Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.Ι/263/2018

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Καταλογισμός ποσού...Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, όπως το επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων δράσεων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όπως το ως άνω πρόγραμμα/καθεστώς ενίσχυσης, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων δράσεων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολό της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03), ενώ σε περίπτωση που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 1914, 959/2016, 2085/2007, 1180, 2400/2008, 913/2010, πρβλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 24ης 1.2002, C-500/99 P, σκέψη 100, της 19ης 1.2006, C-240/03 P, σκέψη 140, της 25ης 3.2010, C-414/08 P, σκέψεις 129 επ., ΠΕΕ απόφαση της 12ης 12.2007, Τ-308/05, σκέψη 153). Ο λόγος, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, η μη εμπρόθεσμη υποβολή από τον εκκαλούντα αίτησης με φάκελο δικαιολογητικών χορήγησης της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, χωρίς να συντρέχουν, σύμφωνα και με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, λόγοι ανωτέρας βίας που να τον εμπόδισαν, συνιστά από μόνη της, ανεξαρτήτως της τήρησης από αυτόν των λοιπών όρων ένταξής του στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, σοβαρή (ουσιώδη) παρατυπία-αθέτηση των όρων επιλεξιμότητας και ένταξής του στο καθεστώς αυτό, κι επομένως ο επίδικος καταλογισμός του με το συνολικό ποσό της καταβληθείσας σ’ αυτόν αχρεωστήτως 1ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης είναι ανάλογος προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας του και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Οι ειδικότεροι δε ισχυρισμοί του εκκαλούντος, με τους οποίους γίνεται επίκληση της εκ μέρους του υποτιθέμενης επιτυχούς ολοκλήρωσης του ενισχυθέντος σχεδίου δράσης του και επίτευξης του σκοπού της επίμαχης ενίσχυσής του, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ, η ουσιαστική κρίση περί τήρησης από τον εκκαλούντα των σχετικών συμβατικών του υποχρεώσεων εναπόκειται αποκλειστικώς στην αρμόδια τριμελή επιτροπή του ως άνω φορέα επίβλεψής (παρακολούθησης) του, στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης, η οποία προβαίνει σε επιτόπιο και διοικητικό – λογιστικό έλεγχο των παραστατικών, καθώς και σε έλεγχο της τήρησης του χρονοδιαγράμματος και της επίτευξης των στόχων και των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί απ’ αυτόν, κατά τη διαγραφόμενη από το άρθρο 20 της ΚΥΑ 448/2001 ειδική διοικητική διαδικασία. Η ουσιαστική δε αυτή κρίση συναρτάται με την επίτευξη των ορισθέντων στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικών του στόχων εντός των συγκεκριμένων και αυστηρά προκαθορισμένων χρονικών πλαισίων που του είχαν τεθεί και με την, εν συνεχεία, υποβολή απ’ αυτόν, εντός της ως άνω ορισθείσας αποκλειστικής συμβατικής προθεσμίας, αίτησης καταβολής της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, συνοδευόμενης από φάκελο με το σύνολο των ως άνω προβλεπόμενων δικαιολογητικών (της ΚΥΑ 448/2001, όπως εξειδικεύτηκαν στο άρθρο 1 της ΥΑ 267655/7648/2003), υποχρέωση προς την οποία ο εκκαλών δεν συμμορφώθηκε (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 463/2016, 630/2015, 2322, 475/2014, 5036, 4309, 4283/2013, 2239, 1513/2012).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/762/2021

Αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά...με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών προβάλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας με την έννοια ότι η διοίκηση όφειλε, προτού του επιβάλει το επαχθές μέτρο της ολικής δημοσιονομικής διόρθωσης, να συνεκτιμήσει τις συντρέχουσες περιστάσεις, τη βαρύτητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων και την αιτιώδη σχέση αυτών με την άρτια ή μη υλοποίηση του επίμαχου «υποέργου» και τη λειτουργικότητα του. Η δε μη εμπρόθεσμη υποβολή φακέλου και δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης συνιστά τυπική παρατυπία, η οποία, δεδομένου ότι έχουν πλέον εκπληρωθεί πλήρως άπασες οι συμβατικές του υποχρεώσεις και ότι η κτηνοτροφική μονάδα του λειτουργεί πλέον απρόσκοπτα, δεν επιφέρει οιαδήποτε ζημία στο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ανωτέρω τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα, καθόσον η μη τήρηση του τιθέμενου με το άρθρο 19 παρ. 4 της ΚΥΑ 448/2001 όρου επιλεξιμότητας περί εμπρόθεσμης υποβολής αίτησης και φακέλου για την καταβολή της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης, που να περιλαμβάνει τα εκεί προβλεπόμενα δικαιολογητικά, χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, δεν συνιστά μία απλή τυπική παράλειψη αλλά ουσιώδη κι αυτοτελή αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, η οποία άγει σε αναζήτηση του ποσού της ήδη καταβληθείσας πρώτης δόσης της ενίσχυσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 19 παρ. 5 περ. γ και 21 παρ. 2 της ίδιας ΚΥΑ (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1397/2019). Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία θα αρκούσε η έστω εκπρόθεσμη εκπλήρωση των σχετικών συμβατικών δεσμεύσεων και η de facto λειτουργία της ενισχυθείσας γεωργικής εκμετάλλευσης για την μη εφαρμογή του μέτρου της ολικής ή μερικής ανάκτησης των ποσών της ενίσχυσης, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, αφενός θα προσέκρουε στις επιτακτικές ρυθμίσεις του Κανονισμού 817/2004, ως προς την προθεσμία εκπλήρωσης των αναγκαίων όρων επιλεξιμότητας που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος και στην υγιεινή και καλή διαβίωση των ζώων, αφετέρου θα αφαιρούσε από τις ενισχύσεις του Κανονισμού 1257/1999 το αναγκαίο αντιστάθμισμα (τήρηση των όρων επιλεξιμότητας εντός του τιθέμενου χρονικού πλαισίου), μετατρέποντας αυτές σε ενισχύσεις λειτουργίας, ήτοι σε αμιγή οικονομικά πλεονεκτήματα εκτός των στόχων της διαρθρωτικής προσαρμογής των αναπτυξιακά καθυστερημένων περιοχών στον τομέα γεωργίας (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1817/2017). Περαιτέρω, η ως άνω ανάκτηση ως διοικητικό μέτρο αποκαταστατικού χαρακτήρα είναι πρόσφορη και αναγκαία για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού, δοθέντος ότι δεν εξαντλείται στην δημοσιονομική αποκατάσταση των δημόσιων προϋπολογισμών, αλλά αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση, ώστε να αποτρέπονται στρεβλώσεις κατά τους όρους ανάπτυξης του ανταγωνισμού στον τομέα της γεωργίας, άλλως, διαταράσσεται η επίτευξη μέσω των διαρθρωτικών προσαρμογών αγροτική ανάπτυξη με την επιλεκτική και εκτός ενιαίου προγραμματισμού ενίσχυση συγκεκριμένων επιχειρηματιών στον οικείο τομέα (βλ. Ε.Σ. Ολ. 1278/2019).

16. Τέλος, ο σε βάρος του εκκαλούντος καταλογισμός δεν δύναται να αρθεί ούτε δυνάμει της διάταξης του άρθρου 61 του ν.4235/2014 (Α΄ 32), σύμφωνα με την οποία απαλλάσσονται από την υποχρέωση επιστροφής της καταβλητέας πρώτης δόσης της ενίσχυσης οι νέοι γεωργοί – κτηνοτρόφοι, που δεν προσκόμισαν την άδεια ίδρυσης - λειτουργίας της πτηνοκτηνοτροφικής μονάδας τους, δεν δικαιούνται, όμως, τη δεύτερη (τελική) δόση, είτε η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο είτε όχι, η εφαρμογή της οποίας δύναται κατ’ αρχήν να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον ο επίδικος καταλογισμός δεν ερείδεται αποκλειστικά και μόνον στην μη προσκόμιση άδειας λειτουργίας της μονάδας του αλλά στη μη υποβολή του συνόλου των απαραίτητων δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης εντός της καθορισμένης συμβατικής προθεσμίας. Επομένως, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης ουδεμία επιρροή ασκεί (βλ. ad hoc Ε.Σ. Ολ. 1428/2019, Ι Τμ. 1907/2017, 1915/2016). Κατόπιν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.


Αριθμ. 14357/2011

Διαδικασία και τρόπος χορήγησης της 2ης και 3ης δόσης της Οικονομικής Ενίσχυσης στο πλαίσιο του Μέτρου 112 «ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΕΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ» του ΠΑΑ σύμ­φωνα με την 704/2008 κοινή υπουργική απόφαση.


136552/Σ.43748/2021

«Νέα ηλεκτρονική υπηρεσία μέσω διαδικτύου για την υποβολή αίτησης χορήγησης άρσης κατάσχεσης εις χείρας Τρίτων/Πιστωτικών Ιδρυμάτων λόγω υπαγωγής των οφειλών σε καθεστώς ρύθμισης και καταβολής της α΄ δόσης.»  ΑΔΑ:ΩΘΣΙ46ΜΑΠΣ-67Χ


ΕλΣυν/Τμ.4/20/2011

Συμψηφιστική τακτοποίηση της πληρωμής της πρώτης δόσης της αμοιβής των τελικών αποδεκτών-αναδόχων των Έργων «Δράσεις Ενίσχυσης της Απασχόλησης Ανέργων με την Ενεργό Συμμετοχή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) Β΄ Κύκλος» (...)πέραν των κοινών για όλες τις δόσεις δικαιολογητικών των άρθρων 4.4. και 5.4. των συμβάσεων με τη ΜΚΟ και το ΚΕΚ αντίστοιχα, τα δικαιολογητικά που αφορούν στην έναρξη της κατάρτισης (άρθρο 3.1. της σύμβασης με τη ΜΚΟ) και του προγράμματος (5.3.1. της σύμβασης με το ΚΕΚ) μπορούν να υποκατασταθούν από τη βεβαίωση- πιστοποίηση του φυσικού αντικειμένου κάθε δόσης, την οποία, σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις (άρθρο 3 της ΚΥΑ 37156/18953/2008), συντάσσει ο τελικός δικαιούχος- Ειδική Υπηρεσία Εφαρμογής Συγχρηματοδοτούμενων Ενεργειών του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και ήδη Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Στην πιστοποίηση αυτή θα καταγράφονται λεπτομερώς τα υποβληθέντα από τον τελικό αποδέκτη δικαιολογητικά (αντίστοιχα της κάθε δόσης ) και αξιολογηθέντα από την Υπηρεσία αυτή, τα οποία σε κάθε περίπτωση θα είναι στη διάθεση της αρμόδιας Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία, κατά την κρίση της και για τις ανάγκες του ελέγχου, μπορεί να ζητάει, κατά περίπτωση,  την υποβολή τους.

ΕΣ/ΤΜ.1/2322/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την υπό κρίση έφεση  ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9238/8.7.2009 πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του εκκαλούντος το ποσό των 9.100 ευρώ, που φέρεται ότι του καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως οικονομική ενίσχυση στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1. «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης» του Άξονα 3 «Βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση Υπαίθρου 2000-2006», που χρηματοδοτείται κατά 69,3% από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων – Τμήμα Προσανατολισμού (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.-Π) και κατά 30,7% από εθνικούς πόρους. (....)Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον ο εκκαλών με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτιος πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 233707/3923/178/22.4.2003 απόφαση ένταξης και στην 245869/3.6.2003 πράξη αποδοχής (βλ. mutatis mutandis απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία του εκκαλούντος προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή του, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19). Απορρίπτει την έφεση. 


ΕΣ/ΤΜ.Ι/959/2016

Καταλογισμός ποσού..Ο υπό κρίση δε λόγος είναι αβάσιμος, κατά το μέρος που μ’ αυτόν προβάλλεται ότι για να κριθεί το δυσανάλογο του επίδικου καταλογισμού πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πολύ μεγαλύτερες σε αξία σχετικές επενδύσεις της εκκαλούσας σε σχέση με τις ενταχθείσες στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, το γεγονός αυτό δεν σχετίζεται με την ιστορική και νομική αιτία του επίδικου καταλογισμού, καθώς και ότι αντί για τον επίδικο καταλογισμό θα μπορούσε να της επιβληθεί το καταλληλότερο μέτρο της υποχρέωσης επεξεργασίας πρώτων υλών προερχόμενων από κράτη μέλη της ΕΕ σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του συνόλου τους για τα επόμενα έξι (6) χρόνια, δεδομένου ότι καμία τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται από τις σχετικές προεκτιθέμενες στη σκέψη ΙΙΙ διατάξεις. Είναι όμως βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός κατά τα λοιπά, καθώς πράγματι ο διά της προσβαλλόμενης πράξης, που αποτελεί απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, καταλογισμός της εκκαλούσας με το σύνολο της επίμαχης ενίσχυσης είναι καταφανώς δυσανάλογος με την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εκ μέρους της εκκαλούσας επίμαχης παράβασης των προεκτιθέμενων διατάξεων και δεσμεύσεων της απόφασης ένταξής της στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης. Τούτο δε, διότι η εκκαλούσα κατά τα τρία (3) επίμαχα έτη (2006, 2007, 2008) συμμορφώθηκε εν μέρει μ’ αυτές τις διατάξεις και δεσμεύσεις, καθώς δεν χρησιμοποίησε τις επίμαχες ενισχυθείσες επενδύσεις της για τη μεταποίηση και εμπορία αποκλειστικώς προερχόμενων από χώρες εκτός ΕΕ (τρίτες χώρες) πρώτων υλών (ξηρών καρπών) αλλά μόνο σε ποσοστό 51,61%, 50,58% και 43,07% επί του συνόλου των πρώτων υλών της κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008, αντίστοιχα. Δεδομένης δε της νομοθετικής δυνατότητας που παρέχεται, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ και βασίμως η εκκαλούσα προβάλλει, για καταλογισμό μέρους του ποσού της επίμαχης ενίσχυσης, το ποσό του επίδικου καταλογισμού της εκκαλούσας πρέπει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να περιοριστεί σε 1.855.442,29 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 48,42% του συνολικού ποσού της επίμαχης ενίσχυσης (3.831.975,00 ευρώ), με δεδομένο ότι αυτή χρησιμοποίησε τις ενισχυθείσες επενδύσεις της για τη μεταποίηση και εμπορία πρώτων υλών προερχόμενων από χώρες εκτός ΕΕ (τρίτες χώρες) κατά τα τρία επίμαχα έτη (2006, 2007, 2008) μόνο σε ποσοστό 48,42% επί του συνόλου τους κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση. Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη πράξη, περιοριζόμενου του καταλογισθέντος δι’ αυτής ποσού σε 1.855.442,29 ευρώ, να καταλογιστεί στην εκκαλούσα υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ν. 4129/2013, Α΄ 52) το οφειλόμενο επιπλέον νόμιμο παράβολο, ποσού 17.054,42 ευρώ (1.855.442,29 Χ 1% = 18.554,42 – 1.500,00 ευρώ), και να απαλλαγεί το Δημόσιο, εκτιμώμενων των περιστάσεων, από τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας.


ΕΣ/ΤΜ.1/2672/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9244/8.7.2009 καταλογιστικής πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τον Γενικό Γραμματέα του ιδίου Υπουργείου. Με την πράξη αυτή καταλογίσθηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 11.200 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε ως νέος γεωργός στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000 - 2006».(.....)Άλλωστε δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι η διαπλασθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου αυτού αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης κατά τον καταλογισμό σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων με μισθολογικές παροχές ή συντάξεις που τους καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δεν είναι συμβατή με το καθεστώς των κοινοτικών ενισχύσεων που προβλέπει την ανάληψη εκ μέρους του δικαιούχου συγκεκριμένων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στην απόφαση ένταξης και στη σύμβαση, καθώς και την ανάκτηση της χρηματοδότησης σε περίπτωση αθέτησης αυτών, συνακόλουθα, δεν έχει εφαρμογή στην αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ  2451/2007 σκ. 7), του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται από τον εθνικό δικαστή η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα  (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C.443/03 Leffler, Συλλογή 2005, σ.Ι-9611, σκ. 51). Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον η εκκαλούσα με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτια πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 319018/10160/63/31.12.2002 απόφαση ένταξης και στην 241017/2.5.2003 πράξη αποδοχής (βλ. κατ’ αναλογία απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία της εκκαλούσας προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω με την προσκόμιση επίκαιρων στοιχείων, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή της, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την  έφεση. 


