Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/158/2012

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 3463/2006

(...) α) Ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως μελέτης ή παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίου εφαρμογής του ν.3316/2005 ή ως παροχής υπηρεσιών που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν.3316/2005 και για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ. και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του ως άνω γενόμενου χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών. β) Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (πρβλ Ελ.Συν. IV Τμ. 216/2009, 178/2008, 179/2008) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης που η ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405, Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 24/2012, 187/2011). Με τις διατάξεις δε του ν. 3316/2005 καθιερώνεται ο κανόνας της σύναψης των σχετικών συμβάσεων ύστερα από δημόσιο, ανοικτό ή κλειστό, διαγωνισμό, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 102/2009, 120, 199/2010, Ι Τμ. 170/2010). γ) Λόγω του ειδικού χαρακτήρα αυτών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αντικείμενο των οποίων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, η προσφορά τεχνογνωσίας, εμπειρίας και ειδίκευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο οι συμβάσεις αυτής της κατηγορίας, οι οποίες συνάπτονται από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πρέπει να συνοδεύονται από ειδική αιτιολόγηση της αδυναμίας των οικείων υπηρεσιών να προβούν οι ίδιες, με τους υπαλλήλους που διαθέτουν, στην επίτευξη του αποτελέσματος που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης. Ειδική αιτιολόγηση για την αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών απαιτείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), χωρίς δημοσίευση προκήρυξης. Η διαδικασία αυτή συγχωρείται, μεταξύ άλλων, όταν η προϋπολογισθείσα δαπάνη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και υφίστανται γεγονότα που συνιστούν επείγουσα ανάγκη για την ανάθεσή της. Για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται γνωμοδότηση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή του επείγοντος καθώς και αναγγελία των κρισίμων στοιχείων της σύμβασης στο Τ.Ε.Ε. προκειμένου να δημοσιευθούν στην ιστοσελίδα του δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την υπογραφή της (βλ. Ελ.Συν. IV Τμ. 16/2010, 187/2011). δ) Η διάταξη του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση της απευθείας ανάθεσης, μεταξύ άλλων, και της παροχής υπηρεσιών, όταν η δαπάνη της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις των συμβάσεων μελετών ή συναφών υπηρεσιών, αφού αυτές διέπονται από τις προμνησθείσες ειδικές διατάξεις (Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 172/2009, VII Τμ. πραξ. 199/2010).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.7(ΚΠΕ)242/2013

Καταβολή ποσού 24.600 ευρώ στη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρεία με την επωνυμία «......», ως αμοιβή της για την εκτέλεση εργασιών προετοιμασίας φακέλου, προκειμένου να ενταχθεί και να χρηματοδοτηθεί από το επιχειρησιακό πρόγραμμα ΕΠΠΕΡΑΑ το έργο «Ολοκλήρωση έργου πρώτου τμήματος α΄ φάση αποχέτευσης & ΒΙΟΚΑ ευρύτερης περιοχής ...... πρόσκληση 2.7».(...)Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) Ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως μελέτης ή παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίου εφαρμογής του ν. 3316/2005 ή ως παροχής υπηρεσιών που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3316/2005 και για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ. και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του ως άνω γενόμενου χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών. β) Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (πρβλ Ελ.Συν. IV Τμ. 216/2009, 178/2008, 179/2008) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης που η ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405, Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 24/2012, 187/2011). Με τις διατάξεις δε του ν. 3316/2005 καθιερώνεται ο κανόνας της σύναψης των σχετικών συμβάσεων ύστερα από δημόσιο, ανοικτό ή κλειστό, διαγωνισμό, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 102/2009, 120, 199/2010, Ι Τμ. 170/2010). γ) Λόγω του ειδικού χαρακτήρα αυτών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αντικείμενο των οποίων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, η προσφορά τεχνογνωσίας, εμπειρίας και ειδίκευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο οι συμβάσεις αυτής της κατηγορίας, οι οποίες συνάπτονται από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πρέπει να συνοδεύονται από ειδική αιτιολόγηση της αδυναμίας των οικείων υπηρεσιών να προβούν οι ίδιες, με τους υπαλλήλους που διαθέτουν, στην επίτευξη του αποτελέσματος που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης. Ειδική αιτιολόγηση για την αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών απαιτείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), χωρίς δημοσίευση προκήρυξης. Η διαδικασία αυτή συγχωρείται, μεταξύ άλλων, όταν η προϋπολογισθείσα δαπάνη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και υφίστανται γεγονότα που συνιστούν επείγουσα ανάγκη για την ανάθεσή της. Για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται, μεταξύ άλλων γνωμοδότηση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή του επείγοντος (βλ. Ελ.Συν. IV Τμ. 16/2010, 187/2011, 120/2010 καθώς και Κλιμάκιο VII Τμημ. 159/2012), ενώ στην περίπτωση επίκλησης από την αναθέτουσα αρχή συνδρομής λόγων κατεπείγουσας ανάγκης ή επείγουσας περίστασης σύναψης σύμβασης παροχής υπηρεσιών, μέχρι ποσού 15.000 ευρώ, προσκαλούνται υποχρεωτικά για διαπραγμάτευση τρεις υποψήφιοι, δ) Η διάταξη του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση της απευθείας ανάθεσης, μεταξύ άλλων, και της παροχής υπηρεσιών, όταν η δαπάνη της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις των συμβάσεων μελετών ή συναφών υπηρεσιών, αφού αυτές διέπονται από τις προμνησθείσες ειδικές διατάξεις του ν. 3315/2005 (Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 172/2009, VII Τμ. πραξ. 199/2010). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι διενεργήθηκε βάσει των διατάξεων που διέπουν την απευθείας ανάθεση παροχής υπηρεσιών και όχι βάσει των διατάξεων του ν. 3316/2005, καθόσον, οι ανατεθείσες εργασίες, εντάσσονται εννοιολογικά στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών του άρθρου 1 παρ. 2β΄ του ν. 3316/2005 και όχι στις λοιπές υπηρεσίες που διενεργούνται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί προμηθειών.


ΕΣ/Τ7/78/2008

Ελ.Συν./Τμ.VII/78/2008.Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν.1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2738/1999, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 35 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1416/1984, υπενθυμίζεται ο αναπτυξιακός χαρακτήρας του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (βλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ. Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (βλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 277 παρ. 8 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, επιχορήγηση της δημοτικής επιχείρησης (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (βλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ. Συν.).


ΕλΣυν/Τμ.7/88/2011

Δεν είναι λειτουργική κατά τα ανωτέρω δαπάνη, η οποία εξυπηρετεί την αξιοποίηση ή βελτίωση αλλότριας περιουσίας, ήτοι, μεταξύ άλλων, περιουσίας κινητής ή ακίνητης που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο ν.π.δ.δ., καθόσον η δαπάνη αυτή επάγεται ωφέλεια μόνο στο τελευταίο (πρβλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 207, 141/2010, 105, 129, 179/2009, 2, 207/2008, 338, 257, 39/2006). Δύναται, όμως, να θεωρηθεί λειτουργική εκείνη η δαπάνη που συντελεί στη βελτίωση μεν αλλότριας περιουσίας, συνεπάγεται, όμως, ωφέλεια για το Δήμο, στον οποίον έχει παραχωρηθεί η χρήση και εκμετάλλευση της περιουσίας αυτής, κινητής ή ακίνητης, για μακρό χρονικό διάστημα και συντελεί άμεσα ή έμμεσα στην πιο αποτελεσματική εκπλήρωση των σκοπών του.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη η εκπόνηση μελέτης για την κατασκευή του έργου «προσθήκη κατ’ επέκταση Η/Χ και αντικατάσταση στέγης στο δημοτικό αναψυκτήριο ...», παρόλο που αφορά ακίνητο ιδιοκτησίας της Ιεράς Μητρόπολης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, εξυπηρετεί την αποτελεσματική εκπλήρωση των σκοπών του Δήμου ..., καθόσον επάγεται ωφέλεια για το Δήμο, στον οποίο έχει νομίμως παραχωρηθεί η χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου αυτού και μάλιστα για μακρό χρονικό διάστημα (είκοσι έτη), ο οποίος άλλωστε ήδη εκμεταλλεύεται το ως άνω Δημοτικό Αναψυκτήριο εκμισθώνοντας το. Επιπλέον, ο Δήμος ….. προβαίνοντας στην προαναφερόμενη μελέτη εκπληρώνει αναληφθείσα υποχρέωσή του προς την ως άνω Ιερά Μητρόπολη, σχετικά με τους όρους παραχώρησης του ακινήτου αυτού, καθόσον η παραχώρηση πραγματοποιήθηκε με σκοπό την ανάπλαση και αξιοποίηση του χώρου, ο δε όρος αυτός συντελεί αποτελεσματικά στην εκπλήρωση των σκοπών του Δήμου.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/68/2017

Παροχή υπηρεσιών υλοποίησης δράσης (διοικητικές δαπάνες) (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, οι ανατεθείσες υπηρεσίες δεν υπάγονται στην έννοια της μελέτης του άρθρου 1 του ν. 3316/2005, διότι, ούτε εντάσσονται εννοιολογικά σε κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου κατηγορίες μελετών, ούτε συνδέονται με τη διαδικασία παραγωγής τεχνικού έργου ή επέμβασης σε αυτό. Περαιτέρω, δεν πληρούνται τα κριτήρια για την υπαγωγή τους στην έννοια της παροχής υπηρεσιών του ν. 3316/20015, αφού, δεν αφορούν σε υπηρεσίες υποστηρικτικές σχετικές με την προετοιμασία της ανάθεσης, την ανάθεση καθ’ εαυτή και την εκτέλεση μελέτης ή έργου, και δεν συνδέονται με τη σύνταξη τευχών δημόσιου διαγωνισμού ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, ούτε με τον έλεγχο και την επίβλεψη έργου ή μελέτης, ούτε, τέλος, με την υποστήριξη της Υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας. Αντιθέτως, με την επίμαχη σύμβαση ο Δήμος αποβλέπει στην υποστήριξή του μέσω της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών από τον ανάδοχο στο πλαίσιο της υλοποίησης του προμνησθέντος επιχειρησιακού προγράμματος. Ως εκ τούτου, οι ανατεθείσες υπηρεσίες, όπως αυτές περιγράφονται και στην τεχνική μελέτη, δεν συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση δημόσιου τεχνικού έργου, αλλά με την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης των Υπηρεσιών του Δήμου από τεχνικό σύμβουλο για την παρακολούθηση υλοποίησης, την τήρηση στοιχείων, τον εντοπισμό προβλημάτων, τον συντονισμό και έλεγχο εργασιών και την πιστοποίηση εργασιών, απορριπτομένου, συνεπώς, ως αβασίμου του πρώτου λόγου διαφωνίας. Ωστόσο, βασίμως προβάλλει η Αναπληρώτρια Επίτροπος με τον δεύτερο λόγο διαφωνίας της, ότι οι ανατεθείσες εργασίες ανάγονται στα συνήθη καθήκοντα των υπαλλήλων του Τμήματος Προγραμματισμού και Διαφάνειας της Διεύθυνσης Προγραμματισμού, Διαχείρισης Ανθρωπίνου Δυναμικού και Υποστήριξης Αιρετών Οργάνων του Δήμου, όπως αυτά αναλυτικώς περιγράφονται στις διατάξεις του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας που προπαρατέθηκαν, ο δε Δήμος αορίστως ισχυρίζεται ότι οι Υπηρεσίες του δεν είναι επαρκώς στελεχωμένες για την υποστήριξη του εν λόγω έργου, δεδομένου ότι ναι μεν στο αρμόδιο Τμήμα υπηρετούν δύο υπάλληλοι, πλην όμως, στη Διεύθυνση στην οποία αυτό υπάγεται υπηρετούν ακόμη επτά υπάλληλοι οι οποίοι δύνανται, με απόφαση του Δημάρχου, να συνδράμουν στην εκτέλεση των επίμαχων υπηρεσιών. Εξάλλου, δεν αποδεικνύονται από τον Δήμο ούτε οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της εν λόγω σύμβασης, ούτε συγκεκριμένες ελλείψεις στη στελέχωση των υπηρεσιών του, που να καθιστούν αδύνατη ή δυσχερή την εκτέλεση των ανατεθεισών υπηρεσιών από το υπηρετούν προσωπικό, ενώ, περαιτέρω, δεν προκύπτει η επικαλούμενη προστιθέμενη αξία στην οποία οδηγεί η ανάθεση. Άλλωστε, όλως αορίστως προβάλλεται ότι «οι λοιπές υπηρεσιακές αρμοδιότητες των υπηρετούντων» στην εν λόγω Διεύθυνση εμποδίζουν την ενασχόληση με τις ανατεθείσες υπηρεσίες, ενώ ελλείπει οποιαδήποτε τεκμηρίωση της ειδικής εμπειρίας των στελεχών της εταιρείας που επιλέχθηκε από τον Δήμο για την εκτέλεση των επίμαχων υπηρεσιών. Επομένως μη νομίμως ανατέθηκε η εκτέλεση των ανωτέρω υπηρεσιών στη φερόμενη ως δικαιούχο του εντάλματος εταιρεία, ο δε σχετικός λόγος διαφωνίας πρέπει να γίνει δεκτός.


ΕΣ/Τ7/171/2009

Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2738/1999, με τις οποίες είχε αντικατασταθεί το άρθρο 35 του προϊσχύσαντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1416/1984 (το άρθρο 35 επαναλαμβάνεται στο άρθρο 225 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα με τροποποιήσεις μόνο αναφορικά με τα πρόσωπα που δύνανται να συνάψουν ή να συμμετέχουν σε προγραμματική σύμβαση, τη δυνατότητα ανάθεσης σε τρίτο της διαχείρισης, εκμετάλλευσης και συντήρησης των έργων της προγραμματικής σύμβασης καθώς και την περίπτωση που τα προβλεπόμενα στην προγραμματική σύμβαση έργα είναι πολιτιστικού χαρακτήρα), γινόταν υπενθύμιση του αναπτυξιακού χαρακτήρα του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφερόταν ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (πρβλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ.Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (πρβλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στο νόμο και στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε χρηματοδότηση κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης κατά παράβαση του άρθρου 259 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα καθώς και η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και μέσων, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (πρβλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.).


ΕΣ/Τ4/16/2010

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένα απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (Πράξεις IV Τμήματος 178/2008, 179/2008, 216/2009) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της αναθέτουσας αρχής στην επίβλεψη ή τον έλεγχο μελετών που ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405).


ΕλΣυν/Τμ7(ΚΠΕ)/148/2012

(...)κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Πραξ. 19/2005, 31/2003, 3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό, αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις χωρεί νομίμως, μόνο υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από τους υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Ε΄ Κλιμ. πραξ. 167, 312/2012, 13/2011, 233/2010). Επομένως, σε περίπτωση που με τη διακήρυξη και κατ’ επέκταση με τη δημοσιευθείσα περίληψή της, καλούνται εργοληπτικές επιχειρήσεις συγκεκριμένης τάξης, παρότι, ενόψει του προϋπολογισμού του έργου έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του ν. 3669/2008, δικαίωμα συμμετοχής εργοληπτικές επιχειρήσεις και άλλων -ανώτερων- τάξεων, δεν είναι νόμιμη η συμμετοχή αυτών στο διαγωνισμό, αφού για τη δυνατότητα αυτή δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων (βλ. ad hoc Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 287/2011).


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/169/2019

Παροχή υπηρεσιών ψεκασμού περιβάλλοντος...:Με τα δεδομένα αυτά, οι υπό κρίση δαπάνες δεν είναι νόμιμες, διότι οι ανωτέρω υπηρεσίες, ως εκ της φύσης και της λειτουργικότητάς τους, εντάσσονται σε παρεμφερείς κατηγορίες εργασιών (απολύμανση - εντομοκτονία - μυοκτονία), οι οποίες αποβλέπουν στην αντιμετώπιση μορφών ρύπανσης (και με τη μορφή οσμών) και, ακολούθως, των ρυπογόνων οργανισμών, δια της χρήσης ειδικών σκευασμάτων από ειδικευμένους προς τούτο επαγγελματίες, και δια της εφαρμογής χημικών και φυσικών (ηλεκτρονικών ή άλλων) μεθόδων. Περαιτέρω, οι εν λόγω δαπάνες αφορούν στον ίδιο κύκλο επαγγελματιών (πρβλ. Ελ.Συν. V Τμ. 8/2013, 15, 13, 1/2010, IV Τμ. 82/2008, Κ.Π.Ε.Δ. IV Τμ. 117/2014, πρβλ. και Ελ.Συν. VII Τμ. 129, 47/2010), δηλαδή σε επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών «απολύμανσης και εξολόθρευσης» και διαθέτουν την ίδια ή παραπλήσια τεχνογνωσία, όπως ο φερόμενος ως δικαιούχος των ενταλμάτων, ενώ οι προϋπολογιζόμενες δαπάνες τους, αθροιζόμενες, ανέρχονται στο ποσό των 59.979 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. (20.000 + 19.980 + 19.999) και, επομένως, υπερβαίνουν το ποσό των 20.000 ευρώ, πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται απευθείας ανάθεση. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη της μη ταύτισης του τρόπου παροχής των ανωτέρω υπηρεσιών, της εκπόνησης διαφορετικής μελέτης και της έκδοσης διαφορετικής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για καθένα από αυτά (περιλαμβάνουσας μη ταυτιζόμενα επιμέρους χαρακτηριστικά), συνάγεται ότι   τα αρμόδια όργανα του Δήμου δεν ενήργησαν, εν προκειμένω, με πρόθεση καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, αλλά πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς, θεώρησαν ότι αυτές εντάσσονται σε διαφορετικές κατηγορίες που δύνανται, ως εκ τούτου, να ανατεθούν απευθείας (πρβλ. ενδ. Ελ.Συν. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 277, 248, 117/2019, 151, 76/2018, 306/2017, Κ.Π.Ε.Δ. V Τμ. 2/2016).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πρέπει να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης.


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)139/2014

Παροχή Υπηρεσιών:Μη νόμιμη δαπάνη που αφορούσε στην καταβολή αμοιβής έναντι της παροχής υπηρεσιών αποκομιδής, μεταφοράς και διάθεσης στερεών, μη επικίνδυνων, οικιακών αποβλήτων του Δήμου(...) Σε κάθε περίπτωση, η εντελλόμενη δαπάνη ελέγχεται ως μη νόμιμη, προεχόντως, διότι της ως άνω ανάθεσης της παροχής του συνόλου των επίμαχων υπηρεσιών σε άλλο πρόσωπο, πλην του συμβληθέντος με τον Δήμο αναδόχου, δεν προηγήθηκε η απαιτούμενη κατ’ άρθρο 39 του π.δ. 28/1980 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, εγκριθείσα από τα αρμόδια όργανα, η οποία, μάλιστα, προβλέπεται επί ποινή εκπτώσεως του αρχικού αναδόχου. Ακολούθως, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η εταιρεία «…...» δε δεσμευόταν από τον ως άνω όρο 5.5 του Τεύχους της Συγγραφής Υποχρεώσεων της Τεχνικής Έκθεσης, δυνάμει του οποίου ο ανάδοχος δεν μπορούσε να υποκατασταθεί για μέρος ή για το σύνολο της ανατεθείσας σε αυτόν σύμβασης από άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο με αντίστοιχα προσόντα, αφού δε μεταβλήθηκε ουσιαστικά το πρόσωπο του αναδόχου κατά την εκτέλεση της σύμβασης, ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για εκχώρηση αυτής σε τρίτον, κατά την έννοια των σχετικών περί εκχώρησης διατάξεων του Αστικού Κώδικα (άρθρα ΑΚ 455 επ.) προβάλλεται αλυσιτελώς. Τούτο, διότι και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός ότι υπεύθυνη για την υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου του έργου έναντι του αναθέτοντος φορέα παρέμεινε, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, η εταιρεία «…...», όπως βεβαιώνεται από το Δήμο και όπως άλλωστε προκύπτει από τη βεβαίωση καλής εκτέλεσης εργασιών, καθώς και το σχετικό εκδοθέν τιμολόγιο, συνεπώς η εταιρεία «…...» δεν υπεισήλθε, κατ’ ουσία, στη σχέση μεταξύ του αναθέτοντος φορέα και της αναδόχου εταιρείας, ώστε να πληρούνται οι όροι της κατά νόμο υποκατάστασης αυτής (πρβλ. σχετικά ΑΠ 119/2013), δεν αρκεί, για να άρει τη διαπιστωθείσα ως άνω πλημμέλεια της παράλειψης έγκρισης, από το Δημοτικό Συμβούλιο, της παροχής των υπηρεσιών από τρίτο, εκτός του συμβληθέντος με το Δήμο, ανάδοχο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, συνεπώς, το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθείΝόμιμη η καταβολή που αφορούσε στην καταβολή αμοιβής έναντι της παροχής υπηρεσιών αποκομιδής, μεταφοράς και διάθεσης στερεών, μη επικίνδυνων, οικιακών αποβλήτων του Δήμου(...)


ΕλΣυν/Τμ.7/150/2013

Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Βελτίωση Η/Μ εγκαταστάσεων Πνευματικού Κέντρου». (...) Η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον στις ειδικές περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, στις οικείες νομοθετικές διατάξεις (Ολομ.ΣτΕ 1351/1954, Α.Π. 116/1953, πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν. 193/1991), οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Περαιτέρω, επιλογή της ανωτέρω κλειστής διαδικασίας χωρίς δημοσίευση προκήρυξης χωρεί και στην περίπτωση όπου για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, οι συμβατικές εργασίες δύνανται να εκτελεσθούν μόνον από ορισμένο οικονομικό φορέα. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η κατασκευή ή η συναρμολόγησή τους στο έργο να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο εργολήπτη (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 3.5.1994 στην υπόθεση  C-328/1992,  απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1995). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η μοναδικότητα του κατασκευαστή ή η καταλληλότητα συγκεκριμένου προϊόντος, οι τεχνικές προδιαγραφές του οποίου δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. απόφαση Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης Ελ.Συν., αποφάσεις 3218, 3100/2012, 2378/2011, 2055/2010, 3334/2009 VI Τμ. Ελ.Συν., βλ. απόφαση 3015/2012 VI Τμ. Ελ.Συν.).