ΔΕΚ/C-399/2005
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΕ/C-601/2010
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως» (..) (σκ.32,33) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 31, σημείο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18, καθόσον εισάγουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C 20/01 και C 28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I 3609, σκέψη 58? της 18ης Νοεμβρίου 2004, C 126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. I 11197, σκέψη 23? της 11ης Ιανουαρίου 2005, C 26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I 1, σκέψη 46, καθώς και της 8ης Απριλίου 2008, C 337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I 2173, σκέψεις 57 και 58). 33 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επέλευση ή η πιθανότητα επελεύσεως ενός απρόβλεπτου περιστατικού μετά την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι οι εμπλεκόμενες αναθέτουσες αρχές μπορούσαν, προ της συνάψεως των αρχικών συμβάσεων, να προβλέψουν την ανάγκη να συμπεριληφθούν στις συμβάσεις αυτές οι σχετικές συμπληρωματικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, η επέκταση των ζωνών πολεοδομικού σχεδιασμού. Εάν η ανάγκη μιας τέτοιας επεκτάσεως για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην εκτέλεση των προβλεπόμενων στην αρχική σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη περίσταση, οι αναθέτουσες αρχές θα είχαν την ευχέρεια να υποστηρίξουν ότι απέτυχαν κατά την εκτίμηση και τον ακριβή καθορισμό του φυσικού αντικειμένου και του περιεχομένου της αρχικής συμβάσεως και, στη συνέχεια, να προβούν στην ανάθεση συμπληρωματικών υπηρεσιών με τη σύναψη χωριστών συμβάσεων παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας. (…)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι Βασιλικών, Κασσάνδρας, Εγνατίας και Αρέθουσας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
ΔΕΚ/C-19/2000
Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )
ΕΣ/Τ6/129/2007
Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).
ΔΕΚ/C-244/2002
Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
ΝΣΚ/163/2010
Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
ΑΕΠΠ/100/2020
Παροχή υπηρεσίας...Εν προκειμένω και σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η προσφορά της προσφεύγουσας νομίμως απερρίφθη από τον αναθέτοντα φορέα ως παραβιάζουσα τον τρόπο σύνταξή της, ως αυτός οριοθετείται από τη διακήρυξη, ήτοι το άρθρο 6 αυτής και συνεπώς δε δύναται παραδεκτά να συμπληρωθεί / διευκρινισθεί η προσφορά της προσφεύγουσας όσον αφορά την ουσιαστική αυτή πλημμέλεια της, αφού υφίσταται έλλειψη απαιτούμενου εγγράφου, του «Πίνακα Περιεχομένων» του Φακέλου Α του άρθρου 6 της διακήρυξης. Τυχόν εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 310 του Ν. 4412/2016 και 8 της διακήρυξης, θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων, που απορρέει από το άρθρο 49 της Σ.Λ.Ε.E. σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στην Κοινότητα, καθώς και της συναφούς γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, που διέπει τους δημόσιους διαγωνισμούς (ΔΕΕ C-496/99, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta SpA, ΔΕΚ αποφάσεις της 20.9.1988, C-31/87, Boentjes, Συλλογή 1988, σ. 4635, σκέψη 22, της 25.4.1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-2043, σκέψη 54, της 18.10.2001, C-19/00, SIAC Construction, Συλλογή 2001, σ. Ι-7725, σκέψεις 41 και 42 και της 4.12.2003, Αριθμός απόφασης: 100 / 2020 11 C-448/01. EVN AG, Wienstrom GmbH, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 56 έως 58 πρβλ., επίσης Ε.Α. ΣτΕ 532/2004, 471-2/2000, 449/2000), αφού θα δινόταν η δυνατότητα να γίνει δεκτή προσφορά μη σύμφωνη με τη Διακήρυξη και να συγκριθεί με αυτές που νομίμως έγιναν αποδεκτές. Άλλωστε, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ενόψει της αρχής της τυπικότητας που διέπει τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να καλεί τους προμηθευτές να συμπληρώσουν τα νομίμως, καταρχήν, υποβληθέντα δικαιολογητικά ή να παρέχουν σχετικές διευκρινίσεις και όχι να αναπληρώσουν μη υποβληθέντα ή μη νομίμως υποβληθέντα δικαιολογητικά (ΣτΕ 827/2019, 1172/2016, 2454/09, ΕΑ ΣτΕ 277/2019, 457, 364/09, 738/09, 180/09, 567/08, 3075/08, 307/07, ΔΕφΑθ 271/2011), ενώ παροχή διευκρινίσεων νοείται αποκλειστικά και μόνο όταν γεννάται αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της προσφοράς και όχι όταν αυτό είναι σαφές, δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για αθέμιτη τροποποίηση του περιεχομένου της προσφοράς των διαγωνιζομένων (ΣτΕ 90/2010). Τούτων δοθέντων, ο λόγος της Προσφυγής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω και ουσία αβάσιμος.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/468/2012
Νομιμότητα του σχεδίου δανειακής σύμβασης. (...) Περαιτέρω, κατά παράβαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, οι οποίες επιβάλλουν ότι όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων τους ισχύοντες κανόνες και να είναι πεπεισμένοι ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους υποψηφίους (πρβλ. απόφ. ΔΕK της 12.12.2002 «Universale Bau κ.λ.π.», C- 470/99 σκ. 93 και της 18.10.2001 «SIAC Construction Ltd», C-19/00, σκ. 34 και την ανωτέρω ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής) δεν προσδιορίστηκε στην σχετική πρόσκληση προς τους οικονομικούς φορείς εάν ήταν υποχρεωτική για τους υποψηφίους η υποβολή προσφοράς και για τις δύο υπό ανάθεση δανειακές συμβάσεις ή μόνο για μία, ούτως ώστε να εκτιμήσουν τους οικονομικούς όρους της αναθέσεως και να διαμορφώσουν αναλόγως την προσφορά τους. Τέλος, η προθεσμία των πέντε εργασίμων ημερών που δόθηκε στους ενδιαφερομένους προκειμένου να υποβάλουν τις προσφορές τους, δεν ήταν εύλογη, είχε δε ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως..(..) Κατόπιν αυτών το Κλιμάκιο κρίνει ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου δανειακής συμβάσεως μεταξύ του Δήμου ...... και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων
ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/936/2013.
ΕλΣυν/Τμ.6/3100/2012
Απευθείας διαπραγμάτευση-Προμήθειες. Οι προμήθειες των φορέων του άρθρου 1 παρ. 1(Ν.2286/1995) , στους οποίους συγκαταλέγεται και η αιτούσα …Α.Ε., ως επιχείρηση συνδεδεμένη προεχόντως με Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού (βλ. το από 30.6.2011 Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης αυτής ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 9117/2011), εγκρίνονται με την ένταξή τους στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών (Ε.Π.Π.). Η εν λόγω ένταξη, η οποία αποβλέπει στην ύπαρξη κεντρικού προγραμματισμού, διαφάνειας και αντικειμενικότητας, καθώς και στην επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος για το Δημόσιο, μέσω της εξέτασης και αξιολόγησης των υποβαλλόμενων από τους υπόχρεους φορείς προτάσεων και της διαμόρφωσής τους σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες προτάσεις, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας επιλογής ανάδοχου προμηθευτή, η οποία ολοκληρώνεται με τη σύναψη της οικείας σύμβασης προμήθειας. Επομένως, τυχόν παράλειψη ένταξης στο Ε.Π.Π. προμήθειας μη εξαιρούμενης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 εδ. β΄, 5 ΙΙ και 2 παρ.3 εδ. γ΄ του ως άνω ν.2286/1995, από την υποχρέωση αυτή, καθιστά πλημμελή την οικεία διαδικασία ανάδειξης προμηθευτή (βλ. Ε.Σ. VI Τμ. αποφ. 2804, 117/2012, 2235/2011, 3135/2010, 1949/2009, 1465/2009, πρ. 125/2008, 217, 87/2006, 25/2005). (…) Από τη διάταξη, (άρθρο 10 π.δ. 370/95) που είναι ομοίου περιεχομένου με τις διατάξεις των άρθρων 25 του π.δ/τος 60/2007 (ΦΕΚ Α΄ 64) και 83 παρ. 3 εδαφ. β΄ του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α΄ 247), συνάγεται ότι η αιτούσα μπορεί να συνάψει σύμβαση προμήθειας με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις της διάταξης του ως άνω άρθρου 5 παρ. 4 του Κανονισμού Ανάθεσής της, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η ….Α.Ε. μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όταν, εκτός των άλλων, για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθίσταται απολύτως αναγκαίο να ανατεθεί η εκτέλεση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν αρκεί να είναι απλώς ικανό να εκτελέσει την προμήθεια, αλλά απαιτείται να είναι και το μοναδικό έναντι οιουδήποτε άλλου παρέχοντος ανάλογες προμήθειες (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 18.5.1995, C-57/94, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1995 σ. Ι-01249, σκέψη 23, ΔΕΚ απόφαση της 3.5.1994, C-328/1992, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας, σ. I-1569, σκέψη 15, ΔΕΚ απόφαση της 10.3.1987, C-199/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 1039, σκέψη 14). Τούτο, ειδικότερα, σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η παρασκευή ή η διανομή τους να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο προμηθευτή, προϋπόθεση η οποία πληρούται μόνο για προϊόντα και ιδιοσκευάσματα τα οποία δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 3.5.1994, C-328/1992, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας, σ. I-1569, σκέψη 17). Στην περίπτωση δε αυτή, πρέπει να αποδεικνύεται, με πλήρη και ειδική αιτιολογία, που πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η μοναδικότητα του επιλεγέντος προμηθευτή, υπό την έννοια αφενός της μη ύπαρξης παρόμοιων με το συγκεκριμένο προϊόντων, δυνάμενων να εξυπηρετήσουν εξίσου αποτελεσματικά τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής, αφετέρου της, για λόγους σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, μη ύπαρξης ανταγωνιστικών κατασκευαστών ή προμηθευτών του ζητούμενου προϊόντος (πρβλ. Ε.Σ. IV Τμ. πρ. 49/2012, 78, 239/2011, 176, 177/2009), διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. Ε.Σ. VI Τμ. πρ. 77, 156/2008, 263/2007, 186, 187, 188, 189, 190, 191/2006).
ΔΕΚ/C-496/1999
Δεδομένης τόσο της σημασίας όσο και του σκοπού και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των υποψηφίων και της διαφάνειας, η τήρησή τους πρέπει να εξασφαλίζεται και στην περίπτωση ειδικής διαδικασίας διαγωνισμού, όπως η εφαρμοζόμενη βάσει του κανονισμού 228/96, για τη δωρεάν προμήθεια χυμού φρούτων και μαρμελάδας στους πληθυσμούς της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο εναπόκειται στην Επιτροπή, ως αναθέτουσα αρχή, να τηρεί αυστηρά τα κριτήρια που η ίδια έχει καθορίσει, και μάλιστα μέχρι το πέρας του σταδίου εκτελέσεως της οικείας συμβάσεως. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να αλλοιώνει τη γενική οικονομία του διαγωνισμού τροποποιώντας στη συνέχεια μονομερώς έναν από τους ουσιώδεις όρους του και, ειδικότερα, μια διάταξη που, αν είχε περιληφθεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού, θα είχε παράσχει στους υποψηφίους τη δυνατότητα να υποβάλουν ουσιωδώς διαφορετική προσφορά
ΔΕΚ/C-226/2009
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών διερμηνείας και μεταφράσεως – Υπηρεσίες εμπίπτουσες στο παράρτημα II B της εν λόγω οδηγίας – Υπηρεσίες μη υποκείμενες σε όλες τις επιταγές της οδηγίας – Στάθμιση των κριτηρίων αναθέσεως μετά την υποβολή των προσφορών – Tροποποίηση της σταθμίσεως των κριτηρίων αναθέσεως κατόπιν της πρώτης εξετάσεως των προσφορών – Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως διαφάνειας» 1. Οι αναθέτουσες αρχές που συνάπτουν συμβάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο παράρτημα II B της οδηγίας 2004/18 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ακόμη και αν δεν υπόκεινται στους κανόνες της οδηγίας περί των υποχρεώσεων εισόδου σε ανταγωνισμό με προηγούμενη δημοσιότητα, εξακολουθούν να υπόκεινται στους θεμελιώδεις κανόνες του δικαίου της Ένωσης και ιδίως στις αρχές που θέτει η Συνθήκη ΛΕΕ όσον αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Το καθεστώς που καθιερώνει ο νομοθέτης της Ένωσης για τις αγορές που συνδέονται με τις προβλεπόμενες στο εν λόγω παράρτημα II B υπηρεσίες δεν μπορεί, συνεπώς, να ερμηνευθεί ως εμπόδιο στην εφαρμογή των απορρεουσών από τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ αρχών και, ως εκ τούτου, των υποχρεώσεων που σκοπούν στην εξασφάλιση της διαφάνειας των διαδικασιών και της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, στην περίπτωση κατά την οποία οι αγορές αυτές παρουσιάζουν κάποιο διασυνοριακό ενδιαφέρον. (βλ. σκέψεις 29, 31) (...)3. Οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων συνεπάγονται για τις αναθέτουσες αρχές την υποχρέωση να ακολουθούν την ίδια ερμηνεία των κριτηρίων αναθέσεως καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Όσον αφορά καθαυτά τα κριτήρια αναθέσεως, δεν πρέπει κατά μείζονα λόγο να τροποποιούνται κατά οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. Κατά συνέπεια, κράτος μέλος που τροποποιεί τη στάθμιση των κριτηρίων αναθέσεως του αντικειμένου συμβάσεως παροχής υπηρεσιών διερμηνείας και μεταφράσεως εμπίπτουσας στο παράρτημα II B της οδηγίας 2004/18 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, κατόπιν μιας πρώτης εξετάσεως των υποβληθεισών προσφορών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την παρεπόμενη υποχρέωση διαφάνειας. (βλ. σκέψεις 59-60, 66)