Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/841/2019
Φορολογία εισοδήματος. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και κυρώσεων. Τα άρθρα 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερο παρ. 1 του ν. 4098/2012 αντίκεινται στο άρθρο 78 του Συντάγματος διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 και είναι βάσιμος. Πότε προβάλλεται βασίμως ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προδικαστική απόφαση του ΣτΕ για την άρση του απαραδέκτου λόγου αναίρεσης. Υπολογισμός του ποσού της διαφοράς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης όταν αιτήσεις περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από φύλλα ελέγχου φόρου εισοδήματος περισσότερων οικονομικών ετών απορρίπτονται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης καθώς και όταν με μία προσφυγή προσβάλλεται η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση του τύπου ή της διαδικασίας έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την προσφυγή του, κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη από την μη δημοσίευση της υα ΔΕΛ 1059085/2011. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 519/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας).
ΣΤΕ/1389/2019
Φορολογία ακινήτων. Ειδικός φόρος ακινήτων του άρθρου 15 του Ν. 3019/2002. Εξαίρεση από το φόρο των ακινήτων Εταιρείας εδρεύουσας σε άλλο κράτος της ΕΕ. Η φορολογική αρχή νομίμως στηρίζεται στα στοιχεία περί των μετόχων της εταιρείας που προκύπτουν από το μητρώο εταιρειών του εν λόγω κράτους, τα οποία τεκμαίρονται ως αληθή και ακριβή. Το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνο μέσω πράξης αρμόδιου οργάνου του κράτους της έδρας της εταιρείας, που πρέπει να επικαλεσθεί και να προσκομίσει ο αιτούμενος την εξαίρεση από το φόρο. Το ζήτημα των προϋποθέσεων εξαίρεσης από το φόρο ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον Ν. 3091/2002. Για την εφαρμογή του άρθρου 3 περ. ε` εδ. β` του Ν. 3091/2002 απαιτείται το σύνολο των μετοχών της α.ε. με έδρα χώρα της ΕΕ να ανήκει σε μία εταιρεία. Ο νόμος δεν διακρίνει τυπική και ουσιαστική κυριότητα των μετοχών. Εφόσον απαγορεύεται η καταχώριση ανακοίνωσης εμπιστεύματος στο μητρώο εταιρειών, κάτοχος των μετοχών είναι η εταιρεία. Το άρθρο 15 του Ν. 3091/2002, με την οποία επιβάλλεται φόρος σε ποσοστό 15%, δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 5, 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Ο επίδικος φόρος αποτελεί φόρο επί της περιουσίας και δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Το ύψος του επίδικου φόρου υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, χωρίς να τίθενται μειωτικοί συντελεστές σχετικοί με τη μετοχική σύνθεση της υπόχρεης εταιρείας. Επιβολή προσθέτου φόρου κατά τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2523/1997, λόγω παράλειψης υποβολής δήλωσης. Η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας εφόσον έχουν επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της ΕΕ. Αν η αρχή δεν δύναται να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το σχετικό λόγο της προσφυγής και με βάση το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Ο πρόσθετος φόρος συνιστά περιορισμό της ενωσιακής ελευθερίας της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 2 του ΚΦΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 10 4337/2015, άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από το Ν. 2523/1997 και ο πρόσθετος φόρος πρέπει να μειωθεί στο 50% του κυρίου φόρου. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 ως προς ορισμένους λόγους. Μερικά δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 254/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών).
ΝΣΚ/265/2017
Έννοια ανακρίβειας φορολογικής δηλώσεως κατ’ άρθρο 68 § 2 περ. β’ του ν. 2238/1994. (Κατάσταση : Αποδεκτή,) Η έννοια της ανακρίβειας της φορολογικής δηλώσεως της περιπτώσεως β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος- ΚΦΕ - (ν.2238/1994, Α’ 151) για την εφαρμογή - και την έκταση εφαρμογής - της περί δεκαετούς παραγραφής διατάξεως του άρθρου 84§4 του ίδιου νόμου, υπό το πρίσμα όσων έγιναν δεκτά με τις υπ’ αριθμ. 2934 και 2935/2017 αποφάσεις του ΣτΕ (7μ.) και το υπ’ αριθμ. 2642/2017 πρακτικό γνωμοδοτήσεως της Ολομελείας του ΝΣΚ.
ΣΤΕ/1139/2019
Φορολογία κληρονομιών. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής κύριου και προσθέτου φόρου λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως. Με απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι τα άρθρα 10 του Ν. 3790/2009, 82 του Ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β` του Ν. 3862/2010, περί παράτασης του χρόνου της παραγραφής, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010. Δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί την αριθ. 572/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)
ΣΤΕ 1077/2014
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Παράλειψη διορισμού σε μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου:Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι το «δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να δεχθεί το σχετικό λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και να απορρίψει ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1.1997 έως και 31.12.1999, δοθέντος ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28.12.2001 και από τότε επήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του ν. 2717/1999, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η διακοπή της». Ο λόγος, όμως, αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων του έτους 1999, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο δεν έκρινε επί του ζητήματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ούτε, άλλωστε, όφειλε να διαλάβει σχετική κρίση, εφόσον επί του ζητήματος της εν γένει παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων είχε επιληφθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως αναφερόταν μόνον στα έτη 1997 και 1998 (ΣτΕ 2758/2012, 2152/2010, 1514/2007, 3064/2005). Κατά τα λοιπά, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων των ετών 1997 και 1998, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα κρίση του Διοικητικού Εφετείου περί πενταετούς παραγραφής των ως άνω αξιώσεων δεν παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, οι εν λόγω μισθολογικές αξιώσεις δημοσίων υπαλλήλων υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από της γενέσεως αυτών (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2504/2013).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/35/2020
Καταβολή αποδοχών διαθεσιμότητας...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙ, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η μετάταξη του φερόμενου ως δικαιούχου του χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπαλλήλου συνιστά υπηρεσιακή μεταβολή επαγόμενη τη λήξη της ισχύος της ειδικής άδειας που είχε χορηγηθεί στον ίδιο και την υπαγωγή του σε καθεστώς διαθεσιμότητας σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις. Επομένως, η υπό κρίση δαπάνη είναι μεν καταρχήν και ως προς την ουσία της νόμιμη, πλην όμως μη κανονική, καθόσον η σχετική αξίωση του υπαλλήλου έχει ήδη υποκύψει στη διετή παραγραφή του εφαρμοστέου εν προκειμένω άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014. Συγκεκριμένα, η προθεσμία της παραγραφής εκκίνησε εν προκειμένω στις 16.8.2015, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.3584/2007 – Α΄ 143) που ορίζει ότι ο μισθός προκαταβάλλεται στην αρχή κάθε δεκαπενθημέρου, γεννήθηκε η αξίωση για την καταβολή του μισθού του β΄ δεκαπενθημέρου του μήνα αυτού (15.8.2015) και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη. Η ως άνω προθεσμία διεκόπη με την υποβολή της με αριθμ. πρωτ. 13059/24.8.2015 αιτήσεως του φερόμενου ως δικαιούχου και ξεκίνησε πάλι στις 27.8.2015, χρονολογία που φέρει η απάντηση της αρμόδιας αρχής επί της ανωτέρω αιτήσεως. Δοθέντος δε ότι οι 14823/21.9.2015, 17967/9.12.2016 και 18143/12.12.2017 αιτήσεις που υπεβλήθησαν στη συνέχεια δεν συνιστούν νέο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 143 του ν. 4270/2014, προκύπτει ότι η διετής προθεσμία της παραγραφής συμπληρώθηκε στις 27.8.2017, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της εκκαθάρισης του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος πληρωμής, το οποίο εκδόθηκε στις 29.10.2018. Εξάλλου, δεδομένου ότι η ενταλματοποίηση παραγεγραμμένης απαίτησης δεν επιτρέπεται, η εν λόγω πλημμέλεια, που καθιστά τη δαπάνη μη κανονική, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο (βλ. Πρ. Κλιμ. Ι Τμ. 39/2016, 46/2017).
