Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1334/2023

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4820/2021

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 168.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 12.475,84 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 180.475,84 ευρώ, που καταβλήθηκε σ’ αυτήν στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 6 με τίτλο «Ενίσχυση της Πολιτιστικός Πολυχώρος Προσομοίωσης Παραδοσιακών Αγροτικών Δραστηριοτήτων Ε.Π.Ε. στη θεματική ενότητα Τουρισμός»(...)Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στις σκέψεις 4 έως 6 της παρούσας, αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών εκ δημοσιονομικών διορθώσεων επικαλούμενο δύο κατά βάση συνταγματικού επιπέδου επιχειρήματα: Πρώτον, ότι με βάση την κατά το Σύνταγμα ενδεικτική απαρίθμηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κοινός νομοθέτης δύναται να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνον τις υποθέσεις που είναι «απολύτως συναφείς» με τις πρωτογενώς υπαχθείσες από το Σύνταγμα στη δικαιοδοσία του. Και, δεύτερον, ότι ως δημόσιοι υπόλογοι κατά την οικεία συνταγματική ρύθμιση νοούνται μόνον αυτοί στους οποίους έχει ανατεθεί εξουσία διαχείρισης χρημάτων που ανήκουν σε δημόσιο φορέα, όχι δε και οι ωφελούμενοι από δημόσια ενίσχυση ιδιώτες, ακόμη και αν υπόκεινται κατά νόμο σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο.(...)το Ελεγκτικό Συνέδριο ανήχθη από το Σύνταγμα του 1975 σε αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο, απολαύον του αυτού βαθμού ανεξαρτησίας που απολαύουν μεταξύ τους ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, ως μη αποτελούν πλέον ειδικό διοικητικό δικαστήριο, οι ρυθμίσεις περί τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά ως εξαίρεση εκ του κανόνα της γενικής δικαιοδοσίας της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά αυτοτελώς ενόψει των σκοπών που εξυπηρετεί η υπαγωγή των οικείων διαφορών στη δικαιοδοσία του.(...)Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν ανατεθεί νομοθετικώς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τελούσες σε «απόλυτη συνάφεια» με τις διαφορές εκ του ελέγχου των λογαριασμών δημοσίων υπολόγων, ως αντιλαμβάνεται την έννοια του δημοσίου υπολόγου το Συμβούλιο της Επικρατείας....το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει ένδικα βοηθήματα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων που αφορούν διαχείριση επιχορηγήσεων και χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες, οι οποίες προέρχονται από ενωσιακούς πόρους.(...)Η αυτοτέλεια της υποκείμενης αιτίας του «ελέγχου των λογαριασμών», ως στοιχείο προσδιοριστικό της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των αντίστοιχων διαφορών, είναι συνυφασμένη με τη θεσμική αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως του ανωτάτου δημοσιονομικού δικαστηρίου της Χώρας, το οποίο, μέσω ιδίως των σχετικών με τον έλεγχο των λογαριασμών αρμοδιοτήτων του (είτε ελεγκτικών είτε δικαιοδοτικών), εγγυάται τη σύννομη και με όρους διαφάνειας διαχείριση των πεπερασμένων δημόσιων πόρων υπέρ του δημοσίου συμφέροντος(...)Με βάση τα προεκτεθέντα, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τον καταλογισμό προσώπων (φυσικών ή νομικών) στα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως χρηματικά ποσά από το Δημόσιο (ή από ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ κ.λπ.), έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι «δημόσιοι υπόλογοι» ως αντιλαμβάνεται την έννοια αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον ο σε βάρος τους καταλογισμός συνιστά πράξη «τακτοποίησης» δημόσιου λογαριασμού και, εντεύθεν, μέσο αποκατάστασης της επελθούσας βλάβης στον οικείο Προϋπολογισμό και δη υπό διττή έννοια, ήτοι αφενός ως ακύρωση της προηγηθείσας υλικής πράξης διενέργειας του εξόδου (είτε μερικής είτε ολικής, ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης του Προϋπολογισμού του φορέα) και αφετέρου ως δημιουργία νόμιμου (εκτελεστού) τίτλου για την επιστροφή του σχετικού ποσού στο Δημόσιο (ή σε ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ.).(...)Τέλος, δεν αναδείχθηκε στην αναιρεσιβαλλομένη στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, ώστε να εγερθεί ζήτημα κακής πίστεως αυτής. Ενόψει τούτου, όταν εγκρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς το αρχικό και εν συνεχεία το αναλυτικό σχέδιο της επίδικης επένδυσης, οποιοσδήποτε διοικούμενος ευρισκόμενος στη θέση της αναιρεσείουσας ευλόγως μπορούσε να τρέφει, στηριγμένος σε καθοριστικής σημασίας πράξεις φορέων δημόσιας λειτουργίας, τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η επένδυσή του ήταν επιλέξιμη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε σε φορολογική αρχή ότι η επένδυσή της αφορούσε μουσείο, δεν ασκεί επιρροή στην ανωτέρω κρίση, διότι ακόμη και αν μια τέτοια δήλωση έγινε προς αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης της δηλούσας, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της επίδικης επένδυσης ως τουριστικής καθόσον τούτο συντελείται αντικειμενικώς με βάση κριτήρια εκ της εφαρμοστέας ειδικής για την επένδυση νομοθεσίας. Δέχεται την αίτηση αναίρεσης.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΛΣΥΝ/Μ.ΟΛΟΜ/1334/2023

Δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος επωφεληθέντος από διάθεση ενωσιακών πόρων ιδιωτικού φορέα.

Στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπάγονται κατά το Σύνταγμα (άρθρο 98) δύο βασικές κατηγορίες διαφορών, ήτοι αυτές που πρωτογενώς, κατά συνταγματική επιταγή, υπάγονται ρητώς στη δικαιοδοσία του, και αυτές που, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησης των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων, υπάγονται εκάστοτε δυνάμει νομοθετικής διάταξης. Δεν υφίσταται συνταγματικώς απαίτηση «απολύτου συναφείας», αλλά αρκεί, κατ’ ορθή ερμηνεία του Συντάγματος, η απλή συνάφεια της υπαχθείσας νομοθετικώς στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαφοράς με τις πρωτογενώς εκ του Συντάγματος υπαχθείσες, άλλως τα προέχοντα χαρακτηριστικά αυτής.

Ο «έλεγχος των λογαριασμών» (δημοσιονομικός έλεγχος) συνιστά άσκηση δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας και, εφόσον έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη αποκαταστατικού μέτρου, γεννά διοικητική διαφορά ουσίας με δημοσιονομικό χαρακτήρα η οποία υπάγεται πρωτογενώς στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι τελικοί λήπτες των ενισχύσεων - είτε είναι δημόσια νομικά πρόσωπα είτε απλοί ιδιώτες - καθίστανται, λόγω της ένταξής τους σε συγχρηματοδοτούμενο από ενωσιακούς πόρους επιχειρησιακό πρόγραμμα, υπόχρεοι σε δημόσια λογοδοσία και αποκτούν, κατά το μέρος που υπόκεινται στη λογοδοσία αυτή, την ιδιότητα του υπολόγου.


88588/2014

Πρακτική άσκηση υποψήφιων δικηγόρων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


Ν.5119/2024

Τροποποίηση του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8) - Μεταφορά διαφορών στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια - Ρυθμίσεις για πιλοτική ή κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας - Άλλες διατάξεις.


ΕΣ/Τ6/89/2008

Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο προβαλλόμενος με τις υπό κρίση αιτήσεις ισχυρισμός ότι τόσο το Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσο και το παρόν Τμήμα δεσμεύονται από το παραγόμενο, από την 11467/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δεδικασμένο. Τούτο, διότι το νομικό μας σύστημα έχει καθιερώσει, όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, πέραν της προσωρινής και οριστικής δικαστικής προστασίας των συμφερόντων των φυσικών ή νομικών προσώπων που συμμετέχουν στις διαδικασίες ανάδειξης αναδόχων αυτών, διπλό, παράλληλο, αυτοτελή και ανεξάρτητο έλεγχο των ενεργειών/πράξεων της αναθέτουσας αρχής. Ειδικότερα, το διπλό αυτό σύστημα ελέγχου περιλαμβάνει αφενός τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος, αποβλέποντας κατά κύριο λόγο στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι πλήρης, καθολικός και αυτεπάγγελτος, εκτείνεται δηλαδή στο σύνολο της διαδικασίας, χωρίς να περιορίζεται στην έρευνα συγκεκριμένων λόγων ή αιτιάσεων ή από προϋποθέσεις παραδεκτού ή άλλους δικονομικούς κανόνες, αφετέρου δε την προσωρινή (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του ν.2522/1997) και οριστική δικαστική προστασία (αίτηση ακύρωσης ή κύρια αγωγή) που παρέχεται από τα πολιτικά Δικαστήρια ή το Συμβούλιο της Επικρατείας (ανάλογα με την υπαγωγή της σύμβασης στο ιδιωτικό ή στο δημόσιο δίκαιο) και η οποία, αποσκοπώντας στην προάσπιση των συμφερόντων των συμμετεχόντων στη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις της αναθέτουσας αρχής, παρέχεται, σε αντίθεση με τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μόνο στο μέτρο που ζητείται, ήτοι περιορίζεται μόνο στην έρευνα των λόγων και των αιτιάσεων που προβάλλονται με τα σχετικά δικόγραφα και υπόκειται σε περιορισμούς παραδεκτού και άλλους δικονομικούς περιορισμούς. Κατά συνέπεια, η αναθέτουσα αρχή δεσμεύεται διττώς, στο μέτρο που στο πλαίσιο εκάστου των προαναφερόμενων συστημάτων ελέγχου και κατ’ εφαρμογήν ενός εκάστου των δύο αυτών ιδιαίτερων πλεγμάτων διατάξεων ασκούνται οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή η δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων και του Σ.τ.Ε.. Ενόψει δε της αυτοτέλειας των ως άνω συστημάτων ελέγχου, το Ελεγκτικό Συνέδριο (Κλιμάκιο ή Τμήμα) κατά τη διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας των δημόσιων συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, δεν δεσμεύεται από το προσωρινό δεδικασμένο απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου ή της Επιτροπής Αναστολών του Σ.τ.Ε., χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι, κατά την εξέταση των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων κατά την άσκηση του προσυμβατικού ελέγχου ή του προληπτικού ελέγχου των δαπανών, δεν δεσμεύεται και από το δεδικασμένο που τυχόν υφίσταται από αποφάσεις των δικαστηρίων που έχουν κατά το Σύνταγμα δικαιοδοσία προς επίλυσή τους (βλ. Πρακτικά της 3ης Γ.Σ. της Ολομέλειας του Ελ. Συν. της 23.02.2005, Πράξεις VI Τμ. 34, 55, 136, 245/2007 κ.α.).


ΦΓ8/38300/2024

Περιεχόμενο της αίτησης καταλογισμού του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς το αρμόδιο Κλιμάκιο και διαδικασία εξέτασης από το Κλιμάκιο της αίτησης. 



ΕΛΣΥΝ/ΜΕΙΖ.ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1332/2023

Με την υπό κρίση έφεση ετέθη και το ζήτημα αν στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, περιλαμβάνεται και η αποζημίωση που τυχόν παρέχεται σε αυτούς λόγω της συμμετοχής τους στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. 
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν και των διευκρινίσεων που δόθηκαν στην επαναδιάσκεψη της 8.3.2023, σεβόμενη τη δικαιοδοσία του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου, ως αυτή οριοθετήθηκε στη σκέψη 7, κρίνει ότι, εκ μόνου του λόγου ότι εγέρθηκε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου το αναφερθέν στην προηγούμενη σκέψη ζήτημα, οφείλει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και του ότι τούτο δεν έχει επιλυθεί με απόφαση του ως άνω ειδικού Δικαστηρίου, να απόσχει άνευ ετέρου και ανεξαρτήτως κάθε άλλου συναφούς ζητήματος, της εξετάσεως αυτού ώστε να παραπεμφθεί η κρινόμενη έφεση, ως προς τούτο, στο κατά το Σύνταγμα εν λόγω αρμόδιο ειδικό Δικαστήριο

ΦΓ10/13490/2021

Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αρ. 2/24.6.2020 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (σε Συμβούλιο) «Συγκρότηση του Τμήματος Ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (Β΄ 3004), της υπ’ αρ. 44406/15.7.2020 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου «Συγκρότηση των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το δικαστικό έτος 2020 - 2021» (Β΄ 4001), όπως ισχύει, και της υπό στοιχεία ΦΓ10/40895/5.8.2020 απόφασης του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου «Συγκρότηση των Κλιμακίων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το δικαστικό έτος 2020 - 2021» (Β΄ 3374), όπως ισχύει.


ΦΓ8/38299/2023

Κανονισμός Λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (δικαστικοί σχηματισμοί). 


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1020/2024

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ: Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η αχθείσα ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαφορά ανέκυψε κατά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3299/2004 «Κίνητρα Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη και την Περιφερειακή Σύγκλιση» (Α΄ 261), δηλαδή κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί επενδύσεων και όχι στο πλαίσιο ενίσχυσης που χορηγήθηκε, λόγω της ένταξης του επενδυτικού σχεδίου της εταιρείας «.....» σε Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, συγχρηματούμενο από ενωσιακούς και εθνικούς πόρους. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκ. 2, απαραδέκτως εισάγεται το ένδικο βοήθημα, τιτλοφορούμενο ως «έφεση» ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον τούτο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκασή του. Δοθέντος ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως ακυρωτική διαφορά που ανέκυψε από την αμφισβήτηση πράξης εκδοθείσας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3299/2004, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο αυτό προκειμένου να δικασθεί ως ακυρωτική διαφορά [βλ. άρθρο 12 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με τον ν. 2717/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304), όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135) και ήδη άρθρο 6 παρ.2 του ν. 4700/2020 «Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο (…)» (Α΄ 127)]. Περαιτέρω, η παρούσα απόφαση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.2 του ν. 4700/2020, να κοινοποιηθεί αμελλητί από τη Γραμματεία του Έβδομου Τμήματος, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου προκειμένου, αν το κρίνει σκόπιμο, να ασκήσει κατ’ αυτής αίτηση αναίρεσης.





67573/2024

Τροποποίηση της υπ’  αρ. 67616/2021 κοινής υπουργικής απόφασης «Καθορισμός αποζημίωσης των μελών των ελεγκτικών ομάδων και του υποστηρικτικού προσωπικού που συμμετέχουν σε ελέγχους ή ελεγκτικές εργασίες που περιλαμβάνονται στο Ετήσιο Πρόγραμμα Ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 179 του ν. 4820/2021 “Οργανικός Νόμος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλες ρυθμίσεις” (Α’ 130)» (Β’ 6466).