Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ 2562/2011

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2218/1994, 2503/1997, 2910/2001

Μετάταξη υπαλλήλων:Επειδή, στο άρθρο 102 παρ. 1 περίοδος δ΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι «Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους», στο δε άρθρο 77 παρ. 1 περίοδος ε του Ν. 2910/2001 ότι, «Για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ανωτέρω εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Με βάση την τελευταία αυτή διάταξη εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη …, με την οποία διαπιστώθηκε η μετάταξη των εκκαλούντων από το Υπουργείο Ανάπτυξης του οποίου ήταν υπάλληλοι στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση …, κατά κατηγορία, κλάδο, ειδικότητα και βαθμό, από 2.5.2001, η απόφαση δε αυτή δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. τ. Ν.Π.Δ.Δ. 309/11.12.2001). Με τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως των εκκαλούντων από τον Νομάρχη ... (βλ. ΣτΕ 4237/2005 7μ.). Ως εκ τούτου, όσα αντίθετα ισχυρίζονται με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ 2597/2011

Μετάταξη υπαλλήλων:Επειδή, στο άρθρο 102 παρ. 1 περίοδος δ΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι «Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους», στο δε άρθρο 77 παρ. 1 περίοδος ε του Ν. 2910/2001 ότι, «Για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ανωτέρω εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Με βάση την τελευταία αυτή διάταξη εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη …, με την οποία διαπιστώθηκε η μετάταξη των εκκαλούντων από το Υπουργείο Ανάπτυξης του οποίου ήταν υπάλληλοι στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση …, κατά κατηγορία, κλάδο, ειδικότητα και βαθμό, από 2.5.2001, η απόφαση δε αυτή δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. τ. Ν.Π.Δ.Δ. 280/14.11.2001). Με τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως των εκκαλούντων από τον Νομάρχη … (βλ. ΣτΕ 4237/2005 7μ.). Ως εκ τούτου, όσα αντίθετα ισχυρίζονται με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.


ΣτΕ/1197/2012

ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ(..) με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου ....., με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων, πρώην μονίμων υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης …. κατά της υπ’ αριθμ. 28046/29.6.2001 αποφάσεως του Νομάρχη ..... η οποία τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ 44203/31.10.2001 όμοια απόφαση (ΦΕΚ, τ. ΝΠΔΔ, 280/14.11.2001). Με την τελευταία αυτή απόφαση διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μετάταξη των εκκαλούντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 77 του Ν. 2910/2001 (Α, 91), από το Υπουργείο Ανάπτυξης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση(..)Τέλος, με την επίμαχη, εν προκειμένω, διάταξη του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 ορίστηκε, αφ’ ενός μεν, ότι καταργούνται οι ως άνω προσωποπαγείς θέσεις του «αυτοδικαίως αποσπασμένου» προσωπικού στις Ν.Α. και, αφ’ ετέρου, ότι οι υπάλληλοι που κατέχουν τις θέσεις αυτές μετατάσσονται αυτοδικαίως με τη δημοσίευση του νόμου στις υπηρεσίες της Ν.Α. που θεωρήθηκαν αρχικώς αποσπασμένοι, σε κενή οργανική θέση και στον αντίστοιχο κλάδο και αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση ή αντίστοιχος κλάδος, σε προσωποπαγή θέση ή και σε προσωρινό κλάδο, που συνιστάται αυτοδίκαια, με την έναρξη ισχύος του νόμου.  (..)Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣΕ 4237/2005 7.μ., 2934/1993, 1722/1983 Oλομ.) δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, καθώς επίσης να επεκτείνει ή να συμπτύσσει τη βαθμολογική κλίμακα, εφόσον με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως της Διοικήσεως με μονίμους υπαλλήλους. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως είτε μεμονωμένως είτε δια της καταργήσεως ολοκλήρου της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία (βλ. ΣΕ 1033/1977 Oλομ., 466/1984). Επί απολύσεως δε δημοσίου υπαλλήλου συνεπεία καταργήσεως όλων των ομοιοβάθμων θέσεων μιας υπηρεσίας δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. (..)Με τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως των εκκαλούντων από τον Νομάρχη .....


ΣΤΕ 3226/2011

ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ:Υπό τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως του εκκαλούντος από το Νομάρχη .....  ....., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (ΣτΕ 4235/2005) 12. Επειδή, ενόψει του ότι παρέχεται στο νομοθέτη η ευχέρεια (βλ. ΣτΕ 2934/1993, 1715/1983 Ολομ.), κατ εκτίμηση του προσφορότερου τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, να καταργεί οργανικές θέσεις και σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως να τον απολύει ή να τον τοποθετεί σε άλλη υπηρεσία, η επιλογή του μέτρου των αυτοδικαίων μετατάξεων, που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του οργανωτικού επανασχεδιασμού των Υπουργείων και των Ν.Α. και την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούσε το ιδιόρρυθμο καθεστώς της διαρκούς αποσπάσεως των ως άνω υπαλλήλων, δεν παρίσταται καταδήλως αυθαίρετη και απολύτως απρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού (ΣτΕ 4237/2005 και πρβλ. ΣτΕ 1512, 4230/2002, 866/2001). Επομένως, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, η περαιτέρω δε αμφισβήτηση ενώπιον των δικαστηρίων, των ουσιαστικών επιλογών του νομοθέτη ως προς το προκριτέο μέσο επιτεύξεως του νομοθετικού σκοπού είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ενόψει δε και του ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι επίδικες ρυθμίσεις του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 δεν θίγουν το περιεχόμενο της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η αυτοδίκαιη μετάταξη του εκκαλούντος δεν παρίστανται αντίθετες προς την αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης (ΣτΕ 4237/2005), αλλά ούτε και προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται με τον αντίστοιχο λόγο εφέσεως.13. Επειδή, με την από 25.9.2001 αίτηση ακυρώσεως ο ήδη εκκαλών ούτε είχε προσδιορίσει συγκεκριμένα την οικογενειακή του κατάσταση ούτε ανέφερε τον τόπο εγκαταστάσεως της οικογένειάς του, και ως εκ τούτου δε δεν προσδιόρισε τη βλάβη που αυτή θα υποστεί από την εφαρμογή της προσβληθείσης υπ΄ αριθμ. 6222/2.8.2001 πράξεως του Νομάρχη ..... ...... Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που είχε προβάλει, ότι η κατ΄ άρθρον 77 του Ν. 2910/2001 μετάταξή του αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες προστατεύεται ο θεσμός της οικογένειας, ήταν απορριπτέος ως αόριστος και άρα ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρώς από το δικάσαν δικαστήριο. Άλλωστε, η προστασία της οικογένειας δεν έχει συγκεκριμένο πάντα περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότεροι τρόποι προστασίας της και η έκταση της προστασίας αυτής καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη εντός των ορίων που διαγράφουν άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές (ΣτΕ 4237/2005). Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.


ΕΣ/ΤΜ.1/96/2008

ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ. (..) καταβολή ποσού ... στη φερόμενη ως δικαιούχο αυτού δημοτική υπάλληλο … , ως διαφορά αποδοχών, κατά το χρονικό διάστημα από 30.4.2008 μέχρι 31.5.2008 λόγω μετάταξής της από τον κλάδο ΔΕ1 στον κλάδο ΠΕ1, με την αιτιολογία ότι η μετάταξη της ανωτέρω τελειούται διά της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και συνεπώς η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, που αφορά καταβολή, στην ανωτέρω, διαφοράς αποδοχών για το προ της δημοσιεύσεως της μετάταξής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως χρονικό διάστημα, δεν είναι νόμιμη.


ΣΤΕ/1788/2004

Δημοσίευση κανονιστικών πράξεων:...Επειδή, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 38807/1999-38416/1999/10.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης έχει κανονιστικό χαρακτήρα, γιατί εκδόθηκε μετά από έλεγχο νομιμότητας, κατά το άρθρο 8 ν. 3200/1955 τον οποίο ο ως άνω Υφυπουργός άσκησε επί της υπ’ αριθμ. 149/15.10.1999 αποφάσεως της Επιτροπής του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994, η οποία ήταν ομοίως κανονιστική καθ’ όσον προέβη στην ακύρωση της υπ’ αριθμ. 108/1999 κανονιστικής αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου … (ΣτΕ επταμ. 494-5/1995, 4268/2000). Ως κανονιστική, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 38807/1999-38416/1999/10.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης έπρεπε να δημοσιευθεί όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλος τρόπος δημοσιότητάς της. Από τα στοιχεία όμως του φακέλου ουδόλως προκύπτει ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε με οποιονδήποτε τρόπο και για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο η ως άνω ρητώς προσβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης ακυρωτέα. Την ίδια εξ άλλου πλημμέλεια παρουσιάζει και η 149/15.10.1999 πράξη της, κατ’ άρθρ. 177 παρ. 2 Δ.Κ.Κ., Επιτροπής Νομού .., δοθέντος ότι δεν προκύπτει τοιχοκόλλησή της στο κατάστημα του Δήμου … σύμφωνα με το άρθρο 179 παρ. 1 εδ. β’ Δ.Κ.Κ. ή δημοσίευσή της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.Επειδή, μετά την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων για τον προαναφερθέντα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση.


ΕΣ/ΤΜ.1/19/2009

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η 190569/13.7.2006 απόφαση συγκρότησης της ως άνω Επιτροπής, εφόσον εκδόθηκε στις 13.7.2006, χρόνος κατά τον οποίο ίσχυε ο ν. 301/1976, δεν απαιτείτο να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 εδαφ. ε΄ του νόμου αυτού. Αντίθετα, η ως άνω 190798/13.7.2007 τροποποιητική απόφαση έπρεπε να δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αφού κατά το χρόνο έκδοσής της (13.7.2007), ίσχυε πλέον ο ν. 3469/2006, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου (άρθρο 5 παρ.2 περ. ιβ΄) δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι αποφάσεις συγκρότησης των αμειβόμενων επιτροπών, καθώς και οι τροποποιητικές αυτών, και συνεπώς είναι ανυπόστατη μη παράγουσα έννομες συνέπειες. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη, τα δε λοιπά προβαλλόμενα από τον Επίτροπο ότι συμμετείχε στις συνεδριάσεις της επιτροπής, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2008 έως 8.10.2008, ως αναπληρώτρια της εισηγήτριας, άλλο πρόσωπο από εκείνο που οριζόταν στην απόφαση συγκρότησης, καθώς και ότι η σχετική 6264/4.5.2007  απόφαση ορισμού αναπληρώτριας της Προϊσταμένης του Τμήματος Ασφάλισης που μετείχε ως εισηγήτρια στην ως άνω επιτροπή δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθίστανται πλέον ως άνευ αντικειμένου. Συνακόλουθα, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΣΤΕ/87/2011

Δημοσίευση κανονιστικής πράξης-ανυπόστατο:..Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως).Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως)...10. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει το παρατεθέν σε προηγούμενη σκέψη κανονιστικό περιεχόμενο, όπως βεβαιώνεται στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. 3017/17-2-2009 έγγραφο της Περιφέρειας ..., καθώς και στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. Γ25258/17-2-2009 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ, εξάλλου, δεν προβλέπεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημοσίευσή της με άλλο νόμιμο τρόπο. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό ακυρώσεως που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, πρέπει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί.


ΕλΣυν.Τμ.7/39/2009

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΜΑΘΗΤΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι η υπέρβαση του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος της απευθείας ανάθεσης των δρομολογίων, που αναφέρονται αναλυτικά στις προαναφερόμενες αποφάσεις της Νομαρχιακής Επιτροπής, κατά ποσοστό 31,70% της αρχικώς προϋπολογισθείσας δαπάνης είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, στηρίζεται δε σε στοιχεία που ανταποκρίνονται στα στοιχεία του φακέλου της συνολικής διαγωνιστικής διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά ουσιώδη τροποποίηση των όρων της διακήρυξης (αρχικού και επαναληπτικού διαγωνισμού).Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, το Κλιμάκιο αποφαίνεται ότι είναι νόμιμη η παραπάνω προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, κατόπιν διαπραγματεύσεων και δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει την υπογραφή των υποβληθέντων για έλεγχο νομιμότητας σχεδίων συμβάσεων υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα απαλειφθεί η παρεχόμενη δυνατότητα παράτασης για ένα δίμηνο της ημερομηνίας λήξης των συμβάσεων με απόφαση του Νομάρχη, καθόσον πέραν της αοριστίας της ως προς την προϋπολογιζόμενη δαπάνη, μη νομίμως περιλαμβάνεται στα σχέδια συμβάσεων, προεχόντως διότι, όπως προκύπτει από τα υποβληθέντα στοιχεία του φακέλου, δεν έχει περιβληθεί των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας, αφού δεν περιελήφθη στο περιεχόμενο της περίληψης της διακήρυξης που απεστάλη προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 270/2008, 6/2009 κλπ), ούτε των περιλήψεων που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ελληνικό τύπο.


ΣΤΕ/2817/2006

Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, από τα άρθρα 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει η βασική αρχή, που ερείδεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, ότι για την τελείωση των τυπικών νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων, αλλά και των λοιπών κανονιστικού χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, απαιτείται, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους, η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τη δημοσίευση η κανονιστική ρύθμιση καθίσταται προσιτή στους πολίτες, δημιουργείται τεκμήριο γνώσης της και καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας των κανονιστικών διοικητικών πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα λοιπά δικαστήρια. Ειδικά, όμως, για τις λοιπές, πέραν των προεδρικών διαταγμάτων, κανονιστικού περιεχομένου διοικητικές πράξεις, ο νομοθέτης μπορεί να καθορίσει γενικό ή ειδικούς, κατά περίπτωση, τρόπους δημοσιεύσεως με άλλο πρόσφορο μέσο, που προσιδιάζει στο αντικείμενο και το χαρακτήρα της επιχειρούμενης ρυθμίσεως (ΣτΕ 4108, 4109/1999 Ολ., 3322/2005)Επειδή, όπως συνάγεται από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενό της (καθορισμός αποδοχών Γενικού Διευθυντή της …), η 20286/Ζ2/2361/21-9-1989 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 1730/1987, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και για να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις. Τέτοια δημοσίευση όμως δεν έγινε, όπως προκύπτει από το 3461/22-9-2006 έγγραφο του αναιρεσείοντος Ταμείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας σε συνδυασμό με το Γ162534/20-9-2006 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το εν λόγω Ταμείο, τα οποία περιήλθαν στο Δικαστήριο μετά την 1423/2006 αναβλητική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εφάρμοσε την πιο πάνω ανυπόστατη υπουργική απόφαση. Για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/78/2019

Καταβολή τακτικής μισθοδοσίας σε υπάλληλο Δήμου:..Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι νομίμως εχώρησε η κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35 παρ. 2 του ν. 4531/2018 μετάταξη της ως άνω υπαλλήλου στον Δήμο ... – .... Ειδικότερα, η εν λόγω υπάλληλος είχε αποσπαστεί, κατόπιν προηγούμενης αίτησής της, από τον Δήμο ... στον Δήμο ... – ... από 7.2.2018, για λόγους συνυπηρέτησης με τον στρατιωτικό σύζυγό της, συνεπώς υπαγόταν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 4440/2016, από το οποίο δεν αποκλείονται, κατά τα προεκτεθέντα, οι αποσπασθέντες για λόγους συνυπηρέτησης υπάλληλοι, εφόσον, όπως εν προκειμένω, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του πραγματικού της διάταξης. Υπό την ιδιότητά της αυτή υπέβαλε ακολούθως αίτηση για τη μετάταξη στον Δήμο όπου υπηρετούσε, εντός της θεσπιζόμενης από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4531/2018 δίμηνης προθεσμίας, η οποία (αίτηση) έγινε δεκτή με απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου και των συναρμοδίων Δημάρχων, δημοσιεύθηκε δε προσηκόντως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως εκ τούτου, η επίμαχη μετάταξη διενεργήθηκε νομίμως, παρά τον αντίθετο λόγο διαφωνίας της Επιτρόπου. Επισημαίνεται, τέλος, στην έκθεση διαφωνίας ότι δεν προσκομίστηκε επικαιροποιημένη βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας ότι ο σύζυγος της δικαιούχου του ελεγχόμενου εντάλματος εξακολουθεί να υπηρετεί στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας. Ο λόγος όμως αυτός απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με την έκθεση διαφωνίας και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εξετασθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (πρβλ. Ε.Σ. Κλιμ.Προλ.Ελ.Δαπ. στο I Τμ. 182/2017, 19/2016, 247, 197/2015). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το υπό έλεγχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη παρίσταται νόμιμη, τούτο όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί λόγω λήξης του οικονομικού έτους 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.