ΝΣΚ/268/2017
Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου κλπ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
(Κατάσταση : Αποδεκτή) Λαμβάνοντας υπόψη τις υπ’ αριθμ. 1738/2017, 2934/2017 και 2935/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας (ΣτΕ) επί της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 78 του ισχύοντος Συντάγματος, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας - ΚΦΔ - (ν. 4174/2013), σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 11, εδάφιο δεύτερο, του άρθρου 72 του ίδιου Κώδικα, με τις οποίες παρεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής σε εικοσαετή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής, που διαπράχθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, και υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν είχε παραγραφεί μέχρι τότε, είναι εφαρμοστέες από τη Φορολογική Διοίκηση. Επιπλέον υφίσταται δυνατότητα εκδόσεως πράξεων προσδιορισμού φόρου και προστίμων σε εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου που αφορούν στις χρήσεις των ετών 2012 και 2013 και όχι σε προγενέστερες του έτους 2012 (πλειοψ).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/176/2019
Καταβολή μισθωμάτων ....Με τα δεδομένα αυτά οι αξιώσεις του κληροδοτήματος κατά του Δήμου, αρχόμενες από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν οι σχετικές απαιτήσεις και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 για το χρονικό διάστημα α) από τον Οκτώβριο του 2007 έως τον Σεπτέμβριο του 2011 και β) από τον Οκτώβριο του 2011 μέχρι το Μάιο του 2012, καθόσον παρά το γεγονός ότι η υποβολή των 68/23.9.2011 και 43/15.6.2012 αιτήσεων, αντίστοιχα του κληροδοτήματος προς το Δήμο διέκοψαν την παραγραφή για χρονικό διάστημα έξι μηνών (ελλείψει έγγραφης απάντησης εκ μέρους του Δήμου ...), ωστόσο δεν απέτρεψαν τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής μέχρι την έκδοση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος κατά το έτος 2018. Ωστόσο, οι αξιώσεις του για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι το Μάιο του 2014, δεν έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, καθόσον αυτή διακόπηκε με την υποβολή της 41/11.7.2013 αίτησής του προς το Δήμο για χρονικό διάστημα έξι μηνών, χωρίς να έχει συμπληρωθεί μέχρι την έκδοση του επίμαχου χρηματικού εντάλματος η πενταετής παραγραφή. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του Δήμου ότι οι διατάξεις περί παραγραφής δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω, δεδομένου ότι υφίσταται ταύτιση δικαιούχου και οφειλέτη πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθόσον τα ακίνητα που έχουν περιέλθει κατά κυριότητα σε Ο.Τ.Α. δυνάμει διαθήκης, με την οποία ορίζεται ρητά ότι από την πρόσοδο αυτών θα επιτευχθεί συγκεκριμένος κοινωφελής σκοπός, αποτελούν αυτοτελές κεφάλαιο διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 1 του α.ν. 2039/1939, δηλαδή σύνολο περιουσίας που διαχωρίζεται από τη λοιπή περιουσία του Ο.Τ.Α., που δεν έχει δική του νομική προσωπικότητα, αναδεικνυόμενο σε αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (VII Τμ. 275/2017, ΔΕΦ ΑΘ 1797/2014). Τέλος η δαπάνη είναι μη κανονική, ωστόσο, δοθέντος ότι κατά το οικονομικό έτος 2018 υπήρχε η αναγκαία πίστωση στον οικείο Κ.Α.Ε. του Δήμου και εντέλει έγινε δημο-σιονομική ανάληψη της υποχρέωσης κατά το κρίσιμο οικονομικό έτος 2018, τα αρμόδια όργανα του Δήμου συγγνωστώς και όχι από πρόθεση καταστρατήγησης των οικείων διατάξεων υπέλαβαν ότι μπορούσαν να προβούν στην εξόφληση της δαπάνης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΣΤΕ/1995/2019
Φορολογία εισοδήματος. Η παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος και η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, και από έμμεσες αποδείξεις. Τέτοιες αποτελούν τα μεγάλα ποσά που περιέχονται σε τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έμβασμα στο εξωτερικό, που δεν καλύπτονται από τα νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου εισοδήματα. Το εμμέσως αποδεικνυόμενο εισόδημα λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, που εφαρμόζεται και όταν η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010, χωρίς αυτό να αντίκειται στην παρ. 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος. Κρίσιμος ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου ή τυχόν προγενέστερος κατά τον οποίο επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του φορολογούμενου. Εξουσίες του δικαστηρίου αν κρίνει ότι η περιουσιακή προσαύξηση δεν επήλθε κατά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε το οικείο έμβασμα. Πότε ο φορολογούμενος δύναται να επικαλεσθεί ότι το ποσό που βρέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό του προέρχεται από δάνειο που του χορήγησε άλλο πρόσωπο. Αν το διοικητικό δικαστήριο αδυνατεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του χρόνου της επέλευσης της περιουσιακής προσαύξησης άγνωστης πηγής ή αιτίας, επιρρίπτει το βάρος απόδειξης στη φορολογική διοίκηση και όχι στον φορολογούμενο. Εφόσον οι αναιρεσείοντες είχαν αμφισβητήσει ότι οι επίμαχες προσαυξήσεις της περιουσίας τους έλαβαν χώρα το 2010, το 2011 και το 2012, το βάρος απόδειξης του χρόνου επέλευσης αυτών έφερε η φορολογική αρχή. Η ανωτέρω κρίση του ΔΕΑ, σχετικά με τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης των επίδικων προσαυξήσεων περιουσίας και, περαιτέρω, το οικονομικό έτος φορολόγησης των αντίστοιχων ποσών εμβασμάτων, ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 805/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
ΝΣΚ/253/2016
Κατάσχεση εκ μέρους της Διοίκησης, εις χείρας τρίτου πιστωτικού ιδρύματος, κατά υποχρέου ο οποίος είχε προαποβιώσει της επιβολής της κατασχέσεως και υποχρέωση της Διοίκησης προς απόδοση του περιελθόντος σ’ αυτή προϊόντος της κατασχέσεως, προς εξόφληση πολεοδομικού προστίμου, το οποίο τελεί υπό αναστολή είσπραξης, ενόψει της διάταξης της παρ.8 του άρθρου 24 του Ν.4178/2013, κατά την οποία καταβληθέντα ποσά ανεξαρτήτως της αιτίας καταβολής δεν αναζητούνται. Δικαιούχος της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.(...)Σε περίπτωση επιβολής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου πιστωτικού ιδρύματος, εκ μέρους της Διοίκησης και υποβολής αρχικής εμπρόθεσμης και αρνητικής δηλώσεως εκ μέρους αυτού και ενημερώσεως της φορολογικής αρχής περί του θανάτου της υπόχρεου προ της επιβολής τη κατασχέσεως, αυτή καθίσταται ανυπόστατη και ενδείκνυται η Διοίκηση να αναμορφώσει, με τις απαραίτητες ενέργειες, τις νομικές και πραγματικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν εξ αιτίας της κατασχέσεως αυτής, ήτοι να επιστρέψει στο Τραπεζικό Ίδρυμα και στους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους εκταμιεύθηκαν, ενόσω υφίστατο αναστολή εισπράξεως, τα ήδη καταβληθέντα από την Τράπεζα χρηματικά ποσά. Η Δ.Ο.Υ., ειδικότερα, οφείλει να εκκαθαρίσει το Ατομικό Φύλλο Εκπτώσεως (ΑΦΕΚ), που της απέστειλε η Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Μαρκόπουλου Αττικής, χωρίς να κωλύεται από τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν.4178/2013, στην οποία ορίζεται ότι τα καταβληθέντα ποσά, ανεξαρτήτως της αιτίας καταβολής δεν αναζητούνται, διότι η διάταξη προϋποθέτει έγκυρη καταβολή, βασιζόμενη σε υποστατή κατάσχεση. Τα ως άνω χρηματικά ποσά θα επιστραφούν στην Τράπεζα, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, καθόσον δεν έχει επέλθει παραγραφή της απαιτήσεως προς επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο 140 του Ν. 4270/2014, χωρίς πάντως να οφείλονται τόκοι υπερημερίας, διότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 21 του ΚΝΔΔ (ομοφ.).