ΔΕΚ/C-496/1999
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
C-305/2008
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)της 23ης Δεκεμβρίου 2009 .«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Έννοιες των όρων “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών” – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα – Κοινοπραξία (“consorzio”) που έχει συσταθεί από πανεπιστημιακά ιδρύματα και φορείς του Δημοσίου – Κύρια καταστατική δραστηριότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»Επιβάλλεται, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2004/18 έχει την έννοια ότι αποκλείει ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, όπως η εφαρμοζόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται σε φορείς, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ερευνητικά ινστιτούτα, οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητα με κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικό χαρακτήρα, να συμμετέχουν σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, μολονότι το εθνικό δίκαιο παρέχει στους ως άνω φορείς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.
ΔΕΚ/C-340/2002
Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)
ΕΣ/Τ7/41/2008
Για τη σύναψη από την αναθέτουσα αρχή δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών μετά τη διενέργεια τακτικού δημόσιου διαγωνισμού κατά τις διατάξεις του π.δ. 346/1998, συντάσσεται διακήρυξη σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω π.δ., η οποία, ως κανονιστική διοικητική πράξη που διέπει τον διαγωνισμό και δεσμεύει με τους κατά νόμο όρους της τόσο την αναθέτουσα αρχή όσο και τους διαγωνιζομένους (βλ. Πράξη IV Τμήματος 103/2006), πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σαφή κριτήρια κατακύρωσης του διαγωνισμού και να προσδιορίζει τη βαρύτητα καθενός από αυτά, προκειμένου να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι κατά την υποβολή των προσφορών τους την ύπαρξη και τη σημασία τους, στοχεύοντας στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, χωρίς να επιτρέπεται η μετά τη δημοσίευση της διακήρυξης θέσπιση νέων κριτηρίων, ο προσδιορισμός της σειράς σπουδαιότητάς τους και των συντελεστών βαρύτητάς τους (βλ. σχετ. ΔΕΚ C-225/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-513/1999, Concordia Bus κ.ά.). Ειδικότερα, η αξιολόγηση των προσφορών των συμμετεχόντων στη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων υπηρεσιών πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, δηλαδή να παρατίθενται στο πρακτικό αξιολόγησης τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η αναθέτουσα αρχή και τα οποία δικαιολογούν, για κάθε συγκεκριμένο κριτήριο αξιολόγησης που τίθεται από τη διακήρυξη, την ποιοτική και ποσοτική υπεροχή της προσφοράς του αναδόχου συγκριτικά με τις προσφορές των λοιπών διαγωνιζόμενων. Σε κάθε περίπτωση, τα ως άνω στοιχεία θα πρέπει τουλάχιστον να προκύπτουν με σαφήνεια από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (πρακτικά εισηγήσεις, γνωμοδοτήσεις, κ.λ.π). Η εν λόγω ειδική κρίση της αναθέτουσας αρχής δεν δύναται να αναπληρωθεί από την παρεχόμενη βαθμολογία στα κριτήρια αξιολόγησης της προσφοράς, καθόσον η αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων, πέραν του ότι επιβάλλεται για λόγους διαφάνειας, είναι αναγκαία τόσο για την υποβολή αντιρρήσεων από τους λοιπούς διαγωνιζόμενους, όσο κυρίως για το δικαστικό έλεγχο της κρίσης (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Τ-4/2001, Renco κατά Συμβουλίου, Τ-169/2000, Esedra κατά Επιτροπής, Τ-166/1994, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου κ.ά.). Συνεπώς, η έλλειψή της αποτελεί ουσιώδη πλημμέλεια που καθιστά μη νόμιμη τη διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών και συναφώς τη διαδικασία ανάθεσης της μελέτης. Επιπλέον, για τη νόμιμη διενέργεια του διαγωνισμού είναι υποχρεωτική η τήρηση των προβλεπόμενων από το νόμο διατυπώσεων δημοσιότητας της διακήρυξης, οι οποίες επιτάσσουν, μεταξύ άλλων, την αποστολή των ουσιωδών στοιχείων της διακήρυξης προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφόσον η σχετική υπηρεσία υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 346/98 (βλ. Πράξεις IV Τμήματος 26/2007, 125/2006). Η μη τήρηση της ως άνω υποχρεωτικής διατύπωσης δημοσιότητας συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια της διαγωνιστικής διαδικασίας και συνεπάγεται την ακυρότητά της, καθώς η τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας δημοπράτησης των δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην ευρεία συμμετοχή στο διαγωνισμό και στη διασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό για την αναθέτουσα αρχή αποτέλεσμα (Πράξη VII Τμήματος 182/2007).
ΔΕΚ/C-340/2004
«Οδηγία 93/36/EΟΚ — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Ανάθεση χωρίς διαγωνισμό — Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή η αναθέτουσα αρχή» Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, απαγορεύει την απευθείας ανάθεση του αντικειμένου μιας συμβάσεως προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, στην οποία υπερτερεί η αξία των προμηθειών, σε μια ανώνυμη εταιρία της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως που μπορεί να ασκήσει αυτονόμως και της οποίας το κεφάλαιο κατέχει εξ ολοκλήρου, στην παρούσα κατάσταση, άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα αρχή.
ΔΕΚ/C-532/2006
«Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Πραγματοποίηση μελέτης περί της κτηματογραφήσεως, της πολεοδομήσεως και της πράξεως εφαρμογής για έναν οικισμό – Κριτήρια που μπορούν να γίνουν δεκτά ως “κριτήρια ποιοτικής επιλογής” ή ως “κριτήρια αναθέσεως” – Πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά – Τήρηση των προβλεπομένων στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στη διακήρυξη του διαγωνισμού κριτηρίων αναθέσεως – Μεταγενέστερος καθορισμός συντελεστών βαρύτητας και υποκριτηρίων για τα κριτήρια αναθέσεως – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των επιχειρηματιών και υποχρέωση διαφάνειας»Το άρθρο 36, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των επιχειρηματιών και της εντεύθεν απορρέουσας υποχρεώσεως διαφάνειας, απαγορεύει, στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, στην αναθέτουσα αρχή να καθορίζει μεταγενεστέρως συντελεστές βαρύτητας και υποκριτήρια για τα περιλαμβανόμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στη διακήρυξη του διαγωνισμού κριτήρια Σχετ.ΣτΕ/100/2009
ΔΕΚ/C-315/2001
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )
ΔΕΚ/C-220/2005
Σύμβαση με την οποία μια πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει σε μια δεύτερη αναθέτουσα αρχή την υλοποίηση ενός έργου συνιστά σύμβαση δημοσίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται ή όχι ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή είναι ή θα καταστεί κύριος του συνόλου ή μέρους αυτού του έργου.
c-285/1999
ΠερίληψηΤο άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει τη ρύθμιση και τη διοικητική πρακτική ενός κράτους μέλους οι οποίες, αφενός, παρέχουν τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να απορρίψει ως ασυνήθιστα χαμηλές τις προσφορές που περιλαμβάνουν ποσοστό εκπτώσεως μεγαλύτερο του κατωφλίου ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς, λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τις δικαιολογήσεις των προτεινομένων τιμών οι οποίες αφορούν τουλάχιστον το 75 % της τιμής βάσεως του διαγωνισμού η οποία αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και τις οποίες οι υποψήφιοι υποχρεούνται να επισυνάψουν στην προσφορά τους, χωρίς να παρέχεται σε αυτούς η δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους, μετά από το άνοιγμα των φακέλων, ως προς τα στοιχεία των προτεινομένων τιμών τα οποία έδωσαν λαβή σε υπόνοιες και, αφετέρου, υποχρεώνουν την αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη της, για τις ανάγκες του ελέγχου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, μόνο τις δικαιολογήσεις που αφορούν την οικονομία η οποία επιτυγχάνεται χάρη στη μέθοδο κατασκευής ή τις τεχνικές λύσεις που έχουν επιλεγεί ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που ισχύουν για τον υποψήφιο, αποκλειομένων των δικαιολογήσεων που αφορούν οποιοδήποτε στοιχείο η κατώτατη τιμή του οποίου καθορίζεται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή η κατώτατη τιμή του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί βάσει επίσημων στοιχείων.
Αντιθέτως, το ανωτέρω άρθρο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, εφόσον τηρούνται κατά τα λοιπά όλα όσα επιτάσσει του και εφόσον δεν θίγονται οι επιδιωκόμενοι σκοποί της οδηγίας 93/37, τη ρύθμιση και τη διοικητική πρακτική ενός κράτους μέλους οι οποίες, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών και τον έλεγχο των προσφορών αυτών, αφενός, υποχρεώνουν όλους τους υποψηφίους, επί ποινή αποκλεισμού τους από τον διαγωνισμό, να συνοδεύουν την προσφορά τους από δικαιολογήσεις για τις προτεινόμενες τιμές, που αφορούν τουλάχιστον το 75 % της τιμής βάσεως του εν λόγω διαγωνισμού, και, αφετέρου, εφαρμόζουν μια μέθοδο υπολογισμού του κατωφλίου ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς η οποία στηρίζεται στον μέσο όρο του συνόλου των προσφορών οι οποίες έγιναν δεκτές στο πλαίσιο του εν λόγω διαγωνισμού, με αποτέλεσμα οι υποψήφιοι να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν το εν λόγω κατώφλιο κατά τον χρόνο της υποβολής του φακέλου τους δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή πρέπει να έχει ωστόσο τη δυνατότητα να αναθεωρεί το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η εφαρμογή αυτής της μεθόδου υπολογισμού.
ΣτΕ/549/2009/ΕΑ
Oι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσο του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφόσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε από τους λόγους, για τους οποίους μπορεί πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, εφόσον αυτό διαπιστωθεί από την αρχή με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία (βλ. Ε.Α. επί Α.Μ. 1082/2008). Μη προδήλως παράνομη η αιτιολογία ακύρωσης του διαγωνισμού για να ορισθεί εκ νέου η Προϊσταμένη Αρχή
ΔΕΚ/C-27/1998
Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. Όχι μόνον δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, αλλά επίσης η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.