ΕΣ/ΤΜ.Ι/1914/2016

Καταλογισμός ποσού...Τέλος, δεν έχει αρθεί το νόμιμο έρεισμα του διά της προσβαλλόμενης πράξης καταλογισμού της εκκαλούσας από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 4235/2014 (Α΄ 32/11.2.2014), η οποία ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 72 του νόμου) και ορίζει ότι: «Γεωργοί που εντάχθηκαν στο Μέτρο 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης» του Άξονα προτεραιότητας 3 «Βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006» και δεν προσκόμισαν την άδεια ίδρυσης – λειτουργίας της πτηνοκτηνοτροφικής μονάδας τους, απαλλάσσονται μεν από την υποχρέωση επιστροφής της πρώτης δόσης της ενίσχυσης που τους καταβλήθηκε, δεν δικαιούνται όμως τη δεύτερη (τελική) δόση αυτής είτε η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο είτε όχι.». Τούτο δε, διότι η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται, ως αντίθετη με τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο και άμεσα εφαρμοστέες στην Ελλάδα, ως κράτος μέλος της ΕΕ, υπέρτερης τυπικής ισχύος εκτεθείσες στη σκέψη ΙΙΙ διατάξεις των άρθρων 38 και 39 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999, που, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην ίδια αυτή σκέψη, καθιστούν υποχρεωτικό τον διά αποφάσεων δημοσιονομικών διορθώσεων, όπως η προσβαλλόμενη πράξη, καταλογισμό από τα αρμόδια όργανα της ελληνικής διοίκησης σε βάρος των οικείων αχρεωστήτως λαβόντων, όπως εν προκειμένω η εκκαλούσα, ποσών που αυτοί έλαβαν αχρεωστήτως, όπως το ποσό της πρώτης δόσης (αρχικής και συμπληρωματικής) της επίμαχης ενίσχυσης, στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ παρεμβάσεων, όπως το επίμαχο συγχρηματοδοτούμενο από το ΕΓΤΠΕ Μέτρο, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διά της ανωτέρω κατώτερης τυπικής ισχύος διάταξης άρση του διά της προσβαλλόμενης πράξης επίδικου καταλογισμού της εκκαλούσας (πρβλ. Δ.Ε.Ε. απόφαση της 13 Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, σκέψεις 48, 49, 53).Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, η υπό κρίση έφεση, περιλαμβανομένου του αιτήματος της εκκαλούσας για την επιδίκαση της δικαστικής της δαπάνης σε βάρος του αντιδίκου της Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί και το κατατεθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου.


ΥΠ.Α.Α.&.ΤΡ/7931/2009

Καθορισμός Λεπτομερειών Εφαρμογής της υπ’ αριθμ. 705/2008 κοινής υπουργικής απόφασης για το Καθεστώς Ενίσχυσης για την Ενθάρρυνση των Επενδύσεων Μικρού Κόστους στις Γεωργικές Εκμεταλλεύσεις με στόχο την βελτίωση των συνολικών τους επιδόσεων.


ΕλΣυν.Τμ.1/1724/2016

Με δεδομένα τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη παρίσταται νόμιμη διότι η εκκαλούσα υπέπεσε στην ουσιώδη παρατυπία της μη υποβολής φακέλου για τη χορήγηση της 2ης δόσης της ενίσχυσης, συνακόλουθα της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει. Αβασίμως δε η εκκαλούσα βάλλει κατά της πληρότητας της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον αναφέρεται συνοπτικά στο σώμα αυτής το νομικό πλαίσιο στο οποίο ερείδεται καθώς και η αιτία του καταλογισμού.(...)Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω κρίνεται ότι η ως άνω επελθούσα ένεκα της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της συνέπεια της αναζήτησης του ποσού της ενίσχυσης το οποίο έλαβε, συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο, το οποίο είναι σύμφωνο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό των κοινοτικών ενισχύσεων στον τομέα της γεωργίας και ως εκ τούτου τα όσα προβάλλει η εκκαλούσα περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέα..(..)Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί..