ΣτΕ/1400/2007
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι, στις περιπτώσεις που η εγγυητική επιστολή έχει προθεσμία ισχύος, η αναγραφή στο σώμα αυτής του κατά την διακήρυξη απαιτουμένου ελαχίστου χρόνου ισχύος αυτής, αποτελεί στοιχείο του κύρους της και, κατά συνέπεια, προϋπόθεση του κύρους της υποβαλλομένης προσφοράς, ή, άλλως, ουσιώδη τυπική προϋπόθεση για την συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε δημοπρασία, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι συνιστά έλλειψη «επουσιώδους τυπικής προϋποθέσεως» της προσφοράς υπό την έννοια του άρθρ. 17 παρ.7 του π.δ. 609/1985, δεκτική συμπληρώσεως εκ των υστέρων.»
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/219/1995
Δημοπρασίες Δημοσίων Εργων. Δικαιολογητικά.Θα πρέπει να αποκλειστούν από δημοπρασία Δημοσίων Εργων, όσοι δεν υπέβαλαν βεβαίωση περί μη οφειλής τους στο ΙΚΑ, μολονότι τούτο δεν περιλαμβάνετο στην οικεία διακήρυξη. Η Διοίκηση χρωμένη σχετικής ευχερείας (άρθρο 28 πδ 23/1993) δύναται να ζητήσει την συμπλήρωση των σχετικών πιστοποιητικών, δια προσκομίσεως προσφάτων τοιούτων. Η μη προσκόμιση δικαιολογητικού απαιτουμένου από το νόμο ή την διακήρυξη συνεπάγεται τον αποκλεισμό του παραλείψαντος τούτο ενδιαφερομένου. Δυνατή όμως η συμπλήρωση ή διευκρίνηση ήδη προσκομισθέντων πιστοποιητικών.
ΣτΕ/2405/2008
Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 15 της διακηρύξεως, που στοιχούν προς τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του π.δ/τος 609/1985 (ΦΕΚ Α΄ 223) και του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 3263/2004, η αναγραφή, στο σώμα της κατατιθεμένης από το συμμετέχοντα στην δημοπρασία εγγυητικής επιστολής, των στοιχείων που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 15.2 της διακηρύξεως (βλ. και τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 3263/2004), αποτελεί στοιχείο του κύρους της εγγυητικής επιστολής και, κατά συνέπεια, προϋπόθεση του κύρους της αντίστοιχης προσφοράς. Τούτο δε, διότι δια της μνείας στην εγγυητική επιστολή των ανωτέρω στοιχείων καθορίζεται με ακρίβεια η έκταση της ευθύνης του εκδότου της και διασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει η θέσπιση της εγγυητικής επιστολής ως μέσου παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του υποψηφίου αναδόχου, σκοπού που συνίσταται στην άμεση και απρόσκοπτη καταβολή στον κύριο του έργου του ποσού της εγγυητικής επιστολής σε περίπτωση αθετήσεως, εκ μέρους του μετέχοντος στην δημοπρασία, των συναφών υποχρεώσεών του. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία δεν ελλείπει παντελώς η μνεία ενός από τα απαραίτητα για το κύρος της εγγυητικής επιστολής στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο τίτλος του υπό ανάθεση έργου, αλλά το στοιχείο αυτό παρατίθεται κατά τρόπο μερικώς ανακριβή, η πλημμέλεια αυτή πρέπει να θεωρηθεί επουσιώδης, μη καθιστώσα απαράδεκτη την προσφορά, εφ’ όσον από τα λοιπά μνημονευόμενα στην εγγυητική επιστολή στοιχεία, εν συνδυασμώ λαμβανόμενα, προκύπτει, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο εύλογη αμφιβολία, ότι η εν λόγω εγγυητική επιστολή αφορά πράγματι στο έργο της συγκεκριμένης δημοπρασίας (πρβλ. ΣτΕ 2513/1993).
ΕΣ/Τ6/251/2007
ΕλΣυν/Τμ.VI/251/2007.Οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ειδικότερο σύστημα αμοιβής των μελετητών, ακόμα και κατά τη διενέργεια διαγωνισμών, δεν αντίκεινται καταρχήν στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων, όπως αυτοί διατυπώνονται στην Οδηγία 2004/18/ΕΚ, καθόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, ο κοινοτικός νομοθέτης επιφυλάσσεται ρητώς ως προς την εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων περί ελάχιστων ορίων αμοιβής ορισμένων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών των μηχανικών (πρβλ. ΔΕΚ C-94/2004 Cipolla, C-202/2004 Macrino - Capodarte). Επομένως, η υποβολή από τους συμμετέχοντες σε διαγωνισμό για την ανάθεση μελέτης οικονομικών προσφορών κατώτερων του ελαχίστου ορίου αμοιβής, όπως αυτό προκύπτει από την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση, επιτρεπτώς οδηγεί στον άνευ ετέρου αποκλεισμό του προσφέροντος από το διαγωνισμό και την απόρριψη ως απαράδεκτης της οικονομικής του προσφοράς, ήτοι ακόμη και χωρίς να του παρασχεθεί προηγουμένως η δυνατότητα διευκρίνησης και αιτιολόγησης των επιμέρους στοιχείων της προσφοράς του, καθόσον εφαρμοστέες καθίστανται εν προκειμένω όχι οι διατάξεις για την υποβολή υπερβολικά χαμηλής προσφοράς του άρθρου 55 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, αλλά οι ειδικότερη διάταξη του άρθρου 53 της ίδιας Οδηγίας, βάσει της οποίας τα κράτη-μέλη δύνανται να θεσπίζουν κανόνες περί ελάχιστων ορίων αμοιβής ορισμένων υπηρεσιών μηχανικών και, συνεπώς, η απόρριψη στην περίπτωση αυτή ως απαράδεκτων των προσφορών που δεν συνάδουν με τους κανόνες αυτούς παρίσταται καταρχήν νόμιμη.
ΣτΕ/1415/2000
Λόγοι ακυρώσεως. Με την ανεπιφύλακτη συμμετοχή της στο διαγωνισμό, η εργοληπτική επιχείρηση αποδέχεται πλήρως τη νομιμότητα της διακήρυξης, με βάση την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 609/1985 διενεργείται η δημοπρασία για την ανάθεση της κατασκευής του έργου, και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η εκ μέρους της παρεμπίπτουσα, εκ των υστέρων, αμφισβήτηση του κύρους των όρων της διακήρυξης, με την ευκαιρία της προσβολής, ανάλογα με την έκβαση του διαγωνισμού για την εργοληπτική επιχείρηση πράξεων που ανοίγονται στη διεξαγωγή και τα αποτελέσματά του. Ούτε δε μπορεί να γίνει λόγος, στην περίπτωση αυτή, αντίθετα με τα όσα αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, επικαλούμενη τα άρθρα 20 παρ. 1 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης για την προάσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974) για προσβολή του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, εφ’ όσον ο δικαιούμενος συμμετοχής στο διαγωνισμό έχει το δικαίωμα να προσβάλει ευθέως με αίτηση ακυρώσεως τη διακήρυξη του διαγωνισμού και παράλληλα είτε να μετάσχει με επιφύλαξη σε αυτόν, εάν η Διοίκηση προχωρήσει στη διεξαγωγή του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις συνέπειες ενδεχόμενης ακύρωσής του, είτε να ζητήσει και την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις είτε του Π.Δ. 18/1989 είτε του Ν. 2522/1997. Η αντίθετη άποψη δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη της ασφάλειας δικαίου, που επιβάλλεται από την προστασία όχι μόνο του δημόσιου συμφέροντος αλλά και των ιδιωτικών συμφερόντων των εργοληπτικών επιχειρήσεων, τα οποία (συμφέροντα) εξυπηρετούνται κατά τρόπο λυσιτελέστερο με την αμφισβήτηση της νομιμότητας της διακήρυξης πριν από τη διεξαγωγή του διαγωνισμού και όχι εκ των υστέρων και ανάλογα με την έκβασή του.
ΕΣ/Τ6/58/2007
Υπό το καθεστώς ισχύος του ν.3316/2005, για την επιλογή εφαρμογής του συστήματος μελέτη-κατασκευή, απαιτείται πλέον απόφαση του Υπουργού ΠΕ.Χ?.ΔΕ μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κατασκευών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου ΠΕ.Χ?.ΔΕ. Η εφαρμογή του ως άνω συστήματος επιτρέπεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις. Αναγνώριση συνδρομής συγγνωστής πλάνης αναθέτουσας αρχής λόγω ύπαρξης εγκυκλίου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.Χ?.ΔΕ και προηγούμενης γνώμης του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων της Νομαρχίας αρμόδιου κατά το προϊσχύσαν καθεστώς. Επαρκώς αιτιολογημένη η γνωμοδότηση, όταν σ΄αυτή ή στα στοιχεία στα οποία παραπέμπει, παρατίθενται τα χαρακτηριστικά του έργου, που μπορούν να δικαιολογούν την υπαγωγή του και σε περισσότερες της μία περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος. •ΕΣ/Τμ.VI/199/2007. Με τον ν.3316/2005, ο οποίος ισχύει από 22-2-2005, τέθηκαν σε ισχύ αυστηρότερες προϋποθέσεις για την επιλογή εφαρμογής του συστήματος μελέτη-κατασκευή και ειδικότερα, απαιτείται πλέον απόφαση του Υπουργού ΠΕ.Χ?.Δ.Ε., μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κατασκευών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων το Υ.ΠΕ.Χ?.Δ.Ε. Κρίσιμος χρόνος για την επιλογή του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος είναι αυτός του χρόνου δημοσίευσης της διακήρυξης. Από το γεγονός ότι εν προκειμένω είχε ήδη εκδοθεί η γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων του Νομού Καβάλας στις 22-2-2005, δηλαδή ταυτόχρονα με την έναρξη ισχύος του ν.3316/2005, συνάγεται ότι πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς δεν τηρήθηκε η ως άνω προϋπόθεση. Επαρκής η αιτιολογία.
ΣτΕ ΕΑ 198/2008
ΣΤΕ –αίτηση ασφαλιστικών μέτρων –δημόσια έργα –διακήρυξη –διαγωνισμός –ανάθεση-αποκλεισμός υποψηφίου –κοινοτικό δίκαιο –προσφυγή.
Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή Κρίσεως Προσφορών και Δικαιολογητικών εισηγήθηκε μεν την αποδοχή της προσφοράς της αιτούσης εταιρείας, ακολούθως, όμως, και αφού ελήφθη υπ’ όψιν και η σχετική 10882/ΕΑ/31.10.2007 γνωμοδότηση της Μονάδας Παρακολούθησης Διαγωνισμών και Συμβάσεων του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, η εταιρεία απεκλείσθη για το λόγο ότι υπέβαλε ισολογισμούς που παρουσίαζαν μεγάλη ζημία εν σχέσει προς το μέγεθός της, απεκλείσθη δηλαδή διότι εκρίθη ότι δεν έχει την απαιτουμένη, κατά τη διακήρυξη και το νόμο, χρηματοοικονομική επάρκεια ως προϋπόθεση για την ανάθεση του έργου. Η αιτιολογία αυτή του αποκλεισμού της εταιρείας, για την οποία σημειωτέον είχε επί πλέον προκληθεί και σχετική γνωμοδότηση επιστημονικού φορέως, φαίνεται νόμιμη και επαρκής αφού ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου απ’ όπου προκύπτει, πράγματι, το ζημιογόνο των τριών τελευταίων χρήσεων της επιχειρήσεως...Υπό τα δεδομένα αυτά ο αποκλεισμός της αιτούσης παρίσταται καταρχήν νόμιμος..Δια ταύτα,Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση
ΕΣ/Τ6/116/2008
Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).
Ελ.Συν/Τμ.VI/10/2008
Διαγωνισμοί μελετών. Η έλλειψη αίτησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος-υποβολής προσφοράς από το φάκελο «Δικαιολογητικά Συμμετοχής» και η υποβολή των προβλεπόμενων από την Προκήρυξη υπεύθυνων δηλώσεων χωρίς θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής συνιστούν παράβαση ουσιώδους όρου της προκήρυξης και επιφέρουν τον αποκλεισμό του διαγωνιζόμενου. Εφόσον προβλέπεται ελάχιστος χρόνος επαγγελματικής εμπειρίας ως απαραίτητη προϋπόθεση τεκμηρίωσης της ειδικής τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας, αυτός θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού. Συγγνωστή η νομική πλάνη της αναθέτουσας αρχής ως προς το σημείο αυτό. Αλυσιτελώς προβάλλεται ως λόγος ανάκλησης το ότι η αναθέτουσα αρχή νόμιμα δεν απέκλεισε από το διαγωνισμό σύμπραξη, στην οποία μετείχε αλλοδαπή εταιρεία, η οποία, μετά από σχετική καταγγελία, υπέβαλε για τους νόμιμους εκπροσώπους της απόσπασμα ποινικού μητρώου από την αρμόδια Δικαστική Αρχή, από το οποίο δεν προκύπτει τελεσίδικη ποινική καταδίκη για τα αδικήματα που σχετίζονται με την επαγγελματική διαγωγή τους, καθόσον, το Κλιμάκιο δεν εντόπισε ρητά συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια της υπό έλεγχο διαγωνιστικής διαδικασίας, στηρίζοντας σε αυτή την απορριπτική κρίση του, αλλά προέβη απλά σε μία επισήμανση-υπόδειξη προς την αναθέτουσα αρχή σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία διερεύνησης της ποινικής κατάστασης των συμμετεχόντων σε διαγωνισμούς. Ανακαλεί την 386/2007 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της οικείας σύμβασης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΝΣΚ/70/2002
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου τα Επικρατείας η Διακήρυξη (Προκήρυξη) του Διαγωνισμού αποτελεί κανονιστική πράξη, η οποία διέπει τον δημόσιο διαγωνισμό και δεσμεύει τόσο τη δημόσια Αρχή, η οποία διενεργεί αυτόν όσο και τους διαγωνιζόμενους.Η παράβαση των διατάξεων (όρων) αυτής συνιστά παράβαση νόμου και οδηγεί σε ακυρότητα των εγκριτικών πράξεων του αποτελέσματος του διαγωνισμού και των κατακυρωτικών αυτού πράξεων (ΣτΕ Ολομ. 2137/1993,ΣτΕ 2162/1990, 3642/1989, 2772/1986, ΣτΕ ολομ. 668/1974 ΣτΕ 1327/1978, 1828/1967, 2518/1964, 414/1955 132/1949, 1630//1950, 1803/19787), υπό την προϋπόθεση ότι η παραβιασθείσα διάταξη (όρος), το μεν δεν αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία (καθόσον άλλως είναι ανίσχυρη - ΣτΕ 1754/1996, 697/1951 μ 569/1947, 928/1936), το δε αποβλέπει στην ουσιώδη εξυπηρέτηση του δια της δημοπρασίας επιδιωκόμενου σκοπού (Βλ. Μ. Καραναστάση : Οι προμήθειες του Δημοσίου κ.λ.π. σελ. 37 σημ, 8. σελ. 79 σημ. 9, ΣτΕ 98/1962, 1668/1954).Σημειώνεται ότι οι όροι της Διακήρυξης πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά (ΣτΕ 1630/1950).Σε περίπτωση που η ίδια η Διακήρυξη χρησιμοποιεί όρους όπως «Με ποινή αποκλεισμού οι προμηθευτές πρέπει...», «Η μη προσκόμιση δικαιολογητικών ... συνεπάγεται τον αποκλεισμό από τον διαγωνισμό», «Με ποινή απαραδέκτου οι συμμετέχοντες πρέπει ...» και άλλους παρόμοιους, είναι προφανές ότι οι όροι αυτοί θεωρούνται ουσιώδεις και συνεπώς οποιαδήποτε απόκλιση της προσφοράς από αυτούς οδηγεί σε απόρριψη της.
ΔΕΚ/C-19/2000
Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )