C-201/2010
Τύπος: Αποφάσεις
ΦΕΚ: L 84/2010
«Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως – Άρθρο 3 – Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή – Τριακονταετής προθεσμία παραγραφής – Κανόνας περί παραγραφής κατά το γενικό αστικό δίκαιο κράτους μέλους – “Κατ’ αναλογία” εφαρμογή – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της αναλογικότητας» Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-201/10 και C-202/10, με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο των δικών
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/154/2020
Ειδικότερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/1995, σχετικά με το χρόνο παραγραφής της “παρατυπίας”.(...)Τα κυριότερα ερωτήματα που τίθενται είναι: -Εάν το άρθρο 3 του καν. 2988/1995 έχει την έννοια ότι δεν διεξάγεται έρευνα για παρατυπίες παλαιότερες των τεσσάρων ετών της προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, -Ποιά είναι η έννοια της επαναλαμβανόμενης παρατυπίας και πως υπολογίζεται ο χρόνος παραγραφής της δίωξής της και -Εάν, σε περίπτωση που ο οφειλέτης επικαλεστεί εξωδίκως την παραγραφή της αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, υποχρεούται ο ΟΠΕΚΕΠΕ να συνεχίσει τη διαδικασία ανάκτησης ή οφείλει να την παύσει αποδεχόμενος την παραγραφή. Λόγω του ανακύψαντος σοβαρού ζητήματος γενικού ενδιαφέροντος που αφορά το συμβατό της διάταξης του άρθρου 122 του ν. 4270/2014 περί δημοσίου λογιστικού, με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995 ως προς την έναρξη του χρόνου της παραγραφής και, επειδή τα ερωτήματα συνέχονται μεταξύ τους και για να απαντηθούν απαιτείται να εξετασθούν όλοι οι προβληματισμοί της υπηρεσίας, το Τμήμα αποφάσισε ομόφωνα να παραπεμφθεί το σύνολο των ερωτημάτων στην Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ., λόγω σπουδαιότητας.
ΝΣΚ/181/2020
Ειδικότερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/1995, σχετικά με το χρόνο παραγραφής της “παρατυπίας”.(...)α) Με βάση τον κανόνα ότι τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία χρηματοδοτούν μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης δαπάνες και, με βάση την υποχρέωση επιμέλειας και ανάκτησης που έχουν τα κράτη μέλη και το σύστημα οικονομικής ευθύνης που αυτή συνεπάγεται, η τετραετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995, δεν έχει την έννοια ότι δεν διεξάγεται έρευνα, κατόπιν καταγγελιών, για πληρωμές/παρατυπίες παλαιότερες των τεσσάρων ετών από το τρέχον έτος (στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται για επαναλαμβανόμενες παρατυπίες). Η παραγραφή δεν συνιστά διοικητική ενέργεια, ούτε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ’ ένσταση από τον καθ’ού η ανάκτηση και, εφόσον προβληθεί, εξετάζεται ατομικά κατά περίπτωση. Ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να την προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 28 του ν. 2520/1997. Με βάση την κρίση της περί της βασιμότητας ή μη της ένστασης, η υπηρεσία θα την αποδεχθεί ή θα την απορρίψει και θα αποφασίσει κατά πόσον θα προβεί ή όχι στην εισηγητική έκθεση για έκδοση απόφασης ανάκτησης ή μη των επίμαχων ποσών. Υπό τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις οι ανωτέρω ενέργειες του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου (ομόφωνα). β) Μία παρατυπία είναι «διαρκής» ή «επαναλαμβανόμενη», όταν τελείται από οικονομικό φορέα ο οποίος αντλεί οικονομικά οφέλη από ένα σύνολο όμοιων πράξεων που συνιστούν παράβαση της ίδιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης, ακόμα και αν δεν πρόκειται ακριβώς για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή όταν συνίσταται σε παράλειψη που εξακολουθεί. Το χρονικό διάστημα που μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να μεσολαβεί μεταξύ αυτών - ξεκινώντας από το χρόνο της καταγγελίας προς το παρελθόν μέχρι τη διάπραξη ή και αντίστροφα, μέχρι την παύση της παρατυπίας - δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο της τετραετίας (ομόφωνα). γ) Η παραγραφή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/1995 έχει εφαρμογή, τόσο στις παρατυπίες του άρθρου 5 αυτού, όσο και στις λοιπές παρατυπίες του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/1995 θεσπίζει απόλυτο όριο εφαρμοζόμενο και για τη λήψη διοικητικών μέτρων. Σε περίπτωση θέσπισης από τα κράτη μέλη μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, η παραγραφή επέρχεται, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο κατά τη λήξη χρονικού διαστήματος ίσου με το διπλάσιο της μεγαλύτερης αυτής προθεσμίας (ομόφωνα). δ) Το άρθρο 122 του ν. 4270/2014 περί Δημοσίου Λογιστικού βρίσκεται σε διάσταση με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής. Συνεπώς, υφίσταται αυτοτελής υποχρέωση των υπηρεσιών να εφαρμόζουν το άρθρο 3 παρ. 1 του καν. 2988/95, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., δηλαδή, τόσο ως προς την έναρξη, όσο και ως προς τη διάρκεια της παραγραφής. Περαιτέρω όμως, απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, ορίζουσα ως εναρκτήριο σημείο της παραγραφής της δίωξης της παρατυπίας τη διάπραξή της. Υπό την προϋπόθεση δε της νομοθετικής πρόβλεψης της αφετηρίας αυτής, η πενταετία θεωρείται, κατά τα νομολογιακά δεδομένα εύλογο χρονικό διάστημα της παραγραφής αυτής (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στη Β΄ Τακτική Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 154/2020 γνωμοδότησης του ΣΤ΄ Τμήματος.
ΣΤΕ/ΕΑ/415/2013
Έργο - Μονάδα Επεξεργασίας Αστικών Απορριμάτων...Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή καθ’ ο μέρος αφορά την αποδοχή της συμμετοχής στο διαγωνισμό της παρεμβαίνουσας ενώσεως προσώπων …. και να απορριφθεί η παρέμβαση της ενώσεως αυτής. Κατά τα λοιπά η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει αντίστοιχα δεκτή η παρέμβαση της ενώσεως προσώπων …-.... Ως ασφαλιστικό δε μέτρο πρέπει να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως της αναθέτουσας αρχής (απόφαση 416/2013) κατά το μέρος που με αυτήν απερρίφθησαν οι σχετικές αιτιάσεις της προδικαστικής προσφυγής και έγινε δεκτή η συμμετοχή στο διαγωνισμό της ενώσεως …., μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεως ακυρώσεως, την οποία οφείλει να ασκήσει η αιτούσα σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010. Εξ άλλου, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι η αναθέτουσα αρχή, δυναμένη να συμμορφωθεί προς όσα πιθανολογήθηκαν ως βάσιμα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, δεν κωλύεται να συνεχίσει και ολοκληρώσει τον ένδικο διαγωνισμό, δεν συντρέχει, εν πάση περιπτώσει, περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως, κατ’ άρθρο 5 παρ. 5 του ν. 3886/2010, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΕΑ 284/2013 σκ. 17), τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η Διοίκηση ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως το πρώτον με το από 30.8.2013 υπόμνημά της, το οποίο κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (πρβλ. ΕΑ 418/2010).
Υπόθεση C-586/2010
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2012 «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Αντικειμενικοί λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων — Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας δικαιολογείται η χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση προσωρινής αναπληρώσεως — Μόνιμη ή επαναλαμβανόμενη ανάγκη για αναπληρωματικό προσωπικό — Συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων που αφορούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου» Στην υπόθεση C‑586/10, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης
Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019
Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).
ΕΣ/Τμ.6/408/2012
Προμήθεια καυσίμων.Ο προσδιορισμός της ποσότητας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του ελαχίστου περιεχομένου της διακηρύξεως και στοχεύει στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, η δε παράλειψη προσδιορισμού του καθιστά ασαφή τη διακήρυξη και συνεπώς μη νόμιμη (Πρακτικά Ολομ.ΕΣ της 27ης Γεν.Συν. της 29.11.2000, και της 32ης Γεν.Συν. της 20.12.2000, Αποφάσεις VI Τμήματος 295/2010, 373/2010, 46/2009, 36/2009, 22/2009, Πράξεις VI Τμήματος 5/2008, 8/2004, 2/2003, ΣτΕ 375/2009, 1808/1987, ΕΑ ΣτΕ 184/1999, Γνμδ ΝΣΚ 588/2008, 338/2001, Απόφαση ΔΕΚ C-241/2009,Lammerzahl). Ωσαύτως, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να δημοσιεύει περίληψη των ουσιωδών στοιχείων της διακηρύξεως του διαγωνισμού (στα οποία συγκαταλέγονται τα είδη των προς προμήθεια αγαθών και η ακριβής ποσότητα αυτών κατά κατηγορία και είδος) στον ημεδαπό τύπο και στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν επιτρέπεται να περιέχει πληροφορίες διαφορετικές από τις δημοσιευόμενες στον ελληνικό τύπο (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 2016/2010). Η παράλειψη ή η πλημμελής τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας του διαγωνισμού, η οποία πλήττει τις αρχές του ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας και καθιστά μη νόμιμη τη διενέργειά του (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 1780/2011, 1646/2011).(...)από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού στο μοναδικό υποψήφιο ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να κατακυρώσει την προμήθεια στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα αυτού, με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία κρίνεται ασύμφορο ή μη ικανοποιητικό (Πρακτικό Ολομ. ΕΣ της 24ης Γεν.Συν. της 23.11.1998, Αποφάσεις VI Τμήματος 2709/2010, 2702/2010, 1285/2010, Πράξεις ΙV Τμήματος 121/2010, 76/2010, 55/2010, 153/2009, ΣτΕ 761/2010, 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009, Γνμδ. ΝΣΚ 369/2009, ΔΕΚ C-138/2008, Hochtief AG, C-27/1998, Fracasso και Leitschutz).
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)117/2012
(...)ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων κατά των Ο.Τ.Α., οι οποίες μπορεί να συνίστανται σε κάθε είδους χρηματική αξίωση, πλην εκείνων για αποδοχές ή κάθε άλλης φύσεως απολαβές που καταβάλλονται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας ή για αποζημιώσεις που οφείλονται από παράνομες πράξεις των οργάνων των Ο.Τ.Α ή από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, εάν από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (βλ. πβλ. πρ. VII Τμ. 87/2012, 1/2006). Διακοπή δε της παραγραφής επέρχεται, μεταξύ άλλων, με την υποβολή αίτησης για πληρωμή στην αρμόδια δημόσια αρχή καθώς και με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Στις περιπτώσεις αυτές από την απάντηση της αρχής, ή από την παρέλευση εξαμήνου από την υποβολή αίτησης (σε περίπτωση μη απάντησης της αρχής) καθώς και από την έκδοση τίτλου πληρωμής, αρχίζει νέα παραγραφή, ομοειδής, η νέα δε παραγραφή δύναται να διακοπεί με τους ίδιους τρόπους όπως με την έκδοση της αρχικής και συνεπώς με την εκ νέου έκδοση τίτλου πληρωμής (πρ. IV Τμημ 19/2001).
Yπόθεση C-689/2013
Υπόθεση C-689/13: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Απριλίου 2016 [αίτηση του Consiglio di Giustizia amministrativa per la Regione siciliana (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Puligienica Facility Esco SpA (PFE) κατά Airgest SpA (Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Οδηγία 89/665/ΕΟΚ — Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 — Διαδικασίες προσφυγής — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως την οποία ασκεί προσφέρων του οποίου η προσφορά δεν επελέγη — Αντίθετη προσφυγή του αναδόχου — Εθνικός νομολογιακός κανόνας κατά τον οποίο επιβάλλεται η προηγούμενη εξέταση της αντίθετης προσφυγής και, εφόσον αυτή κριθεί βάσιμη, η απόρριψη ως απαράδεκτης της κύριας προσφυγής χωρίς εξέταση της ουσίας — Συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης — Άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης — Νομική αρχή που έχει διατυπωθεί με απόφαση της ολομέλειας του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου κράτους μέλους — Εθνική ρύθμιση που προβλέπει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής για τα τμήματα του εν λόγω δικαστηρίου — Υποχρέωση του τμήματος που επιλαμβάνεται ζητήματος σχετικού με το δίκαιο της Ένωσης, σε περίπτωση διαφωνίας με την απόφαση της ολομέλειας, να παραπέμπει το ζήτημα σε αυτή — Ευχέρεια ή υποχρέωση του τμήματος να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο)
ΝΣΚ/235/2016
Αν το δεδικασμένο που προκύπτει από τις υπ’ αριθ. 200/2007, 201/2007, 2043/2010 και 2044/2010 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν εκδόσεως των αποφάσεων με αριθμούς 2300, 2301, 2302 και 2303/2013 του ΣτΕ, που απέρριψαν αιτήσεις αναίρεσης, υποχωρεί έναντι της υποχρέωσης προς συμμόρφωση προς την απόφαση C-601/2010/27.10.2011 του ΔΕΕ, ενόψει και της εκδόσεως της με αριθμό 2552/2014 αποφάσεως του ΣτΕ και συνεπώς η υποχρέωση προς συμμόρφωση του Δήμου «Κ», στον οποίο αφορούν οι ανωτέρω αποφάσεις, νοείται ως υποχρέωση ανάκλησης όλων των παρανόμων πράξεων(..)Συνεισηγήτρια: Ελένη Λευθεριώτου, Πάρεδρος ΝΣΚ Στο πλαίσιο και προς τον σκοπό συμμορφώσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την απόφαση C- 601/2010/27.10.2011 του ΔΕΕ, το δεδικασμένο που προκύπτει από τις με αριθμούς 200/2007, 201/2007, 2043/2010 και 2044/2010 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν εκδόσεως των με αριθμούς 2300, 2301, 2302 και 2303/2013 αποφάσεων του ΣτΕ, δεν εκτείνεται στο ζήτημα είτε της νομιμότητας της διαδικασίας αναθέσεως από πλευράς ενωσιακού δικαίου, είτε της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, στις οποίες θεμελιώθηκαν άμεσα ή έμμεσα οι επιδικασθείσες αξιώσεις της αναδόχου, ώστε να αντιπαρατίθεται στην ευθεία και αυτοτελή υποχρέωση προς συμμόρφωση, που πηγάζει από την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ. Η ύπαρξη δεδικασμένου από τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο δικών, οι οποίες ανοίχτηκαν με αγωγές ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ του Δήμου «Κ» και της αναδόχου εταιρείας «Γ.ΑΕ-Δ.Μ. & ΣίΑ-ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ» και αφορούν σε επιδικασθέν τμήμα αμοιβής για μέρος συμβάσεων, δεν αποτελεί κώλυμα για την εκ μέρους του Δήμου και άλλου τρίτου φορέα ή υπηρεσίας, που λειτουργεί για λογαριασμό του, ως φορέων της Ελληνικής Δημοκρατίας, συμμορφώσεώς τους, στην απόφαση αυτή όπως έχουν υποχρέωση.
ΕλΣυν/Ζ Κλ/296/2012
Μεταφορά μαθητών.Συμπληρωματικές-συμβάσεις.Κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του π.δ. 60/2007, η κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης σύμβασης παροχής υπηρεσιών αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές υπηρεσίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές υπηρεσίες, αλλά δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό πρόγραμμα, ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύμβασης, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, γ) δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, ή, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της και δ) η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία των συμβάσεων που ανατίθενται για συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν υπερβαίνει το 50% της αξίας της κυρίας σύμβασης. Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, αντικειμενικώς, δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 27.10.2011, C-601/2010 Επιτροπή κατά Ελλάδας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές οι υπηρεσίες που κατατείνουν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθώς είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία αναθέσεως πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητά της (Ελ.Συν. Τμήμα Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης αποφ. 2153, 1704/2011, VI Tμ. αποφ. 2209, 2199, 1777, 791/2011, 3084/2010, 3675/2009, 132/2008, 90/2005, Ζ΄ Κλιμ. Πράξεις 85/2011, 67/2011, 159/2010, 20/2009, 282, 255, 199, 131/2008 κ.α.).