόμιμου αποκλεισμού της 2ης μειοδότριας εταιρείας, δεν είναι ουσιώδης ώστε να συνεπιφέρει ακυρότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας και να καθιστά εύλογη την επέλευση μιας τέτοιας συνέπειας, κωλύουσας την υπογραφή της οικείας σύμβασης....Ως εκ τούτου το VI Τμήμα, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε αντίθετα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή των οικείων διατάξεων και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων αναθεώρησης, να αναθεωρηθεί η απόφαση αυτή.(..)Δέχεται την αίτηση της Κοινοπραξίας, με την επωνυμία «...» και των κατ’ ιδίαν μελών της. Αναθεωρεί την 668/2017 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.....Αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της αιτούσας Κοινοπραξίας και της Περιφερειακής Ενότητας 


ΕλΣυν/Κλ.5(ΚΠΕ)141/2015

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ: Κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης του έργου «Συντήρηση της Εθνικής Οδού με αρ. 6 … – Όρια Π.Ε. … (ασφαλτικά – σήμανση - ασφάλεια)», μεταξύ Περιφερειακής Ενότητας  Περιφέρειας  και εργοληπτικής εταιρείας, διότι  μη νομίμως αποκλείσθηκε η πρώτη κατά σειρά μειοδοσίας ομόρρυθμη εταιρεία, με την αιτιολογία ότι δεν υποβλήθηκε υπεύθυνη δήλωση ότι ο υπογράφων την προσφορά έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεως αυτής στο συγκεκριμένο διαγωνισμό. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η ίδια η εταιρεία, διαρκούντος του διαγωνισμού, δεν αμφισβήτησε την εκπροσώπησή της και ότι προσκόμισε το καταστατικό της (το οποίο δεν ζητείται επί ποινή ακυρότητας), από το οποίο προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης του ομορρύθμου εταίρου, η Προϊσταμένη Αρχή, όφειλε, ενόψει της αρχής της χρηστής διοίκησης, να κατακυρώσει το διαγωνισμό σε αυτήν, δοθέντος ότι η προσκόμιση του καταστατικού υπερκαλύπτει την ανάγκη υποβολής της υπεύθυνης δήλωσης, καθώς σε περίπτωση αμφισβήτησης των στοιχείων αυτής, η ίδια η διακήρυξη προβλέπει την εξέταση των προβλέψεων του καταστατικού.

Δεν ανακλήθηκε με την ΕλΣυνΤμ.6/6070/2015


ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/62/2016

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Τούτο διότι ούτε από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον 1ο Α.Π.Ε. και την επίμαχη συμπληρωματική σύμβαση, ούτε από την εγκριτική της σύμβασης απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αλλά ούτε και από το σώμα της σύμβασης προκύπτει η συνδρομή των απρόβλεπτων εκείνων περιστάσεων, οι οποίες        θα καθιστούσαν αναγκαία την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία           της ανάθεσης συμπληρωματικών εργασιών, προϋπόθεση η οποία είναι πρωταρχικής σημασίας για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με τις λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρονται στην οικεία νομική σκέψη. Άλλωστε, η στατική και κατασκευαστική ανεπάρκεια του εξώστη του κτιρίου δεν δύνανται να θεωρηθούν απρόβλεπτα γεγονότα κατά την έννοια του νόμου, ικανά να δικαιολογήσουν την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης, διότι με την καταβολή της ενδεδειγμένης επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου κατά την κοινή πείρα, τα δομικά αυτά προβλήματα θα μπορούσαν να έχουν αναδειχθεί κατά το στάδιο της αρχικής μελέτης, η οποία αφορούσε σε εργασίες ανακατασκευής του κτιρίου. Πέραν τούτου, το κατασκευαστικό πρόβλημα του εξώστη προϋπήρχε και δεν προέκυψε σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της αρχικής μελέτης και της αρχικής σύμβασης, συνεπώς το γεγονός της διαπίστωσης απλώς του προβλήματος, κατά την εκτέλεση άλλων εργασιών επί του κτιρίου, δεν δύναται να θεραπεύσει τις ως άνω πλημμέλειες


ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/57/2012

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-Συμπληρωματικές συμβάσεις.:Με τα  δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, δεν συντρέχουν,  εν προκειμένω,  οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο  της αρχικής σύμβασης εκτέλεσης του οικείου έργου. Ειδικότερα, από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει ότι  οι εργασίες αυτές   κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, ήτοι λόγω πραγματικών γεγονότων που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου, ενώ αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Οι  επικαλούμενες  εκ μέρους του Δήμου  «καταστάσεις που δεν ήταν γνωστές και δεν αντιμετωπίστηκαν στην αρχική μελέτη» αφορούν δε στην ύπαρξη υπόγειου αγωγού ομβρίων  υδάτων στο δρόμο της αγοράς,  δεν στοιχειοθετούν απρόβλεπτες περιστάσεις. Και τούτο διότι,  η άγνοια της ύπαρξης του αγωγού αυτού  και της σύνδεσής του με τις  αποχετεύσεις των  παρακείμενων οικιών, που δεν έχουν συνδεθεί  με το υπάρχον  δίκτυο ακαθάρτων,  συνιστά σφάλμα και παράλειψη  της αρχικής μελέτης, δεδομένου ότι  οι θέσεις των υφιστάμενων αγωγών και συνδέσεων   επιβαλλόταν,  κατά την κοινή πείρα,  με την καταβολή της ενδεδειγμένης επιμέλειας,  να αποτελέσουν περιεχόμενο της μελέτης δημοπράτησης του κύριου έργου, το οποίο αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων,  στην  απορροή και αποχέτευση των ομβρίων υδάτων  και  τη σύνδεση  του  υπό κατασκευή δικτύου με τον υφιστάμενο κεντρικό αγωγό αποχέτευσης ομβρίων υδάτων. Κατά συνέπεια, η  εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη, κατά το μέρος που αφορά στην πληρωμή εργασιών της 1ης Συμπληρωματικής σύμβασης του έργου  «Πεζοδρομήσεις Δημοτικών Οδών»,  δεν είναι νόμιμη, και, ως εκ τούτου,  το χρηματικό αυτό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.