Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/841/2019

Φορολογία εισοδήματος. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και κυρώσεων. Τα άρθρα 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερο παρ. 1 του ν. 4098/2012 αντίκεινται στο άρθρο 78 του Συντάγματος διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 και είναι βάσιμος. Πότε προβάλλεται βασίμως ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προδικαστική απόφαση του ΣτΕ για την άρση του απαραδέκτου λόγου αναίρεσης. Υπολογισμός του ποσού της διαφοράς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης όταν αιτήσεις περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από φύλλα ελέγχου φόρου εισοδήματος περισσότερων οικονομικών ετών απορρίπτονται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης καθώς και όταν με μία προσφυγή προσβάλλεται η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση του τύπου ή της διαδικασίας έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την προσφυγή του, κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη από την μη δημοσίευση της υα ΔΕΛ 1059085/2011. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 519/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας). 


ΣΤΕ/1389/2019

Φορολογία ακινήτων. Ειδικός φόρος ακινήτων του άρθρου 15 του Ν. 3019/2002. Εξαίρεση από το φόρο των ακινήτων Εταιρείας εδρεύουσας σε άλλο κράτος της ΕΕ. Η φορολογική αρχή νομίμως στηρίζεται στα στοιχεία περί των μετόχων της εταιρείας που προκύπτουν από το μητρώο εταιρειών του εν λόγω κράτους, τα οποία τεκμαίρονται ως αληθή και ακριβή. Το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνο μέσω πράξης αρμόδιου οργάνου του κράτους της έδρας της εταιρείας, που πρέπει να επικαλεσθεί και να προσκομίσει ο αιτούμενος την εξαίρεση από το φόρο. Το ζήτημα των προϋποθέσεων εξαίρεσης από το φόρο ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον Ν. 3091/2002. Για την εφαρμογή του άρθρου 3 περ. ε` εδ. β` του Ν. 3091/2002 απαιτείται το σύνολο των μετοχών της α.ε. με έδρα χώρα της ΕΕ να ανήκει σε μία εταιρεία. Ο νόμος δεν διακρίνει τυπική και ουσιαστική κυριότητα των μετοχών. Εφόσον απαγορεύεται η καταχώριση ανακοίνωσης εμπιστεύματος στο μητρώο εταιρειών, κάτοχος των μετοχών είναι η εταιρεία. Το άρθρο 15 του Ν. 3091/2002, με την οποία επιβάλλεται φόρος σε ποσοστό 15%, δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 5, 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Ο επίδικος φόρος αποτελεί φόρο επί της περιουσίας και δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Το ύψος του επίδικου φόρου υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, χωρίς να τίθενται μειωτικοί συντελεστές σχετικοί με τη μετοχική σύνθεση της υπόχρεης εταιρείας. Επιβολή προσθέτου φόρου κατά τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2523/1997, λόγω παράλειψης υποβολής δήλωσης. Η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας εφόσον έχουν επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της ΕΕ. Αν η αρχή δεν δύναται να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το σχετικό λόγο της προσφυγής και με βάση το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Ο πρόσθετος φόρος συνιστά περιορισμό της ενωσιακής ελευθερίας της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 2 του ΚΦΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 10 4337/2015, άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από το Ν. 2523/1997 και ο πρόσθετος φόρος πρέπει να μειωθεί στο 50% του κυρίου φόρου. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 ως προς ορισμένους λόγους. Μερικά δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 254/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών).


ΣΤΕ 1077/2014

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Παράλειψη διορισμού σε μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου:Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι το «δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να δεχθεί το σχετικό λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και να απορρίψει ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1.1997 έως και 31.12.1999, δοθέντος ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28.12.2001 και από τότε επήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του ν. 2717/1999, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η διακοπή της». Ο λόγος, όμως, αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων του έτους 1999, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο δεν έκρινε επί του ζητήματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ούτε, άλλωστε, όφειλε να διαλάβει σχετική κρίση, εφόσον επί του ζητήματος της εν γένει παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων είχε επιληφθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως αναφερόταν μόνον στα έτη 1997 και 1998 (ΣτΕ 2758/2012, 2152/2010, 1514/2007, 3064/2005). Κατά τα λοιπά, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων των ετών 1997 και 1998, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα κρίση του Διοικητικού Εφετείου περί πενταετούς παραγραφής των ως άνω αξιώσεων δεν παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, οι εν λόγω μισθολογικές αξιώσεις δημοσίων υπαλλήλων υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από της γενέσεως αυτών (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2504/2013).


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/35/2020

Καταβολή αποδοχών διαθεσιμότητας...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙ, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η μετάταξη του φερόμενου ως δικαιούχου του χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπαλλήλου συνιστά υπηρεσιακή μεταβολή επαγόμενη τη λήξη της ισχύος της ειδικής άδειας που είχε χορηγηθεί στον ίδιο και την υπαγωγή του σε καθεστώς διαθεσιμότητας σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις. Επομένως, η υπό κρίση δαπάνη είναι μεν  καταρχήν και ως προς την ουσία της νόμιμη, πλην όμως μη κανονική, καθόσον η σχετική αξίωση του υπαλλήλου έχει ήδη υποκύψει στη διετή παραγραφή του εφαρμοστέου εν προκειμένω άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014. Συγκεκριμένα, η προθεσμία της παραγραφής εκκίνησε εν προκειμένω στις 16.8.2015, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.3584/2007 – Α΄ 143) που ορίζει ότι ο μισθός προκαταβάλλεται στην αρχή κάθε δεκαπενθημέρου, γεννήθηκε η αξίωση για την καταβολή του μισθού του β΄ δεκαπενθημέρου του μήνα αυτού (15.8.2015) και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη. Η ως άνω προθεσμία διεκόπη με την υποβολή της με αριθμ. πρωτ. 13059/24.8.2015 αιτήσεως του φερόμενου ως δικαιούχου και ξεκίνησε πάλι στις 27.8.2015, χρονολογία που φέρει η απάντηση της αρμόδιας αρχής επί της ανωτέρω αιτήσεως. Δοθέντος δε ότι οι 14823/21.9.2015, 17967/9.12.2016 και 18143/12.12.2017 αιτήσεις που υπεβλήθησαν στη συνέχεια δεν συνιστούν νέο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 143 του ν. 4270/2014, προκύπτει ότι η διετής προθεσμία της παραγραφής συμπληρώθηκε στις 27.8.2017, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της εκκαθάρισης του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος πληρωμής, το οποίο εκδόθηκε στις 29.10.2018. Εξάλλου, δεδομένου ότι η ενταλματοποίηση παραγεγραμμένης απαίτησης δεν επιτρέπεται, η εν λόγω πλημμέλεια, που καθιστά τη δαπάνη μη κανονική, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο (βλ. Πρ. Κλιμ. Ι Τμ. 39/2016, 46/2017).


ΝΣΚ/265/2017

Έννοια ανακρίβειας φορολογικής δηλώσεως κατ’ άρθρο 68 § 2 περ. β’ του ν. 2238/1994. (Κατάσταση : Αποδεκτή,) Η έννοια της ανακρίβειας της φορολογικής δηλώσεως της περιπτώσεως β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος- ΚΦΕ - (ν.2238/1994, Α’ 151) για την εφαρμογή - και την έκταση εφαρμογής - της περί δεκαετούς παραγραφής διατάξεως του άρθρου 84§4 του ίδιου νόμου, υπό το πρίσμα όσων έγιναν δεκτά με τις υπ’ αριθμ. 2934 και 2935/2017 αποφάσεις του ΣτΕ (7μ.) και το υπ’ αριθμ. 2642/2017 πρακτικό γνωμοδοτήσεως της Ολομελείας του ΝΣΚ.


ΣΤΕ/1866/2019

Φορολογία ακινήτων και προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας για τον υπολογισμό των οικείων φόρων. Η τήρηση ή μη από τη Διοίκηση των όρων που θέτουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις ή που συνάγονται από αυτές μπορεί να προκύπτει είτε από την ίδια την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία συγκαταλέγονται και οι προπαρασκευαστικές της έκδοσής της πράξεις. Με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982 επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος χορηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση και για τον καθορισμό της ειδικής μεθοδολογίας καθορισμού των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Δεν αποκλείεται από το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως στοιχείων για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε πιστοποιημένους εκτιμητές, οι οποίοι οφείλουν να ακολουθούν, εκτός από την ημεδαπή νομοθεσία, τα οικεία ευρωπαϊκά ή διεθνή εκτιμητικά πρότυπα. Ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός της τιμής εκκίνησης των ακινήτων στην επίμαχη ζώνη εχώρησε κατά τρόπο που δεν πληροί την απαίτηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των νόμων 1249/1982 και 4509/2017 περί τήρησης αρκούντως ορισμένης, πρόσφορης και επιστημονικά άρτιας μεθοδολογίας, με συνέπεια η διαδικασία αυτή να παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσβαλλόμενη υα ΠΟΛ.1113/2018 είναι, ως προς το επίδικο σκέλος της, μη νόμιμη, ως εκδοθείσα κατά παράβαση των όρων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ακύρωση της 11 επίδικης ρύθμισης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της, αλλά στην ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.


ΣΤΕ/1139/2019

Φορολογία κληρονομιών. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής κύριου και προσθέτου φόρου λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως. Με απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι τα άρθρα 10 του Ν. 3790/2009, 82 του Ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β` του Ν. 3862/2010, περί παράτασης του χρόνου της παραγραφής, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010. Δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί την αριθ. 572/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)


ΝΣΚ/154/2020

Ειδικότερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/1995, σχετικά με το χρόνο παραγραφής της “παρατυπίας”.(...)Τα κυριότερα ερωτήματα που τίθενται είναι: -Εάν το άρθρο 3 του καν. 2988/1995 έχει την έννοια ότι δεν διεξάγεται έρευνα για παρατυπίες παλαιότερες των τεσσάρων ετών της προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, -Ποιά είναι η έννοια της επαναλαμβανόμενης παρατυπίας και πως υπολογίζεται ο χρόνος παραγραφής της δίωξής της και -Εάν, σε περίπτωση που ο οφειλέτης επικαλεστεί εξωδίκως την παραγραφή της αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, υποχρεούται ο ΟΠΕΚΕΠΕ να συνεχίσει τη διαδικασία ανάκτησης ή οφείλει να την παύσει αποδεχόμενος την παραγραφή. Λόγω του ανακύψαντος σοβαρού ζητήματος γενικού ενδιαφέροντος που αφορά το συμβατό της διάταξης του άρθρου 122 του ν. 4270/2014 περί δημοσίου λογιστικού, με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995 ως προς την έναρξη του χρόνου της παραγραφής και, επειδή τα ερωτήματα συνέχονται μεταξύ τους και για να απαντηθούν απαιτείται να εξετασθούν όλοι οι προβληματισμοί της υπηρεσίας, το Τμήμα αποφάσισε ομόφωνα να παραπεμφθεί το σύνολο των ερωτημάτων στην Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ., λόγω σπουδαιότητας.


ΝΣΚ/268/2017

Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου κλπ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
(Κατάσταση : Αποδεκτή) Λαμβάνοντας υπόψη τις υπ’ αριθμ. 1738/2017, 2934/2017 και 2935/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας (ΣτΕ) επί της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 78 του ισχύοντος Συντάγματος, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας - ΚΦΔ - (ν. 4174/2013), σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 11, εδάφιο δεύτερο, του άρθρου 72 του ίδιου Κώδικα, με τις οποίες παρεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής σε εικοσαετή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής, που διαπράχθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, και υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν είχε παραγραφεί μέχρι τότε, είναι εφαρμοστέες από τη Φορολογική Διοίκηση. Επιπλέον υφίσταται δυνατότητα εκδόσεως πράξεων προσδιορισμού φόρου και προστίμων σε εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου που αφορούν στις χρήσεις των ετών 2012 και 2013 και όχι σε προγενέστερες του έτους 2012 (πλειοψ).


ΕλΣυν/Τμ.7/87/2012

Μελέτες.παραγραφή.Στο άρθρο 276 παρ. 2 του ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄, 114), ορίζεται ότι: «Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. καταργείται.». Επιπλέον, ο ν.2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζει, στην παρ. 1 του άρθρου 90, ότι: «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής» και στο άρθρο 91, ότι: «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…». (.....)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η ειδικότερη συμφωνία των μερών για τμηματική καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής του ως άνω μελετητή, δεν διασπά το ενιαίο αυτής, η οποία οφείλεται στο σύνολό της μετά την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπόνηση της ανατεθείσας μελέτης και την έγκριση αυτής από το αρμόδιο όργανο. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, η πενταετής παραγραφή της αξίωσης του μελετητή για την καταβολή της αμοιβής του άρχεται από τη λήξη του οικονομικού έτους 2006, εντός του οποίου παραδόθηκε η μελέτη και εγκρίθηκε από το Δ.Σ.. Η παραγραφή δε αυτή δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο έκδοσης του κρίσιμου χρηματικού εντάλματος (18.7.2011), όπως αβασίμως υποστηρίζει η διαφωνούσα Επίτροπος, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ως χρόνο έναρξης αυτής την ημερομηνία υπογραφής της οικείας σύμβασης (13.9.2005).