ΕλΣυν/Επταμ/3033/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Μελέτες.Αναθεώρηση της 2194/2011 πράξης του 6ου Τμήματος.Από το συνδυασμό των προμνησθεισών διατάξεων συνάγεται ότι ο έλεγχος καταλληλότητας των υποψηφίων διενεργείται από την αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοοικονομικής και τεχνικής ικανότητας. Όπως δε ρητώς αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 42 του ως άνω π.δ/τος, το ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που απαιτείται για τη συγκεκριμένη σύμβαση πρέπει να είναι συνδεδεμένο και ανάλογο προς το αντικείμενό της. Υπό το πρίσμα αυτό, διάταξη διακήρυξης, με την οποία τίθεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής των υποψηφίων η προηγούμενη εκτέλεση παρόμοιων με την υπό ανάθεση σύμβαση υπηρεσιών και ορίζεται ελάχιστο ύψος αυτών, πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι η θέσπιση ενός τέτοιου περιορισμού να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, άλλως παρεμποδίζει δυσανάλογα το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό. Και τούτο, διότι η διασφάλιση της συμμετοχής του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού επιχειρήσεων στους δημόσιους διαγωνισμούς εντάσσεται στους επιδιωκόμενους από τους κοινοτικούς κανόνες σκοπούς (πρβλ. σχετ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 19.5.2009,C-538/07, Assitur και της 23.12.2009, C-305/08, CΟNISMΑ). (...)Πλην όμως, το παρόν Τμήμα κρίνει ότι ο όρος 20.3.1. της διακήρυξης, σύμφωνα με τον οποίο ο υποψήφιος οικονομικός φορέας που επιθυμεί να υποβάλει προσφορά για περισσότερες της μιας συμβάσεις, από το σύνολο των 22 που δημοπρατούνται ταυτόχρονα, πρέπει να διαθέτει τη ζητούμενη εμπειρία από παρόμοιες μελέτες με βάση ποσοστό επί του συνολικού αθροίσματος των προεκτιμώμενων αμοιβών τους, ο οποίος κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος ότι είναι μη νόμιμος, καθόσον παρεμποδίζει τη συμμετοχή ικανού αριθμού υποψηφίων για την ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού και αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, δεν απέτρεψε κάποιον υποψήφιο να υποβάλει προσφορά για τη συγκεκριμένη σύμβαση, ούτε οδήγησε στον αποκλεισμό κάποιου υποψηφίου λόγω της υποβολής προσφοράς για περισσότερες από μία συμβάσεις.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυμ/Τμ.Μ.επτ.συνθ/3032/2011
Αναθεώρηση της 2204/2011 πράξης του 6ου Τμ. του ΕλΣυνεδρίου.Η διάταξη διακήρυξης, με την οποία τίθεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής των υποψηφίων η προηγούμενη εκτέλεση παρόμοιων με την υπό ανάθεση σύμβαση υπηρεσιών και ορίζεται ελάχιστο ύψος αυτών, πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι η θέσπιση ενός τέτοιου περιορισμού να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, άλλως παρεμποδίζει δυσανάλογα το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό. Και τούτο, διότι η διασφάλιση της συμμετοχής του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού επιχειρήσεων στους δημόσιους διαγωνισμούς εντάσσεται στους επιδιωκόμενους από τους κοινοτικούς κανόνες σκοπούς (πρβλ. σχετ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 19.5.2009,C-538/07, Assitur και της 23.12.2009, C-305/08, CΟNISMΑ). Η Σύμβουλος Χρυσούλα Καραμαδούκη είχε την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 3316/2005 και του άρθρου 2 παρ. 1 της απόφασης 10883/12.3.2007 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 1 του ως άνω νόμου, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε με τους όρους 18.2 και 18.3 του άρθρου 18 της επίμαχης διακήρυξης περιορισμός ως προς τον μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό συμπραττόντων μελετητών και δικηγόρων ανά υποψήφιο ανάδοχο σχήμα, κατά το μέρος που εισάγουν παρέκκλιση αναφορικά και μόνο με τις αναθέσεις τοπογραφικών μελετών από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.». Ενόψει του σκοπού της εταιρείας αυτής, της ιδιαιτερότητας, αλλά και της έκτασης του αντικειμένου των προς ανάθεση μελετών, της ανάγκης άμεσης και παράλληλης εκτέλεσής τους και ταυτόχρονης περαίωσης όλων των μελετών σε όλη την επικράτεια της χώρας, είναι θεμιτές και δικαιολογημένες, ο δε θεσπιζόμενος με αυτές περιορισμός τελεί σε εύλογη συνάρτηση με τις απαιτήσεις του συνόλου των προς ανάθεση μελετών, με συνέπεια να μην παρεμποδίζεται ουσιωδώς η ανάπτυξη ανταγωνισμού ή να περιορίζεται η διαφάνεια ή να ανακύπτουν ζητήματα άνισης μεταχείρισης των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων, με την έννοια δε αυτή οι ως άνω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων.
