Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/1447/2020

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Από τα ανωτέρω, ωστόσο, προκύπτει οι ως άνω αποφάσεις του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας επέλυσαν διαφορετικά σε σχέση με την επίδικη υπόθεση νομικά ζητήματα και δεν τέθηκε σε αυτές το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της επιρροής που τυχόν ασκεί στο κύρος των ψηφοδελτίων το γεγονός ότι αυτά δεν φέρουν τις χαρακτηριστικές πτυχώσεις που προκαλούνται από τη δίπλωση και τοποθέτησή τους στον εκλογικό φάκελο, εάν, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά αυτά, από τα οποία συνάγεται ότι δεν εξήχθησαν από εκλογικό φάκελο, καθιστούν τα ψηφοδέλτια άκυρα. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τις αποφάσεις αυτές, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, και, επομένως, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.(...)Επειδή προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το δικάσαν δικαστήριο, ενώ δέχθηκε στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ότι τα αυτοδικαίως άκυρα ψηφοδέλτια αναφέρονται περιοριστικά στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3852/2010, στη συνέχεια επεξέτεινε, αντιφατικά και αναιτιολόγητα, την αυτοδίκαιη ακυρότητα και στα επίδικα ψηφοδέλτια, τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε αυτά που απαριθμούνται στις εν λόγω διατάξεις. Οι αντιφατικές δε αυτές παραδοχές καθιστούν, κατά τον αναιρεσείοντα, ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, με συνέπεια να πάσχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση από έλλειψη νόμιμης βάσης. Και ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν συνοδεύεται από ισχυρισμό περί αντιθέσεως στη νομολογία ανώτατου δικαστηρίου ή περί ελλείψεως νομολογίας επί κρίσιμου νομικού ζητήματος που κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο(...)Απορρίπτει την αίτηση.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ 1764/2006

Επίδομα θέσης προϊσταμένου: Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το επίδομα θέσης προϊσταμένου δικαιούται να λάβει και ο αναπληρωτής προϊστάμενος, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω μη πλήρωσης της σχετικής οργανικής θέσης του προϊσταμένου, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο το αρμόδιο όργανο δεν προέβη στην επιλογή προσώπου για την κάλυψη της θέσης αυτής. Και τούτο διότι το επίδομα αυτό δεν συνδέεται με συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά χορηγείται σε εκείνον, ο οποίος, έχοντας τα νόμιμα προσόντα, εκλέγεται για να ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα προϊσταμένου και για όσο χρόνο ασκούνται τα καθήκοντα αυτά. Ενόψει αυτών και υπό τα προαναφερθέντα δεδομένα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του αναιρεσείοντος να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο το αιτούμενο από αυτόν επίδομα, για το χρονικό διάστημα από 1.3.1995 (δύο μήνες μετά τη μη πλήρωση της οργανικής θέσης του Διευθυντή) έως 31.7.1996, δεν ήταν νόμιμη, καθόσον, αφού αυτός ασκούσε πραγματικά τα καθήκοντα του Διευθυντή του Ινστιτούτου … από την ημέρα που η θέση παρέμεινε κενή, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί το ν.π.δ.δ., εδικαιούτο το εν λόγω επίδομα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η θέση του Διευθυντή δεν είχε πληρωθεί, όπως είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατόπιν αυτών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση του αιτούντος.(..)Επειδή, ο λόγος ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το Διοικητικό Εφετείο το προαναφερθέν έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι απορριπτέος, καθόσον στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το δικάσαν δικαστήριο το έλαβε υπ’ όψιν του. Περαιτέρω δε και ο λόγος, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων από το δικάσαν δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση αυτή, ως κρίση περί πραγμάτων, δεν ελέγχεται κατ’ αναίρεσιν. Εξάλλου, κατά της σκέψεως του δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με την ερμηνεία των κρίσιμων εν προκειμένω διατάξεων δεν προβάλλεται συγκεκριμένη αιτίαση και ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.


ΣΤΕ/679/2008

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Ειδικότερα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 περ. δ΄ του ΚΔΚ δέχθηκε ότι όταν ένα ψηφοδέλτιο βρίσκεται στον ίδιο φάκελο με ένα ακόμη ψηφοδέλτιο του ίδιου συνδυασμού τότε το ψηφοδέλτιο είναι άκυρο για τον λόγο ότι δεν είναι σαφές και αναμφίβολο ποια είναι η εκλογική βούληση του συγκεκριμένου ψηφοφόρου χωρίς να καταλείπεται στην οικεία Εφορευτική Επιτροπή ή το αρμόδιο δικαστήριο περιθώριο διαφορετικής κρίσεως σε σχέση με την ακυρότητά του, η οποία επιβάλλεται εκ του νόμου. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι στο 71ο εκλογικό τμήμα του Δήμου .... βρέθηκαν σε δύο φακέλους δύο διπλά ψηφοδέλτια τα υπ’ αριθμ. 280 και 281 του συνδυασμού «....», θεωρήθηκαν από την Εφορευτική Επιτροπή έγκυρα και προσμετρήθηκαν υπέρ του συνδυασμού αυτού. Το δικάσαν δικαστήριο, με βάση τις προαναφερόμενες σκέψεις ως προς την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 1 περ. δ΄ του ΚΔΚ, έκρινε ότι τα υπ’ αριθμ. 280 και 281 ψηφοδέλτια του 71ου εκλογικού τμήματος, τα οποία βρέθηκαν εντός εκλογικού φακέλου με δύο όμοια ψηφοδέλτια του ιδίου συνδυασμού «....» είναι άκυρα, τροποποίησε τον πίνακα αποτελεσμάτων και όρισε ότι ο συνδυασμός αυτός έλαβε, στο σύνολο των εκλογικών τμημάτων του Δήμου 1.359 ψήφους, όσους δηλαδή και ο συνδυασμός «....» του αναιρεσιβλήτου. Περαιτέρω δε, απέρριψε ως αλυσιτελές το αίτημα των διαδίκων περί εξετάσεως μαρτύρων για τη διαπίστωση των ιδιαίτερων συνθηκών χορήγησης των δύο επίμαχων ψηφοδελτίων. Κρίνοντας όμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι όταν ένα ψηφοδέλτιο βρίσκεται στον ίδιο φάκελο με ένα ακόμη ψηφοδέλτιο του ίδιου ή άλλου συνδυασμού είναι κατά νόμο, σε κάθε περίπτωση, άκυρο και δεν καταλείπεται στην Εφορευτική Επιτροπή ή το αρμόδιο δικαστήριο κανένα περιθώριο διαφορετικής κρίσεως έσφαλε και πρέπει για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βάσιμα με την κρινόμενη αίτηση, αυτή να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό πρωτοδικείο προς περαιτέρω κρίση. Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.


ΣΤΕ/1666/2009

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΠΟΣΟΣΤΩΣΗ ΦΥΛΩΝ-ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ:Περαιτέρω, ορθώς το δικάσαν δικαστήριο ακύρωσε στο σύνολό τους τις εκλογές στο Δήμο ..., εφόσον, στην περίπτωση που συνδυασμός ανακηρύσσεται, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 35 παρ. 6 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων περιλαμβάνοντας μικρότερο από τον απαιτούμενο αριθμό υποψηφίων δημοτικών ή τοπικών συμβούλων από το γυναικείο φύλο, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η πλημμέλεια αυτή είναι δυνατόν να άσκησε επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα. Πλην όμως, κατά την γνώμη του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Σωτ. Ρίζου μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο διέταξε την διεξαγωγή επαναληπτικής ψηφοφορίας με τη συμμετοχή του συνδυασμού των αναιρεσιβλήτων «...»,όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι ο συνδυασμός αυτός αν και είχε δυνατότητα να προβεί σε αντικατάσταση της παραιτηθείσης υποψήφιας τοπικής συμβούλου, με δήλωση του επικεφαλής του συνδυασμού, δεν το έπραξε, δήλωση στην οποία, όμως, μπορεί να προβεί και μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.(...)Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος


ΣΤΕ/896/2010

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ:Ως εκ τούτου, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι από το σύνολο των διαδικαστικών εγγράφων της επί της ενστάσεως δίκης προκύπτει ότι εκ παραδρομής αναφέρθηκε τόσο στα πρακτικά συνεδριάσεως της 12-2-2008 όσο και στην υπ’ αριθμ. … απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, ότι οι αναιρεσείοντες παραστάθησαν κατά την συζήτηση της ενστάσεως του … και ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε να κάνει δεκτή την ανακοπή ερημοδικίας και, παραλλήλως, να διορθώσει τα πρακτικά συνεδριάσεως της 12-2-2008 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν χωρεί ανταπόδειξη για όσα βεβαιώνονται στα πρακτικά του δικαστηρίου ότι έγιναν ενώπιόν του, οι βεβαιώσεις δε αυτές, μπορούν να αμφισβητηθούν μόνο με την προσβολή των πρακτικών ως πλαστών. Τέλος, εφόσον με την υπ’ αριθμ. 895/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε αίτηση αναιρέσεως των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ΄αριθμ. … αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, που απέρριψε την από 10-4-2008 αίτηση διορθώσεως, που είχαν ασκήσει, κατά της ανωτέρω υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, καθόσον αφορά την βεβαίωση στην δικαστική απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες παραστάθηκαν στη διεξαχθείσα συζήτηση, είναι πλέον αλυσιτελής ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε να αναβάλλει την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της ως άνω αιτήσεως διορθώσεως.Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως προς τους αναιρεσείοντες ….


ΣΤΕ/4262/2011

Καταβολή ασφαλιτσικών εισφορών:Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο στήριξε την κρίση του στη μαρτυρική κατάθεση του ... ενώπιον της ΤΔΕ, η οποία δεν ενισχύεται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε καν από τις επίμαχες συμβάσεις. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται η εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά το μέρος δε που με το λόγο αυτό προβάλλεται ότι τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση (ως προς την παροχή των υπηρεσιών των ανωτέρω εργαζομένων σύμφωνα με τις οδηγίες των αρμοδίων προϊσταμένων τους, οι οποίοι καθόριζαν τα καθήκοντά τους) δεν ενισχύονται ούτε από τις επίμαχες συμβάσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως εξετέθη ανωτέρω, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι από τις σχετικές συμβάσεις μισθώσεως έργου προκύπτει ότι οι ανωτέρω εργαζόμενες ανέλαβαν τις εργασίες που αναφέρονται στις συμβάσεις αυτές, συμμορφούμενες προς τις οδηγίες και εντολές των αρμοδίων οργάνων των οικείων υπηρεσιών. Εξάλλου, το πρώτον κατ’ αναίρεση προβάλλει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ότι η απασχόληση των ανωτέρω εργαζομένων, για την οποία κατέθεσε ο ως άνω πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής, αφορούσε εργασία τους στις υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως …, η οποία αποτελεί διακριτό σε σχέση με το Δημόσιο νομικό πρόσωπο.


ΣΤΕ/206/2010

Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:ότι οι ανωτέρω απασχολούμενοι δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο υπό συνθήκες που απαντώνται στις σχέσεις μισθώσεως εξαρτημένης εργασίας, με την αιτιολογία ότι έλειπε το στοιχείο της νομικής ή υπηρεσιακής ή προσωπικής εξαρτήσεως αυτών από τον εργοδότη τους, στηριζόμενο για την κρίση του αυτή αποκλειστικώς στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων που οι ανωτέρω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει. Στις συμβάσεις δε αυτές, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου, ότι δεν είχαν προκαθορισμένο ωράριο και ότι αμείβονταν κατ’ αποκοπή και όχι με μηνιαίο σταθερό μισθό. Το δικάσαν όμως δικαστήριο δεν περιγράφει τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω απασχολούμενοι παρείχαν «εν τοις πράγμασι» την εργασία τους? δεν περιγράφει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ανωτέρω εργαζόμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της κρίσεώς του ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω το στοιχείο της υπηρεσιακής εξαρτήσεως των ανωτέρω εργαζομένων από τον εργοδότη τους. Με τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, ενώ το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι από τις οικείες συμβάσεις που είχαν υπογράψει οι ανωτέρω εργαζόμενοι προέκυπτε ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου – γεγονός το οποίο εδικαιολογείτο, κατά το διοικητικό εφετείο, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου της εργασίας που αυτοί είχαν αναλάβει, η οποία, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προϋπέθετε κάποιου είδους καθοδήγηση και επιτήρηση από τα αρμόδια δημόσια όργανα – καταλήγει στην αντιφατική κρίση ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν τελούσαν σε υπηρεσιακή ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, της πλημμελούς δηλαδή και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΣΤΕ 482/2016

Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..το δικάσαν διοικητικό εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα χρησιμοποιηθέντα κριτήρια βάσει των οποίων δέχθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις μισθώσεως έργου υπέκρυπταν σχέσεις με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξαρτημένης εργασίας, καθόσον αν και στήριξε την κρίση του στην από 4.2.2000 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του Ι.Κ.Α., εντούτοις δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του τα στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι πράγματι τα ανωτέρω πρόσωπα παρείχαν την εργασία τους υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των οργάνων του Δημοσίου, δηλαδή, ποια ήταν τα όργανα αυτά και ποιες συγκεκριμένες πράξεις τους καταδείκνυαν την εν λόγω εποπτεία, ούτε αναφέρεται ποια συγκεκριμένα από τα ανωτέρω πρόσωπα μονιμοποιήθηκαν. Η προπαρατεθείσα, όμως, κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου (μεταξύ των οποίων μνημονεύονται ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση οι οικείες συμβάσεις, η σχετική έκθεση ελέγχου κ.λ.π.), δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση των ονοματεπωνύμων των προσώπων που ασκούσαν εποπτεία και των συγκεκριμένων ενεργειών με τις οποίες εκδηλωνόταν η εποπτεία αυτή. Εξάλλου, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το βεβαιούμενο στην έκθεση ελέγχου γεγονός της μονιμοποίησης πολλών εκ των ανωτέρω απασχοληθέντων, παραλείποντας για το νόμιμο της κρίσης του να αναφέρει έστω και ενδεικτικώς τα ονοματεπώνυμα ορισμένων εξ αυτών είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον στην έκθεση ελέγχου, όπως το περιεχόμενο αυτής περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καμία σχετική αναφορά δεν γίνεται σε μονιμοποίηση ορισμένων εκ των προσώπων αυτών. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω περί πλημμελούς αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το μέρος που με τον λόγο αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και η εκτίμηση από αυτό των αποδείξεων, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.


ΣΤΕ/3104/2009

Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..οι ανωτέρω απασχολούμενοι δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο υπό συνθήκες που απαντώνται στις σχέσεις μισθώσεις εξαρτημένης εργασίας, με την αιτιολογία ότι έλειπε το στοιχείο της νομικής ή υπηρεσιακής ή προσωπικής εξαρτήσεως αυτών από τον εργοδότη τους, στηριζόμενο για την κρίση του αυτή αποκλειστικώς στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων που οι ανωτέρω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει. Στις συμβάσεις δε αυτές, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου, ότι δεν είχαν προκαθορισμένο ωράριο και ότι αμείβονταν κατ’ αποκοπή και όχι με μηνιαίο σταθερό μισθό. Το δικάσαν όμως δικαστήριο δεν περιγράφει τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω απασχολούμενοι παρείχαν «εν τοις πράγμασι» την εργασία τους δεν περιγράφει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ανωτέρω εργαζόμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της κρίσεώς του ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω το στοιχείο της υπηρεσιακής εξαρτήσεως των ανωτέρω εργαζομένων από τον εργοδότη τους. Η περιγραφή των πιο πάνω συνθηκών ήταν απαραίτητη ενόψει των ειδικών ισχυρισμών των αναιρεσειόντων Ταμείων ότι οι συγκεκριμένες εργασίες που εκτελούσαν οι ως άνω εργαζόμενοι παρέχονταν «εν τοις πράγμασι», ως εκ της φύσεώς τους, με τις οδηγίες και τις εντολές του εργοδότη (Δημοσίου), στον τόπο όπου στεγάζονταν οι αντίστοιχες υπηρεσίες του Δημοσίου και σε προκαθορισμένο ωράριο, δηλαδή υποχρεωτικώς στο ωράριο λειτουργίας των ανωτέρω υπηρεσιών. Έτσι, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, ενώ το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι από τις οικείες συμβάσεις που είχαν υπογράψει οι ανωτέρω εργαζόμενοι προέκυπτε ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου – γεγονός το οποίο εδικαιολογείτο, κατά το διοικητικό εφετείο, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου της εργασίας που αυτοί είχαν αναλάβει, η οποία, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προϋπέθετε κάποιου είδους καθοδήγηση και επιτήρηση από τα αρμόδια δημόσια όργανα – καταλήγει στην αντιφατική κρίση ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν τελούσαν σε υπηρεσιακή ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, της πλημμελούς δηλαδή και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νεά κρίση.


ΔΕφΑθ/234/2021

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ:Εν προκειμένω το εκκαλούν με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ισχυρίζεται ότι λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, ήτοι λόγω της οικονομικής κρίσης που μείωσε τα κονδύλια προς τους δημόσιους φορείς και τα ΝΠΔΔ, η παροχή του (καταβολή μισθωμάτων), ενόψει και της αντιπαροχής της εφεσιβλήτου (χρήση μηχανημάτων) είναι υπέρμετρα επαχθής για το ίδιο (άρθρο 388 ΑΚ) και ζητεί την αναγωγή της στο προσήκον μέτρο και β) επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί παραγραφής της αξίωσης της εφεσιβλήτου. Ο υπό στοιχείο (α) ισχυρισμός, το πρώτο προτεινόμενος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από το εκκαλούν με τις προτάσεις του είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου ασκήσεως της εφέσεως, διότι τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, είχαν γεννηθεί πριν από τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλ. δεν είναι οψιγενή, δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ενώ το εκκαλούν δεν ισχυρίζεται ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) από δικαιολογημένη αιτία, περαιτέρω δε, εφόσον δεν προτάθηκαν πρωτόδικα, δεν μπορεί να αποτελέσουν λόγο έφεσης. Ο υπό στοιχείο (β) ισχυρισμός, ο οποίος είχε προταθεί πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί κατ’ ουσία, μόνο με το δικόγραφο της έφεσης μπορεί να προταθεί και όχι με τις προτάσεις ή με αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, η δε προβολή του εν προκειμένω με επαναφορά των πρωτόδικων προτάσεων είναι απαράδεκτη.Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από το εκκαλούν κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).


ΣτΕ/419/2010

Μελέτες.Νομιμότητα συμμετοχής. Κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της αιτούσης είχε λήξει η ισχύς τόσο του εταιρικού της πτυχίου όσο και πτυχίων των στελεχών της και στον φάκελο των δικαιολογητικών της περιέλαβε υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της, στην οποία ανέφερε ότι είχε ζητηθεί η ανανέωση των παραπάνω πτυχίων. Η αιτούσα αποκλείσθηκε από τα περαιτέρω στάδια του διαγωνισμού με την αιτιολογία ότι δεν είχε συμπεριλάβει στον φάκελο των δικαιολογητικών της «βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας (Δ15) περί της ημερομηνίας υποβολής του αιτήματος για ανανέωση και της πληρότητας του φακέλου… από την οποία θα προκύπτει ότι ο διαγωνιζόμενος υπέβαλε αίτηση τηρώντας την απαιτούμενη προθεσμία…». Στην απόφαση αυτή γίνεται, για την στήριξή της, επίκληση, μεταξύ άλλων, και σχετικής εγκυκλίου του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (10/Δ17γ/05/φν439/30.5.2008), η οποία αναφέρεται σε βεβαίωση με το παραπάνω περιεχόμενο. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι νόμιμη, διότι δεν απαιτείται η υποβολή τέτοιας βεβαίωσης επί ποινή αποκλεισμού. Η αναθέτουσα αρχή μπορούσε να ζητήσει την συμπλήρωση της υπεύθυνης δηλώσεως με την ανωτέρω βεβαίωση. Η παρεμβαίνουσα σύμπραξη δεν περιέλαβε στον φάκελο των δικαιολογητικών συμμετοχής τον κατάλογο με τους τίτλους σπουδών των ειδικών συνεργατών της καθώς τα βιογραφικά σημειώματα αυτών. Οι ελλείψεις αυτές δεν αποτελούσαν λόγους αποκλεισμού από το επόμενο στάδιο του διαγωνισμού και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι νόμω αβάσιμος. Μερικά δεκτή η αίτηση ακύρωσης.