ΔΕΚ/C-95/2010
Τύπος: Έγγραφα
Η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εφαρμόζουν το άρθρο 47, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής και στις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες του παραρτήματος II B της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, τις αναθέτουσες αρχές να προβλέπουν, στη νομοθεσία και στα έγγραφα της συμβάσεως αντιστοίχως, την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-103/1988
1. Το άρθρο 29, παράγραφος 5, της οδηγίας 71/305, από το οποίο τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλίνουν ουσιωδώς όταν το μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο, τους απαγορεύει να θεσπίζουν διατάξεις που προβλέπουν ότι αποκλείονται αυτόματα από τους διαγωνισμούς για τις συμβάσεις δημοσίων έργων ορισμένες προσφορές που καθορίζονται βάσει μαθηματικού κριτηρίου, αντί να υποχρεώνουν τις αναθέτουσες αρχές να ακολουθούν τη διαδικασία εξακριβώσεως κατόπιν ακροάσεως των ενδιαφερομένων, όπως προβλέπεται από την οδηγία. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν την εξακρίβωση και των προσφορών που φαίνονται υπερβολικά χαμηλές και όχι μόνο των προσφορών που είναι έκδηλα υπερβολικά χαμηλές. Οι διοικητικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών και κοινοτικών αρχών, υποχρεούνται, όπως ακριβώς και τα εθνικά δικαστήρια, να εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 29, παράγραφος 5, της οδηγίας και να μην εφαρμόζουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνες με αυτές. 2. Σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απηλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας. 'Οταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να μπορούν οι ιδιώτες να επικαλούνται τις διατάξεις μιας οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όλα τα όργανα της διοικήσεως, συμπεριλαμβανομένων των οργάνων της αυτοδιοικήσεως, όπως οι δήμοι και οι κοινότητες, υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές.
ΔΕΚ/C-27/1986,C-28/1986,C-29/1986
Περίληψη 1 . Τα δικαιολογητικά που επιτρέπουν τον καθορισμό της χρηματοδοτικής και οικονομικής ικανότητας ενός εργολήπτη δεν απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 25 της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων . Μπορεί να ζητείται από τους υποβάλλοντες προσφορά ως δικαιολογητικό κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 25 η δήλωση του συνολικού ύψους δαπάνης των έργων που τους έχουν ανατεθεί, αλλ' ούτε το άρθρο αυτό ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίζουν το ύψος δαπάνης των έργων που μπορούν να εκτελούνται ταυτόχρονα από την ίδια επιχείρηση . 2 . Τα άρθρα 25, 26 και 28 της οδηγίας 71/305 έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν τον αναθέτοντα φορέα να απαιτεί από εγκεκριμένο σε άλλο κράτος μέλος εργολήπτη να αποδεικνύει ότι ικανοποιεί, από άποψη οικονομικής και χρηματοδοτικής του ικανότητας καθώς και των τεχνικών του ικανοτήτων, ορισμένες απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας, έστω και αν ο εργολήπτης αυτός έχει, κατόπιν εγκρίσεως, καταταγεί, εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως, σε τάξη αντίστοιχη προς αυτή που απαιτείται από την εν λόγω εθνική νομοθεσία λόγω του μεγέθους των δημοπρατούμενων έργων υπό την προϋπόθεση ότι και στα δύο σχετικά κράτη μέλη η κατάταξη των επιχειρήσεων στηρίζεται σε ισοδύναμα κριτήρια όσον αφορά το επίπεδο των απαιτούμενων ικανοτήτων .
ΟΔΗΓΙΑ/2004/18/ΕΚ
ΟΔΗΓΙΑ 2004/18/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 31ης Μαρτίου 2004 «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» ,όπως τροποποίθηκε από : Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1874/2004 της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2004, Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005, Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2083/2005 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2005, Οδηγία 2006/97/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2006 ,Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1422/2007 της Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 2007, Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 213/2008 της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2007,Απόφαση 2008/963/ΕΚ της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 2008 , Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 596/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2009,Οδηγία 2009/81/ΕΚ του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 ΒΛΕΠΕ ΟΔΗΓΙΑ 2014/24/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ
2009/81/ΕΚ
Οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 , σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ 25.7.2019)
C-300/2007
Υπόθεση C-300/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2009 [αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Hans & Christophorus Oymanns GbR, Orthopädie Schuhtechnik κατά AOK Rheinland/Hamburg (Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών — Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας — Οργανισμοί δημοσίου δικαίου — Αναθέτουσες αρχές — Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών — Κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών — Παροχή λεπτομερών συμβουλών στους πελάτες) Διατακτικό 1) Το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ', πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών έχει την έννοια ότι υπάρχει χρηματοδότηση κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Κράτος οσάκις οι δραστηριότητες των δημόσιων ταμείων ασφαλίσεως ασθενείας χρηματοδοτούνται κυρίως με εισφορές των ασφαλισμένων που επιβάλλονται, υπολογίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με κανόνες δημοσίου δικαίου, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη. Αυτά τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας πρέπει να θεωρηθούν οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια των κανόνων της οδηγίας αυτής. 2) Μια μικτή δημόσια σύμβαση έχει ως αντικείμενο συγχρόνως και προϊόντα και υπηρεσίες, το εφαρμοστέο κριτήριο για να κριθεί αν η σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως σύμβαση προμηθειών ή ως σύμβαση υπηρεσιών είναι η αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτει η σύμβαση. Σε περίπτωση διαθέσεως εμπορευμάτων που κατασκευάζονται και προσαρμόζονται ατομικά αναλόγως των αναγκών εκάστου πελάτη, ως προς δε τη χρήση των οποίων έκαστος πελάτης πρέπει να ενημερωθεί ατομικά, η κατασκευή των εμπορευμάτων αυτών πρέπει να καταταγεί στο τμήμα «προμήθειες» της εν λόγω σύμβασης, για τον υπολογισμό της αξίας εκάστης συνιστώσας αυτής. 3) Στην περίπτωση που η παροχή υπηρεσιών αποδειχθεί, στη συγκεκριμένη σύμβαση, πρωτεύουσα σε σχέση με την προμήθεια προϊόντων, μια συμφωνία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, που συνάπτεται μεταξύ δημοσίου ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας και επιχειρηματία, με την οποία καθορίζονται οι αμοιβές των διαφόρων μορφών αγωγής που αναμένεται ότι θα πραγματοποιήσει ο εν λόγω επιχειρηματίας καθώς και η διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας και βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει τους ασφαλισμένους που θα του το ζητήσουν, το δε ταμείο είναι ο μοναδικός οφειλέτης της αμοιβής των υπηρεσιών του επιχειρηματία, πρέπει να θεωρηθεί συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/18.
ΔΕΚ/C-570/2008
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν διαδικασία προσφυγής – Δικαίωμα κινήσεως της διαδικασίας προσφυγής (Οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 8) Το άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 92/50, πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν και στις αναθέτουσες αρχές δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεων των κατά βάση αρμοδίων, μη δικαστικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στα κράτη μέλη να παρέχουν τέτοια δυνατότητα, στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στις αναθέτουσες αρχές. Καταρχάς, με την τέταρτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, αναγνωρίζεται ρητώς η νομιμοποίηση των «κοινοτικών επιχειρήσεων» να ασκούν προσφυγές στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, κατά το οποίο η διαδικασία προσφυγής μπορεί να κινηθεί «τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση», καθορίζει σε ποια πρόσωπα πρέπει υποχρεωτικά να παρέχεται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. Τρίτον, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε υπόψη του το ενδεχόμενο η επανόρθωση ορισμένων παρατυπιών να μην είναι δυνατή σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν ασκήσουν προσφυγή κατά παράνομων ή εσφαλμένων αποφάσεων, δεδομένου ότι τέτοιες αποφάσεις ενδέχεται να εκδοθούν και από υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή, η οποία δεν είναι δικαστική. Πάντως, προς αντιμετώπιση του ενδεχομένου αυτού, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία παρεμβάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συμπεριλάβουν τις αναθέτουσες αρχές στον κύκλο των προσώπων που έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών ακυρώνονται από κατά βάση αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν είναι δικαστικές. (βλ. σκέψεις 24-26, 36, 38 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-315/2001
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )
ΠΔ 60/2007
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών», όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005.
ΒΛΕΠΕ ΟΔΗΓΙΑ 2014/24/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ
(Καταργήθηκε με το Ν.4412/2016,ΦΕΚ-147/Α/8.8.2016)
C-299/2008
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ενιαία διαδικασία για τη σύναψη της συμβάσεως εκπονήσεως σχεδίου όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών της αναθέτουσας αρχής και για τη σύναψη της επακόλουθης συμβάσεως υλοποιήσεως – Συμβατό με την εν λόγω οδηγία» η σύναψη μιας σύμβασης υλοποίησης με έναν από τους αναδόχους των αρχικών συμβάσεων εκπόνησης σχεδίου κατόπιν κλειστού διαγωνισμού παραβιάζει τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18.Αρχή ίσης μεταχείρισης -αρχή διαφάνειας.
ΔΕΚ/C-615/2010
Το άρθρο 10 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποκλίνει από τις διαδικασίες που προβλέπει η εν λόγω οδηγία προκειμένου περί δημόσιας συμβάσεως συναπτόμενης από την αναθέτουσα αρχή στον τομέα της άμυνας για την αγορά υλικού το οποίο, μολονότι προορίζεται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς, έχει επίσης ουσιαστικώς παρεμφερείς δυνατότητες μη στρατιωτικών εφαρμογών, παρά μόνον αν το υλικό αυτό, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, μπορεί να λογίζεται ότι έχει ειδικά σχεδιαστεί και αναπτυχθεί, λαμβανομένων υπόψη κατά συνέπεια και των ουσιωδών του τροποποιήσεων, για τέτοιους σκοπούς, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει.