Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/35/2020

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4270/2014, 3584/2007, 4223/2013, 496/1974, 4270/2014/Α.140

Καταβολή αποδοχών διαθεσιμότητας...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙ, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η μετάταξη του φερόμενου ως δικαιούχου του χρηματικού εντάλματος πληρωμής υπαλλήλου συνιστά υπηρεσιακή μεταβολή επαγόμενη τη λήξη της ισχύος της ειδικής άδειας που είχε χορηγηθεί στον ίδιο και την υπαγωγή του σε καθεστώς διαθεσιμότητας σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις. Επομένως, η υπό κρίση δαπάνη είναι μεν  καταρχήν και ως προς την ουσία της νόμιμη, πλην όμως μη κανονική, καθόσον η σχετική αξίωση του υπαλλήλου έχει ήδη υποκύψει στη διετή παραγραφή του εφαρμοστέου εν προκειμένω άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014. Συγκεκριμένα, η προθεσμία της παραγραφής εκκίνησε εν προκειμένω στις 16.8.2015, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.3584/2007 – Α΄ 143) που ορίζει ότι ο μισθός προκαταβάλλεται στην αρχή κάθε δεκαπενθημέρου, γεννήθηκε η αξίωση για την καταβολή του μισθού του β΄ δεκαπενθημέρου του μήνα αυτού (15.8.2015) και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη. Η ως άνω προθεσμία διεκόπη με την υποβολή της με αριθμ. πρωτ. 13059/24.8.2015 αιτήσεως του φερόμενου ως δικαιούχου και ξεκίνησε πάλι στις 27.8.2015, χρονολογία που φέρει η απάντηση της αρμόδιας αρχής επί της ανωτέρω αιτήσεως. Δοθέντος δε ότι οι 14823/21.9.2015, 17967/9.12.2016 και 18143/12.12.2017 αιτήσεις που υπεβλήθησαν στη συνέχεια δεν συνιστούν νέο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 143 του ν. 4270/2014, προκύπτει ότι η διετής προθεσμία της παραγραφής συμπληρώθηκε στις 27.8.2017, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της εκκαθάρισης του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος πληρωμής, το οποίο εκδόθηκε στις 29.10.2018. Εξάλλου, δεδομένου ότι η ενταλματοποίηση παραγεγραμμένης απαίτησης δεν επιτρέπεται, η εν λόγω πλημμέλεια, που καθιστά τη δαπάνη μη κανονική, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο (βλ. Πρ. Κλιμ. Ι Τμ. 39/2016, 46/2017).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν.Κλ.1/313/2015

ΑΠΟΔΟΧΕΣ.Υπαλλήλων:Νόμιμη η καταβολή αποζημίωσης από Δήμο σε πρώην σχολικούς φύλακες, με σχέση εργασίας ι.δ.α.χ., για μη ληφθείσα κανονική άδεια κατά το έτος 2013, οι οποίοι ετέθησαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, λόγω κατάργησης των θέσεων της ειδικότητάς τους στον Δήμο, καθόσον οι ανωτέρω σχολικοί φύλακες δικαιούνται τη λήψη της εν λόγω αποζημίωσης, υπολογιζομένης αυτής σε συνάρτηση προς το χρόνο της πραγματικής απασχόλησής τους, δεδομένου ότι η υπαλληλική σχέση τους λύθηκε μετά τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας και της παρατάσεως που εδόθη δυνάμει δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 177 παρ. 3 του ΚΚΔΚΥ ν.3584/2007, ΦΕΚ Α' 143/2007 και άρθρο πρώτο παρ.2 της υποπερ. Θ.1. της παρ. του ν. 4254/2014, ΦΕΚ Α' 85/2014, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 4262/2014, ΦΕΚ Α' 114/2014).


ΑΕΔ/9/2009

Η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 496/1974 περί διετούς παραγραφής των μισθολογικών κ.λ.π. αξιώσεων υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος - Η έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 περ. β του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος είναι, ότι αίτηση, υποβληθείσα στο αρμόδιο Ν.Π.Δ.Δ. πριν από την έναρξη του χρόνου παραγραφής αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής αυτής επί ένα εξάμηνο.


2/89277/ΔΠΔΑ/2014

Καθορισμός διαδικασίας παραγραφής των ανεξόφλητων χρηματικών παρακαταθηκών που υπάγονται στις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 179 του Ν.4270/2014 (Α΄ 143) περί παραγραφής και ρυθμίσεις των σχετικών θεμάτων


2/20219/ΔΠΔΑ/2015

Καθορισμός διαδικασίας παραγραφής των ανεξόφλητων αυτούσιων παρακαταθηκών που υπάγονται στις ρυθμίσεις της παρ. 2 του άρθρου 179 του Ν. 4270/2014 (Α΄ 143) περί παραγραφής και ρυθμίσεις των σχετικών θεμάτων.


ΑΕΔ/9/2009

Η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 496/1974(Διετής παραγραφή) δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και ότι η έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 περ. β του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος είναι, ότι αίτηση, υποβληθείσα στο αρμόδιο ν.π.δ.δ. πριν από την έναρξη του χρόνου παραγραφής αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής αυτής επί ένα εξάμηνο, κατά τα εις το αιτιολογικό.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/244/2018

Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησής: Υπό τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση της ως άνω υπαλλήλου για απόληψη της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννήθηκε από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της, ήτοι από 10.9.2014. Ο ισχυρισμός δε του Δήμου ότι χρόνος γέννησης της αξίωσης λήψης της επίμαχης αποζημίωσης, κατά τον οποίο καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη, είναι εκείνος της έκδοσης της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, είναι απορριπτέος. Τούτο διότι, κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 204 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ. (ν. 3584/2007), η συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης σύνταξης, ήτοι η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης ούτε η  λήψη της σύνταξης συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης ως προς την  καταβολή της τελευταίας (ΕΣ Ι Τμ. πράξη 19/2017, πρβλ. ΑΠ 1359/2015). Συναφώς, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του Δήμου ότι έχουν καταργηθεί οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού (ν. 2362/1995) και ισχύουν εκείνες των άρθρων 140 και 141 του ν. 4270/2014,  αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επίμαχη ρύθμιση εξακολουθεί να ισχύει για σχετικές αξιώσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την 1.1.2015, (όπως εν προκειμένω), σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του  άρθρου 183 παρ. 2 περ. γ του ν. 4270/2014  (Α΄ 143). Ωσαύτως, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, αφού και υπό την εκδοχή ότι αφορά στο τέλος του έτους 2014, πάλι έχει υποπέσει στην διετή παραγραφή, δοθέντος ότι η υποβολή της αίτησης της ενδιαφερομένης έγινε στις 3.7.2017. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. κατ΄ αυτών, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και εάν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Oρίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. (Α.Ε.Δ. 32/2008). Η διάταξη δε αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α΄ του ιδίου νόμου (ΑΠ 536/2014), με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α΄. (ΕΣ Ι Τμ. Πράξη 51/2015, ΑΠ 182/2014). Δοθέντος δε ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η αξίωση της εν λόγω υπαλλήλου του Δήμου για τη λήψη αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννάται και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη από τον χρόνο αποχώρησης της υπαλλήλου από την υπηρεσία, ήτοι από το χρόνο έκδοσης της οικείας διαπιστωτικής πράξης αποχώρησής της, η διετής παραγραφή της αξίωσης για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης, αρχόμενη  από τις 11.9.2014 θα συμπληρωνόταν στις 12.9.2016, ήτοι σε χρόνο πριν την υποβολή της  10915/3.7.2017 αίτησης της φερόμενης ως δικαιούχου  και, κατ’ επέκταση πριν από την εκκαθάριση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Εντούτοις, εφόσον τα αρμόδια όργανα του Δήμου θεώρησαν-κατά την έννοια που προσέδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις- ότι  η έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής κύριας σύνταξης στην οικεία υπάλληλο αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση και την εκκαθάριση της σχετικής αξίωσής της, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη, μετά την πάροδο της διετίας εκκαθάρισή της, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η διετής παραγραφή -εν προκειμένω-δεν συμπληρώθηκε στις 12.9.2016. Τούτο δε διότι, υπό το εκτεθέν ιστορικό και ειδικότερα, ενόψει της δικαιολογημένης εν τοις πράγμασι και επομένως, απολαμβάνουσας συνταγματικής προστασίας εμπιστοσύνης της στην ερμηνεία που έδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις τα αρμόδια όργανα του Δήμου, η επίμαχη αξίωση της υπαλλήλου κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση της 1460/6.6.2017 οριστικής απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ….., για την απονομή σε αυτήν οριστικής σύνταξης (χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει εν προκειμένω και η διετής παραγραφή αυτής). Συνεπώς, νομίμως αυτή υπέβαλε την 10915/3.7.2017 αίτησή της για να της καταβληθεί η δικαιούμενη και μη υποκύψασα στη διετή παραγραφή αξίωση αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης, για να ακολουθήσουν η 2416/13.12.2017 απόφαση του Δημάρχου ....για τον καθορισμό του ύψους της και η ενταλματοποίησήτης με τον ελεγχόμενο τίτλο.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/245/2018

Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης:Υπό τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση της ως άνω υπαλλήλου για απόληψη της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης  γεννήθηκε κατά τον χρόνο λύσης της υπαλληλικής σχέσης της. Ο ισχυρισμός δε του Δήμου ότι χρόνος γέννησης της αξίωσης λήψης της επίμαχης αποζημίωσης, κατά τον οποίο καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη, είναι εκείνος της έκδοσης της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, είναι απορριπτέος. Συναφώς, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του Δήμου ότι έχουν καταργηθεί οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού (ν. 2362/1995) και ισχύουν εκείνες των άρθρων 140 και 141 του ν. 4270/2014,  αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επίμαχη ρύθμιση εξακολουθεί να ισχύει για σχετικές αξιώσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την 1.1.2015, (όπως εν προκειμένω), σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του  άρθρου 183 παρ. 2 περ. γ του ν. 4270/2014  (Α΄ 143). Ωσαύτως, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, αφού και υπό την εκδοχή ότι αφορά στο τέλος του έτους 2014, πάλι έχει υποπέσει στην διετή παραγραφή, δοθέντος ότι η υποβολή της αίτησης της ενδιαφερομένης έγινε στις 6.3.2018. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. κατ΄ αυτών, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και εάν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Oρίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως (Α.Ε.Δ. 32/2008). Η διάταξη δε αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α΄ του ιδίου νόμου (ΑΠ 536/2014), με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου/Ο.Τ.Α., από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α΄ (ΕΣ Ι Τμ. Πράξη 51/2015, ΑΠ 182/2014). Δοθέντος δε ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η αξίωση για τη λήψη αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννάται και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη από τον χρόνο αποχώρησης του ενδιαφερομένου από την υπηρεσία, η διετής παραγραφή της αξίωσης για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης, θα συμπληρωνόταν, εν προκειμένω, σε χρόνο πριν την υποβολή της  3589/6.3.2018 αίτησης της φερόμενης ως δικαιούχου και, κατ’ επέκταση πριν από την εκκαθάριση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Εντούτοις, εφόσον τα αρμόδια όργανα του Δήμου θεώρησαν-κατά την έννοια που προσέδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις- ότι  η έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής κύριας σύνταξης στην οικεία υπάλληλο αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση και την εκκαθάριση της σχετικής αξίωσής της, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη, μετά την πάροδο της διετίας εκκαθάρισή της, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η αξίωση αυτή δεν υπέπεσε στη διετή παραγραφή. Τούτο δε διότι, υπό το εκτεθέν ιστορικό και, ειδικότερα, ενόψει της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της εν λόγω υπαλλήλου στην ερμηνεία που έδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις τα αρμόδια όργανα του Δήμου, η επίμαχη αξίωσή της κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση τηςτης 372/30.1.2018 απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΕΦΚΑ Ηρακλείου, για την απονομή σε αυτήν οριστικής σύνταξης (χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει εν προκειμένω και η διετής παραγραφή αυτής). Συνεπώς, νομίμως αυτή υπέβαλε την 3589/6.3.2018 αίτηση για να της καταβληθεί η εν λόγω αποζημίωση. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη 4 και όπως βασίμως ο Δήμος προβάλλει, η ανωτέρω απόφαση ανάληψης της δημοσιονομικής υποχρέωσης εκδόθηκε νομίμως, μετά την έκδοση της 84/7.3.2018 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Αγίου ...., περί καθορισμού του ποσού της επίμαχης αποζημίωσης, καθώς η τελευταία αποτελεί το νόμιμο έρεισμά της.


ΕλΣυν.Κλ.Τμ.1/95/2017

Αποζημίωση για δεδουλευμένες αποδοχές-παραγραφή:Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απαίτηση των δικαιούχων υπαλλήλων, … και …, παραγράφηκε μετά την πάροδο πενταετίας από την έκδοση της 207/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου …, ήτοι στις 7.4.2006. Ο ισχυρισμός δε του νοσοκομείου, ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, δεδομένου ότι δεν ανευρέθη καταχωρημένη ούτε στο γενικό πρωτόκολλο του νοσοκομείου ούτε στο αρχείο αυτού, παρά του περί του αντιθέτου βεβαιωθέντος με το 1682/18.6.2013 έγγραφο του Διοικητικού Εφετείου … για επίδοση της ως άνω απόφασης στις 29.11.2001, με συνέπεια να μην έχει παρέλθει η εικοσαετής παραγραφή από τη δημοσίευση αυτής, είναι αβάσιμος, αφού στην περίπτωση βεβαίωσης της απαίτησης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, η έναρξη της παραγραφής ορίζεται στον χρόνο που η δικαστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη, δηλαδή στο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής (άρθρο 48 παρ. 6 του Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.) και δεν συναρτάται με το χρόνο κοινοποίησής της στους διαδίκους. Τέλος, η από 14.6.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, με την οποία αναγνωρίζεται εκ νέου η αξίωση, καθώς και ο ήδη ελεγχόμενος τίτλος πληρωμής, εκδόθηκαν αμφότεροι μετά την παρέλευση της πενταετίας και, για το λόγο αυτόν, δεν διακόπτουν την συμπληρωθείσα παραγραφή ούτε συνιστούν έγκυρη παραίτηση από αυτήν.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/202/2018

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ ΕΞΟΔΑ:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι η σχετική αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου περί καταβολής σε αυτόν οδοιπορικών εξόδων για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2016, η οποία γεννήθηκε την 1.2.2016, ήτοι την πρώτη του μηνός που ακολουθεί το μήνα στον οποίο διενεργήθηκαν οι μετακινήσεις, είχε υποπέσει κατά το χρόνο της ενταλματοποίησής της, ήτοι στις 22.3.2018, στη διετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014, η οποία συμπληρώθηκε στις 31.1.2018. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι αρμόδια υπηρεσία για την εκκαθάριση και ενταλματοποίηση της οικείας δαπάνης της Περιφερειακής Ενότητας … είναι το Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης της Διεύθυνσης Οικονομικού της Περιφέρειας … (οργανική μονάδα της Κεντρικής Υπηρεσίας), το Κλιμάκιο κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα της Περιφέρειας .., χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των κειμένων διατάξεων, υπέλαβαν ότι η διαβίβαση σε αυτά, στις 23.3.2017, από την ταμειακή υπηρεσία της Π.Ε. .. (ήτοι από περιφερειακή υπηρεσία) των καταστάσεων πληρωμής, μετά των απαιτούμενων δικαιολογητικών, της οικείας δαπάνης προς εκκαθάριση, αποτελεί αίτηση προς την αρμόδια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, ήτοι διακοπτικό της διετούς παραγραφής της αξίωσης του φερόμενου ως δικαιούχου γεγονός, σύμφωνα με το άρθρο 143 περ. β του ν. 4270/2014, και, ως εκ τούτου, συγγνωστώς προέβησαν στην ενταλματοποίηση της ελεγχόμενης δαπάνης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης.