ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Ε Κλιμ/465/2010
Συμπληρωματική σύμβαση Για κάποιες εργασίες αορίστως αιτιολογείται η συνδρομή απροβλέπτων περιστάσεων, ήτοι πραγματικών γεγονότων, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης, τα οποία επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου, χωρίς περαιτέρω οποιασδήποτε εξειδίκευσης των λόγων για τους οποίους, ακολουθώντας τους κανόνες της εμπειρίας και τεχνικής, ήταν αντικειμενικά αδύνατη εκ των προτέρων η ένταξη αυτών των εργασιών στην αρχική μελέτη του έργου. Αλλωστε το γεγονός ότι η αύξηση των ποσοτήτων των ως άνω εργασιών οφείλεται σε επιγενόμενες μετρήσεις, αποτελεί παραδοχή από την αναθέτουσα αρχή της ύπαρξης σφαλμάτων και παραλείψεων των αρχικών προμετρήσεων της μελέτης, που δεν δικαιολογούν κατά νόμο τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Εργασίες οφειλόμενες σε σφάλματα ή παραλείψεις των αρχικών προμετρήσεων καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλι των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Οι λοιπές εργασίες αποτελούν μετά τη δημοπράτηση του έργου και την κατακύρωση του αποτελέσματός του μεταβολή του φυσικού και τεχνικού αντικειμένου του, που δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης του αναδόχου. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι εργασίες αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα ή καταστάσεις, τα οποία αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Απρόβλεπτη περίσταση δεν αποτελεί, ούτε η επικαλούμενη από την αναθέτουσα αρχή και για όλες τις εργασίες, τήρηση των διατάξεων για την υγιεινή των εργαζομένων δεδομένου ότι η υποχρέωση τήρησης των διατάξεων αυτών ήταν εκ των προτέρων γνωστή στην ίδια αρχή. Με την 274/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Έλεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ανάκλησης κατά της προμνησθείσας Πράξης του Κλιμακίου και μόνο για τις εργασίες αποκατάστασης του σπασμένου καταθλιπτικού αγωγού, καθόσον κρίθηκε ότι δεν αποτελεί επέκταση του αρχικού αντικειμένου του έργου, όπως εσφαλμένως δέχθηκε το Κλιμάκιο, διότι αποτελούν εργασίες συντηρήσεως, η ανάγκη εκτελέσεως των οποίων προκλήθηκε από την ασφαλτόστρωση της εθνικής οδού, το δε πρόβλημα ανέκυψε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ασφαλτοστρώσεως, οπότε είχαν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες της αρχικής συμβάσεως. Οι εργασίες αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής συμβάσεως.
ΕλΣυν/Τμ.6/27/2013
Η σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως προηγείται, κατά κανόνα, της εκτελέσεως των εργασιών που περιλαμβάνονται σε αυτήν και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της εκτελέσεώς τους. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η εκτέλεση πρόσθετων επειγουσών εργασιών, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 56 του Ν. 3669/2008, δηλαδή μετά τη σύνταξη τεχνικής περιγραφής αυτών από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, αιτιολόγηση του επείγοντος, εκτίμηση της δαπάνης των εργασιών και έγκριση αυτών από την Προϊσταμένη Αρχή και ενδεχομένως πριν από την σύνταξη του Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, οπότε, στην περίπτωση αυτή, προηγείται η εκτέλεσή τους και έπεται η κατάρτιση της συμπληρωματικής συμβάσεως. Οι ως άνω συμπληρωματικές εργασίες μπορεί να εκτελεσθούν πριν από τη σύνταξη Α.Π.Ε. και πριν από τη σύναψη συμβάσεως, μετά από έγγραφη εντολή της υπηρεσίας προς τον ανάδοχο του αρχικού έργου ή σε επείγουσες περιπτώσεις, μετά από προφορική εντολή στον τόπο του έργου, η οποία καταχωρείται στο ημερολόγιο αυτού (Απόφαση Μείζονος Τμήματος Επταμελούς Σύνθεσης 2093/2011, Πράξη VII Τμήματος Ε.Σ. 29/2010). Πέραν των ως άνω τυπικών προϋποθέσεων απαιτείται ωσαύτως όπως αυτές χαρακτηρίζονται ως επείγουσες, υπό την έννοια ότι στοχεύουν στην αποτροπή άμεσου επικείμενου κινδύνου τόσο για τις εγκαταστάσεις του έργου που έχει ήδη εκτελεσθεί όσο και για τους εργαζομένους ή και διερχομένους από αυτό. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας των εργασιών αυτών απαιτεί την ύπαρξη άμεσου κινδύνου καθόσον μόνον τότε δύναται να καταστεί εφικτή η πραγματοποίησή τους πάραυτα, χωρίς τη σύνταξη και έγκριση Α.Π.Ε., ακόμη και με προφορική εντολή που καταχωρείται στο ημερολόγιο του έργου. Σε κάθε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή επικαλείται την διενέργεια πρόσθετων επειγουσών εργασιών, πέραν των τυπικών προϋποθέσεων (σύνταξη τεχνικής περιγραφής, εκτίμηση της δαπάνης, έγκριση από την Προϊσταμένη Αρχή ή προφορική εντολή καταχωρημένη στο ημερολόγιο του έργου) απαιτείται η συνδρομή της ουσιαστικής προϋποθέσεως του επείγοντος, δηλαδή του εξαιρετικού κινδύνου υπό την έννοια που προεκτέθηκε. (...)Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Περαιτέρω, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως καλύπτονται εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής, δεν οφείλονται σε απρόβλεπτες συνθήκες και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου (π.χ. κακοτεχνίες), καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011). Τέλος, ουσιώδη διαδικαστικό τύπο για τη σύναψη της συμπληρωματικής συμβάσεως, συνιστά η σύνταξη από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.), ο οποίος υπογράφεται από τον ανάδοχο και οριστικοποιείται με την έγκρισή του από την Προϊσταμένη Αρχή, περιλαμβάνει δε τα ουσιώδη οικονομικά δεδομένα τόσο της αρχικής όσο και της συμπληρωματικής συμβάσεως.
ΣΤΕ/3882/2014
Παράταση προθεσμίας εκτέλεσης έργου.(….) Μπορεί να παραταθεί η προθεσμία και όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου, οπότε και εγκρίνεται χωρίς αναθεώρηση για το σύνολο ή μέρος των υπολειπομένων εργασιών. Η υπέρβαση της προβλεπομένης από την οικεία σύμβαση προθεσμίας, εκ μέρους της αιτούσης, αρκούσε για την επιβολή της ποινικής ρήτρας (πρβλ. ΣτΕ 2798/1998), χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, όπως η σύνταξη πίνακα διαχωρισμού εργασιών, η οποία, πάντως, αναφέρεται σε άλλο στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως και δη στην διαδικασία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως αυτής χωρίς αναθεώρηση (βλ. και ΣτΕ 3114/2011). (…) το ποσό της αναθεώρησης ύψους 14.077.043 δρχ., που συνυπολογίστηκε προκειμένου να εξευρεθεί η μέση ημερήσια αξία του έργου και, εν συνεχεία, το ύψος της ποινικής ρήτρας, αντιστοιχεί στην κατ’ άρθρ. 10 παρ. 1 του ν. 1418/1984 προβλεπόμενη τριμηνιαία αναθεώρηση, η οποία αποτελεί μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος, και όχι σε αυτήν που τυχόν χώρησε συνεπεία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως της συμβάσεως και η οποία ρητώς εξαιρείται από τον συνυπολογισμό των σχετικών ποσών, βάσει του άρθρ. 36 παρ. 9 εδ. β΄, προκειμένου να υπολογιστεί το ύψος της ποινικής ρήτρας. Εξάλλου, καθό μέρος με τον λόγο αυτό, προβάλλεται ότι ομοίως δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί ο Φ.Π.Α., πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι ο φόρος αυτός επιρρίπτεται στον αντισυμβαλλόμενο, δηλαδή, εν προκειμένω, τον Δήμο και, συνεπώς, δεν επιβαρύνει το κόστος του έργου (βλ. ΣτΕ 205/2008 7μελής).
Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 73/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων).
ΕΣ/ΤΜ.6/603/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Αίτηση ανάκλησης της 610/2011 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου «Μελέτη, Κατασκευή και Θέση σε λειτουργία του Μετρό….», Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι : Α) η συμπληρωματική σύμβαση παρουσιάζει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής τοιαύτης και διέπεται όχι από τους όρους αυτής, αλλά από το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει κάθε συμπληρωματική σύμβαση. Επίσης, οι αρχαιολογικές εργασίες, οι οποίες περιλαμβάνονται στην κρινόμενη συμπληρωματική σύμβαση, το χαρακτήρα της οποίας δεν αμφισβητεί η αιτούσα, είναι εργασίες που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης και προέκυψαν από απρόβλεπτες περιστάσεις (το εύρος των αρχαιολογικών ευρημάτων κατά τις εκσκαφές που πραγματοποιήθηκαν για την κατασκευή του Μετρό ......). Ως εκ τούτου η δαπάνη για την εκτέλεσή τους δεν μπορεί να διέπεται από το αυτό με το κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών, το οποίο, στο πλαίσιο της αρχικής συμβάσεως, δεν είχε υπολογισθεί για την εξεύρεση του ύψους της εγγυητικής επιστολής, νομοθετικό πλαίσιο παρόλο που αφορούν στην ίδια κατηγορία εργασιών, δηλαδή αρχαιολογικές εργασίες καθόσον για τις επίμαχες αρχαιολογικές εργασίες ως συμπληρωματικές εργασίες, αναγκαίες για την ολοκλήρωση του αρχικού έργου, οφείλεται εκ του νόμου η κατάθεση, κατά την υπογραφή του συμβατικού κειμένου, εγγυητικής επιστολής καλής εκτελέσεως. Β) Η προσφορά της αναδόχου κοινοπραξίας πράγματι βασίσθηκε στους όρους της διακηρύξεως, οι οποίοι δεν υπέστησαν καμία μεταβολή διότι στην καταρτισθείσα αρχική σύμβαση η δαπάνη για την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών είχε ενταχθεί στο κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών και με τη διαδικασία αυτή, δηλαδή απολογιστικά καταβλήθηκε. Όμως, τόσο στη διακήρυξη όσο και στην αρχική σύμβαση δεν προβλεπόταν (ούτε θα μπορούσε άλλωστε να προβλεφθεί) όρος, σύμφωνα με τον οποίο, οι τυχόν πρόσθετες δαπάνες για την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών, πέραν του κονδυλίου των απολογιστικών εργασιών, κατόπιν καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως θα καταβάλλονταν απολογιστικά όπως οι περιλαμβανόμενες στο κονδύλι των απολογιστικών εργασιών της αρχικής συμβάσεως αρχαιολογικές εργασίες, χωρίς να απαιτείται και για αυτές η καταβολή εγγυητικής επιστολής καλής εκτελέσεως, καθόσον τούτο θα αντέβαινε στη ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί καταβολής εγγυητικής επιστολής σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως. Άλλωστε το αρχικό σχετικό συμβατικό κείμενο ποιεί γενική αναφορά στις ρητές προβλέψεις του Ν. 1418/1984 (και ήδη του Ν. 3669/2008) και ως εκ τούτου ρητώς παραπέμπει στην οικεία διάταξη, η οποία ορίζει ότι σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως υπάρχει υποχρέωση του αναδόχου να καταθέσει κατά την υπογραφή της, εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται μεταβολή στους όρους της αρχικής συμβάσεως όπως λανθασμένα υπολαμβάνει η αιτούσα, ενώ περαιτέρω δεν μεταβλήθηκαν τα στοιχεία στα οποία στήριξε την προσφορά της, διότι η άδηλη κατά την υπογραφή της αρχικής συμβάσεως ανάγκη περί συνάψεως συμπληρωματικής συμβάσεως, εφόσον προέκυπτε, θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνον σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις, στις οποίες ρητώς παρέπεμπε τόσο η διακήρυξη όσο και η οικεία αρχική σύμβαση. Γ) Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει, με την αποδοχή ως νόμιμου του επίμαχου όρου στο σχέδιο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής συμβάσεως, την ισότιμη μεταχείριση των οικονομικών φορέων που συμμετείχαν στον αρχικό διαγωνισμό και υπέβαλαν προσφορά σύμφωνα με τους υφιστάμενους όρους της διακηρύξεως, ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι με την κρινόμενη σύμβαση τροποποιούνται οι όροι της αρχικής τοιαύτης, ενώ, ως έγινε δεκτό ανωτέρω, η συμπληρωματική σύμβαση παρουσιάζει αυτοτέλεια και διέπεται από τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις που ισχύουν για κάθε συμπληρωματική σύμβαση και Δ) Η διάταξη του άρθρου 35 παρ.6 του Ν. 3669/2008 δεν διακρίνει μεταξύ περισσότερων της μιας κατηγοριών συμπληρωματικών συμβάσεων, αλλά αντιθέτως προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως τοιαύτης συμβάσεως πρέπει, κατά την υπογραφή της, να κατατίθεται από τον ανάδοχο, εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως, ορίζοντας περαιτέρω το ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της. Ως εκ τούτου, ως ήδη αναφέρθηκε, οι αρχαιολογικές εργασίες που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη συμπληρωματική σύμβαση, δεν προσδίδουν σ’ αυτήν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια ιδιαίτερη νομική μεταχείριση επειδή στην αρχική σύμβαση είχε προβλεφθεί ότι δαπάνη για την εκτέλεση αντίστοιχων εργασιών περιλαμβανόταν σ’ αυτή ως κονδύλιο απολογιστικών εργασιών, εφόσον τέτοια διάκριση δεν προβλέπεται. Τέλος, λόγος περί συγγνωστής πλάνης της αναθέτουσας αρχής κατά την αναγραφή στο οικείο σχέδιο του όρου αυτού, απαραδέκτως προβάλλεται από την αιτούσα, διότι δεν αφορά την ίδια την αιτούσα αλλά ανάγεται στη βούληση της αναθέτουσας αρχής και από την οποία μπορεί και να προβληθεί ενώ περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο όρος ευρίσκει έρεισμα στις νομοθετικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ορθώς κρίθηκε από το Κλιμάκιο, έστω και χωρίς ρητή μνεία, ως νόμιμος.(...)Απορρίπτει την αίτηση ανακλήσεως
ΕλΣυν.Κλ.Ε'/458/2016
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει τα εξής:α) Μη νομίμως εκδόθηκε η αρ. ΑΔΕ 4940/12.10.2016 απόφαση, με την οποία παρατάθηκε η προθεσμία περατώσεως του έργου μέχρι τις 26.4.2017, αφού η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας, η οποία, κατόπιν νομίμου παρατάσεως αυτής, έληξε στις 18.7.2016.Σύμφωνα, δε, με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη ΙV, δεν είναι νόμιμη η παράταση που χορηγείται μετά τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας, καθόσον συνιστά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία δεν προβλέπεται και δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κ.Δ.Ε.β) Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι εργασίες για τις οποίες προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή της αναδόχου περιλαμβάνονταν στο αντικείμενο της αρχικής συμβάσεως και ως εκ τούτου δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως πρόσθετες ή υπερσυμβατικές ή εργασίες που εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο από τον προβλεπόμενο στη σύμβαση, ώστε να δικαιολογείται η σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως για την εκτέλεσή τους.(..)Kατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το Κλιμάκιο κρίνει ότι η σύναψη της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου «Κάθετος Άξονας … Οδού … – … – ..: Βελτίωση – Διαπλάτυνση τμήματος … – … από χ.θ. 0+000 έως χ.θ. 4+200 (58.4.1.)» δεν είναι νόμιμη και για τον λόγο αυτό κωλύεται η υπογραφή της.
ΕλΣυν/Κλ.Τμ.7/31/2012
Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής (εφ’ όσον λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της και πέραν της καταληκτικής ημερομηνίας της), αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια, δαπάνες που αφορούν σε εργασίες δημόσιου-δημοτικού έργου, οι οποίες έχουν εκτελεσθεί κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, δηλαδή μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας εκτέλεσης του έργου ή των νόμιμα χορηγηθεισών παρατάσεων αυτής, δεν είναι νόμιμες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αποδοχή της δυνατότητας καταστρατήγησης των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων, υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξης, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης και παράδοσης ενός δημόσιου έργου. Εξάλλου, με την εγκριτική της παράτασης απόφαση προσδιορίζεται πάντοτε και ο υπαίτιος της καθυστέρησης των εργασιών – κύριος του έργου ή ανάδοχος, διότι, εφόσον υπαίτιος για την υπέρβαση είναι ο ανάδοχος, αφενός η εγκρινόμενη παράταση της προθεσμίας είναι ειδική «χωρίς αναθεώρηση», που σημαίνει ότι η αναθεώρηση των συμβατικών τιμών παγιώνεται στο ύψος της αναθεωρητικής περιόδου, η οποία συμπίπτει με τη λήξη της αρχικής συμβατικής προθεσμίας, αφετέρου επιβάλλονται οι σχετικές ποινικές ρήτρες, ανεξάρτητα από την έγκριση της παράτασης αυτής. Επιπλέον δε, ο προϊστάμενος της διευθύνουσας υπηρεσίας, προ της εγκρίσεως της παράτασης και σε αντιπαράσταση με τον ανάδοχο, καταρτίζει πίνακα διαχωρισμού των εργασιών, σε εκείνες που μπορούσαν και έπρεπε να εκτελεσθούν σε προηγούμενη αναθεωρητική περίοδο και στις λοιπές εργασίες. Αντιθέτως, υπάρχει υποχρέωση της διευθύνουσας υπηρεσίας να εγκρίνει την προτεινόμενη αναμόρφωση του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος του έργου και την παράταση του χρόνου εκτέλεσής του «με αναθεώρηση», χωρίς να απαιτείται επιπλέον η σύνταξη του ανωτέρω πίνακα διαχωρισμού των αναγκαίων εργασιών, όταν σημειώνεται καθυστέρηση εκτέλεσης αυτών, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του αναδόχου ή η καθυστέρηση προήλθε από την εκτέλεση νέων εργασιών (πρβλ. Απόφ. Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3208, 3053/2011, VI Τμ. 2753/2011, Πρ. VII Τμ. 46, 2/2012, 280, 244/2010, 103, 92/2009, IV Τμ. 60/2011). Περαιτέρω, σε περίπτωση που στην εγκριτική απόφαση της προϊσταμένης αρχής για την παράταση της συμβάσεως δεν αναφέρεται αν γίνεται με αναθεώρηση ή χωρίς αναθεώρηση, θα πρέπει στην απόφαση αυτή να αναφέρεται ότι ο ανάδοχος δεν είναι υπαίτιος για την επιμήκυνση του χρόνου ολοκληρώσεως του έργου ή τουλάχιστον αυτό να προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, οπότε τεκμαίρεται ότι η προϊσταμένη αρχή σιωπηρά αποδέχθηκε ότι δεν υπάρχει υπαιτιότητα του αναδόχου (βλ. Πρ. IV Τμ. 111/2002, πρβλ. Πρ. VII Τμ. 46/2012).
ΕλΣυν/Τμ.7/29/2010
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι συμπληρωματικές εργασίες δημόσιου έργου νομίμως εκτελούνται μετά την έγκριση και υπογραφή σχετικής συμπληρωματικής σύμβασης μόνο εφόσον δεν έχει ακόμη εξαντληθεί η συμβατική προθεσμία περάτωσης του έργου ή η νόμιμη παράταση αυτής. Εξάλλου, η σύνταξη Α.Π.Ε. και Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε. προηγείται της εκτέλεσης των υπερσυμβατικών ή νέων εργασιών, με εξαίρεση τις πρόσθετες εργασίες του άρθρου 44 του π.δ/τος 609/1985, που εκτελούνται πριν από τη σύνταξη Α.Π.Ε. κατόπιν έγγραφης εντολής της υπηρεσίας ή σε επείγουσες περιπτώσεις, κατόπιν προφορικής εντολής στον τόπο του έργου, που καταχωρείται στο ημερολόγιο του έργου. Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσης προθεσμίας δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής (εφόσον λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της και πέραν από την καταληκτική ημερομηνία της), αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία όμως δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια, δαπάνες που αφορούν σε υπερσυμβατικές εργασίες δημόσιου έργου, δηλαδή αυξημένες ποσότητες ή νέες εργασίες σε σχέση με τις συμβατικές, που έχουν εκτελεστεί κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, δηλαδή πριν από την εμπρόθεσμη σύνταξη και έγκριση Α.Π.Ε. και μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας εκτέλεσης του έργου ή των νόμιμα χορηγηθεισών παρατάσεων αυτής, δεν είναι νόμιμες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αποδοχή της δυνατότητας καταστρατηγήσεων των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων, υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξεως, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης του έργου και παράδοσης του έγκαιρα προς θεραπεία δημόσιου σκοπού (βλ. Πράξεις VΙΙ Τμ. 19, 86, 168, 362/2006, 79, 252/2007, 75/2009).
ΕλΣυν.Kλ.Ε/149/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ- Ασφαλτοστρώσεις δρόμων:. Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής συμβάσεως, όπως οι προϋποθέσεις αυτές παρατίθενται αναλυτικώς στην σκέψη V της παρούσας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον 1οΑ.Π.Ε. της υποβληθείσας προς έλεγχο συμπληρωματικής συμβάσεως, η αναθέτουσα αρχή περιορίζεται στην συμπερασματική διαπίστωση ότι εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις συνάψεως συμπληρωματικής συμβάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3669/2008, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποιες είναι οι εργασίες που θα εκτελεσθούν στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, εάν οι εργασίες αυτές περιλαμβάνονται κατ’ είδος στην αρχική σύμβαση, εάν παρουσιάζουν συνάφεια με το αντικείμενο αυτής, καθώς επίσης και για ποιους λόγους κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση του αντικειμένου της αρχικής συμβάσεως. Συναφώς προς τα ανωτέρω, ουδεμία αναφορά γίνεται, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, στις απρόβλεπτες περιστάσεις που καθιστούν απολύτως αναγκαία την εκτέλεση των εργασιών της επίμαχης συμπληρωματικής συμβάσεως, ούτε επίσης προκύπτει ότι η μη πρόβλεψη των εργασιών αυτών κατά τη σύναψη της αρχικής συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναθέτουσας αρχής, ούτε σε σφάλματα και αστοχίες της μελέτης του έργου. Περαιτέρω, ουδόλως αποδεικνύεται η συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων για τη σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως, ήτοι ότι οι επίμαχες συμπληρωματικές εργασίες είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της..(..)το Κλιμάκιο κρίνει ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου «Ασφαλτοστρώσεις δρόμων Δήμου ...».
ΕλΣυν/τμ.6/274/2011
Από τις ως άνω διατάξεις (3669/2008) συνάγεται ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας αναθέσεως και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Περαιτέρω με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων.
ΕλΣυν/Τμ.6/897/2012
Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη διότι είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου καθόσον δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας αναδείξεως αναδόχου (Αποφάσεις Τμήματος Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, 3030/2011, Απόφαση VI Τμήματος 2069/2010, Πράξεις VI Τμήματος 108/2007, 232/2006, 216/2006, 197/2006, 192/2006, 98/2006). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Τέλος, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου, καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011).