Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/171/2009

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3463/2006

Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2738/1999, με τις οποίες είχε αντικατασταθεί το άρθρο 35 του προϊσχύσαντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1416/1984 (το άρθρο 35 επαναλαμβάνεται στο άρθρο 225 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα με τροποποιήσεις μόνο αναφορικά με τα πρόσωπα που δύνανται να συνάψουν ή να συμμετέχουν σε προγραμματική σύμβαση, τη δυνατότητα ανάθεσης σε τρίτο της διαχείρισης, εκμετάλλευσης και συντήρησης των έργων της προγραμματικής σύμβασης καθώς και την περίπτωση που τα προβλεπόμενα στην προγραμματική σύμβαση έργα είναι πολιτιστικού χαρακτήρα), γινόταν υπενθύμιση του αναπτυξιακού χαρακτήρα του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφερόταν ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (πρβλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ.Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (πρβλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στο νόμο και στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε χρηματοδότηση κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης κατά παράβαση του άρθρου 259 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα καθώς και η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και μέσων, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (πρβλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ7/78/2008

Ελ.Συν./Τμ.VII/78/2008.Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν.1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2738/1999, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 35 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1416/1984, υπενθυμίζεται ο αναπτυξιακός χαρακτήρας του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (βλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ. Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (βλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 277 παρ. 8 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, επιχορήγηση της δημοτικής επιχείρησης (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (βλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.).


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)280/2013

Καταβολή του πρώτου τμήματος της αμοιβής του για την παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο του έργου «Ανάπλαση περιοχών Δ.Ε. ...... του Δήμου ...... στις γειτονιές 10-11-12 πράξεως εφαρμογής 33, στις γειτονιές 14-15 πράξεως εφαρμογής 37 και στις γειτονιές 9-13 πράξεως εφαρμογής 45 για τη δημιουργία θεματικών πυρήνων πρασίνου και αναψυχής» σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην από 16.3.2012, προγραμματική σύμβαση μεταξύ του ως άνω Δήμου και του ανωτέρω ν.π.δ.δ..(...)Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, οι προγραμματικές συμβάσεις αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ’  ύλη αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (πρβλ. Πράξη 195/2006 VII Τμ. Ελ.Συν., βλ. Πράξη 219/2012 Κλ. Προλ. Ελ. Δαπανών στο VII Τμ. Ελ.Συν.). Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Δήμων και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις ανωτέρω διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής, στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο της προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ’ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (πρβλ. Πρακτικά 14ης  Συν/9.5.2006 και Πράξεις 304/2006, 171/2009 VII Τμ. Ελ.Συν., βλ. Πράξη 219/2012 Κλ. Προλ. Ελ. Δαπανών στο VII Τμ. Ελ.Συν.) και να μην μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο (βλ. Πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 68, 69/2012, 310/2010, 171/2009, 270/2008 κ.ά., Πράξη 219/2012 Κλ. Προλ. Ελ. Δαπανών στο VII Τμ. Ελ.Συν.).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η οι ως άνω ανατεθείσες στο ...... υπηρεσίες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ερευνητικού προγράμματος, καθόσον δεν τις χαρακτηρίζει το στοιχείο της πρωτοτυπίας, αλλά όπως προκύπτει άλλωστε από το άρθρο 5 της υπό κρίση σύμβασης πρόκειται, κατ΄ουσία, για σύνολο συνήθων μελετών (όπως χωροταξικών, αρχιτεκτονικών, στατικών, ηλεκτρομηχανολογικών και μελέτης φύτευσης), που εξυπηρετούν συγκεκριμένο και ειδικό αντικείμενο και εξαντλούνται στην εφαρμογή τους αυτή, για την ανάθεση των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3316/2005. Ειδικότερα, και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από το Δήμο ......, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αποδεικνύεται η πρωτοτυπία του παραχθέντος από το ...... επιστημονικού έργου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι το παραδοτέο αντικείμενο της επίμαχης προγραμματικής σύμβασης δεν αποκλίνει ουσιωδώς κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας από το παραδοτέο αντικείμενο στο πλαίσιο συνήθους σύμβασης ανάθεσης μελέτης, κατά τις διατάξεις του ν.3316/2005. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ανάθεση των υπηρεσιών αυτών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης προϋποθέτει την αδυναμία ανάθεσης τους με άλλο τρόπο. Εν προκειμένω και ενώ υπήρχε η δυνατότητα ανάθεσης μελετητικών υπηρεσιών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3316/2005, καταρτίστηκε η επίμαχη προγραμματική σύμβαση, η οποία συνιστά κατά την κρίση του Κλιμακίου κατ’επίφαση σύμβαση του άρθρου 100 του ν.3852/2010, υποκρύπτουσα ανάθεση συνήθων μελετών, διεπόμενων από τις διατάξεις του ν.3316/2005. Συνεπώς, η απευθείας ανάθεση της εκπόνησης των ως άνω μελετών στο ...... δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προβλεπόμενες στο άρθρο 10 του ν.3316/2005 προϋποθέσεις της απευθείας ανάθεσης μελέτης χωρίς τη διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας και χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το κρίσιμο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, παρίσταται μη νόμιμη, συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.

ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)183/2012

Οι δήμοι μπορούν, κατόπιν σχετικής απόφασης του δημοτικού συμβουλίου τους και υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης σχετικής πίστωσης στον προϋπολογισμό τους, η οποία δεν υπερβαίνει το 1,5% των τακτικών εσόδων τους, να χορηγούν χρηματική ενίσχυση σε εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. που εδρεύουν εντός των διοικητικών ορίων τους, για την πραγματοποίηση, από τα εν λόγω ν.π.δ.δ., κοινωνικών εκδηλώσεων (βλ. Ελ.Συν., VII Τμήμ. πράξ. 111/2011, 332/2010, 271, 190, 105/2009, 388/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτή συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία τους και τη ρητή ένταξη των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. στα δικαιούμενα επιχορήγησης από τους δήμους νομικά πρόσωπα, σε συνδυασμό με την αποστολή, ως καθαρώς θρησκευτικών οργανισμών, των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ., οι πραγματοποιούμενες, απ' αυτά, «κοινωνικές εκδηλώσεις» που μπορούν να επιχορηγούν οι δήμοι πρέπει να αφορούν σε υλοποίηση δράσεων που σκοπό έχουν την επιδίωξη του συλλογικού οφέλους της οικείας τοπικής κοινωνίας και την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος των μελών της (πρβλ. Ελ.Συν., VII Τμήμ. πράξ. 377, 215/2010, 301, 60/2008).


ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/158/2012

(...) α) Ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως μελέτης ή παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίου εφαρμογής του ν.3316/2005 ή ως παροχής υπηρεσιών που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν.3316/2005 και για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ. και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του ως άνω γενόμενου χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών. β) Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (πρβλ Ελ.Συν. IV Τμ. 216/2009, 178/2008, 179/2008) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης που η ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405, Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 24/2012, 187/2011). Με τις διατάξεις δε του ν. 3316/2005 καθιερώνεται ο κανόνας της σύναψης των σχετικών συμβάσεων ύστερα από δημόσιο, ανοικτό ή κλειστό, διαγωνισμό, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 102/2009, 120, 199/2010, Ι Τμ. 170/2010). γ) Λόγω του ειδικού χαρακτήρα αυτών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αντικείμενο των οποίων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, η προσφορά τεχνογνωσίας, εμπειρίας και ειδίκευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο οι συμβάσεις αυτής της κατηγορίας, οι οποίες συνάπτονται από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πρέπει να συνοδεύονται από ειδική αιτιολόγηση της αδυναμίας των οικείων υπηρεσιών να προβούν οι ίδιες, με τους υπαλλήλους που διαθέτουν, στην επίτευξη του αποτελέσματος που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης. Ειδική αιτιολόγηση για την αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών απαιτείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), χωρίς δημοσίευση προκήρυξης. Η διαδικασία αυτή συγχωρείται, μεταξύ άλλων, όταν η προϋπολογισθείσα δαπάνη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και υφίστανται γεγονότα που συνιστούν επείγουσα ανάγκη για την ανάθεσή της. Για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται γνωμοδότηση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή του επείγοντος καθώς και αναγγελία των κρισίμων στοιχείων της σύμβασης στο Τ.Ε.Ε. προκειμένου να δημοσιευθούν στην ιστοσελίδα του δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την υπογραφή της (βλ. Ελ.Συν. IV Τμ. 16/2010, 187/2011). δ) Η διάταξη του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση της απευθείας ανάθεσης, μεταξύ άλλων, και της παροχής υπηρεσιών, όταν η δαπάνη της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις των συμβάσεων μελετών ή συναφών υπηρεσιών, αφού αυτές διέπονται από τις προμνησθείσες ειδικές διατάξεις (Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 172/2009, VII Τμ. πραξ. 199/2010).


ΕΣ/Τ7/16/2005

H δυνατότητα <επιχορήγησης> δημοτικών επιχειρήσεων από το Δήμο στα πλαίσια της κατάρτισης προγραμματικών συμβάσεων, έχει την έννοια της δυνατότητας χρηματοδότησης για την εκπλήρωση των όρων αυτών και όχι της οικονομικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων αυτών για την επίτευξη των καταστατικών σκοπών ή στόχων τους (πρβλ. και 2/378/0026/8.1.1999 έγγραφο Υφυπουργού Οικονομικών προς τις Υ.Δ.Ε.). Η αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε όχι μόνο στο πνεύμα της μνησθείσης διατάξεως του άρθρου 277 του Δ.Κ.Κ., που προβλέπει την κατ΄ εξαίρεση <επιχορήγηση> των δημοτικών επιχειρήσεων και μόνο για τη σύναψη προγραμματικών συμβάσεων κατά το άρθρο 35 του ίδιου Κώδικα για την εκτέλεση έργων, παροχή υπηρεσιών κλπ., δηλαδή στην χρηματοδότηση για τη σύναψη αυτών (προγραμματικών συμβάσεων), αλλά και στις κοινοτικές διατάξεις( άρθρο 87 Συνθ. Ε.Κ.), που απαγορεύουν την οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων γενικά προς αποφυγή νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού.Συνακόλουθα, και σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Δ.Κ.Κ., όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμετέχουν σε προγραμματική σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός Δήμου και ενός Ν.Π.ΔΔ.. για την ανάπτυξη μιας περιοχή και αναλαμβάνουν επιπρόσθετα, έναντι αμοιβής, την υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης με την εκ μέρους τους παροχή υπηρεσιών, την οποία θα μπορούσε να αναλάβει και οποιοσδήποτε τρίτος ιδιώτης, είναι υποκείμενα φόρου προστιθέμενης αξίας για το ποσό που λαμβάνουν για την παροχή της υπηρεσίας και συνεπώς, υποχρεούνται, κατά την είσπραξη του εν λόγω ποσού, στην έκδοση του προβλεπόμενου από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων τιμολογίου στο οποίο πρέπει να συνυπολογίζεται και ο αναλογών Φ.Π.Α..Σε κάθε περίπτωση, τυχόν απαλλαγή της ΑΝ.Ε.Δ.Κ. από το Φ.Π.Α. που αναλογεί στο ποσό που της καταβάλλεται για την εκτέλεση της εν λόγω υπηρεσίας, στο οποίο εμπεριέχονται το λειτουργικό κόστος, η αμοιβή της και κάθε είδους λοιπές δαπάνες (παραγωγικές ή μη ) θα οδηγούσε, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ. (βλ. C-45/01, C-141/00, C-498/03), σε παραβίαση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά την είσπραξη του Φ.Π.Α., των επιχειρηματιών που παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες καθώς και σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, Αφού οι επίμαχες υπηρεσίες θα μπορούσαν να ανατεθούν σε ιδιώτη – επιχειρηματία, χωρίς την απαλλαγή του Φ.Π.Α.


ΝΣΚ/693/1995

Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Προγραμματικές συμβάσεις. Οροι χρηματοδοτήσεως τούτων. Είναι νόμιμη η μη θεώρηση από το οικείο όργανο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο ΥΠ.ΠΟ. χρηματικών ενταλμάτων των υπό του Τ.Α.Π.Α. χρηματοδοτήσεων των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ ΥΠ.ΠΟ. - ΤΑΠΑ - Δήμων/Κοινοτήτων, εφόσον αυτά δεν συνοδεύοντο από τα απαραίτητα κατά νόμο (άρθρο 5 π.δ.471/75) δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη βασιμότητά τους (ήτοι αποδεικνύουν τις διάφορες πληρωμές που έγιναν από τους φορείς εκτελέσεως των έργων των οικείων προγραμματικών συμβάσεων, την πρόοδο των σχετικών εργασιών κλπ.).

ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/156/2019

Εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης δικτύων αποχέτευσης.: Με δεδομένα αυτά, ελλείψει σχετικής ρύθμισης για την αρμοδιότητα σύνταξης και υπογραφής των χρηματικών ενταλμάτων στη Δ.Ε.Υ.Α. ....., εφαρμόζονται οι σχετικές για τους Δήμους διατάξεις (πρβλ. Ελ.Συν. Πρ. VII Τμ. 69/2016, Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο VII Τμ. 212/2016) που, πλέον, ορίζουν ότι τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής υπογράφονται από τον Προϊστάμενο Οικονομικών Υπηρεσιών (Π.Ο.Υ.) του Δήμου, ή το υφιστάμενό του όργανο που εξουσιοδοτείται από αυτόν, και τον συντάκτη τους, ήτοι τον υπάλληλο της λογιστικής υπηρεσίας, ως αρμοδίου για την εκκαθάριση οργάνου (πρβλ. Ελ.Συν. Πρ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο VII Τμ. 228, 276/2018, 63/2019). Συνεπώς, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα αναρμοδίως υπογράφεται τόσο από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Δ.Ε.Υ.Α. όσο και από τον Αντιπρόεδρό της, στον οποίο παρανόμως έχουν ανατεθεί καθήκοντα έκδοσης χρηματικών ενταλμάτων διότι, κατά τα προαναφερθέντα, αυτά ανήκουν στους υπαλλήλους της λογιστικής υπηρεσίας.


ΕΣ/ΚΛΖ/329/2018

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Με αυτά τα δεδομένα, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η σύμβαση αυτή μεταξύ του Δήμου ..... και της Δ.Α.Ε.Μ. Α.Ε. με το ανωτέρω περιεχόμενο αποτελεί γνήσια προγραμματική – οριζόντιας συνεργασίας σύμβαση, η οποία εξαιρείται, ως εκ τούτου, από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016. Και τούτο, διότι συνάπτεται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών (βλ. σκ. 4 και 5) που αποβλέπουν στη μεταξύ τους συνεργασία προς την επίτευξη ενός σκοπού δημόσιου συμφέροντος (σχετ. Ελ.Συν. Τμ. Μείζ. Επταμ. Σύνθ. 2769/2011, Ζ´ Κλ. 285/2015, 128/2013, πρβλ. Τμ. Μείζ. Επταμ. Σύνθ.  2770, 2271/2011, Ζ´ Κλ. 175/2015), ο οποίος συνίσταται στην προσαρμογή του Δήμου ..... στις απαιτήσεις του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των δημοτών του. Ειδικότερα, από το υποβληθέν σχέδιο, προκύπτει η ανάληψη σχετικών υποχρεώσεων εκ μέρους των συμβαλλόμενων μερών, με αλληλοσυμπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους, το δε αντικείμενο της προγραμματικής σύμβασης παρίσταται προδήλως συναφές με τους καταστατικούς σκοπούς της «Δ.Α.Ε.Μ. Α.Ε.», και, επομένως, οι συμβαλλόμενοι εκκινούν από κοινή αφετηρία (Ελ.Συν. Ζ΄ Κλιμ. 223/2018). Εξάλλου, οι εμπλεκόμενοι φορείς και ιδίως η φερόμενη ως φορέας υλοποίησης του προγράμματος αναπτυξιακή επιχείρηση (οι συναλλαγές της οποίας, όπως προκύπτει από τα από τα αναφερόμενα στη σκέψη 4.2 της παρούσας, πραγματοποιείται σχεδόν εξ ολοκλήρου προς τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης της εδαφικής της περιφέρειας) δεν εκτελούν τις κρίσιμες δραστηριότητες στην ελεύθερη αγορά σε ποσοστό μεγαλύτερο του προβλεπόμενου στο άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4412/2016 (πρβλ. Ελ.Συν. Τμ. Μείζ. Επτ. Σύνθ. 903/2018, βλ. αποφ. VI Tμ. 957/2018). Περαιτέρω, η πρόβλεψη στη σύμβαση της δυνατότητας της Δ.Α.Ε.Μ. Α.Ε. να αναθέσει σε ιδιώτες μέρος των αναγκαίων για την υλοποίηση της σύμβασης εργασιών, δεν είναι πρόσφορο να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία, ως αναθέτουσα αρχή κατά τους όρους του άρθρου 2 του ν. 4412/2016, οφείλει κατά τις συναλλαγές της με τρίτους, οι οποίες είναι αναγκαίες για την επιτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με την ελεγχόμενη σύμβαση, να τηρεί τις διατάξεις περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων (βλ. Ελ.Συν. αποφ. VI Τμ. 957/2018). Τέλος, προβλέπεται η σύσταση Επιτροπής Παρακολούθησης, ενώ, σε περίπτωση τυχόν παράβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη των συμβατικών τους υποχρεώσεων, προβλέπεται (άρθρο 10 του ελεγχόμενου σχεδίου) η κατάπτωση των ορισθεισών ποινικών ρητρών, και, συνεπώς, υφίσταται έλεγχος, ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει κάθε φορέας δυνάμει της προγραμματικής σύμβασης.


ΕΣ/Τ7/181/2007

Μη νόμιμη προγραμματική σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου, Αθλητικού Οργανισμού (νπδδ) του Δήμου αυτού και Δημοτικής Επιχείρησης, γιατί η ανωτέρω δημοτική επιχείρηση έχει καταστεί, ως προς ένα μέρος της σύμβασης, μοναδική συμβαλλόμενη του Δήμου και ως το προς το λοιπό μέρος αυτής, του Αθλητικού Οργανισμού, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 225 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, που ορίζουν ότι ικανότητα σύναψης προγραμματικών συμβάσεων έχουν μόνο οι φορείς της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου (μεταξύ των οποίων οι δήμοι και τα νπδδ, τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν), ενώ οι φορείς της περιπτ. β΄, μεταξύ των οποίων και οι δημοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, επιτρέπεται να συμμετέχουν απλώς στις ως άνω προγραμματικές συμβάσεις


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/216/2019

Προγραμματική σύμβαση...Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η σύμβαση αυτή μεταξύ του .... και της .... με το ανωτέρω περιεχόμενο αποτελεί γνήσια προγραμματική – οριζόντιας συνεργασίας σύμβαση, η οποία εξαιρείται, ως εκ τούτου, από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016. Και τούτο, διότι συνάπτεται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών που αποβλέπουν στη μεταξύ τους συνεργασία προς την επίτευξη ενός σκοπού δημόσιου συμφέροντος (σχετ. Ελ.Συν. Τμ. Μείζ. Επταμ. Σύνθ. 2769/2011, Ζ´ Κλ. 285/2015, 128/2013, πρβλ. Τμ. Μείζ. Επταμ. Σύνθ. 2770, 2271/2011, Ζ´ Κλ. 175/2015), ο οποίος συνίσταται στην ψηφιακή/μηχανογραφική αναβάθμιση του ..... προς όφελος της τοπικής κοινωνίας. Ειδικότερα, από το υποβληθέν σχέδιο προκύπτει η ανάληψη σχετικών υποχρεώσεων εκ μέρους των συμβαλλόμενων μερών, με αλληλοσυμπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους, το δε αντικείμενο της προγραμματικής σύμβασης παρίσταται προδήλως συναφές με τους καταστατικούς σκοπούς της «....», και, επομένως, οι συμβαλλόμενοι εκκινούν από κοινή αφετηρία (Ελ.Συν. Ζ΄ Κλιμ. 223/2018). Εξάλλου, οι εμπλεκόμενοι φορείς και ιδίως η φερόμενη ως φορέας υλοποίησης του προγράμματος αναπτυξιακή επιχείρηση (οι συναλλαγές της οποίας, όπως προκύπτει από τα από τα αναφερόμενα στη σκέψη 3 της παρούσας, πραγματοποιείται σχεδόν εξ ολοκλήρου προς τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης της εδαφικής της περιφέρειας) δεν εκτελούν τις κρίσιμες δραστηριότητες στην ελεύθερη αγορά σε ποσοστό μεγαλύτερο του προβλεπόμενου στο άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4412/2016 (πρβλ. Ελ.Συν. Τμ. Μείζ. Επτ. Σύνθ. 903/2018, βλ. αποφ. VI Tμ. 957/2018). Περαιτέρω, η πρόβλεψη στη σύμβαση της δυνατότητας της .... να αναθέσει σε ιδιώτες μέρος των αναγκαίων για την υλοποίηση της σύμβασης εργασιών, δεν είναι πρόσφορο να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία, ως αναθέτουσα αρχή κατά τους όρους του άρθρου 2 του ν. 4412/2016, οφείλει κατά τις συναλλαγές της με τρίτους, οι οποίες είναι αναγκαίες για την επιτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με την ελεγχόμενη σύμβαση, να τηρεί τις διατάξεις περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων (βλ. Ελ.Συν. αποφ. VI Τμ. 957/2018). Τέλος, προβλέπεται η σύσταση Επιτροπής Παρακολούθησης, ενώ σε περίπτωση τυχόν παράβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη των συμβατικών τους υποχρεώσεων προβλέπεται (άρθρο 6 του ελεγχόμενου σχεδίου) η κατάπτωση των ορισθεισών ποινικών ρητρών, και, συνεπώς, υφίσταται έλεγχος, ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει κάθε φορέας δυνάμει της προγραμματικής σύμβασης.