ΔΕΚ/C-324/2007
Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. Για να εκτιμηθεί αν η παραχωρούσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και πραγματικών περιστατικών. Από την εξέταση αυτή πρέπει να προκύψει ότι ο εν λόγω ανάδοχος υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην παραχωρούσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω αναδόχου. Η δυνατότητα καθοριστικής επιρροής πρέπει να καλύπτει τόσο τους στρατηγικούς στόχους όσο και τις σημαντικές αποφάσεις του αναδόχου αυτού. Συναφώς, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου αναλόγου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. (βλ. σκέψεις 28, 42, διατακτ. 1–2) 2. Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί η αρχή αυτή στις δικές της υπηρεσίες, όχι όμως να ταυτίζεται με αυτόν ως προς όλα τα σημεία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο έλεγχος που ασκείται στον ανάδοχο φορέα να είναι αποτελεσματικός, δεν απαιτείται όμως να είναι ατομικός. Στην περίπτωση που περισσότερες δημόσιες αρχές επιλέγουν να εκπληρώσουν τα δημόσια καθήκοντά τους προσφεύγοντας σε κοινό ανάδοχο φορέα, αποκλείεται κατά κανόνα μία από τις αρχές αυτές, εκτός αν μετέχει πλειοψηφικώς στον φορέα αυτό, να ασκεί μόνη της καθοριστικό έλεγχο στις αποφάσεις του φορέα αυτού. Η απαίτηση να είναι ατομικός ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αρχή στην περίπτωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλει τον ανταγωνισμό στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια αρχή θα ήθελε να προσχωρήσει σε ομάδα απαρτιζόμενη από άλλες αρχές, όπως ο διαδημοτικός συνεταιρισμός. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σύστημα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα δημόσιων συμβάσεων και αναθέσεων. Συγκεκριμένα, μια δημόσια αρχή έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της. Οι δημόσιες αρχές μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους αυτής να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος με δικά τους μέσα σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές. Επομένως, στις περιπτώσεις που περισσότερες δημόσιες αρχές ελέγχουν ανάδοχο φορέα στον οποίο αναθέτουν την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος, ο έλεγχος που οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν επί του εν λόγω φορέα μπορεί να ασκηθεί από κοινού. Όσον αφορά το συλλογικό όργανο, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεως, συγκεκριμένα η δια πλειοψηφίας απόφαση, δεν ασκεί επιρροή. (βλ. σκέψεις 46–51, 54, διατακτ. 3)
ΣτΕ/71/2009
Βαθμολόγηση τεχνικών προσφορών. Δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στη βαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών , όταν αυτές αξιολογούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο .Η διαφορά στη βαθμολογία μεταξύ των υποψηφίων πρέπει να αντιστοιχεί σε, έστω κατ΄ελάχιστο, διαφορετική λεκτική διατύπωση του πορίσματος της αξιολόγησης των προσφορών, με άλλα λόγια δεν μπορεί να τίθεται διαφορετική βαθμολογία στα κριτήρια της τεχνικής προσφοράς όταν οι λεκτικοί χαρακτηρισμοί που συνιστούν το συμπέρασμα της αξιολόγησης ταυτίζονται απόλυτα
ΕΣ/ΟΛΟΜ/32/2000
Η Διακήρυξη πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ως ελάχιστο ουσιώδες στοιχείο αυτής την ακριβή ποσότητα του προς προμήθεια αγαθού και αν το είδος αυτό αναλύεται σε περισσότερες κατηγορίες ή κάθε κατηγορία αναλύεται σε περισσότερες υποκατηγορίες διαφορετικών μεταξύ τους προϊόντων, που αποτελούν όμως το τελικό τιμολογήσιμο προϊόν, πρέπει να προσδιορίζεται η ποσότητα των αγαθών κάθε κατηγορίας ή υποκατηγορίας μέχρι το τελικό τιμολογήσιμο προϊόν.
ΝΣΚ/163/2010
Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΣτΕ/58/2008(ΕΑ)
Επιτρέπεται, κατ` αρχήν, ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει με τηλεομοιοτυπία την κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2522/1997 προσφυγή, πρέπει, όμως, να καταθέσει στην αναθέτουσα αρχή, μέσα σε πέντε ημέρες από τη λήξη της πενθήμερης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, έγγραφο με το ίδιο περιεχόμενο και με ιδιόχειρη υπογραφή. Η αιτούσα, η οποία έφερε το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε ότι κατέθεσε το πρωτότυπο της προδικαστικής της προσφυγής.
ΕΣ/Τ6/138/2006
Το άρθρο 15.2 της διακήρυξης ορίζοντας ως χρονικό διάστημα καταβολής του ποσού της εγγύησης τις 5 ημέρες ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την ανωτέρω διάταξη του ν.3263/2004 περί εγγυητικών επιστολών. Περαιτέρω η διαγνωστική διαδικασία είναι από τη φύση της αυστηρή και τυπική (αρχή τυπικότητας της διαδικασίας), διεπόμενη σ' όλα τα στάδια από την αρχή της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να τυγχάνουν ίσης αντιμετώπισης (C-285/99, C-286/99 Lombardini Mantovani, C-324/98 Telaustria και Telefonandress Συλλογή 2000). Εξάλλου από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία των άρθρων 24.1.1 και 15.2 της Διακήρυξης προκύπτει ότι οι εγγυητικές επιστολές πρέπει επί ποινή αποκλεισμού να αναφέρουν ως χρονικό διάστημα καταβολής του ποσού της εγγύησης τις 5 ημερολογιακές ημέρες και αυτό γιατί στο άρθρο 24.1.1 (στο οποίο αναφέρονται τα δικαιολογητικά που πρέπει, να προσκομίζονται επί ποινή αποκλεισμού) γίνεται αναφορά στο άρθρο 15 περί εγγυητικών επιστολών, δηλαδή στο σύνολο των διατάξεων του χωρίς διάκριση και άρα περιλαμβάνεται και η παρ. 2 αυτού). Επομένως, έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας με την προσβαλλόμενη πράξη του ότι η προϋπόθεση των 5 ημερών δεν τίθεται επί ποινή αποκλεισμού. Εξάλλου δεν προκύπτει ασάφεια της διακήρυξης αφού ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το νόμο (3263/2004 άρθρο 4 παρ.6 εδ β) και τα σχετικά πρότυπα τεύχη από τα οποία δεν επιτρέπεται απόκλιση παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (άρθρο 8 του ν.3263/2004). Συνεπώς έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας ότι υπήρχε ασάφεια της διακήρυξης εξαιτίας της οποίας ο αποκλεισμός της εταιρείας ……… ήταν αντίθετος στις αρχές της διαφάνειας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Περαιτέρω από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (αρ.241 επ) και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (αρ. 144 επ) προκύπτει ότι αναφορικά με τις προθεσμίες όπου ο νόμος αναφέρεται σε ημέρες εννοεί ημερολογιακές ημέρες αφού οτιδήποτε διαφορετικό ορίζεται και διακρίνεται ρητά (εργάσιμες ή εξαιρετέες). Επίσης η κρίση του Τμήματος, ότι η εγγυητική επιστολή της εταιρείας …., η οποία όριζε χρονικό διάστημα καταβολής του ποσού της εγγύησης τις 3 εργάσιμες ημέρες έχει περιεχόμενο ευνοϊκότερο της διακήρυξης δεν είναι ορθή. Και τούτο διότι αν από την ειδοποίηση της Αρχής μέχρι την καταβολή του ποσού της εγγύησης μεσολαβήσουν περισσότερες από δύο μη εργάσιμες ημέρες η καταβολή θα μπορεί να γίνει και πέραν των πέντε ημερών που είναι το ανώτατο κατά το νόμο χρονικό διάστημα καταβολής. Συνακόλουθα σ' αυτή την περίπτωση, εγγυητική επιστολή με χρονικό διάστημα καταβολής τις 3 εργάσιμες ημέρες (όπως στην προκειμένη περίπτωση της ….ΑΕ) δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου και είναι δυσμενέστερη κατά περιεχόμενο από τα οριζόμενα στη διακήρυξη.
C-201/2010
«Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως – Άρθρο 3 – Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή – Τριακονταετής προθεσμία παραγραφής – Κανόνας περί παραγραφής κατά το γενικό αστικό δίκαιο κράτους μέλους – “Κατ’ αναλογία” εφαρμογή – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της αναλογικότητας» Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-201/10 και C-202/10, με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο των δικών
ΔΕΚ/C-399/2005
ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).