Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/3560/2005

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Επιδιώκουν να ακυρωθεί η Α.Π. 3813/12102/Ν.1622/82/20.11.2002 (...)Επειδή, περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του ν. 1262/1982 εκ μέρους των αιτούντων, διότι η μεταβίβαση της κυριότητας του ναυπηγηθέντος πλοίου προ της συμπληρώσεως δεκαετίας από της ολοκληρώσεως της επενδύσεως οφείλετο σε λόγους ανωτέρας βίας. Συγκεκριμένα οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι προέβησαν στην επίμαχη μεταβίβαση προς αντιμετώπιση της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως, στην οποία είχαν περιέλθει, λόγω απάτης διαπραχθείσης σε βάρος τους από τους υπευθύνους εταιρίας, στην οποία αυτοί είχαν αναθέσει, καταβάλλοντας και το αντίστοιχο τίμημα, την ναυπήγηση άλλου σκάφους τους, έχοντος ομοίως υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1262/1982. Και ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος, διότι τα ως άνω ιστορούμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, συναπτόμενα με αποφάσεις ληφθείσες και επιλογές γενόμενες στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δράσεως των επενδυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετούν λόγους ανωτέρας βίας, ήτοι γεγονότα απρόβλεπτα μη δυναμένα να αποτραπούν δι΄ άκρας επιμελείας .


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΛΣΥΝ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1154/2023

Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη προσφυγή, εφόσον ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης αποκλειστικής δεκαπενθήμερης προθεσμίας (στις 3.7.2023), η οποία άρχισε την επόμενη ημέρα της ως άνω κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης στον προσφεύγοντα Δήμο, ήτοι στις 13.6.2023, και έληξε στις 27.6.2023, ημέρα Τρίτη, μη εξαιρετέα εκ του νόμου, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος περί συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που τον εμπόδισαν να ασκήσει εμπροθέσμως την ένδικη προσφυγή, και συγκεκριμένα έλλειψη Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου και πλάνη των δημοτικών υπαλλήλων εκ της αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω των βουλευτικών εκλογών 2023, πέραν του ότι αναποδείκτως προβάλλονται, είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, καθόσον δεν στοιχειοθετούν λόγους ανωτέρας βίας, ήτοι απρόβλεπτα και εξαιρετικά γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσαν να αποτραπούν με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, ούτε άλλωστε ανυπέρβλητο κώλυμα που δεν οφείλετο οπωσδήποτε σε υπαιτιότητα του προσφεύγοντος και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί απ’ αυτόν με κανένα τρόπο. Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την ένδικη προσφυγή ανάκλησης.


ΕΛΣΥΝ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1155/2023

Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη προσφυγή, εφόσον ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης αποκλειστικής δεκαπενθήμερης προθεσμίας (στις 3.7.2023), η οποία άρχισε την επόμενη ημέρα της ως άνω κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης στον προσφεύγοντα Δήμο, ήτοι στις 16.6.2023 και έληξε στις 30.6.2023, ημέρα Παρασκευή, μη εξαιρετέα εκ του νόμου, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος περί συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που τον εμπόδισαν να ασκήσει εμπροθέσμως την ένδικη προσφυγή, και συγκεκριμένα έλλειψη Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου και πλάνη των δημοτικών υπαλλήλων εκ της αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω των βουλευτικών εκλογών 2023, πέραν του ότι αναποδείκτως προβάλλονται, είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, καθόσον δεν στοιχειοθετούν λόγους ανωτέρας βίας, ήτοι απρόβλεπτα και εξαιρετικά γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσαν να αποτραπούν με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, ούτε άλλωστε ανυπέρβλητο κώλυμα που δεν οφείλετο οπωσδήποτε σε υπαιτιότητα του προσφεύγοντος και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί απ’ αυτόν με κανένα τρόπο. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την ένδικη προσφυγή ανάκλησης.


ΕΣ/ΤΜ.1/1218/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 137/0052/19.1.2009 Τέλος, ο λόγος έφεσης κατά τον οποίο η ανάκτηση χωρεί κατά παράβαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της εκκαλούσας, η οποία καλοπίστως προέβη στην κρίσιμη μεταβίβαση μόνο μετά από την προβλεπόμενη έγκριση της Νομαρχιακής Διεύθυνσης Αλιείας, πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος.  Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η Νομαρχιακή Υπηρεσία Αλιείας δεν ήταν αρμόδια για να αποφασίσει την αναστολή των υποχρεώσεων της εκκαλούσας για λόγους ανωτέρας βίας παρά μόνο να εγκρίνει την μεταβίβαση αλιευτικών σκαφών σύμφωνα με τους όρους του π.δ/τος 261/1991, όπως και έπραξε με την Α1806/8.9.2005 απόφασή της.  Επομένως, στο μέτρο που, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της εκκαλούσας, δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την ΚΥΑ 142932/28.8.2003 διαδικασία, η τυχόν εμπιστοσύνη της δεν παρίσταται δικαιολογημένη. Απορρίπτει την έφεση. 


ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/3035/2011

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας....ζητείται η αναθεώρηση της 2243/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η ελεγχόμενη διαγωνιστική διαδικασία πάσχει κατά τις διαπιστωθείσες με την προσβαλλόμενη απόφαση νομικές πλημμέλειες. Δια της αναθεωρητικής αίτησης υποστηρίζεται ότι η μετάθεση των ημερομηνιών υποβολής προσφορών και διεξαγωγής του διαγωνισμού δεν οδήγησε σε παραβίαση των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ίσης πρόσβασής στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της δημοσιότητας κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, εξαιτίας της απρόβλεπτης κατάληψης των χώρων του Πανεπιστημίου από φοιτητές το βράδυ της 11.11.2010, δηλαδή γεγονότος ανωτέρας βίας, δεν κατέστη δυνατή η συνεδρίαση των αρμοδίων οργάνων προκειμένου να αποφασιστεί η μετάθεση των κρίσιμων ημερομηνιών και η δημοσίευση της απόφασης αυτής στον τύπο, δημοσιεύθηκε ωστόσο σχετική ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου στις 12.11.2010. Παρά τη λήξη της κατάληψης στις 13.11.2010, το κώλυμα εξακολούθησε έως τις 17 του ίδιου μήνα, ενόψει των εκδηλώσεων για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Στις 18.11.2010, το Πρυτανικό Συμβούλιο συνεδρίασε και έλαβε την απόφαση μετάθεσης των κρίσιμων ημερομηνιών. Πέραν της ανάρτησης σχετικής ανακοίνωσης στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου, είχαν καταβληθεί και άλλες προσπάθειες ενημέρωσης των ενδιαφερομένων, όπως η τοιχοκόλληση στην είσοδο του κτιρίου σχετικής ανακοίνωσης για την αδυναμία παραλαβής προσφορών και τηλεφωνική ενημέρωση ενδιαφερομένων που είχαν ήδη υποβάλει προσφορά. ..Απορρίπτει την αίτηση αναθεώρησης


ΣΤΕ/345/2014

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Ζητείται η αναίρεση της υπ’αριθ.1340/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ’αριθ. 6969/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ανακοπή της ιδίας εταιρείας κατά της υπ’αριθ. ... αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε διαταχθεί η επιστροφή στο Δημόσιο τμήματος της καταβληθείσας στην αναιρεσείουσα επιχορήγησης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.1262/1982 και του ν.1682/1987 και τμήματος του ποσού που αντιστοιχούσε στην επιδότηση του επιτοκίου συναφθέντος τραπεζικού δανείου, συνολικού ύψους 103.421.000 δραχμών.(....)Ο δε ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι υπήρξε ολιγωρία των οργάνων να προβούν σε αυτοψία και έλεγχο για την τήρηση των όρων που είχαν τεθεί από την εγκριτική της επένδυσης απόφαση κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ότι δεν αποδεικνυόταν από κάποιο στοιχείο, αντιθέτως, μάλιστα, στην από 18.12.1990 έκθεση του Κεντρικού Οργάνου Ελέγχου που είχε προηγηθεί, κατά τα προαναφερόμενα, της αίτησης της ανωτέρω για την οριστικοποίηση της επένδυσης, αναφερόταν ότι πριν τον έλεγχο αυτό είχε προηγηθεί και προγενέστερος όμοιος, με τον οποίο δεν είχε γίνει δεκτό ότι ο σχετικός μηχανολογικός εξοπλισμός της επίμαχης μονάδας ήταν καινούργιος, όπως απαιτείτο (αφού η επένδυση περιελάμβανε και καινούργιο μηχανολογικό εξοπλισμό), και κατά του οποίου είχε ασκηθεί σχετική ένσταση της ανωτέρω, γεγονός από το οποίο συναγόταν ότι υπήρξαν προβλήματα σχετικά με την πιστοποίηση τήρησης όλων των απαιτούμενων όρων που έπρεπε να διερευνηθούν, προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση περί ολοκλήρωσης της επένδυσης.Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.


ΕΣ/ΤΜ.1/54/2014

Χορήγηση επιδόματος:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 237/2014 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο I Τμήμα (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ Β της παρούσας, με νόμιμη αιτιολογία το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη Πράξη του, έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η καταβολή της επίμαχης διαφοράς χρονοεπιδόματος στον ανωτέρω καθηγητή, καθόσον πράγματι η αξίωσή του παραγράφηκε εντός του έτους 2010, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αιτούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αιτούντος νομικού προσώπου ότι, για την καταβολή της διαφοράς του επίμαχου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας ήταν αναγκαία η έκδοση σχετικής διοικητική πράξης και ότι, συνεπώς, εν προκειμένω, πρόκειται για αξίωση της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974, που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία διεκόπη με την έκδοση των 9323 και 9327/22.4.2013 πράξεων του Πρύτανη, με τις οποίες ανακλήθηκαν παλαιότερες πράξεις του ίδιου και ότι έκτοτε τρέχει νέα πενταετής παραγραφή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, η επίμαχη αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου υπόκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, αφού για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, η οποία ήταν απόρροια των κριθέντων με την απόφαση Ε.Σ. 1079/2006, δεν απαιτείτο η έκδοση διοικητικής πράξης από τα αρμόδια όργανα του αιτούντος και ο ίδιος είχε ευθεία αγωγή για την καταβολή της διαφοράς επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, για το χρονικό διάστημα από 28.12.1995 έως 5.10.2007, θεμελιούμενη ευθέως στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 του ν. 1517/1985 και 13 παρ. 2 του ν. 2530/1997. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου δε ότι στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 292, 2403/2013, 461, 1819/2012), είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός κατά το μέρος που αναφέρεται σε παράβαση της εν λόγω Σύμβασης. Περαιτέρω, το αιτούν ισχυρίζεται ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος παρεμποδίστηκε και αποθαρρύνθηκε να προβεί στη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, το αιτούν ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, τελούσαν σε συγγνωστή νομική πλάνη ως προς το ποιες διατάξεις ήταν εφαρμοστέες και ποιες ήταν οι δέουσες ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν, για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, με προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας του φερόμενου ως δικαιούχου καθηγητή, αλλά και σε πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον ορθό υπολογισμό των δικαιούμενων ποσών, με συνέπεια ο ανωτέρω να μην είναι σε θέση να προσφύγει δικαστικώς για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσής του, ύψους 15.010,95 ευρώ. Τα ανωτέρω, όμως, επικαλούμενα γεγονότα δεν συνιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, λόγους ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν.δ/τος 496/1974, δηλαδή γεγονότα απρόβλεπτα και αδύνατο να αποτραπούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, συνεπώς δεν επέφεραν την αναστολή της παραγραφής, αφού ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε, επιμελώς φερόμενος, να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας εμπροθέσμως την ικανοποίηση της αξίωσής του.Απορρίπτει την αίτηση.        


ΕΣ/ΤΜ.1/1412/2017

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Ζητείται η ακύρωση της 26495/30.5.2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων (..) Σε κάθε περίπτωση, από τον από 30.9.2011 Πίνακα Προσωπικού προκύπτει ότι οι τέσσερις (4) από τους έξι (6) συνολικά εργαζόμενους απασχολήθηκαν με 4ωρη απασχόληση, ενώ από τους από 14.9.2012 και 30.10.2013 όμοιους, εκ των οποίων ο τελευταίος είναι ετήσιος, προκύπτει ότι οι εκεί αναφερόμενοι πέντε (5) εργαζόμενοι ήταν μερικής (4ωρης) απασχόλησης και μάλιστα τέσσερις (4) από αυτούς εργάζονταν τρεις (3) μόνο ημέρες την εβδομάδα (……), με συνέπεια να μην προκύπτει συμμόρφωση του εκκαλούντος ως προς την υποχρέωση διατήρησης των 5 ΕΜΕ (βλ. και τις από 19.3.2014 βεβαιώσεις αποδοχών των μισθωτών ……., που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, από τις οποίες προκύπτει, έμμεσα, ως εκ του ύψους των αποδοχών, ότι απασχολήθηκαν με σύμβαση μερικής απασχόλησης). Περαιτέρω, η πτώση του κύκλου εργασιών και η αύξηση των χρεών της επιχείρησης του εκκαλούντος, ως απόρροια των εν γένει οικονομικών συνθηκών, πέραν του ό,τι δεν εξειδικεύονται με την έφεση και το υπόμνημα, τα οποία αρκούνται σε μια γενικόλογη επίκληση, σε κάθε περίπτωση ανάγονται στη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και συναλλακτικό κίνδυνο μιας επιχείρησης και δεν στοιχειοθετούν λόγο ανωτέρας βίας, ικανό να δικαιολογήσει την αναστολή των υποχρεώσεών του (Ε.Σ. Ι Τμ. 3096, 1218/2014, 2222/2012, 2445/2011, Σ.τ.Ε. 1960/2009, 3560/2005). Άλλωστε, κατά το χρόνο σύναψης της επίμαχης σύμβασης (1.7.2010) είχε ήδη ξεκινήσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα (είχαν ήδη ψηφιστεί οι νόμοι 3833 και 3845/2010), με συνέπεια τέτοια γεγονότα να είναι προβλέψιμα για το μέσο συνετό επιχειρηματία, ενώ ο εκκαλών είχε πλήρη γνώση και του υφιστάμενου κατά τον χρόνο αυτό τραπεζικού του δανεισμού (είχαν ήδη συναφθεί οι δανειακές συμβάσεις 1643504/12.6.2008, 1535504/11.12.2007, 1536504/11.12.2007, 2501004305015/30.4.2010 και 1765504/10.5.2010). Πέραν αυτών, από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2010 έως 2014, που αφορούν τις χρήσεις 2009-2013, προκύπτει ότι τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησής του ανήλθαν σε 328.880,50, 303.326,90, 327.022,15, 312.212,47 και 253.079,39 ευρώ, αντίστοιχα, πράγμα που σημαίνει ότι ουδόλως τεκμηριώνεται η επικαλούμενη δραματική πτώση του κύκλου εργασιών της επιχείρησής του κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (5.4.2011 έως 4.4.2013). Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 της συναφθείσας σύμβασης, η επίκληση τέτοιων περιστατικών έπρεπε να γνωστοποιηθεί άμεσα και εγγράφως στο αντισυμβαλλόμενο μέρος (Ε.Φ.Δ.), με διαβίβαση και των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου ο εκκαλών να επιτύχει την αναστολή των υποχρεώσεών του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα επεκτεινόταν πέραν της 30ης Ιουνίου 2012. Ωστόσο, ο εκκαλών ουδόλως τήρησε τη διαδικασία αυτή, αν και γνώριζε την υποχρέωσή του σε σχέση με τις θέσεις εργασίας. Τέλος, οι εν λόγω δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και η επακόλουθη σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων ελήφθησαν υπόψη από το νομοθέτη, ο οποίος θέσπισε ειδικό και ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις αυτές τρόπο υπολογισμού της μείωσης της δημόσιας επιχορήγησης, όπως προκύπτει από το προοίμιο των 54321/ΕΣΥ5835/13.12.2011 και 33971/ΕΥΣ4335/1.8.2013 κοινών υπουργικών αποφάσεων, η ρύθμιση δε αυτή οδήγησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε περιορισμό του ύψους της ανακτώμενης ενίσχυσης, η οποία, επιπλέον, δεν αφορά στο σύνολο της ληφθείσας χρηματοδότησης (121.521,40 ευρώ), αλλά είναι αναλογική, συναρτώμενη μόνο με τη μη τήρηση της συγκεκριμένης υποχρέωσης. Απορρίπτει την έφεση.


ΕΣ/ΤΜ.Ι/263/2018

Καταλογισμός ποσού...Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, όπως το επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων δράσεων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όπως το ως άνω πρόγραμμα/καθεστώς ενίσχυσης, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων δράσεων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολό της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03), ενώ σε περίπτωση που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 1914, 959/2016, 2085/2007, 1180, 2400/2008, 913/2010, πρβλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 24ης 1.2002, C-500/99 P, σκέψη 100, της 19ης 1.2006, C-240/03 P, σκέψη 140, της 25ης 3.2010, C-414/08 P, σκέψεις 129 επ., ΠΕΕ απόφαση της 12ης 12.2007, Τ-308/05, σκέψη 153). Ο λόγος, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, η μη εμπρόθεσμη υποβολή από τον εκκαλούντα αίτησης με φάκελο δικαιολογητικών χορήγησης της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, χωρίς να συντρέχουν, σύμφωνα και με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, λόγοι ανωτέρας βίας που να τον εμπόδισαν, συνιστά από μόνη της, ανεξαρτήτως της τήρησης από αυτόν των λοιπών όρων ένταξής του στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, σοβαρή (ουσιώδη) παρατυπία-αθέτηση των όρων επιλεξιμότητας και ένταξής του στο καθεστώς αυτό, κι επομένως ο επίδικος καταλογισμός του με το συνολικό ποσό της καταβληθείσας σ’ αυτόν αχρεωστήτως 1ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης είναι ανάλογος προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας του και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Οι ειδικότεροι δε ισχυρισμοί του εκκαλούντος, με τους οποίους γίνεται επίκληση της εκ μέρους του υποτιθέμενης επιτυχούς ολοκλήρωσης του ενισχυθέντος σχεδίου δράσης του και επίτευξης του σκοπού της επίμαχης ενίσχυσής του, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ, η ουσιαστική κρίση περί τήρησης από τον εκκαλούντα των σχετικών συμβατικών του υποχρεώσεων εναπόκειται αποκλειστικώς στην αρμόδια τριμελή επιτροπή του ως άνω φορέα επίβλεψής (παρακολούθησης) του, στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης, η οποία προβαίνει σε επιτόπιο και διοικητικό – λογιστικό έλεγχο των παραστατικών, καθώς και σε έλεγχο της τήρησης του χρονοδιαγράμματος και της επίτευξης των στόχων και των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί απ’ αυτόν, κατά τη διαγραφόμενη από το άρθρο 20 της ΚΥΑ 448/2001 ειδική διοικητική διαδικασία. Η ουσιαστική δε αυτή κρίση συναρτάται με την επίτευξη των ορισθέντων στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικών του στόχων εντός των συγκεκριμένων και αυστηρά προκαθορισμένων χρονικών πλαισίων που του είχαν τεθεί και με την, εν συνεχεία, υποβολή απ’ αυτόν, εντός της ως άνω ορισθείσας αποκλειστικής συμβατικής προθεσμίας, αίτησης καταβολής της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, συνοδευόμενης από φάκελο με το σύνολο των ως άνω προβλεπόμενων δικαιολογητικών (της ΚΥΑ 448/2001, όπως εξειδικεύτηκαν στο άρθρο 1 της ΥΑ 267655/7648/2003), υποχρέωση προς την οποία ο εκκαλών δεν συμμορφώθηκε (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 463/2016, 630/2015, 2322, 475/2014, 5036, 4309, 4283/2013, 2239, 1513/2012).


ΕΣ/ΤΜ.6/1075/2020

Κατασκευή αντιπλημμυρικού οχετού...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω (βλ. σκέψη υπό στοιχ. 2), το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύναψης της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Και τούτο, διότι η ανάγκη εκτέλεσης των εργασιών αυτής ανέκυψε μετά τις όλως έκτακτες συνθήκες ακραίων φυσικών φαινομένων, που εκδηλώθηκαν μετά τη δημοπράτηση του αρχικού έργου, και συγκεκριμένα στις 29.9.2018 (κυκλώνας ....), καθώς και κατά τους μήνες Ιανουάριο και Νοέμβριο 2019 (κυκλώνας .... και θεομηνία ...., αντιστοίχως), στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου ...., στην οποία εκτελείται το έργο, τα οποία συνιστούν συνθήκες ανωτέρας βίας, καθόσον δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν από τα όργανα του αναθέτοντος φορέα σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και είχαν ως αποτέλεσμα την ραγδαία και απρόβλεπτη αύξηση της βροχόπτωσης στην περιοχή - σε ποσοστό 200%  - 500% σε σχέση με αυτή, που ελήφθη υπόψη κατά τη σύνταξη της μελέτης του αρχικού έργου, κατά το έτος 2017 – η οποία προκάλεσε έκτακτα πλημμυρικά φαινόμενα και συγκεκριμένα την υπερχείλιση του παρακείμενου στο έργο χειμάρρου ...., την πλημμύρα του ανώνυμου υδατορέματος που συμβάλλει στην περιοχή εκτέλεσης του έργου, καθώς και πλημμύρες όμορων καλλιεργειών. Μετά, δε, τα ως άνω ακραία πλημμυρικά φαινόμενα, που έπληξαν το Δήμο .... και οδήγησαν στην κήρυξη της περιοχής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μέχρι και τον Δεκέμβριο 2019, αποκαλύφθηκε ότι το αρχικό έργο, έτσι όπως είχε αρχικώς σχεδιασθεί να εκτελεσθεί, δεν αρκούσε για τη συλλογή και τη μεταφορά του όγκου των ομβρίων και άλλων υδάτων στον υπό κατασκευή οχετό και κατά συνέπεια δημιουργήθηκε η ανάγκη για επιπρόσθετες εργασίες. Ειδικότερα, οι εργασίες κατασκευής ενός νέου κιβωτοειδούς οχετού στην απόληξη του αγωγού της αρχικής σύμβασης, μήκους 10 μέτρων με διατομή 2Χ2μ., κατέστησαν αναγκαίες, διότι το υφιστάμενο τεχνικό (γεφύρι) μικρότερων διαστάσεων, με διατομή 1Χ1μ., αποδείχθηκε ανεπαρκές για τη διευθέτηση των υδάτων, που προέρχονται από τον υπό κατασκευή αγωγό διατομής 2Χ2μ. Ομοίως, με βάση τους υπολογισμούς, που περιέχονται στην προσκομισθείσα Συμπληρωματική Υδρολογική – Υδραυλική Μελέτη, αποδείχθηκε ότι και έτερο υφιστάμενο τεχνικό (οχετός) με διατομή 1 Χ 1,5 μ., που βρίσκεται σε άλλο σημείο της περιοχής εκτέλεσης του έργου, δεν επαρκεί για να παραλάβει τα ύδατα του ανώνυμου υδατορέματος που συμβάλλει στην περιοχή, γι΄αυτό απαιτείται η επέκταση του νέου τεχνικού (ήτοι του υπό κατασκευή οχετού) κατά περίπου 280 μ. για την παραλαβή των πλημμυρικών απορροών και του ως άνω ανώνυμου υδατορέματος. Τέλος, οι συμπληρωματικές εργασίες που σχετίζονται με την κατασκευή βάσης με 3Α και την ασφαλτική προεπάλειψη, η οποία θα πραγματοποιηθεί επάνω στην πλάκα του κατασκευασμένου αγωγού, κατέστησαν αναγκαίες λόγω της ανάγκης για υψομετρική αποκατάσταση του εδάφους, η οποία θα απαιτηθεί μετά την επικάλυψη του οχετού, λόγω της καταβίβασης αυτού κατά 0,5 – 0,6 μ. βαθύτερα, δεδομένου ότι το υγιές έδαφος δεν ήταν στη στάθμη που προέβλεπε η αρχική μελέτη, λόγω της ραγδαίας και απρόβλεπτης αύξησης της βροχόπτωσης που σημειώθηκε στην περιοχή κατά την εκδήλωση των ως άνω ακραίων καιρικών φαινομένων και της συνεπεία αυτής προκληθείσας αύξησης των υπόγειων υδάτων σε διάφορα σημεία της περιοχής εκτέλεσης του έργου. Κατόπιν τούτων, το Τμήμα κρίνει ότι οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες συνδέονται άρρηκτα με την αρχική εργολαβία και είναι απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωση του τεχνικού της αντικειμένου, δοθέντος ότι χωρίς αυτές δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί επιτυχώς το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, ούτε να καταστεί λειτουργικός και αποτελεσματικός ο κατασκευαζόμενος οχετός του κύριου έργου και να αποφευχθεί ο κίνδυνος επανάληψης παρόμοιων πλημμυρικών φαινομένων στο μέλλον (βλ. Ε.Σ. Τμ. Μειζ. – Επταμελ. Σύνθεσης 1378/2017, 40/2019).