Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ6/251/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005

ΕλΣυν/Τμ.VI/251/2007.Οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ειδικότερο σύστημα αμοιβής των μελετητών, ακόμα και κατά τη διενέργεια διαγωνισμών, δεν αντίκεινται καταρχήν στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων, όπως αυτοί διατυπώνονται στην Οδηγία 2004/18/ΕΚ, καθόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, ο κοινοτικός νομοθέτης επιφυλάσσεται ρητώς ως προς την εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων περί ελάχιστων ορίων αμοιβής ορισμένων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών των μηχανικών (πρβλ. ΔΕΚ C-94/2004 Cipolla, C-202/2004 Macrino - Capodarte). Επομένως, η υποβολή από τους συμμετέχοντες σε διαγωνισμό για την ανάθεση μελέτης οικονομικών προσφορών κατώτερων του ελαχίστου ορίου αμοιβής, όπως αυτό προκύπτει από την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση, επιτρεπτώς οδηγεί στον άνευ ετέρου αποκλεισμό του προσφέροντος από το διαγωνισμό και την απόρριψη ως απαράδεκτης της οικονομικής του προσφοράς, ήτοι ακόμη και χωρίς να του παρασχεθεί προηγουμένως η δυνατότητα διευκρίνησης και αιτιολόγησης των επιμέρους στοιχείων της προσφοράς του, καθόσον εφαρμοστέες καθίστανται εν προκειμένω όχι οι διατάξεις για την υποβολή υπερβολικά χαμηλής προσφοράς του άρθρου 55 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, αλλά οι ειδικότερη διάταξη του άρθρου 53 της ίδιας Οδηγίας, βάσει της οποίας τα κράτη-μέλη δύνανται να θεσπίζουν κανόνες περί ελάχιστων ορίων αμοιβής ορισμένων υπηρεσιών μηχανικών και, συνεπώς, η απόρριψη στην περίπτωση αυτή ως απαράδεκτων των προσφορών που δεν συνάδουν με τους κανόνες αυτούς παρίσταται καταρχήν νόμιμη.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Π.Δ.245/2006

Κανόνες υγειονομικού ελέγχου για την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ορισμένων ζώντων οπληφόρων ζώων, σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 2004/68/ΕΚ και τροποποίηση ορισμένων διατάξεων.


Π.Δ.798/1978

Περί καθορισμού ορίων προεκτιμωμένης αμοιβής μελετών κατά τάξιν πτυχίου. -(Α` 185).


ΕΣ/Τ7/172/2006

Καταβολή αμοιβής σε περιβαλλοντολόγο για την πληρωμή του 2ου λογαριασμού σχετικής μελέτης. Μη νόμιμη, καθόσον έπρεπε να γίνει παρακράτηση φόρου εισοδήματος στο ακαθάριστο ποσό της αμοιβής του με συντελεστή 20% και όχι 4%, αφού ο τελευταίος εφαρμόζεται μόνο στις αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών και όχι όλων των προσώπων που, ανεξαρτήτως ιδιότητας, συμμετέχουν ως ανάδοχοι στην εκπόνηση μελετών και επίβλεψη υδραυλικών έργων (άρθρα 58 και 48 ν. 2238/94).


ΕλΣυν.Κλ.4/247/2015

Υπηρεσίες φύλαξης:Μη νόμιμη καταβολή ποσού 15.180,66 ευρώ, από Υγειονομική Περιφέρεια σε εταιρεία, ως αμοιβή της για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης των χώρων Νοσοκομείου, καθόσον η αναθέτουσα αρχή μη νομίμως αποδέχθηκε την οικονομική προσφορά της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας, δοθέντος ότι όφειλε καταρχήν να την καλέσει για παροχή διευκρινίσεων επί των ως άνω στοιχείων της προσφοράς, ούτως ώστε εκτιμώντας τη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών εξηγήσεων, να απαντήσει με σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την αποδοχή ή την απόρριψη της προσφοράς αυτής. Συνεπώς, η αναθέτουσα αρχή ως προς το αποδεκτό της προσφοράς αναδόχου εταιρείας χωρίς την ειδικότερη αιτιολόγηση από αυτήν των προαναφερθέντων στοιχείων, υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.


ΕλΣυν/Τμ.7/369/2010

Με τη διάταξη αυτή εισήχθησαν τρεις παρεκκλίσεις από το ισχύον γενικό νομικό πλαίσιο περί ανάθεσης μελετών: 1) H δυνατότητα απευθείας ανάθεσης της εκπόνησης μελέτης, 2) η επιλογή μελετητή χωρίς δεσμεύσεις από τις τάξεις των πτυχίων και 3) η αποδέσμευση από την εφαρμογή του κώδικα αμοιβών μηχανικών (π.δ/γμα 696/1974), δεδομένου ότι η προεκτιμηθείσα είναι και η οριστική αμοιβή του μελετητή, η οποία δεν εξαρτάται από τις ποσότητες εργασιών που προκύπτουν από τον προϋπολογισμό του έργου. Σκοπός της ως άνω διάταξης είναι η διευκόλυνση των περιοριστικά αναφερόμενων σε αυτή φορέων, μεταξύ των οποίων και οι δήμοι, στην ανάθεση και εκπόνηση μελετών με πολύ μικρό οικονομικό αντικείμενο, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης των μελετών των εν λόγω φορέων και της αδυναμίας των τεχνικών τους υπηρεσιών να εφαρμόσουν τις πολύπλοκες και χρονοβόρες γενικές διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν τις σχετικές διαδικασίες. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις ενιαίας μελέτης ενός έργου που συντίθεται από πλείονες αυτοτελείς μελέτες, οι οποίες ανήκουν σε περισσότερες της μιας κατηγορίες μελετών, ο υπολογισμός του ποσοστού του 30% της προεκτιμώμενης αμοιβής θα πρέπει να γίνεται επί των ορίων κάθε επιμέρους κατηγορίας μελέτης και όχι αθροιστικά επί του συνόλου της αμοιβής της σύνθετης μελέτης, καθώς η τελευταία λύση θα καταστρατηγούσε την εκ του π.δ. 798/1978 διαφοροποίηση των ορίων αμοιβής κατά τάξη πτυχίου σε κάθε προβλεπόμενη κατηγορία μελέτης.


ΔΕΕ/C-601/2010

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως» (..) (σκ.32,33) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 31, σημείο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18, καθόσον εισάγουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C 20/01 και C 28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I 3609, σκέψη 58? της 18ης Νοεμβρίου 2004, C 126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. I 11197, σκέψη 23? της 11ης Ιανουαρίου 2005, C 26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I 1, σκέψη 46, καθώς και της 8ης Απριλίου 2008, C 337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I 2173, σκέψεις 57 και 58). 33 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επέλευση ή η πιθανότητα επελεύσεως ενός απρόβλεπτου περιστατικού μετά την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι οι εμπλεκόμενες αναθέτουσες αρχές μπορούσαν, προ της συνάψεως των αρχικών συμβάσεων, να προβλέψουν την ανάγκη να συμπεριληφθούν στις συμβάσεις αυτές οι σχετικές συμπληρωματικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, η επέκταση των ζωνών πολεοδομικού σχεδιασμού. Εάν η ανάγκη μιας τέτοιας επεκτάσεως για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην εκτέλεση των προβλεπόμενων στην αρχική σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη περίσταση, οι αναθέτουσες αρχές θα είχαν την ευχέρεια να υποστηρίξουν ότι απέτυχαν κατά την εκτίμηση και τον ακριβή καθορισμό του φυσικού αντικειμένου και του περιεχομένου της αρχικής συμβάσεως και, στη συνέχεια, να προβούν στην ανάθεση συμπληρωματικών υπηρεσιών με τη σύναψη χωριστών συμβάσεων παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας. (…)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι Βασιλικών, Κασσάνδρας, Εγνατίας και Αρέθουσας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΕλΣυν/Τμ.6/19/2014

Ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά.Αιτηση ανάκλησης της αριθμ. 215/2013 πράξεως του Ζ Κλιμακίου.(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι : Α) Το άρθρο 55 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, το οποίο μετά την παρέλευση της προθεσμίας ενσωματώσεως αυτής στο εθνικό δίκαιο (31.1.2006), εφαρμόζεται ευθέως στην ελληνική έννομη τάξη, επιβάλλει, κατά τη διαδικασία διεξαγωγής δημόσιου διαγωνισμού για την ανάδειξη αναδόχου μελετητή, στην αναθέτουσα αρχή, εφόσον αμφιβάλλει για τη φερεγγυότητα κάποιας από τις υποβληθείσες προσφορές, και πρόκειται να την απορρίψει ως απαράδεκτη, να καλεί τον προσφέροντα αυτή για να παράσχει τις διευκρινίσεις που κρίνονται σκόπιμες για την απόδειξη της αξιοπιστίας της. Η άμεση εφαρμογή αυτής της υποχρεώσεως δεν καταργήθηκε ούτε περιορίσθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 3919/2011 και την κατάργηση των ελαχίστων ορίων αμοιβών για την εκπόνηση μελετών και την εν γένει παροχή υπηρεσιών καθόσον με τις ίδιες διατάξεις διατηρήθηκαν σε ισχύ οι διατάξεις περί του τρόπου υπολογισμού των αμοιβών των μηχανικών για μελέτες και συναφείς υπηρεσίες αναφορικά με το σχηματισμό της προεκτιμώμενης αμοιβής, η οποία αποτελεί και το κριτήριο βάσει του οποίου η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να χαρακτηρίσει μία προσφορά ως υπερβολικά χαμηλή προκειμένου να ζητεί διευκρινίσεις ως προς τα οικονομικά στοιχεία που τη συνθέτουν, Β) Η υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να ζητά διευκρινίσεις προβλέπεται μόνον όταν αυτή, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, εντοπίσει προσφορά, η οποία γεννά αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά της, και προτίθεται να την απορρίψει ως απαράδεκτη όχι δε και όταν υποβληθούν αιτιάσεις (δι’ ενστάσεως κ.λπ.) από άλλον διαγωνιζόμενο, εφόσον αυτές δεν είναι επαρκείς για να δημιουργήσουν υπόνοιες στην ίδια ότι πρόκειται περί υπερβολικά χαμηλής προσφοράς. Μειοψήφισε ο σύμβουλος Γεώργιος Βοϊλης, ο οποίος διατύπωσε τη γνώμη, προς την οποία συντάχθηκαν και οι έχουσες συμβουλευτική ψήφο, Πάρεδροι, Ευαγγελία Σεραφή και Αντιγόνη Στίνη, ότι η αναθέτουσα αρχή έχει κατ’ αρχάς διακριτική ευχέρεια να εντοπίσει προσφορά η οποία την εμβάλλει σε αμφιβολία ως προς την φερεγγυότητά της και να ζητήσει διευκρινίσεις ως προς τη διαμόρφωση των επιμέρους στοιχείων που τη συνθέτουν, οφείλει όμως (δεσμία αρμοδιότητα), στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς της να αιτιολογεί κάθε θετική ή αρνητική ατομική διοικητική πράξη, να ζητεί διευκρινίσεις και κάθε φορά που ένας διαγωνιζόμενος υποβάλλει ένσταση κατά της αποδοχής προσφοράς που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως υπερβολικά χαμηλή. Πλην, όμως, η γνώμη αυτή δεν εκράτησε. (...) Ανακαλεί την 215/2013 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΕΣ/Τ6/253/2007

Η θέσπιση από τον εθνικό νομοθέτη κατώτατων επιτρεπτών ορίων αμοιβών των μελετητών δεν αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Νόμιμα αποκλείστηκαν διαγωνιζόμενοι που υπέβαλαν οικονομικές προσφορές υπολειπόμενες των κατωτάτων προβλεπόμενων ορίων. Είναι νόμιμη η αιτιολόγηση της βαθμολογίας των τεχνικών προσφορών, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει αναλυτικά ο τρόπος αξιολόγησης των επιμέρους κριτηρίων. Ο όρος περί δικαιώματος προαίρεσης που εκ παραδρομής αναγράφηκε στην περίληψη της διακήρυξης θα πρέπει να θεωρηθεί ως μη γεγραμμένος. Η ανάθεση συμπληρωματικών μελετών επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 29 ν.3316/2005.


ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,