Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-315/2001

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 2004/18, 60/2007

Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-340/2004

«Οδηγία 93/36/EΟΚ — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Ανάθεση χωρίς διαγωνισμό — Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή η αναθέτουσα αρχή» Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, απαγορεύει την απευθείας ανάθεση του αντικειμένου μιας συμβάσεως προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, στην οποία υπερτερεί η αξία των προμηθειών, σε μια ανώνυμη εταιρία της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως που μπορεί να ασκήσει αυτονόμως και της οποίας το κεφάλαιο κατέχει εξ ολοκλήρου, στην παρούσα κατάσταση, άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα αρχή.


ΔΕΚ/C-448/2001

«Οδηγία 93/36/ΕOΚ – Δημόσιες συμβάσεις κρατικών προμηθειών – Έννοια της οικονομικά συμφερότερης προσφοράς – Κριτήριο αναθέσεως που προκρίνει την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Ένδικες προσφυγές στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων – Παράνομες αποφάσεις – Δυνατότητα ακυρώσεως αποκλειστικά σε περιπτώσεις ουσιώδους επιρροής στην έκβαση της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως – Έλλειψη νομιμότητας ενός κριτηρίου αναθέσεως – Υποχρέωση ανακλήσεως της προκηρύξεως διαγωνισμού»


ΔΕΚ/C-244/2002

Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.


ΣτΕ/100/2009

Κριτήρια ανάθεσης. Νόμιμα τίθενται ως κριτήρια όπως η προηγούμενη εμπειρία και ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού ,αν κριθεί ότι συνδέονται με την εκτίμηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Αντίθετα το ύψος του κύκλου εργασιών δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως:


ΔΕΚ/C-199/2007

«Παράβαση κράτους μέλους – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Προκήρυξη διαγωνισμού – Εκπόνηση μελέτης – Κριτήρια αυτόματου αποκλεισμού – Κριτήρια ποιοτικής επιλογής και κριτήρια αναθέσεως»


ΔΕΚ-C-107/1998

H oδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, έχει εφαρμογή όταν η αναθέτουσα αρχή, όπως ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως, σχεδιάζει να συνάψει εγγράφως, με τυπικώς διακεκριμένο από αυτήν οργανισμό και αυτόνομο σε σχέση με αυτήν όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων - πράγμα που δεν συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του εν λόγω προσώπου, νομικώς διακεκριμένου, έλεγχο ανάλογο προς εκείνο που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και το πρόσωπο αυτό πραγματοποιεί το ουσιώδες της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που το ελέγχουν -, σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που έχει ως αντικείμενο την προμήθεια προιόντων, ανεξαρτήτως του αν ο οργανισμός αυτός είναι ή όχι αναθέτουσα αρχή. Πράγματι, οι μόνες επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις στην εφαρμογή της οδηγίας 93/36 είναι εκείνες οι οποίες μνημονεύονται ρητά και περιοριστικά στην οδηγία. Όμως, η οδηγία αυτή δεν περιέχει διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεις δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, αποκλείουσα από το πεδίο εφαρμογής της τις δημόσιες συμβάσεις που ανατίθενται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις αναθέτουσες αρχές.


ΔΕΚ/C-95/2010

Η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εφαρμόζουν το άρθρο 47, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής και στις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες του παραρτήματος II B της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, τις αναθέτουσες αρχές να προβλέπουν, στη νομοθεσία και στα έγγραφα της συμβάσεως αντιστοίχως, την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.


ΔΕΚ/Τ-148/2004

Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Ανάθεση των συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Επιλογή της αναθέτουσας αρχής — Όριο — Προσφυγή σε κριτήρια που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς — Επιτρέπεται η χρήση όχι αποκλειστικά οικονομικών κριτηρίων.Σχετ.ΣτΕ/100/2009


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)


ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )