ΕΣ/Τ4/123/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Για την εξόφληση απαιτήσεων (εργασιών και τόκων υπερημερίας )που αναγνωρίσθηκαν με δικαστική απόφαση απαιτείται α) Προσκόμιση τιμολογίου β) Παραστατικά απόδοσης κρατήσεων υπέρ τρίτων και γ)απόδοση οφειλομένων φόρων στη διαφορά της δαπάνης της εκτελεσθείσας εργασίας που κρίθηκε ότι οφείλεται επιπλέον και δ) φορολογική ενημερότητα
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/241/2012
Δυνατότητα του Τ.Π. & Δανείων να ανατοκίζει οφειλές που δεν προέρχονται από δάνεια και μέχρι ποίου ύψους. Δυνατότητα ανατοκισμού των οφειλομένων προς το Τ.Π. & Δανείων τόκων από χρέη που δεν προέρχονται από δάνεια, υφίσταται μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 296 Α.Κ., ενώ δεν είναι δυνατή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο καθιέρωση περιορισμού του ύψους των τόκων οι οποίοι επιβαρύνουν το κεφάλαιο αναφορικά με τα χρέη αυτά. Δεν υφίσταται δυνατότητα διαγραφής από την Υπηρεσία αυτεπαγγέλτως και με δική της πρωτοβουλία των ήδη βεβαιωθέντων ποσών, κατά το μέρος που αφορούν εκτοκισμό οφειλόμενων τόκων υπερημερίας. (ομοφ.) Κατάσταση : Αποδεκτή
ΣτΕ/3474/2006
Υποχρέωση του αναδόχου για τακτοποίηση των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών «..ο ανάδοχος του έργου δικαιούται τόκων υπερημερίας μόνον εάν ο κύριος του έργου καθυστερήση, άνευ υπαιτιότητος του αναδόχου, να ενεργήση την πληρωμήν επί τη βάσει πιστοποιήσεως υποβληθείσης προς έγκρισιν, θεωρείται δε ότι συντρέχει καθυστέρησις διενεργείας πληρωμών, με συνέπειαν την οφειλήν τόκων υπερημείας, μόνον εάν παρέλθει δίμηνον από της υποβολής της πιστοποιήσεως προς έγκρισιν (ΣΕ 136/2004, 461/2004, 1009/2005 κ.ά.) ……….. δεν υφίσταται υπαιτιότης του κυρίου του έργου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως η νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εκ της μη πληρωμής υποβληθέντος λογαριασμού, όταν ο λογαριασμός ούτος δεν συνοδεύεται υπό βεβαιώσεως περί καταβολής των υπό του αναδόχου οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών (πρβλ. ΣΕ 9079/1999) και, κατά συνέπειαν, δεν γεννάται υποχρέωσις αυτού προς καταβολήν τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών καθ` όλον το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον διαρκεί η παράλειψις του αναδόχου να υποβάλη την κατά τα ανωτέρω απόδειξιν περί καταβολής των υπέρ του Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών»).
ΣτΕ/1082/2020
Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 19ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση
ΣτΕ/1081/2020
Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 7ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση
ΝΣΚ/82/2018
Συμβάσεις δημοσίων έργων – Ζητήματα σχετικά με τη διαδικασία και τα απαιτούμενα για την πληρωμή του αναδόχου του έργου δικαιολογητικά 1) Στις συμβάσεις δημοσίων έργων που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4412/2016 (και ενόψει του γεγονότος ότι δεν δίδεται συγκεκριμένο ιστορικό), δεν απαιτείται να συνοδεύονται οι υποβαλλόμενοι (από τον ανάδοχο και προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία) προς έγκριση λογαριασμοί από δικαιολογητικά πληρωμής (φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα και αποδείξεις κρατήσεων). Η προσκόμιση των δικαιολογητικών αυτών αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της εντολής πληρωμής των λογαριασμών. Εφόσον δεν προσκομισθούν, δεν καθίσταται υπερήμερος ο κύριος του έργου. Το τιμολόγιο πληρωμής ειδικότερα μπορεί να προσκομίζεται μεταγενέστερα, κατά την εκταμίευση (την είσπραξη του ποσού της πιστοποίησης). 2) Στις συμβάσεις δημοσίων έργων που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3669/2008, δεν απαιτείται η έκδοση από τον ανάδοχο τιμολογίου για τις πιστοποιηθείσες εργασίες του υποβληθέντος λογαριασμού, προκειμένου να εκδοθεί από την διευθύνουσα υπηρεσία εντολή πληρωμής του λογαριασμού, επομένως καθίσταται υπερήμερος ο κύριος του έργου εφόσον δεν εκδίδει τέτοια εντολή πληρωμής. Το τιμολόγιο μπορεί να προσκομίζεται κατά την εκταμίευση, δηλαδή κατά την είσπραξη του ποσού της πιστοποίησης. 3) Οι συνέπειες της υπερημερίας του κυρίου του έργου λόγω μη εξόφλησης του λογαριασμού αν και ο ανάδοχος προσκόμισε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο δικαιολογητικά, αφορούν σε όλα τα δικαιώματα του αναδόχου που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 3669/2008, δηλαδή α) στο δικαίωμά του για καταβολή αποζημίωσης για θετικές ζημίες β) στο δικαίωμά του για καταβολή τόκου υπερημερίας και γ) στο δικαίωμά του να ζητήσει τη διακοπή των εργασιών και την διάλυση της σύμβασης υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που τάσσουν οι σχετικές διατάξεις του ν. 3669/2008 (ομοφ.)
ΣτΕ/1083/2020
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: Εργασίες επιθεώρησης για τη συντήρηση και παρακολούθηση της δομοστατικής υγείας των στεγάστρων του ... και του ... στο ... Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (...) Επειδή, σύμφωνα με τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Διοίκηση διατηρεί την εξουσία, ακόμη και μετά τη ρητή έγκριση λογαριασμού, να προβεί σε νέο έλεγχο αυτού και στη συνέχεια, να αρνηθεί, ρητά ή σιωπηρά, να καταβάλει πιστοποιηθέντα ποσά ή να αναζητήσει, ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα, ποσά λογαριασμού, αν, μετά από επανέλεγχο αυτού, διαπιστωθεί ότι τα ποσά αυτά δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο στον ανάδοχο. Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 13ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση
ΝΣΚ/181/2001
ΓνΝΣΚ(Τμ.Ε)181/2001 Δημόσια έργα. Προσφυγή αναδόχου Κοινοπραξίας. Ανατοκισμός. Τόκοι υπερημερίας. Νομιμότητα αποφάσεων. Εν προκειμένω δεν συνέτρεξε καμία των, ως άνω, προϋποθέσεων ανατοκισμού, ενώ αντιθέτως συνέτρεξε αρνητικός όρος αυτής, όπως η κατάθεση (άσκηση) της προσφυγής της αναδόχου Κ/Ξ (προσφυγής χωρίς ειδικό και συγκεκριμένο, περί ανατοκισμού, αίτημα) πριν από την πάροδο της προαπαιτούμενης ελάχιστης χρονικής περιόδου δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας (ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής: 19-4-95, έναρξη τόκων υπερημερίας: 16-6-94). β) Η προσφυγή της αναδόχου Κ/Ξ καθίσταται, δυνάμει ειδικώς θεσμοθετημένου δικαίου, ένδικο βοήθημα (μέσο) που τελεί υπό δικονομική και ουσιαστική ισοδυναμία με την αγωγή, κατά τη δικαιοτελεστική της λειτουργία και τις, εκ της ασκήσεώς της (καταθέσεως), συνέπειες, στο πλαίσιο δίκης σχετικής με διαφορές από σύμβαση εκτελέσεως δημοσίων έργων. γ) Η αριθ. 416/98 δικαστική απόφαση, αποφαίνεται στο εύρος του, και προδικαστικώς (δια της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας) νομιμοποιουμένου αιτήματος της προσφυγής, επί του οποίου δεν διαλαμβάνει καμιά διάταξη περί ανατοκισμού, αλλά μόνο διάταξη περί καταβολής οφειλομένων, από συγκεκριμένη ημερομηνία, τόκων υπερημερίας, προφανώς του Ν 1947/91, σύμφωνα με το αίτημα και τη νόμιμη προδικασία της προσφυγής καθ όσον, άλλως, αν δηλαδή δεν ταυτίζεται το σχετικό, περί τόκων υπερημερίας, αίτημα της προσφυγής προς αυτό της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας, το προβαλλόμενο με την προσφυγή αίτημα κρίνεται απαράδεκτο, ως μη νομιμοποιημένο, κατά τα απαιτούμενα στην ενδικοφανή διαδικασία. δ) Αν ασκηθεί εκ μέρους του φορέα -κυρίου του εκτελουμένου έργου αίτηση θεραπείας, όπως πράγματι ασκήθηκε στην περίπτωση του ζητήματος, τότε αναστέλλεται η εκτελεστότητα της αποφάσεως της Προϊσταμένης Αρχής, μέχρις ότου εκδοθεί η, επί της αιτήσεως θεραπείας, απόφαση του αρμοδίου Υπουργού. Συνεπώς, εξ αυτού του αρκούντος λόγου, η Προϊσταμένη Αρχή δεν δικαιούται να διατάξει την διευθύνουσα Υπηρεσία να προβεί στην εκτέλεση της σχετικής, με τον ανατοκισμό, αποφάσεως, μη υφισταμένης επί τούτου σχετικής υποχρεώσεως της διευθύνουσας Υπηρεσίας. Υπό άλλη εκδοχή, κατά τη συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 παρ.1,4 του Ν 2683/99 η, ως άνω, Υπηρεσία, αν περί της νομιμότητας των αναγκαίων ενεργειών της είχε επιφύλαξη, θα όφειλε να τη διατυπώσει εγγράφως, προκειμένου να απαλλαγεί των τυχόν ευθυνών της, και να προβεί ακολούθως, στις οφειλόμενες, ως αναγκαίες, ενέργειες της αρμοδιότητάς της. ε) Με την ιστορηθείσα προσφυγή ζητήθηκαν οι τόκοι υπερημερίας, αποκλειστικώς, βάσει του Ν 1947/91, και ότι το ίδιο αίτημα είχε υποβληθεί με τα βοηθήματα της ενδικοφανούς διαδικασίας, που προηγήθηκε της προσφυγής, και επ αυτού του αιτήματος (ευνοούντος προφανώς τον κύριο του έργου) αποφάνθηκε το Δ.Εφ. Πατρών με την αριθ. 416/98 απόφασή του. Ενόψει των ανωτέρω, καταβολή τόκων υπερημερίας βάσει του νομοθετικού καθεστώτος που προηγήθηκε, κατ ισχύ, των Ν 1418/84 και 1947/91, δεν αντιστοιχεί σε αίτημα της προσφυγής και της αιτήσεως θεραπείας ούτε καλύπτεται, περαιτέρω, από τις διατάξεις της, ως άνω, δικαστικής αποφάσεως, μη δυνάμενο συνακολούθως, να ικανοποιηθεί βάσει αυτής της αποφάσεως.
ΣΤΕ/3474/2006
Εκτέλεση έργου..:Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσίβλητος κοινοπραξία ανέλαβε διά του από 11.9.1989 εργολαβικού συμφώνου την εκτέλεσιν του έργου «Οικοδομικές και Η/Μ μελέτες και εργασίες κατασκευής συνεργείου αυτοκινήτων στη ..». Στις 23.5.1991 υπέβαλε στην Διευθύνουσα Υπηρεσία τον 9ον λογαριασμόν πιστοποιήσεως εργασιών προς έλεγχον, έγκρισιν και πληρωμήν, εν συνεχεία δε της εζητήθη να προσκομίση βεβαίωσιν του Ι.Κ.Α. περί καταβολής των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών, την οποίαν και προσεκόμισε την 7.9.1991. Μετά την πάροδον διμήνου από της υποβολής του λογαριασμού η αναιρεσίβλητος υπέβαλε την από 25.7.1991 όχλησιν προς τον αναιρεσείοντα Δήμον, ο οποίος απήντησε ότι δεν δικαιούται τόκων υπερημερίας λόγω της καθυστερήσεως υποβολής της βεβαιώσεως του Ι.Κ.Α. περί καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών. ΄Ενστασις της αναιρεσιβλήτου απερρίφθη διά της υπ’ αριθμ. 1365/1991 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, η δε από 24.12.1991 αίτησις θεραπείας κατά της αποφάσεως ταύτης απερρίφθη σιωπηρώς υπό του Νομάρχου ... Εν συνεχεία η αναιρεσίβλητος υπέβαλε προς έγκρισιν τον 10ον λογαριασμόν πιστοποιήσεως, ο οποίος της επεστράφη προκειμένου, μεταξύ άλλων, να παραλειφθή ο υπολογισμός τόκων υπερημερίας.Ενστασις της αναιρεσιβλήτου απερρίφθη διά της υπ’ αριθμ. 643/1992 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, ενώ αίτησις θεραπείας αυτής εγένετο εν μέρει δεκτή, ως προς τον κεφάλαιον των τόκων, διά της υπ’ αριθμ. 26.000/1992 αποφάσεως του Νομάρχου ... Ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ήσκησαν προσφυγή, αφ’ ενός μεν η αναιρεσίβλητος κοινοπραξία, στρεφομένη κατά της σιωπηράς απορρίψεως της από 24.12.1991 αιτήσεως θεραπείας της υπό του Νομάρχου .., αφ’ ετέρου δε ο Δήμος .., στρεφόμενος κατά της υπ’ αριθμ. 26.000/1992 αποφάσεως του Νομάρχου .. καθ’ ο μέρος εγένετο δι’ αυτής δεκτόν το αίτημα της αναιρεσιβλήτου περί καταβολής τόκων υπερημερίας. Το Διοικητικόν Εφετείον … συνεξεδίκασε τις ως άνω προσφυγές και διά της προσβαλλομένης αποφάσεώς του απέρριψε την μεν προσφυγήν της αναιρεσιβλήτου λόγω ελλείψεως του εννόμου συμφέροντος αυτής, την δε προσφυγήν του Δήμου … επί τη αιτιολογία ότι η ανάδοχος κοινοπραξία δικαιούται τόκων υπερημερίας μετά την πάροδον διμήνου από της υποβολής του 9ου λογαριασμού, αφού η πληρωμή αυτή καθυστέρησε άνευ υπαιτιότητός της και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως αυτού.Η κρίσις, όμως, αυτή του δικαστηρίου της ουσίας είναι μη νόμιμος αφού, κατά τα προεκτεθέντα, δεν υφίσταται υπαιτιότης του κυρίου του έργου εκ της μη πληρωμής υποβληθέντος λογαριασμού και, κατά συνέπειαν, δεν γεννάται υποχρέωσις αυτού προς καταβολήν τόκων υπερημερίας, όταν ο λογαριασμός δεν συνοδεύεται υπό βεβαιώσεως περί καταβολής των υπό του αναδόχου οφειλομένων προς το Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών. Κατ’ ακολουθίαν, για τον λόγον τούτον, βασίμως προβαλλόμενον, η προσβαλλομένη απόφασις πρέπει κατά το μέρος αυτό, να αναιρεθή, και η υπόθεσις να παραπεμφθή στο Διοικητικόν Εφετείον … προς νέαν νόμιμον κρίσιν.
ΣΤΕ/1505/2015
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με την από 4.8.2005 σύμβαση, η οποία συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, η αναιρεσείουσα τεχνική εταιρεία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Οδοσήμανση Οδικού Επαρχιακού Δικτύου», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του π.δ/τος 609/1985. Στις 30.6.2006 υπεγράφη η 1η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω υπερβάσεως του συμβατικού αντικειμένου του έργου. Στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων, στις 29.9.2006 υποβλήθηκε ο 4ος λογαριασμός του έργου, ποσού 204.049,91 ευρώ. Στις 6.10.2006 εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία το ένα μόνον αντίγραφο του εν λόγω λογαριασμού, προς διευκόλυνση της αναιρεσειούσης, ώστε να προβεί σε ενεχυρίαση – εκχώρηση της απαιτήσεώς της από τον ως άνω λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.». Για την εν λόγω εκχώρηση συνήφθη η από 19.10.2006 σύμβαση μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ως άνω Τραπέζης προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, στις 17.1.2007 υποβλήθηκε ο 5ος λογαριασμός του έργου, ποσού 142.704,92 ευρώ, εγκρίθηκε στις 19.1.2007 το ένα μόνον αντίγραφο αυτού από τη διευθύνουσα υπηρεσία και με την από 2.2.2007 σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ίδιας Τραπέζης, ενεχυριάσθηκε η ως άνω απαίτηση του 5ου λογαριασμού, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της καταβολής των ως άνω ποσών, προσαυξημένων με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η απαίτησή της για την εξόφληση των δύο ανωτέρω λογαριασμών, συνολικού ποσού 346.754,83 ευρώ, είναι, μετά τη θεώρηση – έγκριση αυτών από τη διευθύνουσα υπηρεσία, βεβαία και εκκαθαρισμένη και, επομένως, έπρεπε οι εν λόγω λογαριασμοί να εξοφληθούν εντός διμήνου από την υποβολή τους ή εντός μηνός από την έγκριση και θεώρησή τους, ήτοι από τις 7.11.2006 και 20.2.2007, αντιστοίχως. Με τα ως άνω δεδομένα, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή σε περίπτωση ενεχυριάσεως απαιτήσεως (προς εξασφάλιση απαιτήσεως ανωνύμου εταιρίας με αιτία αλληλόχρεο λογαριασμό), μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 5η σκέψη. Όταν όμως υφίστανται οφειλές του εκχωρητή προς το ΙΚΑ, εκχώρηση της απαιτήσεως που συναρτάται με τις οφειλές αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εκχώρησε τις απαιτήσεις της από τον 4ο και 5ο λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.», χωρίς να καταβάλει τις οφειλές της προς το ΙΚΑ, ή τουλάχιστον χωρίς να αποδεικνύει ότι δεν έχει σχετικές οφειλές, αφού δεν προσκομίζει αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας. Περαιτέρω, η καταβολή του ανωτέρω ποσού και πριν από την ενεχυρίαση της σχετικής απαιτήσεως και μετά, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας. Επομένως, εφόσον δεν καθίσταται γνωστό στο δικαστήριο, εάν εχώρησε νόμιμη ή όχι εκχώρηση των ανωτέρω απαιτήσεων για καταβολή των ανωτέρω ποσών των δύο λογαριασμών (4ου και 5ου) και μόνο υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση αγωγής, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί και ως προς την κύρια απαίτησή της, για καταβολή των ποσών των δύο πιο πάνω λογαριασμών, αφού πληρωμή λογαριασμών δεν χωρεί, χωρίς την εξόφληση των αντιστοιχουσών εισφορών και επιβαρύνσεων προς το Ίδρυμα, η δε ενάγουσα δεν απέδειξε ότι δεν υφίστανται οι παραπάνω οφειλές αυτής προς το Ίδρυμα. Τέλος, εφόσον η τελευταία δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου –Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης– για τη μη πληρωμή του 4ου και 5ου λογαριασμού του παραπάνω έργου και κατά συνέπεια, δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς καταβολή τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη της ενάγουσας αναδόχου να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω απόδειξη για καταβολή των υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ειδικότερα, ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αναιρετέα, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μη υποβολή εξαρχής από την ανάδοχο της ασφαλιστικής και φορολογικής της ενημερότητας δεν δύναται να θεμελιώσει υπαιτιότητά της για τη μη πληρωμή, αφού δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η ανάδοχος είναι υποχρεωμένη να συνυποβάλει τις ως άνω ενημερότητες με τις σχετικές πιστοποιήσεις προς πληρωμή, αλλά τουναντίον η ανάδοχος έχει την ευχέρεια να τις υποβάλει μεταγενεστέρως και μάλιστα μετά την οριστικοποίηση των πληρωτέων ποσών, οπότε και θα γνωρίζει το ύψος των σχετικών ποσών που πρέπει να αποδοθούν στους τρίτους. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι επίδικοι λογαριασμοί δεν συνοδεύονταν από τις, απαραίτητες κατά το νόμο για την πληρωμή τους, βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δεν γεννήθηκε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς πληρωμή τους. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ως αβάσιμος.
ΝΣΚ/125/2021
α) Νομιμότητα της ταμειακής βεβαίωσης χρηματικού ποσού εις βάρος Κοινοπραξίας για οφειλές προερχόμενες από τα κοινοπρακτούντα μέλη της. β) Διερεύνηση της εις ολόκληρον ή διαιρετής ευθύνης των κοινοπρακτούντων μελών έναντι του Δημοσίου προς απόδοση αχρεωστήτως εισπραχθέντων τόκων υπερημερίας, μετά την αναίρεση της δικαστικής απόφασης, βάσει της οποίας είχαν εισπραχθεί.(...)α) Νόμιμα, μετά την αναίρεση της απόφασης 1409/2009 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διενεργήθηκε η βεβαίωση του συνολικού ποσού από τόκους υπερημερίας, του οποίου επισπεύδεται η ανάκτηση από το Δημόσιο, σε βάρος της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «Κ..Κ..Α..», πλην όμως, το ποσόν αυτό πρέπει να ταυτίζεται πλήρως με το συνολικό ποσό που οφείλουν να αποδώσουν τα κοινοπρακτούντα μέλη της, μετά από εκκαθάριση και σαφή πιστοποίηση του ακριβούς ποσού των παρακρατηθέντων από το Δημόσιο φόρων και τελών (ομόφωνα). β) Το Δημόσιο, μέσω του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), δικαιούται να εισπράξει (ανακτήσει), εντόκως, το συνολικό χρηματικό ποσό από τόκους υπερημερίας, που κατέβαλε ή συμψήφισε αχρεωστήτως, σύμφωνα με την παραπάνω -ήδη αναιρεθείσα- απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, πλην όμως η είσπραξη αυτή πρέπει να λάβει χώρα διαιρετά από κάθε κοινοπρακτούν μέλος της ως άνω Κοινοπραξίας, επί τη βάσει του χρηματικού ποσού, που, πράγματι, εισπράχθηκε αχρεωστήτως από κάθε ένα από αυτά (ομόφωνα). Το ερώτημα παραδεκτά υποβλήθηκε μόνον από τον Υπουργό Τουρισμού, χωρίς να τίθεται ή συνυπογράφεται και από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (κατά πλειοψηφία)