ΝΣΚ/163/2010
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-399/2005
ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΕλΣυν/Κλ.Ε/439/2010
Κατά την έννοια των άνω διατάξεων(Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) η ύπαρξη ενός έργου πρέπει να εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών (βλ Απόφαση ΔΕΚ C-16/98). Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα τμήματα αποτελούν ενιαίο έργο, δηλ. ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, ως κριτήρια χρησιμοποιούνται η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, στο οποίο αναφέρονται οι οικείες προκηρύξεις, η ύπαρξη συνολικής μελέτης, η έκδοση μιας απόφασης για τη συνολική χρηματοδότηση του έργου (πρβλ Αποφ. ΔΕΚ C-16/98, ΕΑ ΣτΕ 86/2000). Συνέπεια της διαπίστωσης της τεχνητής(μη επιτρεπτής) κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα είναι η υποχρεωτική τήρηση των κανόνων δημοσιότητας(άρθρο 32 Π.Δ. 59/2007 και παράρτημα XX σημ. 1 στοιχεία α και β) με δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης του ή των διαγωνισμών όλων των τμημάτων σε κοινοτικό επίπεδο, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο σκοπός της Οδηγίας 2004/17, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ότι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών θα είναι σε θέση να υποβάλλουν προσφορά για διαγωνισμούς για κατάρτιση σύμβασης ή συνόλου συμβάσεων που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους(βλ σκέψη 44 της Απόφασης ΔΕΚ C-16/98). Κατ΄ ακολουθία η παράλειψη αποστολής για δημοσίευση της διακήρυξης τμήματος ενιαίου έργου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου του συγκεκριμένου τμήματος του έργου (βλ. Πρ VI Τμ. 33,49/2006, Ε΄ Κλιμ. 359, 363, 365/2003, 4, 41, 42/2004, 148/2006, 565/2009). Περαιτέρω, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του ν.3669/2008 σχετικά με τις καλούμενες τάξεις εργοληπτικών επιχειρήσεων με βάση τα όρια προϋπολογισμού ανά κατηγορία έργων, αφού η δημοπράτηση του ενιαίου έργου θα είχε ως συνέπεια τη κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικών τάξεων σε σχέση με αυτές της χωριστής δημοπράτησης των τμημάτων αυτού.
ΔΕΚ/C-26/2003
1.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν διαδικασία προσφυγής – Αποφάσεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού – Εμπίπτουν – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προϋποθέσεις – Η διαδικασία πρέπει να έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο – Δεν επιτρέπεται (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 92/50) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Πεδίο εφαρμογής – Αναθέτουσα αρχή η οποία κατέχει, μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας νομικώς διακεκριμένης από την ίδια – Σύμβαση που συνήψε η αναθέτουσα αρχή με την εν λόγω εταιρία – Εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 1.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, η οποία επίσης τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικών και ταχέων ενδίκων βοηθημάτων κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές καλύπτει και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως δε την απόφαση που αφορά το αν μια ορισμένη δημόσια σύμβαση εμπίπτει στο προσωπικό ή στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής παρέχεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση, άπαξ εκδηλωθεί η βούληση της αναθέτουσας αρχής η οποία μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από το αν η οικεία διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο. (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 1) 2.Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να συνάψει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας αφορώσα την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, με μια εταιρία νομικώς διακεκριμένη από την ίδια, στο κεφάλαιο της οποίας η εν λόγω αρχή συμμετέχει μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, ακόμη και αν η εν λόγω συμμετοχή είναι κατά πλειοψηφία. (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)
ΣτΕ/1137/2006
Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.
ΔΕΚ/Τ-169/2000
Από το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 126 του κανονισμού 3418/93 στις συμβάσεις που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα εφόσον η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το κατώφλιο που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, και τούτο εντός δεκαπέντε ημερών από της παραλαβής της αιτήσεώς του, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου, πλην ορισμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αυτός ο τρόπος ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ, σύμφωνα με τον οποίο, από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, αφενός, και στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του, αφετέρου. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αναπτύξεως πραγματικού συναγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, το περιεχόμενο του οποίου είναι παρεμφερές προς αυτό του άρθρου 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, ορίζει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας συμβάσεως, ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επαρκεί προς εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού συναγωνισμού (προαναφερθείσα απόφαση Fracasso και Leitschutz, σκέψη 27). 203 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αποφασίσει τη ματαίωση της πρώτης προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών που έγινε με την προκήρυξη του διαγωνισμού της 26ης Μα_ου 1999 λόγω του ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός υποψηφιοτήτων προκειμένου να εξασφαλιστούν συνθήκες πραγματικού συναγωνισμού.
ΕΣ/Τ4/16/2010
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένα απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (Πράξεις IV Τμήματος 178/2008, 179/2008, 216/2009) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της αναθέτουσας αρχής στην επίβλεψη ή τον έλεγχο μελετών που ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405).
ΔΕΚ/C-340/2002
Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)
ΔΕΚ/C-337/1998
Περίληψη 1. Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους να παρεμβαίνει, κατόπιν αιτήσεως ιδιώτη, στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις που συστήθηκαν για διάρκεια αορίστου χρόνου ή για πολλά έτη, εφόσον οι σχέσεις αυτές συστήθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της σχετικής οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Η γενική αυτή αρχή μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας αναθέσεως μιας συμβάσεως οι οποίες είχαν συντελεσθεί πριν την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας η οποία περατώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση του αναθέτοντος φορέα να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως που λήφθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και αποτελεί μέρος της διαδικασίας διαγωνισμού που περατώθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. ( βλ. σκέψεις 38-39, 41-42 ) 2. Στην Επιτροπή απόκειται, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής. ( βλ. σκέψη 45 )
ΔΕΚ/C-337/2006
Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη υπόθεση, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση χρηματοδοτήσεως των δραστηριοτήτων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, όπως αυτοί στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τη διαδικασία που εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, για την πλήρωση της προϋποθέσεως περί «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» δεν απαιτείται η άμεση παρέμβαση του κράτους ή άλλων δημόσιων αρχών, όταν οι οργανισμοί αυτοί συνάπτουν συμβάσεις όπως οι επίδικες στην υπόθεση της κύριας δίκης.