c-285/1999
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΠερίληψηΤο άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει τη ρύθμιση και τη διοικητική πρακτική ενός κράτους μέλους οι οποίες, αφενός, παρέχουν τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να απορρίψει ως ασυνήθιστα χαμηλές τις προσφορές που περιλαμβάνουν ποσοστό εκπτώσεως μεγαλύτερο του κατωφλίου ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς, λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τις δικαιολογήσεις των προτεινομένων τιμών οι οποίες αφορούν τουλάχιστον το 75 % της τιμής βάσεως του διαγωνισμού η οποία αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και τις οποίες οι υποψήφιοι υποχρεούνται να επισυνάψουν στην προσφορά τους, χωρίς να παρέχεται σε αυτούς η δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους, μετά από το άνοιγμα των φακέλων, ως προς τα στοιχεία των προτεινομένων τιμών τα οποία έδωσαν λαβή σε υπόνοιες και, αφετέρου, υποχρεώνουν την αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη της, για τις ανάγκες του ελέγχου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, μόνο τις δικαιολογήσεις που αφορούν την οικονομία η οποία επιτυγχάνεται χάρη στη μέθοδο κατασκευής ή τις τεχνικές λύσεις που έχουν επιλεγεί ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που ισχύουν για τον υποψήφιο, αποκλειομένων των δικαιολογήσεων που αφορούν οποιοδήποτε στοιχείο η κατώτατη τιμή του οποίου καθορίζεται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή η κατώτατη τιμή του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί βάσει επίσημων στοιχείων.
Αντιθέτως, το ανωτέρω άρθρο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, εφόσον τηρούνται κατά τα λοιπά όλα όσα επιτάσσει του και εφόσον δεν θίγονται οι επιδιωκόμενοι σκοποί της οδηγίας 93/37, τη ρύθμιση και τη διοικητική πρακτική ενός κράτους μέλους οι οποίες, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών και τον έλεγχο των προσφορών αυτών, αφενός, υποχρεώνουν όλους τους υποψηφίους, επί ποινή αποκλεισμού τους από τον διαγωνισμό, να συνοδεύουν την προσφορά τους από δικαιολογήσεις για τις προτεινόμενες τιμές, που αφορούν τουλάχιστον το 75 % της τιμής βάσεως του εν λόγω διαγωνισμού, και, αφετέρου, εφαρμόζουν μια μέθοδο υπολογισμού του κατωφλίου ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς η οποία στηρίζεται στον μέσο όρο του συνόλου των προσφορών οι οποίες έγιναν δεκτές στο πλαίσιο του εν λόγω διαγωνισμού, με αποτέλεσμα οι υποψήφιοι να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν το εν λόγω κατώφλιο κατά τον χρόνο της υποβολής του φακέλου τους δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή πρέπει να έχει ωστόσο τη δυνατότητα να αναθεωρεί το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η εφαρμογή αυτής της μεθόδου υπολογισμού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-189/2003
Περίληψη της αποφάσεως Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος – Υποχρέωση λήψεως διοικητικής άδειας για τις επιχειρήσεις και τους διευθύνοντές τους και δελτίου νομιμοποιήσεως για το προσωπικό – Μη συνεκτίμηση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το κράτος μέλος εγκαταστάσεως – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν χωρεί (Άρθρο 49 ΕΚ) Συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 49 ΕΚ η θέσπιση από ένα κράτος μέλος διατάξεων: – οι οποίες υποχρεώνουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας, που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, καθώς και τους διευθύνοντές τους να λάβουν σχετική διοικητική άδεια, επιβάλλοντας προς τούτο την καταβολή τελών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται η αλλοδαπή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη, και – οι οποίες απαιτούν τα μέλη του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών, τα οποία είναι αποσπασμένα από το κράτος μέλος της εγκαταστάσεως στο άλλο κράτος μέλος, να κατέχουν δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας που εκδίδουν οι εθνικές αρχές, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη συναφώς οι έλεγχοι στους οποίους υπόκεινται στο κράτος μέλος προελεύσεως οι παρέχοντες διασυνοριακές υπηρεσίες. Τέτοιες απαιτήσεις συνιστούν πράγματι περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος. (βλ. σκέψεις 18, 20, 30, 33 και διατακτ.)
C-300/2007
Υπόθεση C-300/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2009 [αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Hans & Christophorus Oymanns GbR, Orthopädie Schuhtechnik κατά AOK Rheinland/Hamburg (Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών — Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας — Οργανισμοί δημοσίου δικαίου — Αναθέτουσες αρχές — Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών — Κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών — Παροχή λεπτομερών συμβουλών στους πελάτες) Διατακτικό 1) Το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ', πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών έχει την έννοια ότι υπάρχει χρηματοδότηση κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Κράτος οσάκις οι δραστηριότητες των δημόσιων ταμείων ασφαλίσεως ασθενείας χρηματοδοτούνται κυρίως με εισφορές των ασφαλισμένων που επιβάλλονται, υπολογίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με κανόνες δημοσίου δικαίου, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη. Αυτά τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας πρέπει να θεωρηθούν οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια των κανόνων της οδηγίας αυτής. 2) Μια μικτή δημόσια σύμβαση έχει ως αντικείμενο συγχρόνως και προϊόντα και υπηρεσίες, το εφαρμοστέο κριτήριο για να κριθεί αν η σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως σύμβαση προμηθειών ή ως σύμβαση υπηρεσιών είναι η αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτει η σύμβαση. Σε περίπτωση διαθέσεως εμπορευμάτων που κατασκευάζονται και προσαρμόζονται ατομικά αναλόγως των αναγκών εκάστου πελάτη, ως προς δε τη χρήση των οποίων έκαστος πελάτης πρέπει να ενημερωθεί ατομικά, η κατασκευή των εμπορευμάτων αυτών πρέπει να καταταγεί στο τμήμα «προμήθειες» της εν λόγω σύμβασης, για τον υπολογισμό της αξίας εκάστης συνιστώσας αυτής. 3) Στην περίπτωση που η παροχή υπηρεσιών αποδειχθεί, στη συγκεκριμένη σύμβαση, πρωτεύουσα σε σχέση με την προμήθεια προϊόντων, μια συμφωνία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, που συνάπτεται μεταξύ δημοσίου ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας και επιχειρηματία, με την οποία καθορίζονται οι αμοιβές των διαφόρων μορφών αγωγής που αναμένεται ότι θα πραγματοποιήσει ο εν λόγω επιχειρηματίας καθώς και η διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας και βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει τους ασφαλισμένους που θα του το ζητήσουν, το δε ταμείο είναι ο μοναδικός οφειλέτης της αμοιβής των υπηρεσιών του επιχειρηματία, πρέπει να θεωρηθεί συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/18.
ΠΟΛ.1122/2002
Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν.2954/2001, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος...1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 11 και 22 του ν.2954/2001 «Φορολογικές ρυθμίσεις αμοιβαία κεφάλαια, συμπλήρωση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 255 Α') οι οποίες αναφέρονται σε θέματα φορολογίας εισοδήματος.
ΔΕΚ/C-599/2010
Το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι επιβάλλει τη θέσπιση στην εθνική νομοθεσία εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 42, παράγραφος 3, του σλοβακικού νόμου 25/2006 για τις δημόσιες συμβάσεις, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο, που προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι, σε περίπτωση που ο υποψήφιος προτείνει ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα, η αναθέτουσα αρχή του ζητεί εγγράφως να διευκρινίσει την πρόταση αυτή. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώνει, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της δικογραφίας που έχει ενώπιόν του, αν η αίτηση παροχής διευκρινίσεων κατέστησε εφικτή στους ενδιαφερόμενους υποψηφίους την επαρκή διευκρίνιση της προσφοράς τους. Αντιβαίνει προς το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/18 η άποψη της αναθέτουσας αρχής ότι δεν υπέχει υποχρέωση να ζητεί από τον υποψήφιο να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους προτείνει ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα. Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως το άρθρο 42, παράγραφος 2, του νόμου 25/2006, κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί εγγράφως από τους υποψηφίους να διευκρινίσουν την προσφορά τους χωρίς ωστόσο να απαιτεί ή να δέχεται οποιαδήποτε τροποποίηση της προσφοράς αυτής. Η αναθέτουσα αρχή, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, οφείλει να επιφυλάσσει ίση και σύννομη μεταχείριση προς όλους τους υποψηφίους, ώστε να μην δημιουργείται η υπόνοια ότι η αίτηση παροχής διευκρινίσεων, την οποία η εν λόγω αρχή απευθύνει κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής των προσφορών, δύναται, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της, να έχει αδικαιολόγητα ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες για τον ή τους υποψηφίους τους οποίους αφορά η αίτηση αυτή.
ΕΑΔΗΣΥ/11/2023
Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία διαγωνιζόμενος προβάλλει ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περί υποβολής ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς εκ μέρους άλλου διαγωνιζόμενου, γεννάται αντίστοιχη υποχρέωση του αναθέτοντα φορέα να απαντήσει στους προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς. Η απάντηση αυτή πρέπει να είναι νόμιμα αιτιολογημένη, η δε νομιμότητα και επάρκεια της σχετικής αιτιολογίας αποτελεί αντικείμενο ελέγχου από την ΕΑΔΗΣΥ (βλ. ΣτΕ, 726/2022, ΣτΕ 199/2021, 154/2021, ΕΑ ΣτΕ 12/2020). Ωστόσο, οι διαγωνιζόμενοι δεν εμποδίζονται να προβάλουν το πρώτον ισχυρισμούς περί ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών άλλων προσφερόντων με την άσκηση προδικαστικής προσφυγής τους ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ (πρβλ. ΣτΕ 726/2022, σκ. 32, ΑΕΠΠ 1554/2021, σκ. 11). Δεν θεωρούνται ουσιώδεις και συγκεκριμένοι οι ισχυρισμοί που ερείδονται αποκλειστικά στην κοστολόγηση των οικονομικών προσφορών των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό, η οποία ανάγεται στους οικονομοτεχνικούς παράγοντες και στα οικονομικά δεδομένα που ισχύουν για καθέναν από τους διαγωνιζόμενους (πρβλ. ΕΑ 12/2020)· μόνη δε η υποβολή χαμηλότερης προσφοράς σε επιμέρους κονδύλια, σε σχέση με τις λοιπές υποβληθείσες προσφορές, δεν αρκεί προκειμένου να εξετασθεί η οικονομική προσφορά του μειοδότη ως ασυνήθιστα χαμηλή (πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 165/2020, 20/2020, 290/2017).
ΔΕΚ/C-196/2008
«Άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων – Ανάθεση της υπηρεσίας υδρεύσεως σε εταιρία μικτού κεφαλαίου – Διαδικασία διαγωνισμού – Καθορισμός του ιδιώτη εταίρου που θα αναλάβει την εκμετάλλευση της υπηρεσίας – Ανάθεση εκτός των κανόνων συνάψεως δημοσίων συμβάσεων» "Η απευθείας ανάθεση δημόσιας Υπηρεσίας σε εταιρεία μικτής οικονομίας δεν απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο υπό προυποθέσεις.Τα άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ δεν αποκλείουν την απευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας συνεπαγόμενης την προηγούμενη εκτέλεση ορισμένων εργασιών, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σε εταιρία μικτού κεφαλαίου, δημόσιου και ιδιωτικού, που ιδρύεται ειδικά για την παροχή της υπηρεσίας αυτής και έχει μόνον έναν εταιρικό σκοπό, στην οποία εταιρία ο ιδιώτης εταίρος επιλέγεται κατόπιν δημόσιας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και αφού εξακριβωθούν τόσο οι οικονομικές, τεχνικές, επιχειρησιακές και διαχειριστικές προϋποθέσεις που συνδέονται με τη σχετική υπηρεσία όσο και τα χαρακτηριστικά της προσφοράς με γνώμονα τις παροχές που πρέπει να πραγματοποιηθούν, αρκεί η σχετική διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών να συνάδει με τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως που η Συνθήκη ΕΚ επιβάλλει για τις παραχωρήσεις."
ΔΕΚ/C-399/1998
Περίληψη1. Αφού η ύπαρξη «συμβάσεως δημοσίου έργου» αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το άρθρο 1, στοιχείο α_, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων συμβάσεων εντός της Κοινότητας. ράγματι, ο κίνδυνος ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών αποφεύγεται χάρη ακριβώς στην εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία με σκοπό το άνοιγμα προς τον κοινοτικό ανταγωνισμό. ( βλ. σκέψη 52 ) 2. Η ίδια η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ορίζει τις έννοιες «αναθέτουσα αρχή» (άρθρο 1, στοιχείο β_) και «έργο» (άρθρο 1, στοιχεία α_ και γ_, και παράρτημα ΙΙ). Ο ορισμός αυτός που δίδει ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία αυτά ενόψει του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά έχουν οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν υφίσταται «σύμβαση δημοσίου έργου» υπό την έννοια της οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ή μελέτης και εκτελέσεως έργου ή πραγματοποιήσεως έργου που προορίζεται για αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, η εκτίμηση των περιπτώσεων αυτών από την άποψη των άλλων στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όταν οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν ιδιομορφίες οφειλόμενες στις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. ( βλ. σκέψεις 53-55 ) 3. Το γεγονός ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την απευθείας εκτέλεση των έργων υποδομής αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πολεοδομικών κανόνων που έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, διαφορετικούς από τους σκοπούς της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η απευθείας εκτέλεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό. ( βλ. σκέψη 66 ) 4. Το γεγονός ότι η οικεία δημοτική αρχή δεν έχει, στο πλαίσιο συμβάσεως κατατμήσεως γης, την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενο, διότι, σύμφωνα με τον νόμο, αντισυμβαλλόμενός της είναι υποχρεωτικά ο έχων την κυριότητα των κατατεμνόμενων εκτάσεων γης, δεν αρκεί για να αποκλείσει τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσεως μεταξύ της δημοτικής αρχής και του κυρίου της γης, αφού βάσει ακριβώς της συμβάσεως κατατμήσεως γης που συνάπτεται μεταξύ τους καθορίζονται τα έργα υποδομής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο προβαίνων στην κατάτμηση, καθώς και οι σχετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της εγκρίσεως από τον δήμο των σχεδίων για τα έργα αυτά. ( βλ. σκέψη 71 ) 5. Η εξ επαχθούς αιτίας σύναψη της συμβάσεως κατά το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αναφέρεται στην αντιπαροχή που καταβάλλει η οικεία δημόσια αρχή λόγω της πραγματοποιήσεως των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως την οποία αφορά το προαναφερθέν άρθρο 1, στοιχείο α_, και επί των οποίων η δημόσια αρχή θα έχει την εξουσία χρήσεως και διαθέσεως. ( βλ. σκέψη 77 ) 6. Το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν απαιτεί να είναι σε θέση ο συνάπτων σύμβαση με αναθέτουσα αρχή να εκπληρώσει απευθείας τη συμφωνηθείσα παροχή με δικά του μέσα, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργολήπτης• αρκεί να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για το ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει την εκπλήρωση της οικείας παροχής από τρίτους. ( βλ. σκέψη 90 ) 7. Για να τηρείται η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως έργου υποδομής, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε οι δημοτικές αρχές, οι οποίες αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας, να εφαρμόζουν οι ίδιες τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας θα διασφαλιζόταν εξίσου, αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον προβαίνοντα στην κατάτμηση της γης και κάτοχο της οικοδομικής άδειας, μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν μαζί του, να πραγματοποιεί τα συμφωνηθέντα έργα κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία, προκειμένου οι δημοτικές αρχές να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή ο προβαίνων στην κατάτμηση της γης πρέπει να θε
ΕλΣυνΤμ.6/1345/2018
Υπογραφή του σχεδίου σύμβασης του έργου «Επείγουσες συντηρήσεις στο επαρχιακό οδικό δίκτυο του Δήμου ...ζητείται η ανάκληση της 387/2018 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου (Α΄ Διακοπών) του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και συνεκτιμώντας ότι: 1) το αντικείμενο της κρινόμενης σύμβασης συνίσταται σε συντηρήσεις οδών, όπου, όπως είναι γνωστό τόσο στην αναθέτουσα αρχή από παρόμοιες συμβάσεις που έχει ήδη συνάψει, όσο και στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειες των ελεγκτικών σχηματισμών του, είναι συνήθης η υποβολή προσφορών με υψηλές εκπτώσεις .., 2) κατά τη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου αναπτύχθηκε επαρκής ανταγωνισμός, με τη συμμετοχή στο διαγωνισμό δέκα τεσσάρων (14) εργοληπτικών επιχειρήσεων, εκ των οποίων, πέραν της εταιρείας «..», που προσέφερε το υψηλότερο ποσοστό έκπτωσης (77,14%), οι επόμενες τρεις στη σειρά μειοδοσίας υπέβαλλαν επίσης προσφορές με υψηλά ποσοστά έκπτωσης άνω του 70% (76,50%, 75,81% και 75,07%), ενώ ο μέσος όρος των προσφορών όλων των συμμετεχουσών εταιρειών στο διαγωνισμό ήταν ομοίως υψηλός (63,95%), 3) η Οικονομική Επιτροπή, κατά την συνεδρίαση της 30ης.1.2018, αφού έλαβε υπόψιν την εισήγηση της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων Π.Ε. … , προέβη στην έγκριση του Πρακτικού της Α΄ Φάσης της Επιτροπής Διαγωνισμού, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας αξιολόγησης των υποβληθεισών προσφορών ως ασυνήθιστα χαμηλών, ενόψει και της συχνής επανάληψης του φαινομένου να υποβάλλονται υψηλά ποσοστά έκπτωσης σε διαγωνισμούς με το αντικείμενο αυτό, 4) με το οικ.21079/329/19.1.2018 έγγραφο του φορέα εκτέλεσης του έργου .. δεν διατυπώθηκαν ειδικές και συγκεκριμένες αιτιάσεις σχετικά με τη φερεγγυότητα των προσφορών των διαγωνιζομένων, στις οποίες η Οικονομική Επιτροπή θα υποχρεούταν να απαντήσει, είτε καλώντας τους προσφέροντες να δικαιολογήσουν την ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά τους και αξιολογώντας κατόπιν τις εξηγήσεις τους, είτε παραθέτοντας ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους εξαιτίας των οποίων επέλεξε να μην εκτιμήσει τις υποβληθείσες προσφορές στο συγκεκριμένο διαγωνισμό ως ασυνήθιστα χαμηλές και συνακόλουθα, να μην ζητήσει στοιχεία αιτιολόγησης των προσφορών αυτών και 5) σε κανένα στάδιο του διαγωνισμού δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις, ώστε να δημιουργήσουν στην αναθέτουσα αρχή αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητα των υποβληθεισών οικονομικών προσφορών .., το Τμήμα κρίνει ότι, η Οικονομική Επιτροπή της Περιφέρειας .., αφενός κρίνοντας σιωπηρώς ότι στην προκειμένη περίπτωση οι προσφορές αυτές δεν παρίσταντο ασυνήθιστα χαμηλές λόγω της φύσης και των χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου έργου και ότι, συνακόλουθα, δεν συνέτρεχε ανάγκη πρόσκλησης των συμμετεχόντων προς αιτιολόγησή τους, αφετέρου εγκρίνοντας το Πρακτικό της Α΄ Φάσης της Επιτροπής Διαγωνισμού, χωρίς να παραθέσει ειδική αιτιολογία σχετικά με την ως άνω κρίση της, δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τις κρινόμενες αιτήσεις ανάκλησης.Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν αναδείχθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη άλλος διακωλυτικός της υπογραφής της σύμβασης λόγος, πρέπει οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις ανάκλησης να γίνουν δεκτές, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη 387/2018 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου (Α΄ Διακοπών) και να κριθεί ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου σύμβασης.
ΕΣ/Τ7/41/2008
Για τη σύναψη από την αναθέτουσα αρχή δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών μετά τη διενέργεια τακτικού δημόσιου διαγωνισμού κατά τις διατάξεις του π.δ. 346/1998, συντάσσεται διακήρυξη σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω π.δ., η οποία, ως κανονιστική διοικητική πράξη που διέπει τον διαγωνισμό και δεσμεύει με τους κατά νόμο όρους της τόσο την αναθέτουσα αρχή όσο και τους διαγωνιζομένους (βλ. Πράξη IV Τμήματος 103/2006), πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σαφή κριτήρια κατακύρωσης του διαγωνισμού και να προσδιορίζει τη βαρύτητα καθενός από αυτά, προκειμένου να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι κατά την υποβολή των προσφορών τους την ύπαρξη και τη σημασία τους, στοχεύοντας στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, χωρίς να επιτρέπεται η μετά τη δημοσίευση της διακήρυξης θέσπιση νέων κριτηρίων, ο προσδιορισμός της σειράς σπουδαιότητάς τους και των συντελεστών βαρύτητάς τους (βλ. σχετ. ΔΕΚ C-225/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-513/1999, Concordia Bus κ.ά.). Ειδικότερα, η αξιολόγηση των προσφορών των συμμετεχόντων στη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων υπηρεσιών πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, δηλαδή να παρατίθενται στο πρακτικό αξιολόγησης τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η αναθέτουσα αρχή και τα οποία δικαιολογούν, για κάθε συγκεκριμένο κριτήριο αξιολόγησης που τίθεται από τη διακήρυξη, την ποιοτική και ποσοτική υπεροχή της προσφοράς του αναδόχου συγκριτικά με τις προσφορές των λοιπών διαγωνιζόμενων. Σε κάθε περίπτωση, τα ως άνω στοιχεία θα πρέπει τουλάχιστον να προκύπτουν με σαφήνεια από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (πρακτικά εισηγήσεις, γνωμοδοτήσεις, κ.λ.π). Η εν λόγω ειδική κρίση της αναθέτουσας αρχής δεν δύναται να αναπληρωθεί από την παρεχόμενη βαθμολογία στα κριτήρια αξιολόγησης της προσφοράς, καθόσον η αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων, πέραν του ότι επιβάλλεται για λόγους διαφάνειας, είναι αναγκαία τόσο για την υποβολή αντιρρήσεων από τους λοιπούς διαγωνιζόμενους, όσο κυρίως για το δικαστικό έλεγχο της κρίσης (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Τ-4/2001, Renco κατά Συμβουλίου, Τ-169/2000, Esedra κατά Επιτροπής, Τ-166/1994, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου κ.ά.). Συνεπώς, η έλλειψή της αποτελεί ουσιώδη πλημμέλεια που καθιστά μη νόμιμη τη διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών και συναφώς τη διαδικασία ανάθεσης της μελέτης. Επιπλέον, για τη νόμιμη διενέργεια του διαγωνισμού είναι υποχρεωτική η τήρηση των προβλεπόμενων από το νόμο διατυπώσεων δημοσιότητας της διακήρυξης, οι οποίες επιτάσσουν, μεταξύ άλλων, την αποστολή των ουσιωδών στοιχείων της διακήρυξης προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφόσον η σχετική υπηρεσία υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 346/98 (βλ. Πράξεις IV Τμήματος 26/2007, 125/2006). Η μη τήρηση της ως άνω υποχρεωτικής διατύπωσης δημοσιότητας συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια της διαγωνιστικής διαδικασίας και συνεπάγεται την ακυρότητά της, καθώς η τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας δημοπράτησης των δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην ευρεία συμμετοχή στο διαγωνισμό και στη διασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό για την αναθέτουσα αρχή αποτέλεσμα (Πράξη VII Τμήματος 182/2007).
ΕΣ/Κλ.Ζ/327/2007
Από τις ανωτέρω διατάξεις της διακήρυξης, σε συνδυασμό με την αρχή της διαφάνειας, που διέπει τις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και επιβάλλει, σε κάθε περίπτωση, αιτιολόγηση της επιλογής του αναδόχου, προκύπτει ότι η Αναθέτουσα Αρχή, κατά το στάδιο αξιολόγησης και βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών των συμμετεχόντων, οφείλει, επί ποινή ακυρότητας της κρίσης της, να αιτιολογεί ειδικά, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, την δοθείσα σε αυτούς βαθμολογία στα αναφερόμενα στο άρθρο 22 επιμέρους δύο (2) κριτήρια (Πληρότητα και αρτιότητα της εκτίμησης του γενικού και ειδικού αντικειμένου της ζητούμενης υπηρεσίας - Οργανωτική αποτελεσματικότητα της ομάδας παροχής της Υπηρεσίας). Η εν λόγω ειδική κρίση της Αναθέτουσας Αρχής δεν δύναται να αναπληρωθεί από την παρεχόμενη βαθμολογία στα παραπάνω κριτήρια αξιολόγησης, δηλαδή από την απλή παράθεση βαθμών και μόνο, καθόσον η αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων αιτιολόγησης της σχετικής βαθμολογίας, πέραν του ότι επιβάλλεται ρητά από τη διακήρυξη, καθώς και για λόγους διαφάνειας, είναι αναγκαία για το δικαστικό έλεγχο της σχετικής κρίσης.Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Η διάταξη του άρθρου 55 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ προβλέπει ότι η αναθέτουσα αρχή προτού προχωρήσει στην απόρριψη μιας προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής, οφείλει να παράσχει στο διαγωνιζόμενο, ο οποίος υπέβαλε την εν λόγω προσφορά, τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να δικαιολογήσει τις προτεινόμενες από αυτόν τιμές με την παροχή των απαραίτητων διευκρινήσεων. Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται εθνική ρύθμιση με την οποία να προβλέπεται ο αυτόματος αποκλεισμός προσφοράς που παραβιάζει κατώτατη τιμή που καθορίζεται από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη χωρίς να παρέχεται προηγουμένως στον προσφέροντα, κατόπιν ακρόασής του, η δυνατότητα διευκρίνησης και αιτιολόγησης των επιμέρους στοιχείων της προσφοράς του. Οποιοσδήποτε περιορισμός της ως άνω δυνατότητας θα ερχόταν σε αντίθεση με τον σκοπό της Οδηγίας, δεδομένου ότι οδηγεί στον αποκλεισμό άνευ ετέρου των προσφορών, οι αιτιολογήσεις των οποίων στηρίζονται σε εκτιμήσεις διαφορετικές από αυτές που δέχεται η ισχύουσα εθνική ρύθμιση και τούτο παρά το γεγονός ότι οι προσφορές αυτές είναι, ενδεχομένως, περισσότερο συμφέρουσες για την αναθέτουσα αρχή (πρβλ. Σ.τ.Ε.2184/2004).