ΕΛΣΥΝ/Μ.ΟΛΟΜ/1334/2023
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος επωφεληθέντος από διάθεση ενωσιακών πόρων ιδιωτικού φορέα.
Στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπάγονται κατά το Σύνταγμα (άρθρο 98) δύο βασικές κατηγορίες διαφορών, ήτοι αυτές που πρωτογενώς, κατά συνταγματική επιταγή, υπάγονται ρητώς στη δικαιοδοσία του, και αυτές που, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησης των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων, υπάγονται εκάστοτε δυνάμει νομοθετικής διάταξης. Δεν υφίσταται συνταγματικώς απαίτηση «απολύτου συναφείας», αλλά αρκεί, κατ’ ορθή ερμηνεία του Συντάγματος, η απλή συνάφεια της υπαχθείσας νομοθετικώς στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαφοράς με τις πρωτογενώς εκ του Συντάγματος υπαχθείσες, άλλως τα προέχοντα χαρακτηριστικά αυτής.
Ο «έλεγχος των λογαριασμών» (δημοσιονομικός έλεγχος) συνιστά άσκηση δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας και, εφόσον έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη αποκαταστατικού μέτρου, γεννά διοικητική διαφορά ουσίας με δημοσιονομικό χαρακτήρα η οποία υπάγεται πρωτογενώς στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Οι τελικοί λήπτες των ενισχύσεων - είτε είναι δημόσια νομικά πρόσωπα είτε απλοί ιδιώτες - καθίστανται, λόγω της ένταξής τους σε συγχρηματοδοτούμενο από ενωσιακούς πόρους επιχειρησιακό πρόγραμμα, υπόχρεοι σε δημόσια λογοδοσία και αποκτούν, κατά το μέρος που υπόκεινται στη λογοδοσία αυτή, την ιδιότητα του υπολόγου.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ν.1735/1987
Προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, κοινωνικός έλεγχος στη δημόσια διοίκηση, πολιτικά δικαιώματα και άλλες διατάξεις
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1334/2023
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 168.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 12.475,84 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 180.475,84 ευρώ, που καταβλήθηκε σ’ αυτήν στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 6 με τίτλο «Ενίσχυση της Πολιτιστικός Πολυχώρος Προσομοίωσης Παραδοσιακών Αγροτικών Δραστηριοτήτων Ε.Π.Ε. στη θεματική ενότητα Τουρισμός»(...)Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στις σκέψεις 4 έως 6 της παρούσας, αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών εκ δημοσιονομικών διορθώσεων επικαλούμενο δύο κατά βάση συνταγματικού επιπέδου επιχειρήματα: Πρώτον, ότι με βάση την κατά το Σύνταγμα ενδεικτική απαρίθμηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κοινός νομοθέτης δύναται να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνον τις υποθέσεις που είναι «απολύτως συναφείς» με τις πρωτογενώς υπαχθείσες από το Σύνταγμα στη δικαιοδοσία του. Και, δεύτερον, ότι ως δημόσιοι υπόλογοι κατά την οικεία συνταγματική ρύθμιση νοούνται μόνον αυτοί στους οποίους έχει ανατεθεί εξουσία διαχείρισης χρημάτων που ανήκουν σε δημόσιο φορέα, όχι δε και οι ωφελούμενοι από δημόσια ενίσχυση ιδιώτες, ακόμη και αν υπόκεινται κατά νόμο σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο.(...)το Ελεγκτικό Συνέδριο ανήχθη από το Σύνταγμα του 1975 σε αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο, απολαύον του αυτού βαθμού ανεξαρτησίας που απολαύουν μεταξύ τους ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, ως μη αποτελούν πλέον ειδικό διοικητικό δικαστήριο, οι ρυθμίσεις περί τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά ως εξαίρεση εκ του κανόνα της γενικής δικαιοδοσίας της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά αυτοτελώς ενόψει των σκοπών που εξυπηρετεί η υπαγωγή των οικείων διαφορών στη δικαιοδοσία του.(...)Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν ανατεθεί νομοθετικώς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τελούσες σε «απόλυτη συνάφεια» με τις διαφορές εκ του ελέγχου των λογαριασμών δημοσίων υπολόγων, ως αντιλαμβάνεται την έννοια του δημοσίου υπολόγου το Συμβούλιο της Επικρατείας....το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει ένδικα βοηθήματα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων που αφορούν διαχείριση επιχορηγήσεων και χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες, οι οποίες προέρχονται από ενωσιακούς πόρους.(...)Η αυτοτέλεια της υποκείμενης αιτίας του «ελέγχου των λογαριασμών», ως στοιχείο προσδιοριστικό της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των αντίστοιχων διαφορών, είναι συνυφασμένη με τη θεσμική αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως του ανωτάτου δημοσιονομικού δικαστηρίου της Χώρας, το οποίο, μέσω ιδίως των σχετικών με τον έλεγχο των λογαριασμών αρμοδιοτήτων του (είτε ελεγκτικών είτε δικαιοδοτικών), εγγυάται τη σύννομη και με όρους διαφάνειας διαχείριση των πεπερασμένων δημόσιων πόρων υπέρ του δημοσίου συμφέροντος(...)Με βάση τα προεκτεθέντα, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τον καταλογισμό προσώπων (φυσικών ή νομικών) στα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως χρηματικά ποσά από το Δημόσιο (ή από ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ κ.λπ.), έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι «δημόσιοι υπόλογοι» ως αντιλαμβάνεται την έννοια αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον ο σε βάρος τους καταλογισμός συνιστά πράξη «τακτοποίησης» δημόσιου λογαριασμού και, εντεύθεν, μέσο αποκατάστασης της επελθούσας βλάβης στον οικείο Προϋπολογισμό και δη υπό διττή έννοια, ήτοι αφενός ως ακύρωση της προηγηθείσας υλικής πράξης διενέργειας του εξόδου (είτε μερικής είτε ολικής, ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης του Προϋπολογισμού του φορέα) και αφετέρου ως δημιουργία νόμιμου (εκτελεστού) τίτλου για την επιστροφή του σχετικού ποσού στο Δημόσιο (ή σε ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ.).(...)Τέλος, δεν αναδείχθηκε στην αναιρεσιβαλλομένη στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, ώστε να εγερθεί ζήτημα κακής πίστεως αυτής. Ενόψει τούτου, όταν εγκρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς το αρχικό και εν συνεχεία το αναλυτικό σχέδιο της επίδικης επένδυσης, οποιοσδήποτε διοικούμενος ευρισκόμενος στη θέση της αναιρεσείουσας ευλόγως μπορούσε να τρέφει, στηριγμένος σε καθοριστικής σημασίας πράξεις φορέων δημόσιας λειτουργίας, τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η επένδυσή του ήταν επιλέξιμη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε σε φορολογική αρχή ότι η επένδυσή της αφορούσε μουσείο, δεν ασκεί επιρροή στην ανωτέρω κρίση, διότι ακόμη και αν μια τέτοια δήλωση έγινε προς αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης της δηλούσας, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της επίδικης επένδυσης ως τουριστικής καθόσον τούτο συντελείται αντικειμενικώς με βάση κριτήρια εκ της εφαρμοστέας ειδικής για την επένδυση νομοθεσίας. Δέχεται την αίτηση αναίρεσης.
ΕλΣυν.Κλ.Ζ/79/2015
Δημόσια έργα-έλεγχος νομιμότητας: Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο δεν διαπιστώνει ουσιώδεις πλημμέλειες στην ελεγχόμενη διαδικασία δημοπράτησης και συνεπώς δεν κωλύεται η υπογραφή των Συμβάσεων Αγοραπωλησίας Μετοχών για την αξιοποίηση δύο ακινήτων στη Δημοτική Ενότητα .. του Δήμου .. από το Ταμείο .
ΣΤΕ/ΕΑ/157/2015
Προκήρυξη διαγωνισμού για την παραχώρηση ιδιαιτέρου δικαιώματος χρήσης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος...Επειδή, εξ άλλου, η διαφορά που γεννάται από την αμφισβήτηση πράξεων εκδοθεισών στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατατείνει στη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως περί εκμισθώσεως από την …. χώρου κειμένου στην χερσαία ζώνη λιμένα, εφ’ όσον η αμφισβήτηση αυτή εγείρεται όχι από τρίτους αλλά από πρόσωπα μετασχόντα στον διαγωνισμό, έχει τον χαρακτήρα ιδιωτικής διαφοράς (βλ. ΣτΕ 891-5/2008 Ολομ., 1211/2010 Ολομ.). Συνεπώς, εφ’ όσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των ειδικών δικονομικών διατάξεων του ν. 3886/2010, ώστε να έχει δικαιοδοσία η Διοικητική Δικαιοσύνη ανεξαρτήτως της φύσεως της διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικής, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως έχουν τα πολιτικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ.2 του Συντάγματος. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Πρέπει, όμως, να επιστραφεί στους αιτούντες το ποσό παραβόλου που κατεβλήθη επιπλέον του οφειλομένου ποσού των εκατό (100) ευρώ.
ΕλΣυν/Κλ.Ζ/140/2009
Στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α΄ 84/17.4.2001), ορίζεται ότι «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) ... β) Ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή όπως νόμος ορίζει ...». Από την προαναφερόμενη διάταξη συνάγεται ότι σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο υπάγονται, πλέον, όλες ανεξαιρέτως οι συμβάσεις μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενοι είναι το Δημόσιο ή άλλο Νομικό Πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως οι συμβάσεις αυτές ειδικότερα θα καθοριστούν από το νόμο (κατά κατηγορία - είδος συμβάσεων ή ύψος ποσού) και τέτοιες είναι οι συμβάσεις που συνάπτονται είτε μεταξύ διαφόρων φορέων της δημόσιας διοίκησης (ομοιογενείς συμβάσεις) είτε μεταξύ ενός φορέα της δημόσιας διοίκησης (ανεξαρτήτως της μορφής της νομικής του οργάνωσης) και ενός ιδιώτη (ετερογενείς συμβάσεις). Αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία στον ανωτέρω έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου εμπίπτουν μόνο οι εξ’ επαχθούς αιτίας συμβάσεις, ήτοι οι συμβάσεις εκείνες κατά τις οποίες α) ο δημόσιος φορέας και ο αντισυμβαλλόμενός του συνομολογούν στην ανταλλαγή παροχών (αμφοτεροβαρείς συμβάσεις), β) προέχον κίνητρο για τον ως άνω αντισυμβαλλόμενο είναι το κέρδος και γ) ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας τον εκ των πράξεων και επιλογών του οικονομικό - επιχειρηματικό κίνδυνο δε βρίσκει έρεισμα στο γράμμα αλλά ούτε και στη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, σκοπός του οποίου είναι η εξασφάλιση της νομιμότητας και της διαφάνειας στην εν γένει συμβατική δραστηριότητα του Δημοσίου και των άλλων φορέων της δημόσιας διοίκησης, από την άσκηση της οποίας αναλαμβάνονται σημαντικές οικονομικές υποχρεώσεις σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ή των ειδικότερων προϋπολογισμών τους. Για την άσκηση, όμως, της ως άνω γενικής επί όλων των ανωτέρω συμβάσεων αρμοδιότητας ελέγχου που ανατέθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο με την ως άνω διάταξη του Συντάγματος δηλαδή της αρμοδιότητας πέραν αυτής που ανατέθηκε στο Συνέδριο για τον έλεγχο συμβάσεων προμηθειών αγαθών, εκτέλεσης έργου και παροχής υπηρεσιών με το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 2741/1999, όπως αυτή ισχύει, απαιτείται, περαιτέρω, η έκδοση νόμου εκτελεστικού της διάταξης αυτής του Συντάγματος με τον οποίο θα επεκτείνεται ο υποχρεωτικός έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σε άλλες κατηγορίες συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας υπό τον όρο ότι η ευχέρεια αυτή του κοινού νομοθέτη δεν μπορεί να επεκταθεί σε σημείο που να καταλυθεί η γενική ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των δημοσίων συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, η διατήρηση της οποίας τίθεται ως όριο στη σχετική νομοθετική ευχέρεια (Πράξη VI Τμ. 70/2003, Ζ΄ Κλιμ. 42, 159/2008).
ΕΣ/Ζ Κλ/174/2009
Οι συμβάσεις του άρθρου 25 του ν. 3649/2008 έχουν ένα ειδικό αντικείμενο, που συνίσταται στην υλοποίηση των υποχρεώσεων του Υπουργείου Εσωτερικών από την ανάληψη της Προεδρίας του 3ου Παγκόσμιου Φόρουμ για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη (Global Forum on Migration and Development - GFMD). Η ως άνω κατηγορία συμβάσεων υπάγεται, κατ’ αρχάς, σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, δεδομένου ότι από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 εδ. β΄ του ισχύοντος Συντάγματος θεσπίζεται, πλέον, γενική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για όλες τις συμβάσεις που συνάπτουν, μεταξύ άλλων, οι Ο.Τ.Α., ανεξάρτητα από το ιδιαίτερο αντικείμενό τους και την ειδικότερη κατηγορία στην οποία εντάσσονται. Πλην όμως, ο έλεγχος αυτός δεν δύναται να ενεργοποιηθεί πριν από την έκδοση του εκτελεστικού της διάταξης αυτής του Συντάγματος τυπικού νόμου, με τον οποίο ρητά θα υπάγεται για έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο η συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων (πρβλ. Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 140/2009). Εξάλλου, οι υπό κρίση συμβάσεις δεν υπάγονται σε όσα ρυθμίζονται στο άρθρο 2 του ν. 3060/2002 (ΦΕΚ 242 Α΄/11.10.2002), όπως αυτό ισχύει, το οποίο έχει μεν εκδοθεί μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος και την ισχύ του αναθεωρημένου άρθρου 98 παρ. 1 εδ. β΄ αυτού (17-4-2001), συνιστά δε ρύθμιση, με την οποία τροποποιείται υφιστάμενο και πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος νομοθετικό πλαίσιο, με το οποίο ανατέθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητας συγκεκριμένων τριών κατηγοριών συμβάσεων και ορισμένου καθ’ ύψος οικονομικού αντικειμένου. Συνεπώς, το Κλιμάκιο πρέπει να απέχει από τον έλεγχο νομιμότητας των ως άνω σχεδίων συμβάσεων.
ΝΣΚ/240/2006
Υποχρέωση των τελικών δικαιούχων των πράξεων, που εντάσσονται σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του Γ΄ ΚΠΣ, να τηρούν κατά την υλοποίηση των πράξεων αυτών, όχι μόνον την κοινοτική αλλά και την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει τις δημόσιες συμβάσεις.Κατά την υλοποίηση των πράξεων που εντάσσονται σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του Γ΄ ΚΠΣ κατά τις διατάξεις του Ν 2860/2000 (ΦΕΚ Α΄ 251), που χρηματοδοτούνται από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, οι τελικοί δικαιούχοι των πράξεων αυτών, είτε εμπίπτουν, είτε δεν εμπίπτουν στα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, ως προς τα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τα δημόσια έργα και τις προμήθειες κατά την ανάθεση και σύναψη των αντίστοιχων συμβάσεων υπ’ αυτών, είτε εμπίπτουν ή δεν εμπίπτουν στην έννοια του όρου «δημόσιες υπηρεσίες ή οργανισμοί» του α’ εδαφίου της παρ.7 του άρθρου 19 του ΠΔ 774/1980, υποχρεούνται να τηρούν για τα έργα που εκτελούν και τις συμβάσεις προμηθειών που υπογράφουν, εκτός από την κοινοτική νομοθεσία, συμπληρωματικώς και επικουρικώς και τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για τα δημόσια έργα και τις προμήθειες (Ν 1418/1984, 2286/1985, 2362/1995, όπως ισχύουν και των σε εκτέλεση αυτών εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων) και υπάγονται για τις πιο πάνω συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 19 του ΠΔ 774/1980, όπως ισχύει.
ΕλΣυν.Κλ.4/97/2016
ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ:Με δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι: Μη νομίμως, .. δεν προσδιορίστηκε στη διακήρυξη του ανωτέρω διαγωνισμού η προϋπολογιζόμενη δαπάνη εκάστου των επιμέρους προκηρυχθέντων ειδών οφθαλμολογικού υλικού, μολονότι στη διακήρυξη προβλεπόταν η δυνατότητα στους διαγωνιζομένους να υποβάλουν χωριστή, ανά είδος, προσφορά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος των τιμών κατακύρωσης ως προς την υπέρβαση ή μη, της προϋπολογιζόμενης δαπάνης για κάθε είδος χωριστά..(..)Οι συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ του Νοσοκομείου και των αναδειχθεισών μειοδοτριών ανά είδος εταιρειών δεν αναρτήθηκαν στο Μητρώο Ηλεκτρονικής Καταχώρισης Δημοσίων Συμβάσεων, με συνέπεια η έλλειψη αυτή, .., να καθιστά μη κανονικές τις απορρέουσες από τις συμβάσεις αυτές δαπάνες.(..)Μη νομίμως τα είδη του διαγωνισμού για τα οποία υποβλήθηκε εξαρχής ή έγινε τελικά αποδεκτή μόνο μία προσφορά κατακυρώθηκαν στη μοναδική προσφέρουσα εταιρεία, κατά παράβαση του άρθρου 21 εδ. η΄ του π.δ.118/2007..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής περιέχουν κατά ένα μέρος μη νόμιμες δαπάνες, ήτοι αυτές που αφορούν σε κατακυρωθέντα είδη για τα οποία, είτε δεν προκύπτει ότι έγινε έλεγχος εναρμόνισης με τις τιμές του Π.Τ. είτε ότι, στην περίπτωση που έχουν δεν έχουν τιμές του Π.Τ., ότι έγινε έλεγχος σε σχέση με τις τιμές που επιτεύχθηκαν από προηγούμενους διαγωνισμούς, ως εκ τούτου, δεν πρέπει για το λόγο αυτό να θεωρηθούν.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/3η/2011
ΘΕΜΑ Β .Με βάση τα ανωτέρω, όταν για την αξίωση του φερομένου ως δικαιούχου δαπάνης σε βάρος του Δημοσίου ή ο.τ.α. ή ν.π.δ.δ., το δικαίωμα αυτού για την πραγματοποίηση της δαπάνης στηρίζεται στον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, η οποία, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 633 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., κατέστη τελεσίδικη, εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση και παράγει δεδικασμένο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το γενόμενο υπ' αυτού έλεγχο υποχρεούται σε θεώρηση του χρηματικού εντάλματος που εκδίδεται υπέρ του αιτηθέντος την έκδοση διαταγής πληρωμής και σε συμμόρφωση προς αυτήν, αφού και το Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει να συμμορφωθεί με αυτήν, διότι δεν αποτελεί κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 17 του π.δ. 774/1980 παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της απόφασης επί της προσωρινής διαταγής, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, κατά τα προαναφερθέντα, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και μάλιστα ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν τα τελευταία έχουν δικαιοδοσία εκδόσεως διαταγής πληρωμής σε περίπτωση που η χρηματική απαίτηση προέρχεται από υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου.
ΝΣΚ/55/2020
α) Ποια υπηρεσία ή ποιος φορέας έχει την αρμοδιότητα για τη συγκρότηση της γνωμοδοτικής Επιτροπής του άρθρου 9 παρ. 7 του ν. 2881/2001, όσον αφορά στο λιμάνι του Πειραιά. β) Ποια υπηρεσία ή ποιος φορέας ασκεί τις αρμοδιότητες για την εκποίηση, κατά τα προβλεπόμενα στον ν.2881/2001, είτε ναυαγίου που έχει εντοπισθεί και χαρτογραφηθεί έως και την 24-06-2016, είτε μη χαρτογραφημένου ναυαγίου, ή επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου πριν ή μετά την 24-06-2016. γ) Αν είναι νόμιμη η χορήγηση, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν.2881/2001, άδειας απόπλου πλοίου προς λιμένα είτε αλλοδαπής είτε ημεδαπής, παρά τα επιβληθέντα σε αυτό βάρη και υπό ποιες προϋποθέσεις.α) Η Ο.Λ.Π. Α.Ε., ως εταιρία κοινής ωφέλειας που ανήκε στο δημόσιο τομέα, ήταν αρμόδια για τη συγκρότηση της γνωμοδοτικής Επιτροπής του άρθρου 9 παρ. 7 του ν.2881/2001 στο λιμάνι του Πειραιά μέχρι την πλήρη ιδιωτικοποίησή της με την από 24-06-2016 σύμβαση που κυρώθηκε με το ν. 4404/2016. Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στη Δημόσια Αρχή Λιμένων (ομόφωνα). β) Οι αρμοδιότητες για την εκποίηση ναυαγίου ή επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου κατά τα προβλεπόμενα στον ν.2881/2001 αναφορικά με το λιμάνι του Πειραιά, είτε πρόκειται για ναυάγιο που έχει εντοπισθεί και χαρτογραφηθεί έως και την 24-06-2016, είτε πρόκειται για οποιοδήποτε μη χαρτογραφημένο ναυάγιο ή επικίνδυνο και επιβλαβές πλοίο πριν ή μετά την 24-06-2016, ανήκουν στη Δημόσια Αρχή Λιμένων (ομόφωνα). γ) Η χορήγηση, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν.2881/2001, άδειας απόπλου (είτε με ίδια μέσα είτε ρυμουλκούμενου) για οποιονδήποτε λόγο (ακόμη και για διάλυση αυτού) προς λιμένα είτε αλλοδαπής είτε ημεδαπής σε πλοίο, του οποίου η απομάκρυνση από το λιμάνι, όπου βρίσκεται, έχει κριθεί επιβεβλημένη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.2881/2001, είναι νόμιμη παρά τα επιβληθέντα σε αυτό βάρη, εφόσον έχουν τηρηθεί οι απαιτούμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, εφόσον, δηλαδή, η πρόσκληση που απευθύνεται προς τον κύριο ή τον αντιπρόσωπό του έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή και προς τους δανειστές που αναγράφονται στο ναυτικό υποθηκολόγιο ή στο βιβλίο κατασχέσεων του λιμένα νηολόγησης και, αν πρόκειται για ναυάγιο αλλοδαπού πλοίου, στους δανειστές που αναγράφονται στο βιβλίο της Λιμενικής Αρχής του λιμένα όπου βρίσκεται το ναυάγιο, προς ενημέρωσή τους με τον τρόπο αυτό και για το σκοπό απόπλου (ομόφωνα).