Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/2080/1987

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2308/1995

Με τα δεδομένα αυτά, τόσο ο Διοικητής της Τράπεζας .. όσο και τα εξουσιοδοτημένα απ' αυτόν άλλα όργανα της Τράπεζας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων, στην οποία μάλιστα μετέχουν και οι Υποδιοικητές, αποτελούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, δημόσια όργανα αφού και η Τράπεζα …, στην οποία ανήκουν, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού καθαρώς δικαίου, αλλά λόγω των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί και των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, έχει, ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, προσλάβει δημόσιο χαρακτήρα. Δεν προσκρούει, λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η άσκηση από τα πιο πάνω όργανα της Τράπεζας … της αρμοδιότητας χορηγήσεως αδειών λειτουργίας Τραπεζών, στις συνταγματικές διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση των κρατικών λειτουργών και ειδικότερα της εκτελεστικής λειτουργίας. Αν και κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 26, 83, 95 § 1 και 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι η διοικητική λειτουργία ασκείται κατ' αρχήν από δημόσια όργανα ενταγμένα στις δημόσιες υπηρεσίες. Και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς.Και ναι μεν αναγνωρίζεται ότι είναι επιτρεπτή, κατ' εξαίρεση, η ανάθεση ασκήσεως συγκεκριμένης διοικητικής αρμοδιότητας σε όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως νομικά πρόσωπα "διφυούς χαρακτήρος", αλλά η σχετική αρμοδιότητας πρέπει να αφορά συγκεκριμένο σκοπό και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε καίριους τομείς της διοικητικής δράσεως, όπως είναι η άσκηση ατομικού δικαιώματος. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η αρμοδιότητα για την χορήγηση άδειας λειτουργίας τραπεζών πρέπει να ασκείται από δημόσια όργανο και δεν είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, κατά το μέρος που επιτρέπει τη μεταβίβαση της κατά το άρθρο 2 του αν.ν. 1665/1951 αρμοδιότητας της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής σε όργανα της Τράπεζας .. απαρτούμενα κατά πλειοψηφία από απλούς υπαλλήλους της που δεν έχουν το ειδικό καθεστώς του Διοικητή ή των Υποδιοικητών.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/319/2007

Πληροί τις προϋποθέσεις της διαφήμισης, το έντυπο υλικό προβολής προϊόντων επιχειρήσεων, το οποίο εμπεριέχεται, υπό μορφή ένθετων φυλλαδίων, στα ενημερωτικά έντυπα των Τραπεζών (διακίνηση λογαριασμών, πιστωτικών καρτών κ.λπ.) των οποίων παραλήπτες είναι συγκεκριμένοι χρήστες των υπηρεσιών της οικείας Τράπεζας.

ΣΤΕ ΕΑ 829/2009

Προμήθεια ειδών ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού:..Επειδή, η αιτούσα ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι στην προδιαγραφή 11 του είδους 36 δεν καθίσταται σαφές εάν η επιφάνεια κατάκλισης της τράπεζας πρέπει να κινείται ηλεκτρικά ή χειροκίνητα και ότι η ασάφεια αυτή επιτρέπει την προσφορά τραπεζών υποδεέστερης τεχνολογίας που χρησιμοποιούν μηχανική κίνηση. Ο λόγος αυτός, ο οποίος εσφαλμένα στρέφεται κατά της προδιαγραφής 11 του είδους 36, δοθέντος ότι κατά τη διακήρυξη η προδιαγραφή που αφορά την επιφάνεια κατάκλισης της τράπεζας του είδους 36 είναι η υπ’ αριθ. 9, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος μετά την απόρριψη, κατά τα ανωτέρω, των λόγων των αναφερομένων σε όρους της διακήρυξης (προδιαγραφές 1, 3 και 4 του είδους 36) που, αυτοτελώς εφαρμοζόμενοι, καθιστούν, κατά την αιτούσα, αδύνατη τη νόμιμη συμμετοχή της στον ένδικο διαγωνισμό για το εν λόγω είδος (πρβλ. Ε.Α. 691/2009).Επειδή, κατόπιν τούτων η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.


ΝΣΚ/64/2017

Καταλογισμοί από τη Διεύθυνση Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων του Γ.Λ.Κ..(...) 1. Η καταλογιστική διαδικασία είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της καθ’ ύλην αρμόδιας Δ.Ε.Ε.Ε. ασκούμενη από τον Προϊστάμενο αυτής, ούτε καταργείται από τις διατάξεις του άρθρου 47 του π.δ. 111/2014, ούτε εμποδίζεται από την κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας διενέργεια ελέγχου. Εφόσον το ελεγκτικό όργανο διαπιστώσει έλλειμμα στη δημόσια διαχείριση, υποχρεούται να προτείνει ή να ενεργήσει τον καταλογισμό σε βάρος των υπόχρεων προσώπων, καθόσον η διενέργεια ελέγχου κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας δεν εμποδίζει την άσκηση της καταλογιστικής αρμοδιότητας των ελεγκτικών οργάνων (πλειοψηφία). 2. Επί εκκρεμών καταλογισμών της πρώην Οικονομικής Επιθεώρησης, τα όργανα της Γ.Δ.Δ.Ε. είναι κατά νόμο αρμόδια για την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων. Εάν δεν είναι δυνατή η έκδοση καταλογιστικής πράξης, που να περιέχει τα κατά νόμο στοιχεία και να είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη, η ΓΔΔΕ μπορεί, είτε να διενεργήσει επανέλεγχο, είτε να διαβιβάσει τις εκκρεμείς εκθέσεις ελέγχου από τις οποίες προκύπτει μη νόμιμη πληρωμή δαπανών ή ελλείμματα, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο είναι αρμόδιο για τον κατασταλτικό έλεγχο των δαπανών, προκειμένου να επιληφθεί του καταλογισμού (ομόφωνα). 3. Η διαδικασία διενέργειας διοικητικού (κατασταλτικού) δημοσιονομικού ελέγχου δεν αποκλείεται από την κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας διενέργεια ελέγχου για την εξακρίβωση διάπραξης αδικήματος και την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Οι δύο μορφές ελέγχου μπορεί να συνυπάρχουν και να αλληλοσυμπληρώνονται (πλειοψηφία).


ΔΕΚ/C-324/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. Για να εκτιμηθεί αν η παραχωρούσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και πραγματικών περιστατικών. Από την εξέταση αυτή πρέπει να προκύψει ότι ο εν λόγω ανάδοχος υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην παραχωρούσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω αναδόχου. Η δυνατότητα καθοριστικής επιρροής πρέπει να καλύπτει τόσο τους στρατηγικούς στόχους όσο και τις σημαντικές αποφάσεις του αναδόχου αυτού. Συναφώς, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου αναλόγου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. (βλ. σκέψεις 28, 42, διατακτ. 1–2) 2. Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί η αρχή αυτή στις δικές της υπηρεσίες, όχι όμως να ταυτίζεται με αυτόν ως προς όλα τα σημεία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο έλεγχος που ασκείται στον ανάδοχο φορέα να είναι αποτελεσματικός, δεν απαιτείται όμως να είναι ατομικός. Στην περίπτωση που περισσότερες δημόσιες αρχές επιλέγουν να εκπληρώσουν τα δημόσια καθήκοντά τους προσφεύγοντας σε κοινό ανάδοχο φορέα, αποκλείεται κατά κανόνα μία από τις αρχές αυτές, εκτός αν μετέχει πλειοψηφικώς στον φορέα αυτό, να ασκεί μόνη της καθοριστικό έλεγχο στις αποφάσεις του φορέα αυτού. Η απαίτηση να είναι ατομικός ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αρχή στην περίπτωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλει τον ανταγωνισμό στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια αρχή θα ήθελε να προσχωρήσει σε ομάδα απαρτιζόμενη από άλλες αρχές, όπως ο διαδημοτικός συνεταιρισμός. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σύστημα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα δημόσιων συμβάσεων και αναθέσεων. Συγκεκριμένα, μια δημόσια αρχή έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της. Οι δημόσιες αρχές μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους αυτής να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος με δικά τους μέσα σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές. Επομένως, στις περιπτώσεις που περισσότερες δημόσιες αρχές ελέγχουν ανάδοχο φορέα στον οποίο αναθέτουν την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος, ο έλεγχος που οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν επί του εν λόγω φορέα μπορεί να ασκηθεί από κοινού. Όσον αφορά το συλλογικό όργανο, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεως, συγκεκριμένα η δια πλειοψηφίας απόφαση, δεν ασκεί επιρροή. (βλ. σκέψεις 46–51, 54, διατακτ. 3)


ΣΤΕ/685/2019

Δασικοί χάρτες:..Επειδή, οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της τελευταίας, προβλέπουν, κατά το ρητό τους γράμμα, την αποτύπωση και εξαίρεση από την ανάρτηση δασικών χαρτών των περιοχών όπου έχουν αναπτυχθεί «οικιστικές πυκνώσεις», των οποίων δεν περιέχει ορισμό. Οι εν λόγω συγκεντρώσεις κτιρίων, πάντως, δεν εμπίπτουν, κατά την έννοια του νόμου, ούτε σε περιοχές εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων ή νομίμως υφισταμένων οικισμών, οι οποίες, κατά το σύστημα του νόμου, αποτυπώνονται στο υπόβαθρο του δασικού χάρτη με πορτοκαλί χρώμα, ούτε σε περιοχές οικισμών που στερούνται νόμιμης έγκρισης ή, έστω, υπό έγκριση σχεδίων ή υπό οριοθέτηση οικισμών, οι οποίες αποτυπώνονται με κίτρινο χρώμα. Περαιτέρω, η εξαίρεσή τους από τον αναρτώμενο δασικό χάρτη και τη διαδικασία αντιρρήσεων κατ’ αυτού νοείται από το νομοθέτη, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, ως οριστική. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές αφενός δεν προβλέπουν άλλη διαδικασία, η οποία θα διασφάλιζε ότι οι εντός των «πυκνώσεων» δασικές εκτάσεις θα συμπεριληφθούν στους οριστικούς δασικούς χάρτες και, εν τέλει, στο Δασολόγιο (πρβλ. σχετικώς, άρθρο 24 για τις περιοχές μη εγκύρως οριοθετημένων οικισμών κ.λπ.), αφετέρου δε από τον ρητώς διατυπούμενο σκοπό τους, που είναι η «περιβαλλοντική και πολεοδομική διαχείριση» των «οικιστικών πυκνώσεων», τμήματα των οποίων έχουν, εν τούτοις, εγνωσμένο δασικό χαρακτήρα (βλ. προπαρακευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4389/2016, ανωτέρω). Η εξαίρεση, εξάλλου, αυτών των περιοχών από τους δασικούς χάρτες και, κατ’ επέκταση, από το Δασολόγιο δεν υπαγορεύεται από κανένα σκοπό δημοσίου συμφέροντος, είναι δε, ιδίως, απρόσφορη για την επιτάχυνση της κύρωσης των δασικών χαρτών. Τούτο δε διότι, για μεν τα τμήματα των δασικών χαρτών ως προς τα οποία δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, η κύρωση των δασικών χαρτών προβλέπεται ως άμεση και χωρεί ανεξαρτήτως της εκβάσεως των αντιρρήσεων (άρθρο 17 του ν. 3889/2010), που, άλλωστε, δεν αφορούν τα τμήματα αυτά, για δε τα υπόλοιπα τμήματα, ως προς τα οποία υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, η κύρωση και η πρόσδοση σ’ αυτούς οριστικής ισχύος μετατίθεται μεν για το μετά την εξέταση των αντιρρήσεων χρόνο, γεγονός που επιφέρει μοιραίως τις αναγκαίες καθυστερήσεις, πρόσφορος, όμως, τρόπος αντιμετώπισής τους δεν είναι η εκ προοιμίου έκταξή τους από τους δασικούς χάρτες, η οποία αφενός μεν στερεί χωρίς αποχρώντα λόγο τα τμήματα αυτά και από την προσωρινή, αλλά άμεση ισχύ της καταγραφής τους ως δασικών στον καταρτισθέντα χάρτη (άρθρο 17 παρ. 7), και, αφετέρου, όχι απλώς δεν επιταχύνει, αλλά ματαιώνει, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, την συμπερίληψή τους στο Δασολόγιο. (...)Ενόψει τούτων, και ανεξαρτήτως της παροχής εξουσιοδότησης σε άλλο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανο (άρθρο 43 παρ. 2 Συντ.), οι ως άνω διατάξεις είναι, κατά την ίδια γνώμη, σύμφωνες, πάντως, με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος και η ερειδόμενη σ’ αυτές προσβαλλόμενη πράξη είναι, από την άποψη αυτή, νόμιμη. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία, λόγω του αντιθέτου προς το Σύνταγμα περιεχομένου της εξουσιοδοτικής διάταξης, δεν θα μπορούσε επιτρεπτώς να εκδοθεί ούτε υπό τον τύπο προεδρικού διατάγματος, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί.


ΔΕΚ/C-324/2007

«Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων υπηρεσιών – Παραχώρηση σχετική με την εκμετάλλευση δημοτικού δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης – Ανάθεση από δήμο σε διαδημοτικό συνεταιρισμό – Υποχρέωση διαφάνειας – Προϋποθέσεις – Άσκηση, από την παραχωρούσα αρχή, ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες»(....) 1) Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. 2) Υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που αφορούν το περιθώριο αυτονομίας που διαθέτει ο εν λόγω συνεταιρισμός, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, υπό τις οποίες οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. 3) Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/246/2013

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη ως προς τους ... και ......., καθόσον αυτοί προσκόμισαν άδεια για την άσκηση ιδιωτικού έργου, λαμβανομένου υπόψη και ότι η άδεια που προσκομίστηκε από τους ανωτέρω φέρει ημερομηνία προγενέστερη του διμήνου από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης καθενός, καθώς και ότι η Επίτροπος διαφωνεί ως προς την ύπαρξη και όχι την εμπρόθεσμη κατάθεση της άδειας εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας. Αντιθέτως, η δαπάνη είναι μη νόμιμη ως προς τους λοιπούς από τους φερόμενους ως δικαιούχους, με τις ακόλουθες διακρίσεις: 1) ως προς τους …,.. διότι δεν προηγήθηκε της άδειας η σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, 2) ως προς τις …… και ….., αφενός, διότι δεν προσκομίστηκαν οι επικαλούμενες άδειες για την άσκηση ιδιωτικού έργου και, αφετέρου, διότι δεν προηγήθηκε της άδειας η σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, 3) ως προς τους ….. και …., αφενός, διότι δεν προσκομίστηκαν οι επικαλούμενες άδειες για την άσκηση ιδιωτικού έργου και, αφετέρου, διότι οι άδειες αυτές εκδόθηκαν μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας από την υπογραφή των οικείων συμβάσεων, εντός της οποίας έπρεπε να προσκομισθούν, 4) ως προς τους μη λοιπούς, μη κατονομαζόμενους ρητά, δικαιούχους, διότι δεν προσκομίστηκε άδεια από την υπηρεσία τους, μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος, με το έγγραφο επανυποβολής των χρηματικών ενταλμάτων, ισχυρισμός ότι οι φερόμενοι ως δικαιούχοι έχουν προσκομίσει υπεύθυνες δηλώσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι έχουν υποβάλει αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας από τις υπηρεσίες στις οποίες υπάγονται, αλλά οι άδειες αυτές δεν έχουν εκδοθεί ακόμη λόγω μη συνεδρίασης των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι οι επικαλούμενες υπεύθυνες δηλώσεις δεν μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη της απαιτούμενης από τις προαναφερθείσες διατάξεις νόμιμης προϋπόθεσης της ύπαρξης άδειας της υπηρεσίας, που μάλιστα πρέπει να προσκομιστεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.


ΕλΣυν.Κλ.Ε/203/2014

Δημόσια έργα-έλεγχος νομιμότητας: Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι το σχέδιο σύμβασης εισάγεται απαραδέκτως για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας, καθόσον αφορά σε έργο με προϋπολογιζόμενη δαπάνη κατώτερη του ποσού των 10.000.000 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α. Συνεπώς, το Κλιμάκιο στερείται αρμοδιότητας για τη διενέργεια προσυμβατικού ελέγχου επ’ αυτού και πρέπει να απόσχει.


ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/104/2018

Υπηρεσίες:..Με τα δεδομένα αυτά, τα αρμόδια όργανα του Συνδέσμου δεν όφειλαν, στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης της επίμαχης σύμβασης για τη λειτουργία του Χ.Υ.Τ.Α., να λάβουν την σύμφωνη γνώμη της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, διότι η σύμβαση δεν εμπίπτει λόγω ποσού στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΚ και 2014/25/ΕΚ και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4013/2011.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.


N.4052/2012

Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» και άλλες διατάξεις.