ΕΣ/Τ6/137/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Συμπλήρωση δικαιολογητικών.Yποχρέωση ονομαστικοποίησης καθώς και της περαιτέρω ονομαστικοποίησης των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ελληνικών Ανώνυμων Εταιρειών για την παραδεκτή συμμετοχή τους στις διαγωνιστικές διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων, κατόπιν των οποίων η Ολομέλεια με τα Πρακτικά της 9ης και 10ης Γενικών Συνεδρίασεών της, της 23.5 και 6.6.2007, αντίστοιχα, και τη διαλαμβανόμενη σ’ αυτά αιτιολογία, έκρινε ότι για τις συμμετέχουσες, αυτοτελώς ή σε κοινοπραξία ή ένωση προσώπων, σε διαγωνιστική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης έργου, προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ανώνυμες εταιρείες, ανεξαρτήτως του εάν είναι εισηγμένες σε Χρηματιστήρια κρατών – μελών της Ε.Ε. ή του Ο.Ο.Σ.Α., απαιτείται για την παραδεκτή συμμετοχή τους σε διαγωνισμό εκτέλεσης έργου, προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών η υποβολή των δικαιολογητικών του άρθρου 1 του π.δ.82/1996
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.6/78/2007
Εκτύπωση και βιβλιοδεσία διδακτικών βιβλίων...Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι το θέμα της υποχρέωσης ονομαστικοποίησης καθώς και της περαιτέρω ονομαστικοποίησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν.3310/2005, των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ελληνικών Ανώνυμων Εταιρειών για την παραδεκτή συμμετοχή τους στις διαγωνιστικές διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. γ΄ του π.δ.774/1980, λόγω της μείζονος σπουδαιότητάς του, καθόσον αυτό αφορά ευρύτατη κατηγορία υποθέσεων ελέγχου νομιμότητας συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπάρχει προηγούμενη αντίθετη (με τα προεκτεθέντα στη σκέψη ΧΙ) νομολογία του παρόντος Τμήματος (βλ. Πράξεις 42, 221/2006), δημιουργεί δε ερμηνευτικά ζητήματα κοινοτικού ενδιαφέροντος. Τέλος, το Τμήμα ορίζει εισηγητή για την ανάπτυξη του ως άνω θέματος ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου τη Σύμβουλο Ευφροσύνη Κραμποβίτη.
ΕΣ/ΤΜ.6/78/2007
Εκτύπωση και βιβλιοδεσία διδακτικών βιβλίων...ζητείται η ανάκληση της 80/2007 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι το θέμα της υποχρέωσης ονομαστικοποίησης καθώς και της περαιτέρω ονομαστικοποίησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν.3310/2005, των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ελληνικών Ανώνυμων Εταιρειών για την παραδεκτή συμμετοχή τους στις διαγωνιστικές διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. γ΄ του π.δ.774/1980, λόγω της μείζονος σπουδαιότητάς του, καθόσον αυτό αφορά ευρύτατη κατηγορία υποθέσεων ελέγχου νομιμότητας συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπάρχει προηγούμενη αντίθετη (με τα προεκτεθέντα στη σκέψη ΧΙ) νομολογία του παρόντος Τμήματος (βλ. Πράξεις 42, 221/2006), δημιουργεί δε ερμηνευτικά ζητήματα κοινοτικού ενδιαφέροντος. Τέλος, το Τμήμα ορίζει εισηγητή για την ανάπτυξη του ως άνω θέματος ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου τη Σύμβουλο Ευφροσύνη Κραμποβίτη..Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΝΣΚ/266/2009
Διαφημιστική προβολή.. Επιτρεπτό κατάτμησης προμήθειας ομοίων ή ομοειδών κατηγοριών αγαθών ή υπηρεσιών σε περισσότερες με την ανάληψη πολλαπλών χαμηλού προϋπολογισμού συμβάσεων. Προκήρυξη ή μη ενιαίου τακτικού διαγωνισμού. Δεν είναι επιτρεπτή η κατάτμηση μιας προμήθειας ομοίων ή ομοειδών κατηγοριών αγαθών ή υπηρεσιών σε περισσότερες προμήθειες, όταν από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο μπορούν, αλλά και επιβάλλεται, για το οικονομοτεχνικώς άρτιο και συμφέρον του έργου, να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας διαδικασίας (διαγωνισμού - σύμβασης). Ως κατάτμηση νοείται η ανάληψη πολλαπλών νομικών δεσμεύσεων (συμβάσεων) χαμηλού προϋπολογισμού που, αντικειμενικά καταλήγει στην αποφυγή της ενδεδειγμένης, με βάση τον συνολικό προϋπολογισμό του έργου, διαδικασίας προμήθειας (π.χ. ανοικτή) και την προσφυγή σε απλούστερη ή συντομότερη (π.χ. πρόχειρη ή με διαπραγμάτευση), με αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των κειμένων περί προμηθειών διατάξεων. Το έργο του ερωτήματος πρέπει να υλοποιηθεί ως ενιαίο, αφού αφορά την προμήθεια ομοειδών υπηρεσιών και απευθύνεται στην ίδια κατηγορία υποψηφίων αναδόχων. Για τον λόγο αυτό πρέπει να προκηρυχθεί ένας ενιαίος τακτικός διαγωνισμός.
ΕΣ/Τ6/116/2008
Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).
ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/38/2013
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ:Να ελέγξει τη νομιμότητα της διαδικασίας για την ανάθεση, κατόπιν διαπραγμάτευσης, καθώς και του οικείου σχεδίου σύμβασης μεταξύ του … Γενικού Νοσοκομείου … και της «… Α.Ε.», με αντικείμενο την προμήθεια φυσικού αερίου για την κάλυψη των αναγκών του ως άνω Νοσοκομείου(....)Η ανάθεση της επίμαχης προμήθειας στην ως άνω προμηθεύτρια εταιρεία δεν είναι νόμιμη, για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτή δεν υπέβαλε, ως όφειλε για την παραδεκτή συμμετοχή της στην ελεγχόμενη διαδικασία, τα προβλεπόμενα κατά νόμο δικαιολογητικά ονομαστικοποίησης, δεδομένου ότι η συνολική προϋπολογιζόμενη δαπάνη της προμήθειας υπερβαίνει το καθοριζόμενο στο άρθρο 8 του ν. 3310/2005 ποσό του 1.000.000 ευρώ.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ελεγχόμενη διαδικασία δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου σύμβασης.
ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/1928/2013.
ΕλΣυν/Κλ.7/115/2016
Προμήθειες.(...)Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων (ΠΔ 60/2007) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η σύναψη από τις αναθέτουσες αρχές συμβάσεων ανάθεσης προμηθειών καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 2004/18, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ. 60/2007, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη αυτών υπερβαίνει το ποσό των 200.000,00 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί το ποσό στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη συγκεκριμένης προμήθειας αγαθών και, κατ’ επέκταση, η δυνατότητα αναθέσεώς της απευθείας, με πρόχειρο ή ανοιχτό διαγωνισμό λαμβάνεται υπόψη η συνολική δαπάνη που απαιτείται για να καλυφθούν οι ανάγκες του οικείου φορέα σε αγαθά που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις συναλλακτικές αντιλήψεις, θεωρούνται όμοια ή ομοειδή ή που ως εκ της φύσεώς τους, του αντικειμένου τους ή της λειτουργικότητάς τους εντάσσονται σε όμοιες ή παρεμφερείς κατηγορίες αγαθών. Δεν είναι νόμιμος, επομένως, ο επιμερισμός της κατά τα ανωτέρω συνολικής ποσότητας όμοιων ή ομοειδών αγαθών σε περισσότερες μικρότερες ποσότητες ή μερικότερες όμοιες ή ομοειδείς κατηγορίες και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση ή διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού, με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής ποσότητας, γιατί με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η αποφυγή τηρήσεως της οριζόμενης από αυτές διαδικασίας της διενέργειας ενιαίου τακτικού δημοσίου διαγωνισμού προμήθειας για τα ενιαία είδη αυτής (βλ. 12, 25 και 246/2009, 173/2010 και 391/2010, 62/2012). Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση όπου μια προμήθεια χωρίζεται σε τμήματα, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του π.δ. 60/2007, για τα τμήματα τα οποία έχουν εκτιμώμενη αξία μικρότερη των ογδόντα χιλιάδων ευρώ (80.000,00 ευρώ) και υπό τον όρο ότι το συνολικό ποσό αυτών δεν υπερβαίνει το 20% της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων.
ΕλΣυν.Κλ.5/24/2015
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ.Διαδικασία διαγωνισμού:Κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου συμβάσεως «Συντήρηση επαρχιακού οδικού δικτύου …», μεταξύ Περιφέρειας και εργοληπτικής επιχείρησης, καθόσον η συμπεριφορά της εταιρείας που οδήγησε στην κήρυξη αυτής έκπτωτης από την εκτέλεση των προαναφερθέντων δημοσίων έργων το αμέσως προηγούμενο διάστημα της διενέργειας του ελεγχόμενου διαγωνισμού, ήτοι η προσκόμιση κατ΄ επανάληψη εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης από φερόμενα ως πιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, τα οποία, όμως, δεν ήταν πιστωτικά ιδρύματα, αλλά άλλης δραστηριότητας εταιρείες ή ήταν μεν πιστωτικά ιδρύματα, αλλά δεν είχαν καμία σχέση με την εν λόγω εταιρεία και δεν είχαν εκδώσει υπέρ αυτής εγγυητικές επιστολές, συνιστά σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, συναρτώμενο προς την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Κατόπιν αυτών, η αποδοχή της συμμετοχής της ανωτέρω εταιρείας στην επίμαχη διαγωνιστική διαδικασία, με την διαλαμβανόμενη στο σχετικό Πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού αιτιολογία, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας, δεν παρίσταται νόμιμη.
ΣτΕ/812/2009
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προπεριγραφείσα απαίτηση της διακήρυξης είναι δυσανάλογη, υπερβολική και μη αναγκαία, περιορίζει τον ανταγωνισμό, παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας και επιτρέπει τη συμμετοχή ολίγων μόνον επιχειρήσεων. Το προβλεπόμενο, όμως, από την επίμαχη ρήτρα της διακήρυξης κριτήριο του κύκλου εργασιών των διαγωνιζομένων από υπηρεσίες συναφείς προς την προκηρυχθείσα αποβλέπει στον έλεγχο της χρηματοοικονομικής επάρκειάς τους και, συνεπώς, της καταλληλότητάς τους να εκτελέσουν την εν λόγω υπηρεσία καθαριότητας των χώρων του Πανεπιστημίου (βλ. άρθρα 44 παρ. 1 - 2 και 47 της οδηγίας 2004/18/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, L. 134). Το κριτήριο αυτό είναι κατάλληλο, αντικειμενικό και πρόσφορο, ενόψει αφενός του αντικειμένου του συγκεκριμένου διαγωνισμού, που αφορά τον καθαρισμό όλων των κτιρίων και λοιπών εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου (όπως περιγράφονται στο Παράρτημα Α΄ της διακήρυξης) και αφετέρου της δαπάνης αυτού, που ανέρχεται σε 11.577.922 ευρώ για 2 έτη, ήτοι 5.788.961 ετησίως, χωρίς Φ.Π.Α. (πρβ. ΣτΕ 3491/2005, 1912, 2787/2007). Περαιτέρω, μόνο το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή επέτρεψε, τελικώς, τη συμμετοχή τριών μόνον εταιρειών καθαρισμού στο διαγωνισμό δεν της προσάπτει πλημμέλεια, δεδομένου ότι ο σχετικός όρος δεν παρίσταται ασύνδετος ή απρόσφορος σε σχέση με το αντικείμενο και τις απαιτήσεις του επίδικου διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, ο πλησσόμενος όρος της διακήρυξης, ως κανονιστικού χαρακτήρα, δεν χρήζει αιτιολογίας (πρβ. ΣτΕ 1655/2008), ενώ απαραδέκτως αμφισβητείται η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς την επιλογή των προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, υπόθεση C - 399/05, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 22 επ.), ένα κριτήριο επιλογής - όπως, στην περίπτωση εκείνη, το κριτήριο της εμπειρίας -, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας κοινοπραξίας, αλλά αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό. Εν προκειμένω, ο αιτών προβάλλει ότι μη νομίμως η προσβαλλόμενη ρήτρα της διακήρυξης απαιτεί άθροισμα τουλάχιστον 8 εκατ. ευρώ για τον κύκλο εργασιών των δύο μελών (τυχόν διαγωνιζόμενης) κοινοπραξίας ή 12 εκατ. ευρώ για κοινοπραξία με τρία μέλη κ.ο.κ., ώστε να εξαχθεί μέσος όρος 4 εκατ. ευρώ ισχυρίζεται δε συναφώς ο αιτών ότι η διακήρυξη απαιτεί, κατά παράβαση του άρθρου 47 παρ. 3 της οδηγίας 2004/18, μεγαλύτερο και δη πολλαπλάσιο κύκλο εργασιών επί διαγωνιζόμενης κοινοπραξίας ή ένωσης εταιρειών, σε σχέση προς τον απαιτούμενο κύκλο εργασιών των μεμονωμένων διαγωνιζομένων και ότι δυσχεραίνει, κατά τον τρόπο αυτό, τη συμμετοχή κοινοπραξιών. Η αιτίαση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προβαλλόμενη χωρίς έννομο συμφέρον. Και τούτο διότι, πάντως, ο αιτών δεν προβάλλει (και μάλιστα κατά τρόπο συγκεκριμένο) ότι επρόκειτο να συμπράξει με άλλη επιχείρηση καθαρισμού, η οποία είχε κύκλο εργασιών τουλάχιστον 4 εκατ. ευρώ κατά τις χρήσεις 2003 έως 2005 και η οποία, επομένως, πληρούσε αυτοτελώς το κριτήριο του ελάχιστου κύκλου εργασιών από υπηρεσίες καθαρισμού της τελευταίας τριετίας, ώστε να δικαιούται, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 3 της οδηγίας 2004/18, να μετάσχει στο διαγωνισμό μαζί με τον αιτούντα, υπό τη μορφή κοινοπραξίας ή ένωσης επιχειρήσεων
ΔΕΚ/C-26/2003
1.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν διαδικασία προσφυγής – Αποφάσεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού – Εμπίπτουν – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προϋποθέσεις – Η διαδικασία πρέπει να έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο – Δεν επιτρέπεται (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 92/50) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Πεδίο εφαρμογής – Αναθέτουσα αρχή η οποία κατέχει, μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας νομικώς διακεκριμένης από την ίδια – Σύμβαση που συνήψε η αναθέτουσα αρχή με την εν λόγω εταιρία – Εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 1.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, η οποία επίσης τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικών και ταχέων ενδίκων βοηθημάτων κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές καλύπτει και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως δε την απόφαση που αφορά το αν μια ορισμένη δημόσια σύμβαση εμπίπτει στο προσωπικό ή στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής παρέχεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση, άπαξ εκδηλωθεί η βούληση της αναθέτουσας αρχής η οποία μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από το αν η οικεία διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο. (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 1) 2.Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να συνάψει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας αφορώσα την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, με μια εταιρία νομικώς διακεκριμένη από την ίδια, στο κεφάλαιο της οποίας η εν λόγω αρχή συμμετέχει μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, ακόμη και αν η εν λόγω συμμετοχή είναι κατά πλειοψηφία. (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)
ΔΕΚ/C-213/2007
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