ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/248/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Προγραμματική σύμβαση.. Με τα δεδομένα αυτά και από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι δεν πρόκειται περί προγραμματικής σύμβασης, καθώς οι συμβαλλόμενοι δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, καθόσον αποσκοπούν ο μεν Δήμος - η κύρια συμβολή του οποίου περιορίζεται στη συνολική κάλυψη του συμβατικού κόστους – στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, το δε Πανεπιστήμιο ... στη λήψη της αντιπαροχής για την εκ μέρους του υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου. Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνηγορεί αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση αυτής (VII Τμ. Πρ. 29/2015, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. Πρ. 12/2016, 350/2015). Εξάλλου, αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι η εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο Δήμος, αλλά η σύνταξη μελέτης για την κατάρτιση Σ.Ο.Α.Π. (πολεοδομικού σχεδίου με πρόγραμμα δράσης σε διάφορους τομείς), καθόσον πρόκειται περί συνδυασμού κεκτημένων γνώσεων (πολεοδομικών, ρυμοτομικών, κοινωνικών και οικονομικών) για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου πρακτικού ζητήματος με συγκεκριμένο αντικείμενο (ανάπτυξη της πόλης της ...), που στερείται του αναγκαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1514/1985 στοιχείου της πρωτοτυπίας (Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. πρ. 373, 295, 281, 280/2013, 55, 266, 324/2014, 305/2015). Συνεπώς η ελεγχόμενη σύμβαση, όπως βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο, συνιστά στην πραγματικότητα κοινή εξ επαχθούς αιτία σύμβαση απευθείας ανάθεσης μελέτης, για τη σύναψη της οποίας δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε άλλωστε ο Δήμος ισχυρίζεται ότι συντρέχει κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 10 του ν. 3316/2005 περιπτώσεις, στις οποίες είναι επιτρεπτή η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία. Τέλος, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι το ελεγχόμενο ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί, διότι με την 1/2013 Πράξη του Επιτρόπου του Δήμου Αθηναίων κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή προγραμματικής σύμβασης ‘‘ομοίου αντικειμένου’’ μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και του Πανεπιστημίου ... πρέπει να απορριφθεί το μεν ως αναπόδεικτος, το δε διότι η επικαλούμενη ως άνω Πράξη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης, καθόσον αφορά σε διαφορετικά πραγματικά ζητήματα και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει ούτε τον αρμόδιο για τον προληπτικό έλεγχο δαπανών του Δήμου ... Επίτροπο, ούτε το Κλιμάκιο.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)354/2016
ΜΕΛΕΤΕΣ:Με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η από..σύμβαση, σε εκτέλεση της οποίας εκδόθηκε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα, δεν αποτελεί, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά, κατ’ ουσίαν, απευθείας ανάθεση εκπόνησης μελέτης του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3316/2005 από το Δήμο … στο ..., με φορέα εκτέλεσης το …, όπως βασίμως προβάλλει ο Επίτροπος.Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων, ήτοι ο Δήμος αποσκοπεί στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου και την παραλαβή της μελέτης, ενώ το …. αποβλέπει στην απόληψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος για την εκπόνησή της.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/16/2018
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ.(..) καταβολη...1ου Λογαριασμού (προκαταβολή) της από 29.3.2017 προγραμματικής σύμβασης «Καταγραφή, έλεγχος της υφιστάμενης κατάστασης και καθορισμός παραμέτρων ανάπτυξης της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς ...Οπωραγοράς συμπεριλαμβανομένης της πλατείας», ...Με δεδομένα όσα εκτέθηκαν γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: Η υπό κρίση 093622/29.3.2017 σύμβαση, μολονότι επιγράφεται ως προγραμματική, δεν εμπίπτει στην έννοια αυτής, διότι, ακόμη και αν ήθελε ερμηνευθεί ο καταστατικός σκοπός της .... περί ‟διοίκησης, διαχείρισης και εν γένει καλής λειτουργίας κεντρικών αγορών κλπ ως αναφερόμενος στην καλή λειτουργία όχι μόνο των αγορών που η ίδια διαχειρίζεται αλλά συνολικά όσων έχουν οργανωθεί εντός της ελληνικής επικράτειας, ώστε να γίνει δεκτό ότι καταρχήν τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν την εξυπηρέτηση κοινού σκοπού, από το κείμενο της σύμβασης δεν μπορεί να συναχθεί πραγματική συνεργασία των μερών για την υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου...αποτελεί εξ επαχθούς αιτίας σύμβαση εκπόνησης μελέτης απαρτιζόμενης από τα επιμέρους τέσσερα παραδοτέα, την οποία ο Δήμος ... ανέθεσε απευθείας στην .... έναντι συμβατικού ανταλλάγματος ύψους 170.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., μολονότι ο εφαρμοστέος τότε ν. 3316/2005 προέβλεπε κατ’ αρχήν τη διεξαγωγή διαγωνισμού,..Κατ’ ακολουθία όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)/139/2016
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Μη νόμιμη η καταβολή πληρωμής του Δήμου …., ποσού 7.380,00 ευρώ, το οποίο αφορούσε την προκαταβολή στη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρεία «….» του 30% του συνολικού ποσού που προβλέπεται στην από 6.10.2014 φερόμενη ως προγραμματική σύμβαση, με αντικείμενο την εκπόνηση «…».Με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η από 6.10.2014 σύμβαση, σε εκτέλεση της οποίας εκδόθηκε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα, δεν αποτελεί, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά, κατ’ ουσίαν, απευθείας ανάθεση εκπόνησης μελέτης του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3316/2005 από το Δήμο …στην ..., όπως βασίμως προβάλλει η Επίτροπος, κατ’ εκτίμηση της 117/4.12.2014 πράξης επιστροφής (βλ. σκέψη Ι). Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων, ήτοι ο Δήμος αποσκοπεί στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου και την παραλαβή της μελέτης, ενώ η … αποβλέπει στην απόληψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος για την εκπόνησή της. Η συμβολή δε του Δήμου περιορίζεται, κατά κύριο λόγο, στην καταβολή της δαπάνης για την εκτέλεση του αντικειμένου της σύμβασης, ενώ η συλλογή και παράδοση στην …. των αναγκαίων στοιχείων για την εκπόνηση της Μ.Π.Ε., ανάγεται σε προαπαιτούμενη ενέργεια για τη σύνταξη οιασδήποτε μελέτης, καθώς κάθε εργοδότης παραδίδει στον ανάδοχο τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία και δεν συνιστά συμβολή στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου, ήτοι στην πραγματοποίηση αυτής καθεαυτής της μελέτης (πρβλ. Πράξη VII Τμ. 23/2015). Εξάλλου, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙ.Β., για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης απαιτείται ο επιδιωκόμενος σκοπός να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλο νόμιμο τρόπο, προϋπόθεση που δεν πληρούται εν προκειμένω, δοθέντος ότι ήταν δυνατή η ανάθεση του συμβατικού αντικειμένου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3316/2005, όπως είχε επισημανθεί και με τα από 2.1.2014 και 31.3.2014 τεύχη ανάθεσης μελέτης της Διεύθυνσης Μελετών του Δήμου. Ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι για την ολοκλήρωση του επιδιωκόμενου από τα συμβαλλόμενα μέρη σκοπού απαιτείται περαιτέρω η υπογραφή εκτελεστικών συμβάσεων. Επιπλέον, ο Δήμος …. είναι ο μόνος βαρυνόμενος με το οικονομικό αντικείμενο της σύμβασης, ενώ η προβλεφθείσα στο άρθρο 4 της σύμβασης μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από το Δήμο προς την …δεν περιορίζεται στην κάλυψη λειτουργικών εξόδων, αλλά χαρακτηρίζεται ρητώς ως «αμοιβή». Υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής συνηγορεί και ο συνυπολογισμός στο συμβατικό τίμημα του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο οποίος προβλέπεται μόνον στις εξ επαχθούς αιτίας συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (βλ. Πράξεις VII Τμ. 51, 29/2015). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η σύμβαση αφορά, σύμφωνα με το τεχνικό αντικείμενό της, την εκπόνηση μελέτης του ν. 3316/2005 και δη περιβαλλοντικής μελέτης (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 περ. 27 του ν. 3316/2005), όπως σαφώς προκύπτει και από τα προαναφερθέντα τεύχη ανάθεσης μελέτης της Διεύθυνσης Μελετών του Δήμου. Κατά συνέπεια, για την ανάθεση της ως άνω μελέτης έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3316/2005, οι οποίες καθιερώνουν ως κανόνα τη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού. Προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης θα μπορούσε να είναι νόμιμη μόνον εφόσον συνέτρεχε μία τουλάχιστον από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ως άνω νόμου, κάτι που δεν προκύπτει ούτε από το έγγραφο επανυποβολής του εντάλματος, ούτε και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Ομοίως, δεν προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., σχετικά με το οποίο, τόσο ο Δήμος, όσο και η … ρητώς αναφέρουν ότι δεν εφαρμόσθηκε εν προκειμένω (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 26129/3.3.2015 έγγραφο του Δήμου και το υπ’ αριθμ. πρωτ. 7537/23.12.2014 έγγραφο της …Κατόπιν αυτών και δοθέντος ότι η επίμαχη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά δημόσια σύμβαση εκπόνησης μελέτης, ο ισχυρισμός της Επιτρόπου ότι η … δεν δύναται, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 100 του ν. 3852/2010, να είναι η μοναδική αντισυμβαλλομένη του Δήμου, καθώς και ότι η σύμβαση δεν περιλαμβάνει το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο της προγραμματικής σύμβασης, ήτοι αναλυτικό χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένες ρήτρες, καθίσταται αλυσιτελής, εφόσον – κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα – το ως άνω άρθρο 100 του ν. 3852/2010 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, ο τρίτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, σύμφωνα με τον οποίο η δαπάνη εκπόνησης της επίμαχης Μ.Π.Ε. θα έπρεπε να βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της …., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ, η παραχώρηση της εκμετάλλευσης της μαρίνας του Αγίου ….στην ως άνω Δημοτική Εταιρεία (βλ. την 115/20.3.2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου …) δεν κωλύει το Δήμο, ως φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, να ασκήσει την απορρέουσα από το άρθρο 7 της από 3.3.2000 σύμβασης αρμοδιότητά του (βλ. και άρθρο 75 παρ. Ι.α΄ περ. 9 του Κ.Δ.Κ.), για την εκπόνηση και υποβολή της απαιτούμενης Μ.Π.Ε., με σκοπό την περιβαλλοντική αδειοδότηση της μαρίνας.
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/139/2017
Προμήθεια και υποστήριξη λογισµικού γεωγραφικών πληροφοριών (...)Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσία απευθείας ανάθεση από το Δήμο ... στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … δημόσιας σύμβασης προμηθειών. Και τούτο, διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή (η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών), αποσκοπεί στην απόκτηση του ως άνω λογισμικού, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και σκοπεί στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος. Ειδικότερα, η συμβολή του Δήμου περιορίζεται στην καταβολή της δαπάνης για την εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου, ενώ το Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου … υποχρεούται στην εκτέλεση, μέσω του Εργαστηρίου Τοπικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης που διαθέτει, του συμβατικού αντικειμένου έναντι καταβολής ανταλλάγματος (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. Κ.Π.Ε.Δ στο VII Τμ. 12/2016). Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνηγορεί αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής προμηθειών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση της σύμβασης δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου από το Πανεπιστήμιο …(βλ. Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 29/2015, Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 305/2015). Εξάλλου, απορριπτέος καθίσταται και ο προβαλλόμενος με το έγγραφο επιστροφής του Δήμο ... ισχυρισμός ότι αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης είναι η παροχή υπηρεσιών αναπτυξιακού χαρακτήρα, καθόσον η ελεγχόμενη «προγραμματική σύμβαση» αφορά προμήθεια. Συνεπώς, η ελεγχόμενη σύμβαση, όπως βασίμως προβάλλεται από τη διαφωνούσα Επίτροπο, συνιστά στην πραγματικότητα σύμβαση παροχής προμηθειών προς το Δήμο, οι οποίες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα πάροχο (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 240/2011). Σημειώνεται δε ότι η ως άνω απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο άρθρο 118 του ν. 4412/2016, αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, βάσει του άρθρου αυτού, η απευθείας ανάθεση από τους δήμους των συμβάσεων παροχής προμηθειών, ενώ, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται, από τον έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης Δήμο, ότι συντρέχουν, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης. Εξάλλου, το ότι η εταιρεία του λογισµικού Lucy έχει αποκλειστικό σύµφωνο συνεργασίας µε το Πανεπιστήµιο …, «και ως εκ τούτου η µοναδικότητα της διάθεσης γίνεται από το Πανεπιστήµιο» δεν ασκεί επιρροή, καθώς, πέραν του ότι αφορά 1 από τα 7 παρεχόμενα είδη, δεν προκύπτει στην υπό κρίση περίπτωση ότι δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση ή υποκατάστατο (βλ. άρθρο 32 παρ. 2 β, περ. γγ δεύτερο εδάφιο του ν. 4412/2016). Εξάλλου, επισημαίνεται ότι τα προμηθευόμενα είδη δεν κατασκευάζονται αποκλειστικά για σκοπούς έρευνας, πειραματισμού, μελέτης ή ανάπτυξης (βλ. αρ. 32 παρ. 4 α του ν. 4412/2016 ). Τέλος, το γεγονός ότι το προσωπικό του Δήμου θα καταχωρεί γεωγραφικές πληροφορίες «στη λογισμική εφαρμογή», όπως προβάλλεται από τον Δήμο ..., πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου και δεν διευκρινίζεται ποια λογισμική εφαρμογή αφορά, δεν επηρεάζει την προδιαληφθεισα κρίση του Κλιμακίου, καθώς η διαχείριση και η λειτουργία του λογισμικού που προμηθεύεται ο Δήμος, δεν αποτελεί αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης. Κατόπιν αυτών και δοθέντος ότι η επίμαχη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση του δεύτερου λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, σύμφωνα με τον οποίο η σύμβαση αυτή δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρήτρες, κατά παράβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 (Ε.Σ. Πράξη Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 139/2016).
ΕλΣυν/Τμ6/408/2017
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ: Αίτηση ανάκλησης της 4/2017 πράξης της Αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη II, το Τμήμα κρίνει ότι το αντικείμενο της υπό έλεγχο σύμβασης θα μπορούσε να υπαχθεί στο άρθρο 89 του ν.4368/2016, αφού με αυτήν επιδιώκεται η αντιμετώπιση επισιτιστικών προβλημάτων κοινωνικά ευπαθών περιοχών της χώρας. Eν προκειμένω όμως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τη σύναψη προγραμματικής σύμβασης, καθώς οι συμβαλλόμενοι δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, αλλά αποβλέπουν η μεν αιτούσα-η ουσιώδης συμβολή της οποίας εξαντλείται στην ανάληψη της υποχρέωσης για τη κάλυψη του συμβατικού κόστους- στην υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης, το δε ...... ...... στη λήψη της αντιπαροχής για την εκ μέρους του υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου. Στην ερμηνευτική αυτήν εκδοχή συνηγορεί και η επιβάρυνση, στο αρχικώς υποβληθέν στην Υπηρεσία Επιτρόπου σχέδιο σύμβασης, του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με ΦΠΑ, ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. ΕΣ Πρ. VII Τμ. 29/2015). Περαιτέρω με την ελεγχόμενη σύμβαση δεν τίθεται ένα γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση των υπηρεσιών ούτε προσδίδεται προγραμματικός χαρακτήρας στο αντικείμενό της, αντιθέτως οι παρεχόμενες υπηρεσίες προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο (βλ. την από 26.8.2016 πρόταση του ......υ στην οποία αναφέρονται αναλυτικά ο αριθμός των σχολείων και των μαθητών, τα παρεχόμενα είδη τροφίμων και το κοστολόγιό τους), τα δε συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν να εκπληρώσουν τις κύριες υποχρεώσεις (παροχή υπηρεσίας-αμοιβή) μίας εξ επαχθούς αιτίας σύμβασης παροχής υπηρεσιών. Συνακόλουθα το Τμήμα κρίνει- παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών πλημμελειών που τίθενται με την προσβαλλομένη πράξη- ότι δεν ήταν νόμιμη η προσφυγή από την αιτούσα στη διαδικασία της προγραμματικής σύμβασης αλλά για την υλοποίηση του αντικειμένου της ελεγχόμενης σύμβασης έπρεπε να επιλεγεί η διαγωνιστική διαδικασία. Τέλος απορριπτέος είναι ο λόγος ανάκλησης περί συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος δεδομένου ότι αυτό υπηρετείται με την τήρηση του νόμου, ενώ πρέπει να απορριφθεί ενόψει της σαφήνειας των εφαρμοστέων διατάξεων και ο λόγος ανάκλησης περί συγγνωστής πλάνης.Απορρίπτει την αίτηση της ανάκλησης.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/120/2018
Προγραμματική σύμβαση. Με τα ανωτέρω δεδομένα δεν προκύπτει ότι οι επίμαχες εξειδικευμένης φύσης εργασίες ανήκουν στα καθήκοντα των υπαλλήλων του Δήμου, ούτε άλλωστε προβάλλεται ότι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα ορισμένης Διεύθυνσής του. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή, αν και φέρεται ως προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, συνιστά απευθείας ανάθεση παροχής υπηρεσιών από τον Δήμο ... στη «...Α.Ε.», η οποία διενεργήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 4412/2016. Ειδικότερα, από τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, προκύπτει ότι δεν πρόκειται για περίπτωση συνεργασίας φορέων που εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό, με την αλληλοσυμπλήρωση αρμοδιοτήτων ή οικονομικοτεχνικών μέσων, την από κοινού εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους. Το γεγονός δε ότι η συμμετοχή της συγκεκριμένης αναπτυξιακής εταιρείας γίνεται σε εκπλήρωση του καταστατικού της σκοπού δεν αρκεί για την παραδοχή ότι τα συμβαλλόμενα μέρη εκκινούν από κοινή αφετηρία (Ε.Σ. VII Τμ. Πράξη 29/2016). Αντίθετα, προκύπτει ότι ο Δήμος ... λειτουργεί ως αναθέτουσα αρχή που επιδιώκει, έναντι καταβολής ανταλλάγματος (198.400 ευρώ συμπεριλαμβα-νομένου Φ.Π.Α.), την εκτέλεση εκ μέρους της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας που επέχει απλώς θέση παρόχου υπηρεσιών, των εργασιών που περιγράφονται ανωτέρω. Η ουσιαστική συμβολή, μάλιστα, του Δήμου εξαντλείται στη χρηματοδότηση της σύμβασης, καθώς η παροχή διευκολύνσεων και η συμμετοχή σε ομάδες παρακολούθησης που αναγράφεται μεταξύ των υποχρεώσεών του, συνιστά όλως τυπική συνεισφορά (ΚΠΕΔ VII Τμ. 10/2018 ). Στην ερμηνευτική εκδοχή περί του αληθούς χαρακτήρα της επίμαχης σύμβασης συνηγορούν, άλλωστε, αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπο-λογισμού αυτής με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση αυτής (Ε.Σ. VII Τμ. Πράξη 29/2015, ΚΠΕΔ VII Τμ. 17/2017, 248, 12/2016, 350/2015). (..) Ενόψει των προαναφερομένων, η εν λόγω σύμβαση έχει το χαρακτήρα δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών, η οποία ανατέθηκε απευθείας στην ως άνω αναπτυξιακή ανώνυμη εταιρεία, χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο προβλεπόμενες στο ν. 4412/2016 προϋποθέσεις για την απευθείας ανάθεσή της…. Κατ’ ακολουθία, η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/Κλ.Τμ.7/138/2017
Καταβολή αμοιβής ποσού για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε εκτέλεση συναφθείσας προγραμματικής σύμβασης με σκοπό την επιμόρφωση υπαλλήλων του Δήμου.(...)Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσία απευθείας ανάθεση δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών από το Δήμο ... στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς. Και τούτο διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών, αποσκοπεί στην επιμόρφωση των υπαλλήλων του, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου, που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και αποβλέπει στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. Κ.Π.Ε.Δ στο VII Τμ. 12/2016).(...)Σημειώνεται δε ότι η ως άνω απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο άρθρο 118 του ν. 4412/2016, αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, βάσει του άρθρου αυτού, η απευθείας ανάθεση από τους δήμους των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται, από τον έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης Δήμο, ότι συντρέχουν, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης.(...)Τέλος, βάσιμος καθίσταται και ο τρίτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται η συνδρομή υπηρεσιακών αναγκών επιμόρφωσης των υπαλλήλων του ανωτέρω Δήμου, που για λόγους αντικειμενικούς δεν μπορούσαν να καλυφθούν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είτε του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, είτε του οικείου δημόσιου φορέα (βλ. Πρ. VII Τμ. 256/2010).
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/54/2018
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ. Μη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης.Με δεδομένα όσα εκτέθηκαν γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: Από το περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης, επί της οποίας ερείδεται η εντελλόμενη με το κρινόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, προκύπτει ότι, μολονότι αυτή επιγράφεται ως προγραμματική, δεν εμπίπτει στην έννοια αυτής. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενό της και κυρίως από τη διαμόρφωση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, προκύπτει ότι δεν πρόκειται για περίπτωση συνεργασίας φορέων που εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό, με την αλληλοσυμπλήρωση αρμοδιοτήτων ή οικονομικοτεχνικών μέσων, την από κοινού εκτέλεση δημόσιας αποστολής τους. Αντίθετα, προκύπτει ότι ο Δήμος ... λειτουργεί ως αναθέτουσα αρχή που επιδιώκει, έναντι καταβολής ανταλλάγματος (60.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α.), την εκτέλεση εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου ...., που επέχει απλώς θέση παρόχου υπηρεσιών ελεγχόμενου από τον Δήμο ως προς την προσήκουσα υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, των περιγραφόμενων στη σύμβαση επιμέρους εργασιών σύνταξης τευχών (τεχνικών προδιαγραφών και χρονοδιαγράμματος) και εκπόνησης της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τη δρομολογούμενη κατασκευή μονάδας βιοαερίου ("πακέτα εργασίας"). Η ουσιαστική συμβολή, μάλιστα, του Δήμου εξαντλείται στη χρηματοδότηση της σύμβασης, καθώς η παροχή των απαραίτητων εγγράφων και πληροφοριών από τις διάφορες Διευθύνσεις του, που αναγράφεται μεταξύ των υποχρεώσεών του, συνιστά προαπαιτούμενη ενέργεια για την εκπόνηση οποιασδήποτε μελέτης και των συναφών με αυτή υπηρεσιών (κάθε εργοδότης παραδίδει στον ανάδοχο τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία που σχετίζονται με την παρεχόμενη υπηρεσία) και δεν αποτελεί ισόρροπη, αλλά όλως συμπληρωματική συμβολή στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου.(..)Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η συναφθείσα από 23.10.2017 σύμβαση εμπίπτει κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό στην έννοια της δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών του άρθρου 2 παρ. 1 περ. 9 του ν. 4412/2016, καθόσον συνιστά ανάθεση από τον Δήμο ..., έναντι συμβατικού αντιτίμου ύψους 60.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α....Κατ’ ακολουθία όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί
ΕλΣυν/Κλ.Τμ.7/55/2017
Καταβολή της αμοιβής της για την εκτέλεση του έργου «Ανάθεση Υπηρεσιών Εξειδικευμένης Υποστήριξης του Δήμου ..από Εξωτερικό Σύμβουλο(...) Αντίθετα, βασίμως προβάλλει η Επίτροπος παραβίαση της αρχής της οικονομικότητας, καθόσον από κανένα έγγραφο του Δήμου …δεν προκύπτει ο τρόπος προσδιορισμού της προϋπολογιζόμενης δαπάνης των υπό ανάθεση υπηρεσιών στο ποσό των 20.000 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.. Συγκεκριμένα, ενώ στις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές υπάρχει πλήρης ανάλυση των υπηρεσιών που πρόκειται να ανατεθούν και η διάρκεια εκτέλεσης αυτών, ο ενδεικτικός προϋπολογισμός δεν έχει το απαιτούμενο περιεχόμενο, καθώς περιορίζεται απλώς στην αναφορά της συνολικής προϋπολογιζόμενης δαπάνης, ποσού 24.600,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.), χωρίς να παραθέτει κανένα στοιχείο τεκμηρίωσης του προϋπολογισμού, όπως ποσοτικό προσδιορισμό των εργασιών, έστω και κατά προσέγγιση, σε συνάρτηση με ορισμένη τιμή μονάδας - ανθρωποώρα ή συγκριτικά οικονομικά στοιχεία (βλ. Ελ.Συν. Πρ. VII Tμ. 363/2006 και Πρ. Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμ. 261/2016, 388, και 119/2015).ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.7/20/2017.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)106/2013
Εξόφληση του 3ου και 4ου λογαριασμού της μελέτης με τίτλο «Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......».(...)Ειδικότερα, για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης πρέπει να υπάρχουν επιπρόσθετες εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης και είτε δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από τεχνική και οικονομική άποψη από την κύρια σύμβαση είτε ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή της, ενώ περαιτέρω οι εργασίες αυτές πρέπει να οφείλονται σε περιστάσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την σύναψη της αρχικής σύμβασης. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3210, 2489/2011, πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 412, 296/2010, 279, 277/2008) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου ή η διαφορά στην αμοιβή της αναδόχου που προκαλείται συνεπεία αυτού, δεν αφορά σε μελέτες πρόσθετες ή νέες που δύνανται να περιληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται απλώς η αύξηση του προϋπολογισμού του αρχικού αντικειμένου ώστε να καλυφθούν οι διαφορές στην κοστολόγηση, οι οποίες προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συμπληρωματική σύμβαση (απόφαση VI Τμήματος 2503/2009). Εξάλλου, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% της αρχικής συμβατικής αμοιβής, σε κάθε περίπτωση δε οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες εκτελούνται μόνο μετά την σύνταξη συγκριτικού πίνακα που τις περιλαμβάνει, ο οποίος εγκρίνεται πριν εξαντληθεί η συνολική προθεσμία για την περαίωση του μελετητικού έργου (βλ. πράξεις VII Τμήματος 182/2009, 279/2008). (Κρίθηκε μη ανακλητέα (Πράξη Ελ. Συν. 58/2013 Τμ. 7)