ΣΤΕ/1314/2018
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/161/2017
Επιβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού:..Επειδή, καθ' ερμηνεία του σκέλους της 218/2014 κανονιστικής αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου, που αφορούσε στην επιβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού στην εκτός σχεδίου περιοχή του Δήμου, επιβλήθηκαν τέλη καθαριότητας και φωτισμού και για τους χώρους του νέου διεθνούς αερολιμένα ...., όπως δέχθηκε και ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοικήσεως ..., με την 21253/11429/16.3.2015 απόφασή του, αλλά δέχεται ήδη και ο αιτών Δήμος, ζητώντας, κατά τα προεκτεθέντα, τη συνέχιση της δίκης, προκειμένου να μπορεί να επιβάλει τα τέλη αυτά στις παρεμβαίνουσες εταιρείες εντός του χρόνου παραγραφής των σχετικών αξιώσεών του (βλ. σελ. 2 του από 6.12.2016 υπομνήματός του). Επιβλήθηκαν, δηλαδή, με την ανωτέρω απόφαση του Δήμου τα επίμαχα τέλη και για χώρους, ως προς τους οποίους, κατά τα προεκτεθέντα, δεν επιτρέπεται, εν πάση περιπτώσει, κατά νόμο η επιβολή τέτοιων τελών. Επομένως, εφ’ όσον μη νομίμως επιβλήθηκαν, κατά το μέρος αυτό, τα επίδικα τέλη με την ως άνω κανονιστική απόφαση, νομίμως αυτή ακυρώθηκε, κατά το αντίστοιχο μέρος, από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως και, συνακολούθως, αλυσιτελώς προσβάλλει ο αιτών Δήμος την απόρριψη, ως εκπρόθεσμης, της προσφυγής του νομιμότητας ενώπιον της κατ’ άρθρο 152 του ν. 3463/2006 Ειδικής Επιτροπής (πρβλ. ΣτΕ 530/2003 Ολομ., 3813, 846, 425/2010, 715/2011, 842/2014), η οποία, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να επιληφθεί πλέον της υποθέσεως, λόγω ελλείψεως κατά χρόνο αρμοδιότητας. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί ως αλυσιτελής και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις, ενόψει δε των ειδικοτέρων περιστάσεων πρέπει ο αιτών Δήμος να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης του Δημοσίου και των παρεμβαινουσών.
ΣΤΕ/2475/2019
Απονομή σύνταξης...Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 26.10.2017 και, επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε από αμφισβήτηση σχετικά με τον χρόνο έναρξης καταβολής στην αναιρεσείουσα σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην 4η σκέψη, έχει προσδιορίσιμο χρηματικό αντικείμενο το οποίο συνίσταται στο ποσό των συντάξεων της αναιρεσείουσας, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.12.1994 έως 8.10.1995, και ανέρχεται σε 4.437,15 ευρώ (βλ. το .....2019 έγγραφο του ... προς το Δικαστήριο με αριθμ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ .....2019), είναι δηλαδή κατώτερο του κατά την ανωτέρω διάταξη ποσού των 40.000 ευρώ και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ασκείται απαραδέκτως κατά την παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Υπό τα δεδομένα δε αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι οι περαιτέρω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί παράβασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και περί αντίθεσης των κρίσεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς νομολογία Ανωτάτων Δικαστηρίων, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας
Α.Ν.25/1975
Περί υπολογισμού και τρόπου εισπράξεως δημοτικών και κοινοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων Όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των νόμων: Ν. 429/1976, ΦΕΚ 235 Α΄).,1080/1980, ΦΕΚ Α' 246, 2130/1993, ΦΕΚ Α' 62,2307/95, ΦΕΚ-113 Α'. 3345/05, ΦΕΚ-138 Α’
50893/2022
Σχετικά με την επιβολή και είσπραξη του Ενιαίου Ανταποδοτικού Τέλους Καθαριότητας και Φωτισμού σε ακίνητα με διακοπή ηλεκτροδότησης και σε ακίνητα που δεν ηλεκτροδοτήθηκαν ποτέ».
ΣΤΕ 2885/2013
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,κατόπιν διενεργηθείσας στις 10.11.1997 δημοπρασίας, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου και εν συνεχεία, στις 8.10.2003, η 1η συμπληρωματική σύμβαση, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων Δήμος ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών έναντι πρόσθετης αμοιβής, πλέον Φ.Π.Α. Κ... Εξάλλου, στις 8.9.2005 εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της προαναφερθείσας Υπηρεσίας ο τελικός λογαριασμός της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Τέλος, στις 15.12.2004 η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τον 1ο λογαριασμό – πιστοποίηση της συμπληρωματικής σύμβασης που εγκρίθηκε από τον ανωτέρω Προϊστάμενο στις 19.5.2006. Οι λογαριασμοί, όμως αυτοί δεν εξοφλήθηκαν, Τελικώς, το έργο περαιώθηκε εμπροθέσμως στις 31.12.2003 και οι μεν εργασίες της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικά από τον αναιρεσείοντα Δήμο στις 19.9.2005, οι δε εργασίες της συμπληρωματικής στις 23.2.2006, χωρίς όμως να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά στην αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο. Κατόπιν τούτου η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 286.136,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα Δήμο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 286.136,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ανωτέρω μη εξοφληθέντες λογαριασμούς. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσκομίσει τιμολόγιο, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση χρηματικού εντάλματος, με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι για τον πρώτο λογαριασμό που παρέμεινε ανεξόφλητος, είχε εκδοθεί από την αναιρεσίβλητη σχετικό τιμολόγιο, η προηγούμενη έκδοση τιμολογίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εξόφληση των εγκριθέντων λογαριασμών μετά την πάροδο μηνός από την έγκριση αυτών. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε, ούτε ο Δήμος προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη αρνήθηκε να εκδώσει τιμολόγια ενόψει της καταβολής των εγκριθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αόριστος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου σχετικά με την παραγραφή των απαιτήσεων που αφορούσαν στον 6ο και 7ο λογαριασμό, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της.. Απορρίπτει την αίτηση
ΝΣΚ/202/2020
Επαύξηση ή μη του ήδη αναλογούντος τέλους ακίνητης περιουσίας του άρθρου 24 του ν. 2130/1994 για ακάλυπτο χώρο οικοπέδου ή κτίριο και δημιουργία το πρώτον υποχρεώσεως καταβολής του εν λόγω τέλους για τον κύριο, επικαρπωτή ή νομέα γηπέδου, εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, από την εγκατάσταση και λειτουργία φωτοβολταϊκού σταθμού στα ακίνητα αυτά προς παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Προσμέτρηση ή μη της επιφάνειας του χώρου επί του οποίου εγκαθίσταται και λειτουργεί φωτοβολταϊκό σύστημα προς παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στον υπολογισμό του ενιαίου τέλους καθαριότητας και φωτισμού και του αντιστοιχούντος φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων για τη χρήση του χώρου αυτού, κατ’ άρθρα 1 παρ. 1 του ν. 25/1975 και 10 του ν. 1080/1980.(...)α) H εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στοιχείων επί κτιρίου ή στον ακάλυπτο χώρο οικοπέδων σε περιοχή εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμού, καθώς και επί κτιρίου που βρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν δημιουργεί επί πλέον υποχρέωση ως προς το οφειλόμενο για το ακίνητο αυτό τέλος ακίνητης περιουσίας. H εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στοιχείων σε αδόμητο γήπεδο σε περιοχή εκτός σχεδίου ή εκτός οικισμού δεν δημιουργεί υποχρέωση καταβολής τέλους ακίνητης περιουσίας, το αυτό δε ισχύει και για τα συνοδά έργα της φωτοβολταϊκής εγκατάστασης υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για κατασκευές που αποτελούν κτίσματα κατά την πολεοδομική νομοθεσία (ομόφωνα). β) Ακίνητο επί του οποίου λειτουργεί σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά προς διάθεση της παραγόμενης ενέργειας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αιτιολογεί την επιβολή ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και του αντιστοιχούντος φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων (ομόφωνα). γ) Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού συστήματος για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με το πρόγραμμα της 12323/ΓΓ175/2009 κ.υ.α. (Φ/Β στη στέγη), καθώς και με τις μορφές του ενεργειακού συμψηφισμού και εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού σε χώρο ακινήτου, όπου βρίσκεται και λειτουργεί και εγκατάσταση κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, στην παροχή της οποίας συνδέεται ή στο μετρητή της οποίας αντιστοιχίζεται ο φωτοβολταϊκός σταθμός, δεν επάγεται επιπρόσθετη υποχρέωση καταβολής ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και του αντιστοιχούντος φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων, έναντι της ήδη υφισταμένης υποχρεώσεως για τη χρήση του ακινήτου (ομόφωνα) και δ) Όταν φωτοβολταϊκός σταθμός για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με τις μορφές του ενεργειακού συμψηφισμού και εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, εγκαθίσταται σε ακίνητο (όμορος χώρος ή και μη όμορος επί εικονικού συμψηφισμού) που δεν λειτουργεί εγκατάσταση κατανάλωσης που συμμετέχει στο συμψηφισμό, οφείλεται ενιαίο ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού για το χώρο εγκατάστασης του φωτοβολταϊκού σταθμού, καθώς και ο αντίστοιχος φόρος ηλεκτροδοτούμενων χώρων,
Α.2065/2019
Για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος σε φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα απαιτείται η εκ μέρους τους άσκηση της αυτής κατ’ αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας επί πενταετία από την οικεία έναρξη εργασιών - Συμμόρφωση με ΣτΕ 89/2019 ΑΔΑ: 980Ι46ΜΠ3Ζ-ΝΤ9
ΕΛΣΥΝ/ΜΕΙΖ.ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1332/2023
Με την υπό κρίση έφεση ετέθη και το ζήτημα αν στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, περιλαμβάνεται και η αποζημίωση που τυχόν παρέχεται σε αυτούς λόγω της συμμετοχής τους στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν και των διευκρινίσεων που δόθηκαν στην επαναδιάσκεψη της 8.3.2023, σεβόμενη τη δικαιοδοσία του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου, ως αυτή οριοθετήθηκε στη σκέψη 7, κρίνει ότι, εκ μόνου του λόγου ότι εγέρθηκε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου το αναφερθέν στην προηγούμενη σκέψη ζήτημα, οφείλει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και του ότι τούτο δεν έχει επιλυθεί με απόφαση του ως άνω ειδικού Δικαστηρίου, να απόσχει άνευ ετέρου και ανεξαρτήτως κάθε άλλου συναφούς ζητήματος, της εξετάσεως αυτού ώστε να παραπεμφθεί η κρινόμενη έφεση, ως προς τούτο, στο κατά το Σύνταγμα εν λόγω αρμόδιο ειδικό Δικαστήριο
ΣτΕ/1068/2014
Χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία είχε υποστεί ο αναιρεσίβλητος από παράνομες παραλείψεις των οργάνων του αναιρεσείοντος Δήμου και συγκεκριμένα από τη μη χορήγηση σε αυτόν ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του κατά την εκτέλεση της εργασίας του ως συνοδού απορριμματοφόρου οχήματος του Δήμου.(....)Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία κατέληξε στην ίδια κρίση, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, εφάρμοσε ορθώς τις εκτεθείσες στις σκέψεις 2-6 διατάξεις και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος μόνος λόγος αναιρέσεως καθώς και ο ειδικότερος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο ο αναιρεσίβλητος, απασχολούμενος αποκλειστικώς με εργασίες σε χώρους καθαριότητας, δεν απασχολείτο σε «ειδικές εργασίες» ώστε να δικαιούται, κατά τα προεκτεθέντα, τη χορήγηση των κατάλληλων μέσων ατομικής προστασίας (όπως π.χ. προστατευτικά γυαλιά). Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι η με τυχόν πρωτοβουλία αυτού κίνηση της διαδικασίας προμήθειας των προβλεπομένων στην ως άνω παρ. 5 της Οικ. 34042/1996 κ.υ.α. ειδών ατομικής προστασίας, προκειμένου να χορηγηθούν και στο προσωπικό καθαριότητας, «θα προσέκρουε κατά τον έλεγχο νομιμότητας των σχετικών πράξεων της Δημαρχιακής Επιτροπής και θα απαγορευόταν η συνέχισή της», ενόψει του ότι ούτε από το ως άνω π.δ. 17/1996 ορίζεται κάτι διαφορετικό, αφού ο ίδιος δεν διέθετε γραπτή εκτίμηση περί υπάρξεως κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως συνοδών στα απορριμματοφόρα οχήματα, η οποία (γραπτή εκτίμηση κινδύνου) να έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω π.δ., όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του π.δ. 159/1999, από τον τεχνικό ασφαλείας, το γιατρό εργασίας, την εσωτερική ή εξωτερικές υπηρεσίες προστασίας και προλήψεως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Οι ανωτέρω όμως ειδικότεροι λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη, ο ίδιος ο αναιρεσείων Δήμος όφειλε να είχε προκαλέσει και να διαθέτει σχετική γραπτή εκτίμηση κινδύνων, επικαλείται δε έτσι, κατ’ ουσίαν, άνευ εννόμου συμφέροντος, ιδία παράνομη παράλειψη και υπολαμβάνει, εσφαλμένως, ότι οι κατά την παρ. 5 της κ.υ.α. Οικ. 34042/1996 «ειδικές εργασίες» είναι διάφορες των εργασιών που αναφέρονται στην παρ. 1 τη ίδιας κ.υ.α. και ότι οι τελευταίες δεν χρήζουν εξειδικεύσεως προκειμένου να καθορισθεί ποιοι από τους εργαζομένους σε κάθε τομέα από αυτούς που αναφέρονται στην παρ. 1 της ως άνω αποφάσεως εκτελούν ειδικές εργασίες και πρέπει ως εκ τούτου να τους διατεθεί ο κατά την παρ. 5 της ίδιας κ.υ.α. ειδικός ατομικός εξοπλισμός, ενόψει των οριζομένων στα ως άνω π.δ. 17/1996 και 396/1994, τα οποία ο αναιρεσείων Δήμος εσφαλμένως θεωρεί ότι δεν θεσπίζουν πρόσθετες γι’ αυτόν υποχρεώσεις σε σχέση με την 88555/3293/30.9.1988 κ.υ.α.Απορρίπτει την αίτηση.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/125/2019
Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη δαπάνη είναι νόμιμη. Ειδικότερα, με την 1-8/12.5.2016 απόφαση της επιτροπής συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του Δήμου και την 6-314/30.5.2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου διαγράφηκε το τέλος κατάληψης κοινόχρηστου χώρου και το σχετικό πρόστιμο που είχε επιβληθεί με την 22181/21.4.2015 απόφαση του Αντιδημάρχου Οικονομικών. Τούτο δε διαφοροποιείται λόγω του ότι στο μεν προοίμιο της τελευταίας απόφασης αναγράφεται πως αυτή εκδόθηκε έχοντας υπόψη τη 1020/5481/6-β διαπιστωτική πράξη κατάληψης κοινόχρηστου χώρου της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ στην 1-8/12.5.2016 απόφαση της επιτροπής συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του Δήμου και στην 6-314/30.5.2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου γίνεται λόγος περί διαγραφής του τέλους κατάληψης κοινόχρηστου χώρου και του σχετικού προστίμου που επιβλήθηκαν με βάση τη 1020/5481/6-γ διαπιστωτική πράξη κατάληψης κοινόχρηστου χώρου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς από το περιεχόμενο των ως άνω διαπιστωτικών πράξεων προκύπτει ότι αμφότερες αφορούν στην ίδια παράβαση, δηλαδή σε αυτήν για την οποία επιβλήθηκαν τέλος χρήσης κοινόχρηστου χώρου και σχετικό πρόστιμο με την 22181/ 21.4.2015 απόφαση του Αντιδημάρχου Οικονομικών. Άλλωστε, η δικαστική προσφυγή, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύτηκε αίτημα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, που κατέληξε στην έκδοση της 1-8/12.5.2016 απόφασης της επιτροπής συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του Δήμου και της 6-314/30.5.2017 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, στρέφεται κατά της 22181/21.4.2015 απόφασης του Αντιδημάρχου Οικονομικών. Εξάλλου, νόμιμα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η επιτροπή συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του Δήμου έλαβε υπόψη προσκομισθέν από την εταιρεία τοπογραφικό, δέχτηκε ότι τα τετραγωνικά μέτρα κοινόχρηστων χώρων που αυτή είχε καταλάβει αυθαίρετα ήταν τελικά λιγότερα από αυτά με βάση τα οποία είχε υπολογιστεί αρχικά το πρόστιμο και μείωσε το ποσό αυτού.