ΝΣΚ/55/2004
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ελσυν/Τμ 7/300/2009
Πληρωμή 1ου λογαριασμού έργου. Μη νόμιμη δαπάνη, διότι ο καθορισμός στο συμβατικό κείμενο ως συνολικής προθεσμίας περάτωσης του έργου εκείνης των 365 ημερών αντί της αρχικώς προβλεπόμενης στη διακήρυξη των 90 ημερών, που έχει ως συνέπεια τη χρονική διεύρυνση της διάρκειας εκτέλεσης του έργου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη (ν.1418/1984 και π.δ.609/1985).
ΝΣΚ/38/2023
Ερωτάται, εάν με το δεδομένο της υποχρέωσης της διοίκησης να διορίσει αναδρομικά από 30.6.2014 τον Γ.Χ. σε θέση (μονίμου) καθηγητή πρώτης βαθμίδας με γνωστικό αντικείμενο, “Υγιεινή Αγροτικών Ζώων”, με ποιο τρόπο πρέπει να ρυθμιστεί η υπηρεσιακή του κατάσταση στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αφού αυτός κατείχε μέχρι πρόσφατα θέση μόνιμου καθηγητή ίδιας βαθμίδας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Εάν θα του καταβληθούν αναδρομικές αποδοχές. Εάν πρέπει να ανακληθεί η υπ’ αριθ. 6530/12.9.2022 πράξη αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του για μισθολογική εξέλιξη.(.....)Το χρονικό διάστημα από 30.6.2014 μέχρι 1.8.2022 θα υπολογιστεί μία φορά ως διαδραμόν πλασματικά με υπηρεσία του Γ.Χ. στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών για όλες τις υπηρεσιακές και μισθολογικές συνέπειες. Οι απαιτήσεις του δικαιωθέντα για λήψη αποδοχών σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα συμψηφιστούν υποχρεωτικά με τις αποδοχές, τις οποίες είχε λάβει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στην ίδια περίοδο. Το προ της 30.6.2014 μέχρι την 30.8.1999 χρονικό διάστημα υπηρεσίας του Γ.Χ. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας θα υπολογιστεί κανονικά ως διαδραμόν σ’ αυτό, με όλες τις παραγόμενες υπηρεσιακές και μισθολογικές συνέπειες. Η υπ’ αριθ. 6530/12.9.2022 διοικητική πράξη πρέπει να αντικατασταθεί με νεότερη, η οποία θα στηρίζεται στη σωστή πραγματική και νομική βάση, ως ανωτέρω εκτίθεται.
ΣΤΕ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 142/2005
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΓΡΑΠΤΗ ΕΝΤΟΛΗ:Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 6η σκέψη της παρούσης αποφάσεως, ο ανάδοχος, επικαλούμενος την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, δικαιούται να ζητήσει τροποποιήσεις στη μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, εάν δε ο κύριος του έργου απορρίψει το αίτημα αυτό, η σχετική άρνηση συνιστά πράξη βλαπτική για τα έννομα συμφέροντα του αναδόχου, ο οποίος νομιμοποιείται, αφού τηρήσει την ενδικοφανή διαδικασία του άρθρου 12 του ν. 1418/1984, να την προσβάλει με προσφυγή, προκειμένου να κριθεί από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο αν οι ζητούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, περαιτέρω δε, αναλόγως της κρίσεως στο προηγούμενο ζήτημα, να κριθεί ποίος (ο κύριος του έργου ή ο ανάδοχος) βαρύνεται με το κόστος των εργασιών, οι οποίες έχουν τυχόν ήδη εκτελεσθεί από τον ανάδοχο, χωρίς προηγούμενη έγκριση των τροποποιήσεων αυτών από τον κύριο του έργου. Εν όψει των ανωτέρω, οι κρίσεις του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η απόρριψη από την Διευθύνουσα Υπηρεσία, με το υπ’ αριθμ. .. έγγραφο, των τροποποιήσεων στη σύμβαση, τις οποίες είχε προτείνει η αναιρεσείουσα με τις από 9, 17 και 24.5.1994 επιστολές της, δεν συνιστά πράξη βλαπτική για τα έννομα συμφέροντα της αναιρεσειούσης και, περαιτέρω, ότι για τις εργασίες που εξετέλεσε η αναιρεσείουσα δεν οφείλεται αποζημίωση, απλώς και μόνον διότι αυτές εκτελέσθηκαν κατά τροποποίηση της συμβάσεως και παρά την ρητή άρνηση του ... να εγκρίνει τις τροποποιήσεις, στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που παρατίθενται στην 5η σκέψη της παρούσης αποφάσεως.Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βάσιμα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή..
ΝΣΚ/57/2023
Ερωτάται, εάν υπάρχει δυνατότητα: α) Να συγκροτηθεί το Συμβούλιο Ένταξης που λειτουργεί στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών μόνο με τη συμμετοχή του Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και τα υπόλοιπα δύο μέλη, που υπηρετούν στο Γενικό Τμήμα του Ιδρύματος, καθόσον το τρίτο μέλος απουσιάζει με χρήση επιστημονικής αδείας και β) να ορίσει η Σύγκλητος του Ιδρύματος από τώρα τα όργανα του Πανεπιστημίου που θα ασκήσουν τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ένταξης, κατά παρέκκλιση των οριζόμενων με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 περ. α’ εδ. ζ ν. 4589/2019, με την οποία ορίζεται ότι η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ασκηθεί από την 31.08.2024.(...)α) Δεν είναι δυνατή η συγκρότηση του Συμβουλίου Ένταξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών με την συμμετοχή μόνο του Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και των δύο μελών που υπηρετούν στο Γενικό Τμήμα του Ιδρύματος, αντί των τριών που απαιτούνται από τον νόμο. Αντ’ αυτού, όμως, είναι δυνατή η ανάκληση, έστω και προσωρινά, της επιστημονικής άδειας, που έχει χορηγηθεί στον Χ.Θ., με σκοπό την νόμιμη, πλέον, συγκρότηση και λειτουργία του συλλογικού οργάνου. β) Σε κάθε περίπτωση, η Σύγκλητος του Ιδρύματος δεν είναι δυνατόν να ορίσει από τώρα τα όργανα του Ιδρύματος που θα ασκήσουν τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ένταξης, αφού τέτοια αρμοδιότητα παρέχεται σ’ αυτή από την 31.08.2024.
ΕλΣυν/Τμ.6/119/2008
Με τις ανωτέρω διατάξεις, (άρθρο 23 του π.δ. 609/1985) τίθεται ως τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφοράς η κατάθεση εγγυητικής επιστολής συμμετοχής συγκεκριμένης εκ του νόμου ελάχιστης χρονικής διάρκειας ισχύος, η οποία τελεί σε συνάρτηση με το χρόνο ισχύος των προσφορών των διαγωνιζομένων και πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά τριάντα (30) ημέρες μεγαλύτερη του χρόνου ισχύος αυτών. Σκοπός του νομοθέτη, με την καθιέρωση της εγγύησης συμμετοχής, ήταν η εξασφάλιση των συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής με την εκπλήρωση, εκ μέρους του μειοδότη, της υποχρέωσής του, όπως προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης. Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως παραβλάπτεται σε περίπτωση που, σε συμμόρφωση προς σχετικό όρο της διακήρυξης, η εγγύηση συμμετοχής είναι μικρότερης διάρκειας από την οριζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον η εγγύηση αυτή παραμένει σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπογραφής της οικείας σύμβασης και η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται, εάν απαιτηθεί, να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της. Αντιθέτως, βέβαιη είναι η βλάβη που η τελευταία θα υποστεί, στην περίπτωση που, αποκλείοντας, εξαιτίας του μη ουσιώδους τυπικού αυτού ελαττώματος, το μειοδότη, υποχρεωθεί είτε στην ακύρωση της δημοπρασίας, είτε στην ανάθεση του έργου σε άλλο διαγωνιζόμενο, που προσέφερε μικρότερη έκπτωση. Έτσι, όμως, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 23 του π.δ. 609/1985, που έχει τεθεί υπέρ της αναθέτουσας αρχής, θα απέβαινε τελικά σε βάρος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της, με συνέπεια ο αποκλεισμός του μειοδότη, να μην ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νομοθέτη. Πολύ δε περισσότερο όταν το ελάττωμα της εγγύησης συμμετοχής αποτελεί απόρροια όρου της διακήρυξης και, επομένως, ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων δεν δύναται εξ αντικειμένου να τεθεί. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως η αναθέτουσα αρχή προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην αιτούσα μειοδότρια κοινοπραξία, παρά το γεγονός ότι αυτή κατέθεσε εγγυητική επιστολή συμμετοχής ισχύος μέχρι 8.8.2008, ήτοι 210 ημερών από την ημερομηνία δημοπράτησης του έργου, συμμορφούμενη με σχετικό όρο της οικείας διακήρυξης. Τούτο δε διότι αφενός δεν παραβλάπτονται τα έννομα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής αφού η εγγύηση συμμετοχής παραμένει σε ισχύ, σε κάθε δε περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της και αφετέρου ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό δεν τίθεται.
ΕΣ/Τμ4(ΚΠΕ)/9/2014
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ: Μη νόμιμη (...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, μη νομίμως προσέφυγε το Πανεπιστήμιο -μετά την από 13.9.2012 ματαίωση του διενεργηθέντος βάσει της 3/2010 διακήρυξης διαγωνισμού- στη διαδικασία της από Δεκέμβριο 2012 διαπραγμάτευσης με τις εταιρείες που είχαν συμμετάσχει στον ματαιωθέντα διαγωνισμό, καθόσον οι υποβληθείσες στο διαγωνισμό αυτόν προσφορές δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν –κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 13 Ι εδαφ. α΄ του ν. 2286/1995- ως μη κανονικές κατ’ επίκληση του οικονομικώς ασύμφορου χαρακτήρα τους ενόψει της επιγενόμενης της διενέργειας του διαγωνισμού και κατακύρωσης του αποτελέσματος αυτού (26.10.2010) μείωσης του εργατικού κόστους με την 6/28.2.2012 ΠΥΣ, Περαιτέρω δε η μείωση του ποσού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής συνεπεία της μείωσης της προϋπολογιζόμενης δαπάνης (ποσό 170.000 ευρώ σύμφωνα με την από Δεκέμβριο 2012 πρόσκληση σε διαπραγμάτευση έναντι ποσού 350.000 ευρώ σύμφωνα με τη 3/2010 διακήρυξη του ματαιωθέντος διαγωνισμού), καθώς και η τροποποίηση του αντικειμένου του έργου (απασχόληση 77 φυλάκων σύμφωνα με την πρόσκληση σε διαπραγμάτευση έναντι 157 φυλάκων σύμφωνα με την διακήρυξη του ανοικτού διαγωνισμού) αποτελούν ουσιώδεις τροποποιήσεις των όρων της αρχικής διακήρυξης, καθόσον δύνανται να επιφέρουν τη συμμετοχή και άλλων υποψηφίων πέραν αυτών που συμμετείχαν στον ματαιωθέντα διαγωνισμό. Περαιτέρω, η προσφυγή στη διαπραγμάτευση με τις εταιρείες που είχαν συμμετάσχει στον ματαιωθέντα διαγωνισμό δεν δύναται να δικαιολογηθεί ούτε κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 13 V του ν. 2286/1995, ήτοι επείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε απρόβλεπτες περιστάσεις που δεν ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής. Τούτο διότι η διάταξη αυτή παρέχει στην αναθέτουσα αρχή την ευχέρεια να προσφύγει στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, για ανάθεση υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την άμεση εξυπηρέτηση των αναγκών που προέκυψαν εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων και όχι για να καλυφθούν οι τακτικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής. Εν προκειμένω, η ματαίωση του διαγωνισμού στις 13.9.2012 συνεπεία της λήξης της ισχύος των προσφορών και μείωσης του εργατικού κόστους μετά την 6/28.2.2012 ΠΥΣ συνιστά μεν απρόβλεπτη περίσταση, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του Πανεπιστημίου, δικαιολογεί, όμως, την ανάθεση των υπηρεσιών φύλαξης μόνο για το χρονικό διάστημα που κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την προκήρυξη και διενέργεια τακτικού διαγωνισμού και όχι την ανάθεση μετά από διαπραγμάτευση του συνολικού αντικειμένου του ματαιωθέντος διαγωνισμού (ήτοι για δύο έτη, με δικαίωμα προαίρεσης για ένα επιπλέον έτος). Συνακόλουθα, και για τους ίδιους ακριβώς λόγους η απευθείας ανάθεση των υπηρεσιών φύλαξης του Πανεπιστημίου στη φερόμενη ως δικαιούχο των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων εταιρεία κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2013 ομοίως δεν βρίσκει έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 13 V του ν. 2286/1995. Ειδικότερα, μετά τη ματαίωση του διαγωνισμού στις 13.9.2012 δικαιολογείτο η απευθείας ανάθεση των υπηρεσιών φύλαξης για το χρονικό διάστημα που ήταν απολύτως αναγκαίο για την τήρηση των προθεσμιών διενέργειας νέου τακτικού διαγωνισμού. Κατά τους επίμαχους δε μήνες, είχε πλέον παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, εντός του οποίου το Πανεπιστήμιο όφειλε να έχει προκηρύξει τακτικό διαγωνισμό. Αλυσιτελώς, προβάλλει συναφώς το Πανεπιστήμιο ότι μετά τη ματαίωση του διαγωνισμού θεωρήθηκαν τα εντάλματα από τον Επίτροπο, καθόσον αυτά θεωρήθηκαν, όπως επιτάσσει ο νόμος, για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να καλυφθούν οι άμεσες και επιτακτικές ανάγκες του Πανεπιστημίου σε υπηρεσίες φύλαξης που προέκυψαν μετά την απρόβλεπτη ματαίωση του τακτικού διαγωνισμού και να παρασχεθεί στο Πανεπιστήμιο η δυνατότητα να προκηρύξει νέο τακτικό διαγωνισμό. Άλλωστε, οι επίμαχες απευθείας αναθέσεις δεν μπορούν να εκληφθούν ούτε ως νόμιμη παράταση της από 22.1.2008 σύμβασης μεταξύ του Πανεπιστημίου και της φερόμενης ως δικαιούχου των χρηματικών ενταλμάτων εταιρείας, καθόσον η παράταση αυτή δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα ούτε σε διάταξη της κείμενης νομοθεσίας ούτε όμως και στο άρθρο 9 της ως άνω αρχικής σύμβασης, στο οποίο προβλεπόταν ότι «Η σύμβαση μπορεί να τροποποιηθεί, όταν συμφωνήσουν γι’ αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη», ενόψει της αόριστης διατύπωσης του άρθρου αυτού, στο οποίο δεν γίνεται ρητή αναφορά σε δυνατότητα παράτασης ούτε στους ειδικότερους όρους (ποιοτικούς και ποσοτικούς) αυτής. Τέλος, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον Επίτροπο, λαμβανομένης υπόψη της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της από Δεκέμβριο 2012 πρόσκλησης σε διαπραγμάτευση ποσού 2.764.227,64 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.), που αντιστοιχεί σε ετήσια δαπάνη ποσού 1.382.113,82 ευρώ, η ως άνω περιγραφόμενη τακτική των τμηματικών επιμέρους αναθέσεων των επίμαχων υπηρεσιών φύλαξης στη φερόμενη ως δικαιούχο των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων εταιρεία (η οποία τακτική συνεχίζεται από τη ματαίωση του διαγωνισμού στις 13.9.2012 ήδη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, καθόσον δεν έχει υποβληθεί ακόμη προς έλεγχο σχέδιο σύμβασης με τον μειοδότη της διαδικασίας διαπραγμάτευσης) καταστρατηγεί τις διατάξεις περί προσυμβατικού ελέγχου από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/248/2016
Προγραμματική σύμβαση.. Με τα δεδομένα αυτά και από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι δεν πρόκειται περί προγραμματικής σύμβασης, καθώς οι συμβαλλόμενοι δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, καθόσον αποσκοπούν ο μεν Δήμος - η κύρια συμβολή του οποίου περιορίζεται στη συνολική κάλυψη του συμβατικού κόστους – στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, το δε Πανεπιστήμιο ... στη λήψη της αντιπαροχής για την εκ μέρους του υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου. Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνηγορεί αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση αυτής (VII Τμ. Πρ. 29/2015, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. Πρ. 12/2016, 350/2015). Εξάλλου, αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι η εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο Δήμος, αλλά η σύνταξη μελέτης για την κατάρτιση Σ.Ο.Α.Π. (πολεοδομικού σχεδίου με πρόγραμμα δράσης σε διάφορους τομείς), καθόσον πρόκειται περί συνδυασμού κεκτημένων γνώσεων (πολεοδομικών, ρυμοτομικών, κοινωνικών και οικονομικών) για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου πρακτικού ζητήματος με συγκεκριμένο αντικείμενο (ανάπτυξη της πόλης της ...), που στερείται του αναγκαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1514/1985 στοιχείου της πρωτοτυπίας (Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. πρ. 373, 295, 281, 280/2013, 55, 266, 324/2014, 305/2015). Συνεπώς η ελεγχόμενη σύμβαση, όπως βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο, συνιστά στην πραγματικότητα κοινή εξ επαχθούς αιτία σύμβαση απευθείας ανάθεσης μελέτης, για τη σύναψη της οποίας δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε άλλωστε ο Δήμος ισχυρίζεται ότι συντρέχει κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 10 του ν. 3316/2005 περιπτώσεις, στις οποίες είναι επιτρεπτή η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία. Τέλος, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι το ελεγχόμενο ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί, διότι με την 1/2013 Πράξη του Επιτρόπου του Δήμου Αθηναίων κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή προγραμματικής σύμβασης ‘‘ομοίου αντικειμένου’’ μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και του Πανεπιστημίου ... πρέπει να απορριφθεί το μεν ως αναπόδεικτος, το δε διότι η επικαλούμενη ως άνω Πράξη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης, καθόσον αφορά σε διαφορετικά πραγματικά ζητήματα και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει ούτε τον αρμόδιο για τον προληπτικό έλεγχο δαπανών του Δήμου ... Επίτροπο, ούτε το Κλιμάκιο.
ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/3373/2011
Συντήρηση πλωτής γέφυρας...Με βάση τις παραδοχές αυτές της ήδη προσβαλλόμενης απόφασης, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙ), νομίμως απορρίφθηκε, ελλείψει σπουδαίου εννόμου συμφέροντος, η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «....», καθόσον, ενόψει της πλημμέλειας της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας που διαπιστώθηκε από το Κλιμάκιο, η οποία (πλημμέλεια) αναγόταν στη νομιμότητα της διακήρυξης του διαγωνισμού, στην προσθήκη δηλαδή σ’ αυτή ενός μη νόμιμου πρόσθετου όρου τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων, η διατήρηση της ισχύος της πράξης αυτής του Κλιμακίου και η συνακόλουθη απόρριψη των αιτήσεων που ασκήθηκαν για την ανάκλησή της από την αναθέτουσα αρχή και την αναδειχθείσα ανάδοχο εργοληπτική επιχείρηση θα είχε ως μόνη συνέπεια την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να επαναπροκηρύξει τον διαγωνισμό χωρίς τον πρόσθετο αυτό όρο τεχνικής ικανότητας, γεγονός που καθιστά το έννομο συμφέρον της τότε παρεμβαίνουσας και ήδη αιτούσας μελλοντικό και αβέβαιο και στερεί από αυτό τον χαρακτήρα του αμέσου και ενεστώτος, δοθέντος μάλιστα ότι για τη θεμελίωση «σπουδαίου εννόμου συμφέροντος» για την άσκηση αίτησης ανάκλησης ή την παρέμβαση υπέρ της διατήρησης της ισχύος της προσβαλλόμενης με αίτηση ανάκλησης πράξης δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, αφού τέτοιο ενδιαφέρον θα μπορούσε να επικαλεσθεί οποιοσδήποτε διοικούμενος, με συνέπεια η αίτηση ανάκλησης να μετατραπεί από ένδικο βοήθημα, που παρέχεται στους προσωπικώς θιγόμενους από το αποτέλεσμα του πρωτοβάθμιου προσυμβατικού ελέγχου (βλ. σχετ. εισηγητική έκθεση του ν. 3060/2002), σε «λαϊκή αγωγή» για την προστασία γενικών και απρόσωπων συμφερόντων. Ακολούθως, εφόσον νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως απαράδεκτη η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «....», η εταιρεία αυτή δεν απέκτησε την ιδιότητα της παρεμβαίνουσας ενώπιον της διαδικασίας του VI Τμήματος και κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιείται, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙΙ), στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναθεώρησης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19Α του π.δ. 774/1980, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3932/2011. Κατά τη μειοψηφούσα όμως γνώμη του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, μη νομίμως απορρίφθηκε από το Τμήμα, ελλείψει σπουδαίου εννόμου συμφέροντος, η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «.....», καθόσον υφίσταται σπουδαίο έννομο συμφέρον αυτής συναρτώμενο με τη βλάβη την οποία υπέστη η εν λόγω εταιρεία εκ του γεγονότος ότι αν και 4η κατά σειρά μειοδοσίας στο διαγωνισμό από τις συνολικά επτά (7) που κατέθεσαν προσφορά αποκλείστηκε, λόγω του ότι δεν πληρούσε πρόσθετο όρο τεχνικής ικανότητας τον οποίο το Κλιμάκιο έκρινε παράνομο, με συνέπεια να τεθεί εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας, γεγονός που θεμελιώνει το προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον αυτής να τύχει δικαστικής προστασίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 98 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγματος και 19 Α (όπως ισχύει) του π.δ. 774/1980, η κρίση δε από το Ελεγκτικό Συνέδριο της νομιμότητας αποκλεισμού μιας εταιρείας από διαγωνιστική διαδικασία αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα και κρίνεται αυτοτελώς, δηλαδή άσχετα από την πιθανολογούμενη, μετά την τυχόν ακύρωση αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, εξέλιξη, ήτοι ανάθεση σε άλλον υποψήφιο, επανάληψη ή ματαίωση του διαγωνισμού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε η διεξάγουσα τον διαγωνισμό δημόσια αρχή να αποκλείει υποψηφίους αναδόχους και αυτοί να μην μπορούν να προβάλλουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο τις νόμιμες αντιρρήσεις τους και να τύχουν της παραπάνω δικαστικής προστασίας με μόνο επιχείρημα την μη επανάληψη του επίμαχου διαγωνισμού, γεγονός που δεν συνάδει με την προεκτεθείσα συνταγματική αρχή για την παροχή πλήρους και κυρίως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα της χώρας όταν θίγονται έννομα συμφέροντά τους, όπως είναι, εν προκειμένω, ο αποκλεισμός της ανωτέρω εταιρείας από διαδικασία διαγωνισμού.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021
Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00 ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/139/2017
Προμήθεια και υποστήριξη λογισµικού γεωγραφικών πληροφοριών (...)Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσία απευθείας ανάθεση από το Δήμο ... στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … δημόσιας σύμβασης προμηθειών. Και τούτο, διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή (η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών), αποσκοπεί στην απόκτηση του ως άνω λογισμικού, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και σκοπεί στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος. Ειδικότερα, η συμβολή του Δήμου περιορίζεται στην καταβολή της δαπάνης για την εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου, ενώ το Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … υποχρεούται στην εκτέλεση, μέσω του Εργαστηρίου Τοπικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης που διαθέτει, του συμβατικού αντικειμένου έναντι καταβολής ανταλλάγματος (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. Κ.Π.Ε.Δ στο VII Τμ. 12/2016). Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνηγορεί αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής προμηθειών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση της σύμβασης δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου από το Πανεπιστήμιο …(βλ. Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 29/2015, Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 305/2015). Εξάλλου, απορριπτέος καθίσταται και ο προβαλλόμενος με το έγγραφο επιστροφής του Δήμο ... ισχυρισμός ότι αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης είναι η παροχή υπηρεσιών αναπτυξιακού χαρακτήρα, καθόσον η ελεγχόμενη «προγραμματική σύμβαση» αφορά προμήθεια. Συνεπώς, η ελεγχόμενη σύμβαση, όπως βασίμως προβάλλεται από τη διαφωνούσα Επίτροπο, συνιστά στην πραγματικότητα σύμβαση παροχής προμηθειών προς το Δήμο, οι οποίες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 240/2011). Σημειώνεται δε ότι η ως άνω απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο άρθρο 118 του ν. 4412/2016, αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, βάσει του άρθρου αυτού, η απευθείας ανάθεση από τους δήμους των συμβάσεων παροχής προμηθειών, ενώ, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται, από τον έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης Δήμο, ότι συντρέχουν, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης. Εξάλλου, το ότι η εταιρεία του λογισµικού Lucy έχει αποκλειστικό σύµφωνο συνεργασίας µε το Πανεπιστήµιο …, «και ως εκ τούτου η µοναδικότητα της διάθεσης γίνεται από το Πανεπιστήµιο» δεν ασκεί επιρροή, καθώς, πέραν του ότι αφορά 1 από τα 7 παρεχόμενα είδη, δεν προκύπτει στην υπό κρίση περίπτωση ότι δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση ή υποκατάστατο (βλ. άρθρο 32 παρ. 2 β, περ. γγ δεύτερο εδάφιο του ν. 4412/2016). Εξάλλου, επισημαίνεται ότι τα προμηθευόμενα είδη δεν κατασκευάζονται αποκλειστικά για σκοπούς έρευνας, πειραματισμού, μελέτης ή ανάπτυξης (βλ. αρ. 32 παρ. 4 α του ν. 4412/2016 ). Τέλος, το γεγονός ότι το προσωπικό του Δήμου θα καταχωρεί γεωγραφικές πληροφορίες «στη λογισμική εφαρμογή», όπως προβάλλεται από τον Δήμο ..., πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου και δεν διευκρινίζεται ποια λογισμική εφαρμογή αφορά, δεν επηρεάζει την προδιαληφθεισα κρίση του Κλιμακίου, καθώς η διαχείριση και η λειτουργία του λογισμικού που προμηθεύεται ο Δήμος, δεν αποτελεί αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης. Κατόπιν αυτών και δοθέντος ότι η επίμαχη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση του δεύτερου λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, σύμφωνα με τον οποίο η σύμβαση αυτή δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρήτρες, κατά παράβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 (Ε.Σ. Πράξη Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 139/2016).