ΣτΕ/1093/2005
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα κοινοπραξία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι, εφ’ όσον το έργο περατώθηκε την 30.1.92 και η Υπηρεσία δεν προέβη, αμέσως, στην έγκριση του πρωτοκόλλου παραλαβής, καθώς και στη σύνταξη του τελικού 12ου Σ.Π., με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συντάξει και υποβάλει λογαριασμό για την πληρωμή της, θα έπρεπε η αναθεώρηση των τιμών να υπολογισθεί, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, όχι με τους συντελεστές του χρόνου εκτελέσεως των εργασιών, όπως έκανε η Υπηρεσία, προβλέποντας στον εν λόγω Σ.Π. ποσό 300.000.000 δραχμών, αλλά με τους συντελεστές του χρόνου πληρωμής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Ν.Δ. 1266/72, ώστε να μη υποστεί ζημία, κυρίως, από τη σημαντική ανατίμηση της αξίας των υλικών και των ημερομισθίων. Το λόγο αυτό της προσφυγής απέρριψε το Διοικητικό Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 889/79, κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αναθεωρήσεως είναι ο χρόνος εκτελέσεως των εργασιών. Η κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο δε διότι, εν όψει των ως άνω λόγων της προσφυγής, θα έπρεπε το δικαστήριο της ουσίας να εξετάσει αν, πράγματι, το αίτημα της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας προς πληρωμή των ένδικων εργασιών υπεβλήθη, υπαιτιότητι της Διοικήσεως, μετά την πάροδο του αναθεωρητικού τριμήνου του χρόνου εκτελέσεως αυτών και μάλιστα σε χρόνο που, λόγω της, εν τω μεταξύ, επελθούσης μεταβολής των τιμών, η οφειλόμενη από την αναιρεσείουσα κοινοπραξία παροχή κατέστη υπέρμετρα επαχθής, σε βαθμό, που να υπερβαίνει τον, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δυνάμενο να αναληφθεί από αυτήν κίνδυνο.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/3803/2009
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η αναίρεση της 6358/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…». Με την προσφυγή αυτή η ανωτέρω κοινοπραξία, ανάδοχος του έργου «Κατασκευή τμημάτων του αυτοκινητοδρόμου Αθηνών-Κορίνθου, Παράκαμψη Διϋλιστηρίων», είχε ζητήσει α) να ακυρωθεί η τεκμαιρομένη απόρριψη από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων, λόγω απράκτου παρόδου της σχετικής προθεσμίας, της από 7.11.1995 αιτήσεως θεραπείας, την οποία ήσκησε η ανάδοχος κοινοπραξία κατά της Δ1/241/15/11.8.1995 αποφάσεως της Προϊσταμένης Αρχής του έργου [Διεύθυνση Οδικών ΄Εργων (Δ1)], με την οποία ενεκρίθη ο 3ος Συγκριτικός Πίνακας (Σ.Π.) και το 2ο Πρωτόκολλο Κανονισμού Τιμών Μονάδος Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ) του έργου και απερρίφθη η από 8.6.1995 ένσταση της κοινοπραξίας κατά της παραλείψεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας του έργου (2ης ΔΕΚΕ) να περιλάβει στον ανωτέρω Σ.Π. κονδύλιο νέων τιμών και να καθορίσει νέα τιμή μονάδος για πρόσθετη τιμή γενικών εκσκαφών.(....)Όμως, η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με σχετικό λόγο αναιρέσεως, δεν είναι νόμιμος, διότι η ένδικος διοικητική σύμβαση συνήφθη στις 25.10.1991, η δε επίμαχη κράτηση, όπως εξετέθη στην έκτη σκέψη, δεν ηδύνατο να επιβληθεί σε λογαριασμούς πληρωμής συμβάσεων συναφθεισών προ τις 24.8.1993, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2166/1993.Δέχεται εν μέρει την κρινομένη αίτηση, κατά τα εις το σκεπτικό διαλαμβανόμενα.Αναιρεί εν μέρει την 6358/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εις το οποίο αναπέμπει την υπόθεση, κατά τα εις το σκεπτικό διαλαμβανόμενα.Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση κατά τα λοιπά.
ΕΣ/ΤΜ.1/1413/2017
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού -κατασκευή δικτύων αποχέτευσης...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα κρίνει ότι: Α) Η σύμβαση που κατήρτισε στις 22.12.2011 η ανάδοχος κοινοπραξία με την επωνυμία «....» με την εργοληπτική επιχείρηση «...» δεν πληροί τους όρους του νόμου ώστε να χαρακτηρισθεί αμιγώς ως σύμβαση υποκατάστασης ή ως συμφωνητικό υπεργολαβίας (όπως τα μέρη τη χαρακτήρισαν), διότι, αφενός φέρει χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν πρόθεση ολικής ή μερικής υποκατάστασης της αναδόχου από την αντισυμβαλλόμενή της και προσιδιάζουν στην έμμεση (άτυπη) σύμβαση υποκατάστασης ως: i) η ανάθεση της εκτέλεσης στην εργοληπτική επιχείρηση του συνόλου των προβλεπομένων εργασιών του έργου, όπως προσδιορίζονται στα οικεία συμβατικά τεύχη (στοιχείο Γ του προοιμίου), ii) η υποχρέωση της εργοληπτικής επιχείρησης να προσλαμβάνει και να απασχολεί με δική της μέριμνα και δαπάνες το προσωπικό που απαιτείται για την εκτέλεση των εργασιών (άρθρο 7.1.), iii) η αμοιβή της αναδόχου, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 82% του οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης (1.979.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α.) πλέον ποσοστού 50% που θα λαμβάνει σε κάθε αναθεώρηση τιμών (άρθρα 8.3 και 8.4), iv) η αυτοδίκαιη ανάθεση από την ανάδοχο κοινοπραξία στην εταιρεία των πρόσθετων ή νέων εργασιών που μπορεί να προκύψουν κατά την εκτέλεση του έργου (άρθρα 8.8 και 9 παρ.2), v) η υποχρέωση έκδοσης από την εργοληπτική επιχείρηση εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης (άρθρο 8.11), vi) η πρόβλεψη ότι κάθε καθυστέρηση η οποία θα προκύψει στο τμήμα του έργου που έχει αναλάβει να εκτελέσει η εταιρεία λόγω μη τήρησης κανόνων και μέτρων ασφαλείας, βαρύνει αυτήν αποκλειστικά (άρθρο 10), αφετέρου δε περιέχει όρους που δύνανται να την κατατάξουν στη σύμβαση υπεργολαβίας ως: i) η εκτέλεση του έργου από την αντισυμβαλλόμενη εργοληπτική επιχείρηση οφείλει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση όλων των υποχρεώσεων της αρχικής αναδόχου (άρθρο 2.1.) ii) το φωτογραφικό αρχείο του έργου και η μονάδα βιντεοσκόπησης του δικτύου μετά το πέρας των εργασιών πρέπει να παραδοθούν στην ανάδοχο κοινοπραξία για να συμπεριληφθούν στο μητρώο έργου (άρθρο 2.6), iii) Το Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας (ΣΑΥ) καθώς και ο Φάκελος Ασφάλειας και Υγείας (ΦΑΥ του έργου, μετά το πέρας των εργασιών πρέπει να παραδοθούν ομοίως στην ανάδοχο «… που έχει την συμβατική υποχρέωση να τα παραδώσει στον κύριο του έργου» (2.7.), iv) η εργοληπτική επιχείρηση οφείλει να επιτρέπει ανά πάσα στιγμή στους εκπροσώπους της κοινοπραξίας την ελεύθερη πρόσβαση σε έγγραφα και στοιχεία και να παρέχει σ’ αυτούς κάθε πληροφορία (άρθρο 3 παρ. 4), v) η εργοληπτική επιχείρηση οφείλει να αποζημιώνει την κοινοπραξία για κάθε αξίωση ή επιβάρυνση που προκύπτει σε βάρος της από την εκ μέρους της αθέτηση της υποχρέωση τήρησης όλων των κανόνων δικαίου που διέπουν την εκτέλεση του έργου (άρθρο 4), vi) η εργοληπτική επιχείρηση υποχρεούται να συμμορφώνεται με όλες τις έγγραφες εντολές τις οδηγίες και τις υποδείξεις των οργάνων της κοινοπραξίας και να αποκαθιστά κάθε ελάττωμα ή παράλειψη που διαπιστώνεται από αυτήν (άρθρο 5), vii) η εργοληπτική επιχείρηση υποχρεούται στην καταβολή κάθε ποινικής ρήτρας που στο πλαίσιο εκτέλεσης των εργασιών, θα καταπίπτει σε βάρος της κοινοπραξίας (άρθρο 6.7), viii) η ανάδοχος Κοινοπραξία θα καταβάλλει την αμοιβή στην εργοληπτική επιχείρηση (άρθρα 8.5. και 8.7.), ix) η εργοληπτική επιχείρηση υποχρεούται να ενημερώσει την κοινοπραξία για τους κινδύνους που ενέχουν οι εργασίες που εκτελεί για άλλους εργαζομένους, τρίτους, διερχόμενους, τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό και το περιβάλλον (άρθρο 10), x) η εργοληπτική επιχείρηση υποχρεούται να αποζημιώσει την κοινοπραξία για κάθε θετική ή αποθετική ζημία που θα υποστεί από την παραβίαση μέτρων ασφαλείας (άρθρο 10), xi) η κοινοπραξία δύναται να κηρύξει έκπτωτη την εργοληπτική επιχείρηση για υπαίτια παράβαση όρων του παρόντος συμφωνητικού (άρθρο 11) και xii) η εργοληπτική επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να τηρεί το καθήκον εχεμύθειας έναντι της κοινοπραξίας (άρθρο 12). Η σύμβαση αυτή, η οποία δεν υποβλήθηκε σε έγκριση ούτε γνωστοποιήθηκε στον κύριο του έργου και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτού (Δήμος ...) προσδιορίζει αποκλειστικά τις σχέσεις μεταξύ των μερών...Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΣΤΕ/3562/2010
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ: (...) Η αναιρεσείουσα κοινοπραξία, με την νέα σύνθεσή της, δεν είχε νόμιμη αξίωση για την κατακύρωση σ αυτήν του αποτελέσματος του διαγωνισμού και, επομένως, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών με τις οποίες η Διοίκηση διέκοψε τις διαπραγματεύσεις με αυτήν, περίπτωση ματαιώσεως της αυξήσεως της περιουσίας της, καθώς και της δεύτερης αναιρεσείουσας, όπως ισχυρίσθηκαν με την αγωγή τους, εξ αιτίας της διακοπής των διαπραγματεύσεων δεν υφίστατο. Συνεπώς, καθ όσον αφορά τις συγκεκριμένες αξιώσεις διαφυγόντος κέρδους, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., και, ειδικότερα, η προϋπόθεση της προκλήσεως συγκεκριμένης ζημίας στην κοινοπραξία, όπως νομίμως έκρινε το διοικητικό εφετείο και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, αβασίμως, κατά τα προεκτεθέντα, προβάλλεται ότι η μεταβολή της συνθέσεως της κοινοπραξίας μετά την υποβολή των προσφορών ήταν, κατά τον νόμο, επιτρεπτή.
ΣτΕ/3819/2000
Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει ότι, ενώ με την προσφυγή της είχε ισχυρισθεί ότι όλες οι ως άνω ένδικες εργασίες εκτελέσθηκαν, εγκρίθηκαν και πληρώθηκαν, κατά τη νόμιμη διαδικασία (άρθρ. 38 παρ. 1 και 2 Π.Δ. 609/85), με τις 12η και 13η πιστοποιήσεις-λογαριασμούς και η περικοπή τους από την Υπηρεσία, κατά το στάδιο της ανακεφαλαιώσεως των εκτελεσθεισών εργασιών και των καταβληθέντων ποσών, έγινε δίχως αιτιολογία, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι, καίτοι ο προβληθείς, κατά τα ανωτέρω, με την προσφυγή, ισχυρισμός ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η πληρωμή στην αναιρεσείουσα εταιρία των ένδικων εργασιών, με τις ως άνω πιστοποιήσεις, προϋποθέτει καταμέτρηση των εκτελεσθεισών εργασιών, έλεγχο και έγκριση των υποβληθεισών επιμετρήσεων, ώστε να μη είναι, πλέον, επιτρεπτή, επ' ευκαιρία μεταγενέστερων επιμετρήσεων, ακόμη και τελικών, με τις οποίες απλώς ανακεφαλαιώνονται οι ποσότητες των τμηματικών επιμετρήσεων, αμφισβήτηση αυτών (πρβλ ΣΕ 1334/00), εν τούτοις το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σ' αυτόν ή απάντησε ελλιπώς, όπως, ειδικά για τις εργασίες των κολλάρων γειώσεως, ότι οι ποσότητες αυτών, όπως τις περιέκοψε η Υπηρεσία, ταυτίζονται απόλυτα με τις μετ' έλεγχο παραληφθείσες τελικά ποσότητες εργασιών από την Επιτροπή παραλαβής του έργου, οι οποίες περιλαμβάνονται στο από 3.4.95 πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο προς περαιτέρω κρίση.
ΣΤΕ/353/2018
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με την αίτηση αυτή, η ήδη αναιρεσείουσα κοινοπραξία, ανάδοχος του έργου «Αποχέτευση Ανατολικού και Δυτικού Τομέα … (δευτερεύον δίκτυο)», ζητεί την αναίρεση της 35/2012 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του ανωτέρω έργου(....)Εξάλλου, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το με την κρινόμενη αίτηση τιθέμενο ζήτημα της εκτελεστότητας πράξης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, με την οποία δεν εγκρίνονται οι υποβληθείσες από την ανάδοχο επιμετρήσεις, σχετίζεται με τη διαμόρφωση των επιμετρητικών στοιχείων και αποτελεί σπουδαίο νομικό ζήτημα, για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί δια σειράς αποφάσεων του Δικαστηρίου, κάποιες από τις οποίες παρατίθενται και στην αναιρεσιβαλλομένη(....)Απορρίπτει την αίτηση κατά το σκεπτικό.
ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009
Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).
ΣτΕ/776/2006
Η κρίση, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, τόκοι υπερημερίας οφείλονται μόνον από την υποβολή πιστοποιήσεως, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, και η υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου τούτο να εξετάσει αν και πότε η αναιρεσείουσα εταιρία όχλησε τον κύριο του έργου να προβεί σε σύνταξη και έγκριση του απαιτουμένου για την πληρωμή των προαναφερθεισών υπερσυμβατικών εργασιών συγκριτικού πίνακα. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος, του Συμβούλου Θ. Παπαευαγγέλου και των δύο Παρέδρων, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη.
ΝΣΚ/161/2003
Η, κατά το άρθρο 9 παρ.4 του Ν 1418/84, αποζημίωση που καταβάλλεται στον ανάδοχο εκτελέσεως δημοσίου έργου, στην περίπτωση που αυτός συμφωνεί για τη ματαίωση της διαλύσεως της σχετικής συμβάσεως, ορίζεται ισόποση με τη θετική ζημία που υφίσταται ο ανάδοχος, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου. Η, εν λόγω, αποζημίωση περιλαμβάνει και την εφ’ άπαξ υπολογιζόμενη διαφορά μεταξύ των συμβατικών τιμών των υλικών και εργασιών και των τιμών, που θα καταβάλλει αποδεδειγμένως ο ανάδοχος για την εξασφάλιση των ιδίων εργασιών και υλικών, εφόσον η διαφορά αυτή, η οποία δύναται να προκύψει κατά το διάστημα από το χρόνο της πραγματικής διακοπής των εργασιών μέχρι την έγκριση της συμφωνίας του αναδόχου, δεν καλύπτεται από την αναθεώρηση των δαπανών των εν λόγω συμβατικών τιμών (εργασιών και υλικών).
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1326/2023
Δημοσιονομική διόρθωση για την ανάκτηση ποσού 1.458.808,16 ευρώ, και περιορίστηκε το προς ανάκτηση ποσό στο ύψος του 1.048.917,29 ευρώ, απορρίφθηκε δε η έφεσή της κατά τα λοιπά. (Το Δικαστήριο κρίνει, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 14, ότι η παραβίαση από την αναιρεσείουσα του όρου ένταξης της πράξης που προέβλεπε ότι ο τελικός δικαιούχος είχε υποχρέωση να εκτελέσει τα υποέργα της πράξης δι’ ανάθεσης σε τρίτους σύμφωνα με τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων και όχι δι’ αυτεπιστασίας και τον οποίο η αναιρεσείουσα είχε δεσμευθεί ότι θα τηρήσει, συνιστά ουσιώδη παρατυπία καθόσον προδήλως απέβλεπε στην ποιότητα εκτέλεσης του έργου, η παρατυπία δε αυτή δικαιολογεί την ανάκτηση της κοινοτικής συνδρομής της συγκεκριμένης ενέργειας προκειμένου αυτή να επανέλθει στις πιστώσεις του προγράμματος, καθώς η πληρωμή μη επιλέξιμης δαπάνης, όπως, εν προκειμένω, η δαπάνη μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού της αναιρεσείουσας, είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του προϋπολογισμού της πράξης. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η κατασκευή του έργου δι’ αυτεπιστασίας δεν είχε καμία δημοσιονομική επίπτωση ούτε επαγόταν πρόσθετη επιβάρυνση του προϋπολογισμού της πράξης, σε σύγκριση προς την τυχόν ανάθεση της εκτέλεσης του έργου σε τρίτους, ερείδεται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι ο τελικός δικαιούχος μιας συγχρηματοδοτούμενης πράξης έχει την ευχέρεια να προβαίνει σε δαπάνες που δεν είναι επιλέξιμες και των οποίων δεν έχει εγκριθεί η χρηματοδότηση σύμφωνα με τους όρους ένταξης της πράξης. Σε κάθε περίπτωση, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην ποσοτικός προσδιορισμός της ζημίας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά αρκεί ότι η σχετική παρατυπία ήταν ικανή να προκαλέσει ζημία στον εθνικό και ενωσιακό προϋπολογισμό, προϋπόθεση που εν προκειμένω πληρούται. Πράγματι, η πληρωμή των εργασιών αυτών, οι οποίες δεν είχαν ανατεθεί νομίμως, συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, σοβαρή παρατυπία κατά την εκτέλεση της σύμβασης, δυνάμενη να έχει ουσιώδη αντίκτυπο στον ενωσιακό και εθνικό προϋπολογισμό, προεχόντως λόγω της απόκλισης από τη διαδικασία ανάθεσης σε ανάδοχο, πληρούντα τα εχέγγυα που απαιτεί η διαδικασία ανάδειξης, και αντ΄ αυτού η χρησιμοποίηση προσωπικού υπάρχοντος, ήδη διαθέσιμου στην αναιρεσείουσα, του οποίου η επιλογή δεν διέρχεται της επιβαλλόμενης διαδικασίας ανάθεσης. Περαιτέρω, αλυσιτελώς προβάλλει η αναιρεσείουσα ότι η κατασκευή του έργου δι’ αυτεπιστασίας αποτελεί σύννομο τρόπο ανάθεσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, καθώς αιτία της ανάκτησης του ποσού με την επίδικη δημοσιονομική διόρθωση δεν ήταν το σύννομο ή μη της ανάθεσης έργων δι΄ αυτεπιστασίας σύμφωνα με τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, αλλά η παραβίαση του όρου ένταξης της πράξης, σύμφωνα με τον οποίο ο τελικός δικαιούχος είχε υποχρέωση να εκτελέσει τα υποέργα αυτής με ανάθεση σε τρίτους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΣΤΕ/3882/2014
Παράταση προθεσμίας εκτέλεσης έργου.(….) Μπορεί να παραταθεί η προθεσμία και όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου, οπότε και εγκρίνεται χωρίς αναθεώρηση για το σύνολο ή μέρος των υπολειπομένων εργασιών. Η υπέρβαση της προβλεπομένης από την οικεία σύμβαση προθεσμίας, εκ μέρους της αιτούσης, αρκούσε για την επιβολή της ποινικής ρήτρας (πρβλ. ΣτΕ 2798/1998), χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, όπως η σύνταξη πίνακα διαχωρισμού εργασιών, η οποία, πάντως, αναφέρεται σε άλλο στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως και δη στην διαδικασία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως αυτής χωρίς αναθεώρηση (βλ. και ΣτΕ 3114/2011). (…) το ποσό της αναθεώρησης ύψους 14.077.043 δρχ., που συνυπολογίστηκε προκειμένου να εξευρεθεί η μέση ημερήσια αξία του έργου και, εν συνεχεία, το ύψος της ποινικής ρήτρας, αντιστοιχεί στην κατ’ άρθρ. 10 παρ. 1 του ν. 1418/1984 προβλεπόμενη τριμηνιαία αναθεώρηση, η οποία αποτελεί μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος, και όχι σε αυτήν που τυχόν χώρησε συνεπεία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως της συμβάσεως και η οποία ρητώς εξαιρείται από τον συνυπολογισμό των σχετικών ποσών, βάσει του άρθρ. 36 παρ. 9 εδ. β΄, προκειμένου να υπολογιστεί το ύψος της ποινικής ρήτρας. Εξάλλου, καθό μέρος με τον λόγο αυτό, προβάλλεται ότι ομοίως δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί ο Φ.Π.Α., πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι ο φόρος αυτός επιρρίπτεται στον αντισυμβαλλόμενο, δηλαδή, εν προκειμένω, τον Δήμο και, συνεπώς, δεν επιβαρύνει το κόστος του έργου (βλ. ΣτΕ 205/2008 7μελής).
Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 73/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων).