ΝΣΚ/169/2003
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
1) Εάν οι υπάλληλοι Υ . Δ . Ε κατά την εκκαθάρισιν δαπανών ΝΑ θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι 2). Ποία η προθεσμία διατυπώσεως σχετικών αντιρρήσεων ( αρθρ . 22 παρ . 4 ΠΔ 774/1980). 3( Αν συντρέχει περίπτωσις εκπροσωπήσεως των από τον ΝΣ του Υπ . Οικονομικών ενώπιον του Ε . Σ .
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
10578/Ε1206/2012
Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ Οδηγιών για την έγκριση και χρηματοδότηση του ΠΔΕ 2012 και τον προγραμματισμό δαπανών ΠΔΕ 2013-2015 σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2011-2015
ΝΣΚ/240/2006
Υποχρέωση των τελικών δικαιούχων των πράξεων, που εντάσσονται σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του Γ΄ ΚΠΣ, να τηρούν κατά την υλοποίηση των πράξεων αυτών, όχι μόνον την κοινοτική αλλά και την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει τις δημόσιες συμβάσεις.Κατά την υλοποίηση των πράξεων που εντάσσονται σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του Γ΄ ΚΠΣ κατά τις διατάξεις του Ν 2860/2000 (ΦΕΚ Α΄ 251), που χρηματοδοτούνται από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, οι τελικοί δικαιούχοι των πράξεων αυτών, είτε εμπίπτουν, είτε δεν εμπίπτουν στα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, ως προς τα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τα δημόσια έργα και τις προμήθειες κατά την ανάθεση και σύναψη των αντίστοιχων συμβάσεων υπ’ αυτών, είτε εμπίπτουν ή δεν εμπίπτουν στην έννοια του όρου «δημόσιες υπηρεσίες ή οργανισμοί» του α’ εδαφίου της παρ.7 του άρθρου 19 του ΠΔ 774/1980, υποχρεούνται να τηρούν για τα έργα που εκτελούν και τις συμβάσεις προμηθειών που υπογράφουν, εκτός από την κοινοτική νομοθεσία, συμπληρωματικώς και επικουρικώς και τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας για τα δημόσια έργα και τις προμήθειες (Ν 1418/1984, 2286/1985, 2362/1995, όπως ισχύουν και των σε εκτέλεση αυτών εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων) και υπάγονται για τις πιο πάνω συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 19 του ΠΔ 774/1980, όπως ισχύει.
Β.Δ.598/1965
Περί εκτελέσεως του άρθρου 5 του Ν. 4448 του 1964 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της κειμένης συνταξιοδοτικής νομοθεσίας"
Ν.4700/2020- ΦΕΚ: 127/Α/29.6.2020 άρθρο 354 παρ.1: Από την έναρξη της ισχύος του Πρώτου Τμήματος του παρόντος καταργούνται: (α) το άρθρο 5 του ν. 4448/1964 (Α’ 253), (β) το β. δ. 598/1965 (Α’ 130), (γ) το άρθρο 2 του ν.δ. 442/1970 (Α’ 39), (δ) η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.δ. 1141/1972 (Α’ 64), (ε) η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 368/1976 (Α’ 164), (στ) η παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 550/1977 (Α’ 57), (ζ) η παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 787/1978 (Α’ 101), (η) η παρ. 9 του άρθρου 3 του ν. 831/1978 (Α’ 207), (θ) η παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 1203/1981 (Α’ 249), (ι) το άρθρο 63 του π.δ. 774/1980 (Α’ 189), (ια) το άρθρο 38 του π.δ. 850/1980 (Α’ 211), (ιβ) το άρθρο 38 του π.δ. 167/2007 (Α’ 208), (ιγ) η παρ. 4 του άρθρου 107 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 112 του π.δ. 168/2007 (Α’ 209), (ιδ) η παρ. 4 του άρθρου 67 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210).
-Ν.4700/2020- ΦΕΚ: 127/Α/29.6.2020 άρθρο 357:Οι διατάξεις του Πρώτου Τμήματος αρχίζουν να ισχύουν από το επόμενο δικαστικό έτος της έναρξης ισχύος του παρόντος. Το ίδιο ισχύει και για το Κεφάλαιο 55 σε ό,τι αφορά στη λειτουργία των σχηματισμών της Ολομέλειας και την εκδίκαση των υποθέσεων από τα Τμήματα, μετά την ανακατανομή των αρμοδιοτήτων τους.
ΕλΣυν/Τμ.6/2753/2015
ΕΡΓΑ:Αίτηση ανάκλησης της 395/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δείτερη (ΙΙ) νομική σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι ορθά το Κλιμάκιο έκρινε ότι είναι κατά χρόνο αναρμόδιο να διενεργήσει προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας για τις εργασίες υπό στοιχ. α΄ και β΄ της συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον οι εργασίες αυτές είχαν ήδη εκτελεστεί. Περαιτέρω, αναφορικά με τις υπό στοιχείο γ΄ εργασίες, το Τμήμα κρίνει, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην τρίτη (IΙΙ) σκέψη, ότι νομίμως παρατάθηκε η προθεσμία εκτέλεσης του έργου, καθόσον η σχετική εγκριτική πράξη (1746004/14.7.2011) του Διευθυντή Παραγωγής του …. εκδόθηκε εντός ευλόγου χρόνο από τη λήξη της προηγούμενης νόμιμης παράτασής της, ύστερα από σχετική αίτηση της … η οποία υποβλήθηκε πριν από την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, κατά παραδοχή του σχετικού προβαλλόμενου λόγου ανάκλησης. Τέλος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην πέμπτη (V) νομική σκέψη, οι αναφερόμενες υπό στοιχείο γ΄ της συμπληρωματικής σύμβασης εργασίες, οι οποίες δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από αυτή χωρίς τη δημιουργία προβλημάτων για την αναθέτουσα αρχή, οφείλονται, κατά την κρίση του Τμήματος, σε απρόβλεπτες περιστάσεις, δηλαδή αιφνίδια πραγματικά περιστατικά, τα οποία αντικειμενικά, κατά τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, όπως βάσιμα προβάλλεται με τις υπό κρίση αιτήσεις..(..)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι συνεξεταζόμενες αιτήσεις ανάκλησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές και να ανακληθεί η 395/2011 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος που αφορά στη σύναψη της συμπληρωματικής σύμβασης για την εκτέλεση των υπό στοιχείο γ΄ εργασιών, καθώς και να υπογραφεί η επίμαχη σύμβαση για την εκτέλεση των εργασιών αυτώνΤέλος, πρέπει, λόγω της εν μέρει παραδοχής των αιτήσεων, να επιστραφεί σε καθεμιά από τις αιτούσες παράβολο ύψους είκοσι (20,00) ευρώ (άρθρ. 54 παρ.4 π.δ. 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 57 παρ. 3 ν.3659/2008).
ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/3373/2011
Συντήρηση πλωτής γέφυρας...Με βάση τις παραδοχές αυτές της ήδη προσβαλλόμενης απόφασης, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙ), νομίμως απορρίφθηκε, ελλείψει σπουδαίου εννόμου συμφέροντος, η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «....», καθόσον, ενόψει της πλημμέλειας της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας που διαπιστώθηκε από το Κλιμάκιο, η οποία (πλημμέλεια) αναγόταν στη νομιμότητα της διακήρυξης του διαγωνισμού, στην προσθήκη δηλαδή σ’ αυτή ενός μη νόμιμου πρόσθετου όρου τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων, η διατήρηση της ισχύος της πράξης αυτής του Κλιμακίου και η συνακόλουθη απόρριψη των αιτήσεων που ασκήθηκαν για την ανάκλησή της από την αναθέτουσα αρχή και την αναδειχθείσα ανάδοχο εργοληπτική επιχείρηση θα είχε ως μόνη συνέπεια την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να επαναπροκηρύξει τον διαγωνισμό χωρίς τον πρόσθετο αυτό όρο τεχνικής ικανότητας, γεγονός που καθιστά το έννομο συμφέρον της τότε παρεμβαίνουσας και ήδη αιτούσας μελλοντικό και αβέβαιο και στερεί από αυτό τον χαρακτήρα του αμέσου και ενεστώτος, δοθέντος μάλιστα ότι για τη θεμελίωση «σπουδαίου εννόμου συμφέροντος» για την άσκηση αίτησης ανάκλησης ή την παρέμβαση υπέρ της διατήρησης της ισχύος της προσβαλλόμενης με αίτηση ανάκλησης πράξης δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, αφού τέτοιο ενδιαφέρον θα μπορούσε να επικαλεσθεί οποιοσδήποτε διοικούμενος, με συνέπεια η αίτηση ανάκλησης να μετατραπεί από ένδικο βοήθημα, που παρέχεται στους προσωπικώς θιγόμενους από το αποτέλεσμα του πρωτοβάθμιου προσυμβατικού ελέγχου (βλ. σχετ. εισηγητική έκθεση του ν. 3060/2002), σε «λαϊκή αγωγή» για την προστασία γενικών και απρόσωπων συμφερόντων. Ακολούθως, εφόσον νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως απαράδεκτη η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «....», η εταιρεία αυτή δεν απέκτησε την ιδιότητα της παρεμβαίνουσας ενώπιον της διαδικασίας του VI Τμήματος και κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιείται, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙΙ), στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναθεώρησης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19Α του π.δ. 774/1980, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3932/2011. Κατά τη μειοψηφούσα όμως γνώμη του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, μη νομίμως απορρίφθηκε από το Τμήμα, ελλείψει σπουδαίου εννόμου συμφέροντος, η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «.....», καθόσον υφίσταται σπουδαίο έννομο συμφέρον αυτής συναρτώμενο με τη βλάβη την οποία υπέστη η εν λόγω εταιρεία εκ του γεγονότος ότι αν και 4η κατά σειρά μειοδοσίας στο διαγωνισμό από τις συνολικά επτά (7) που κατέθεσαν προσφορά αποκλείστηκε, λόγω του ότι δεν πληρούσε πρόσθετο όρο τεχνικής ικανότητας τον οποίο το Κλιμάκιο έκρινε παράνομο, με συνέπεια να τεθεί εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας, γεγονός που θεμελιώνει το προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον αυτής να τύχει δικαστικής προστασίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 98 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγματος και 19 Α (όπως ισχύει) του π.δ. 774/1980, η κρίση δε από το Ελεγκτικό Συνέδριο της νομιμότητας αποκλεισμού μιας εταιρείας από διαγωνιστική διαδικασία αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα και κρίνεται αυτοτελώς, δηλαδή άσχετα από την πιθανολογούμενη, μετά την τυχόν ακύρωση αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, εξέλιξη, ήτοι ανάθεση σε άλλον υποψήφιο, επανάληψη ή ματαίωση του διαγωνισμού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε η διεξάγουσα τον διαγωνισμό δημόσια αρχή να αποκλείει υποψηφίους αναδόχους και αυτοί να μην μπορούν να προβάλλουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο τις νόμιμες αντιρρήσεις τους και να τύχουν της παραπάνω δικαστικής προστασίας με μόνο επιχείρημα την μη επανάληψη του επίμαχου διαγωνισμού, γεγονός που δεν συνάδει με την προεκτεθείσα συνταγματική αρχή για την παροχή πλήρους και κυρίως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα της χώρας όταν θίγονται έννομα συμφέροντά τους, όπως είναι, εν προκειμένω, ο αποκλεισμός της ανωτέρω εταιρείας από διαδικασία διαγωνισμού.
ΕΣ/ΤΜ.6/1890/2010
Έργο- έλεγχος σχεδίου συμβάσεως:.Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι η αναγραφή στην εγγυητική επιστολή του διακριτικού τίτλου («...») της εταιρείας «...» δεν προκαλεί σύγχυση ως προς την ταυτότητά της, δεδομένου ότι αναγράφεται και η διεύθυνση στην οποία στεγάζεται η έδρα αυτής, στοιχεία τα οποία είναι ίδια με τα αναγραφόμενα στο ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως της ομόρρυθμης εταιρείας «....», και, συνεπώς, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η προσκομισθείσα εγγυητική επιστολή εξεδόθη υπέρ αυτής. Επίσης, η θέση στις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις σφραγίδας με το διακριτικό τίτλο της εταιρίας, η οποία περιλαμβάνει και στοιχεία όπως τη διεύθυνση, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου και τα τηλέφωνα αυτής δεν δύναται να προκαλέσει σύγχυση αναφορικά με την εταιρία που αφορούν, ενώ το ονοματεπώνυμο του διαχειριστή αυτής ..., ο οποίος υπογράφει τις υπεύθυνες δηλώσεις, προκύπτει από το περιεχόμενο της κάθε υπεύθυνης δήλωσης. Ως εκ τούτου, μη νομίμως έγινε δεκτή η ως άνω ένσταση και αποκλείστηκε η πρώτη μειοδότρια «...», κατά τα ορθώς κριθέντα με την προσβαλλόμενη πράξη του Κλιμακίου, απορριπτομένων των περί αντιθέτου προβαλλομένων με τις υπό κρίση αιτήσεις ως αβασίμων.Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης της 142/2010 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μη νόμιμα με την 101/2010 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής αποκλείσθηκε η πρώτη μειοδότρια «...», συνακόλουθα δε οι υπό κρίση αιτήσεις, με τις οποίες υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος παραβόλου από την αιτούσα κοινοπραξία (άρθρο 56 παρ. 4 π.δ.774/1980, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 3 ν.3659/2008).
ΕΣ/ΚΛΙΜ Ζ/19/2009
Προγραμματικές συμβάσεις.Προσυμβατικός έλεγχος.Στην περίπτωση, όμως, που η κύρια ή συμπληρωματική σύμβαση, παρόλο που έχει συναφθεί σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο από το χρόνο έναρξης ισχύος του άρθρου 8 του ν. 2741/1999 και της δι’ αυτού θέσπισης ως υποχρεωτικού του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας των δημοσίων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, δεν υπήχθη για οποιοδήποτε λόγο στον έλεγχο αυτό, η τροποποιητική αυτών σύμβαση δεν μπορεί να υπαχθεί στον ανωτέρω έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο, διότι η τροποποίηση μιας δημόσιας σύμβασης, όταν αυτή δεν αναφέρεται γενικώς και αορίστως στην τροποποιούμενη, αλλά τροποποιεί συγκεκριμένους όρους, επιφέρει άμεση λειτουργική συσχέτιση της τροποποιούμενης σύμβασης με την τροποποιητική, με συνέπεια η τελευταία να μην έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς συμβάσεως και από ουσιαστική άποψη να καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης που τροποποιείται, ο δε τυχόν έλεγχος της τροποποιητικής θα είχε ως αποτέλεσμα να ελέγχονται ευθέως ή παρεμπιπτόντως οι τροποποιούμενες συμβάσεις μετά τη σύναψή τους και όχι προληπτικά και ενδεχομένως αφού θα έχει ολοκληρωθεί και η εκτέλεσή τους, γεγονός που υπερακοντίζει τη βούληση του κοινού νομοθέτη, ο οποίος δεν θέλησε να επεκτείνει το θεσπιζόμενο από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 2741/1999 έλεγχο νομιμότητας και στις συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεν υπό την ισχύ της, πλην δεν υπήχθησαν στον εν λόγω έλεγχο, ούτε να αλλοιώσει τον προβλεπόμενο από την ίδια τη διάταξη χαρακτήρα του ελέγχου αυτού, ο οποίος είναι αμιγώς προληπτικός. Κατά συνέπεια, κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 7 του π.δ. 774/1980, όπως ισχύει, δεν υπάγεται στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου τροποποιητική σύμβαση, διαλαμβάνουσα όρους που τελούν σε άμεση συνάρτηση με συγκεκριμένους όρους της τροποποιούμενης και για το λόγο αυτό στερούμενη αυτοτέλειας, αφού ο έλεγχός της θα κατέτεινε, έστω και έμμεσα, στον έλεγχο της αρχικής σύμβασης, η οποία, αν και συναφθείσα μετά την έναρξη ισχύος της θεσπίσασας τον προληπτικό έλεγχο διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2741/1999, δεν υπήχθη στον έλεγχο αυτό, με συνέπεια να μην μπορεί ούτε τώρα να υπαχθεί στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ούτε η ίδια αλλά ούτε και η τροποποιητική της (πρβλ. Πρ. VΙ Τμ. 36/2008, βλ. Πρ. Ζ΄ Κλιμακίου 153, 171/2008, ΣΤ ΄ Κλιμακίου 167, 94, 85, 45, 31/2008 και Ε΄ Κλιμακίου 231/2008).
ΝΣΚ/109/2022
Ερωτάται: α) Αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 152 παρ.1 του ν.4820/2021 δεκαετής παραγραφή, ενόψει της διατύπωσης της διάταξης αυτής που αναφέρεται στην παραγραφή της δυνατότητας έκδοσης καταλογιστικής πράξης από κάθε αρμόδιο όργανο, καταλαμβάνει και τα καταλογίζοντα όργανα της διοίκησης. Σε θετική περίπτωση: 1) Λαμβανομένων υπόψη και των πρακτικών της 2.12.2021 της Ολομέλειας της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με τα οποία κρίθηκε ότι η ως άνω παραγραφή καταλαμβάνει και τα καταλογίζοντα όργανα της διοίκησης, αν η έναρξη ισχύος της εν λόγω διάταξης ανατρέχει στην ημερομηνία κυκλοφορίας (24.7.2021) του ΦΕΚ Α΄ 130/23.7.2021, στο οποίο δημοσιεύθηκε ο ν.4820/2021. 2) Αν η διάταξη του άρθρου 152 παρ. 2 του ν.4820/2021, η οποία αναφέρεται περιοριστικά (υπό τις ειδικότερα οριζόμενες προϋποθέσεις) στη χρήση του μέσου της κοινοποίησης φύλλου μεταβολών – ελλείψεων (πρόβλεψη διαδικασιών καταλογισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, άρθρο 124 παρ. 2 και άρθρο 125 παρ. 1 του ν.4820/2021, προϊσχύουσες διατάξεις άρθρο 38 παρ. 3 του ν. 4129/2013 και άρθρο 22 παρ. 4 του ΠΔ 774/1980), ως μέσου αναστολής παραγραφής, δύναται να τύχει αναλόγου εφαρμογής στους καταλογισμούς της Οικονομικής Διοίκησης. 3) Αν η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 163 ν. 4820/2021 περί μη συμπλήρωσης της δεκαετούς παραγραφής πριν τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την έναρξη ισχύος του ν. 4820/2021, των υποθέσεων που εκκρεμούν προς έλεγχο στα Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφαρμόζεται αναλογικά και στις υποθέσεις που εκκρεμούν προς έλεγχο ενώπιον των οργάνων της οικονομικής διοίκησης, ώστε να παρέχεται και σ’ αυτά ο χρόνος της πενταετίας προς ολοκλήρωση των ελέγχων και των τυχόν συνακόλουθων καταλογισμών, που απορρέουν από αυτούς. β) Αν η οικονομική διοίκηση, κατά τη διαδικασία του καταλογισμού, δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 150 του ν. 4820/2021 (περί μείωσης καταλογιζόμενου ποσού).(....)α) Η προβλεπόμενη στο άρθρο 152 παρ.1 του ν.4820/2021 δεκαετής παραγραφή καταλαμβάνει και τα καταλογίζοντα όργανα της διοίκησης (κατά πλειοψηφία). 1) Η ισχύς του άρθρου 152 του ν.4820/2021 αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 23.7.2021 (ομόφωνα). 2) Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 152 του ν.4820/2021 δεν δύναται να τύχει αναλόγου εφαρμογής στους καταλογισμούς της οικονομικής διοίκησης (ομόφωνα). 3) Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 163 του ν. 4820/2021 εφαρμόζεται και στις υποθέσεις που εκκρεμούν προς έλεγχο ενώπιον των οργάνων της οικονομικής διοίκησης (κατά πλειοψηφία). β) Η οικονομική διοίκηση, κατά τη διαδικασία του καταλογισμού, δεν δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 150 του ν. 4820/2021 (ομόφωνα).Κατάσταση : Αποδεκτή
ΕΣ/ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ/1340/2010
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Αίτηση για αναίρεση της 1373/2006 οριστικής απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού.Στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως στο ακροτελεύτιο στίχο αυτής διαλαμβάνει, δημοσιεύθηκε την 27.6.2006, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος των προαναφερόμενων διατάξεων. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση, με βάση τα αναφερόμενα στη σκέψη με στοιχείο 6, ανέλεγκτα κατ’ αναίρεση πραγματικά περιστατικά, αφού δέχθηκε ότι οι αποδοχές των ειδικών συμβούλων και συνεργατών και ιδιαιτέρων γραμματέων των δήμων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα καθορίζονται από τις διατάξεις της εκδοθείσας, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 67 παρ. 12 του ν. 1416/1984, 99751/8911/1984 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, οι οποίες, ως ειδικότερες, κατισχύουν εκείνες της 2302/24.2.1983 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών έκρινε ότι η εκκαθάριση και η καταβολή των αποδοχών των δύο ειδικών συμβούλων και του ειδικού συνεργάτη του Δήμου ......., καθώς και της ιδιαιτέρας γραμματέως του Δημάρχου ....... από 1.1.2000 έως 31.12.2001 που έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της 2302/24.2.1983 κοινής υπουργικής απόφασης δεν είναι νόμιμη με συνέπεια από τη μη νόμιμη καταβολή διαφοράς αποδοχών ποσού 10.481.776 δραχμές ή 30.760,90 ευρώ να δημιουργηθεί ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου ....... για τα οικονομικά έτη 2000 και 2001 και, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα Αντιδημάρχου του Δήμου ......., αρμόδιου για την υπογραφή όλων των χρηματικών ενταλμάτων μισθοδοσίας, έδωσε εντολή, παρά τις αντιρρήσεις του οικείου Ταμία, να πληρωθεί η κατά τα ανωτέρω προκύψασα μη νόμιμη διαφορά αποδοχών με συνέπεια να δημιουργηθεί ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου αυτού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι νόμιμα καταλογίσθηκε σε βάρος του ισόποσο με το δημιουργηθέν έλλειμμα χρηματικό ποσό. Κατά την κατάστρωση, όμως, του δικανικού του συλλογισμού, το δικάσαν Δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει και να αιτιολογήσει εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 στην υπό κρίση υπόθεση και εάν με βάση τις διατάξεις αυτές που ίσχυαν κατά την δημοσίευση την προσβαλλόμενης απόφασης, οι επίμαχες δαπάνες που είχαν κριθεί μη νόμιμες θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου νόμιμες. Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής που προβάλλεται βάσιμα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο για το λόγο αυτό και να αναπεμφθεί η παρούσα υπόθεση στο Τμήμα που την εξέδωσε, γιατί χρειάζεται διευκρίνιση στο πραγματικό αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε (άρθρα 59 του π.δ. 774/1980 και 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981) και να απαλλαγούν εν όλω, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, οι αντίδικοι από την καταβολή δικαστικών εξόδων (άρθρ. 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 – Α΄ 135).(..)Αναιρεί την 1373/2006 οριστική απόφαση του VΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνο για το λόγο που αναφέρεται στο σκεπτικό.
ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)/226/2016
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν είναι νόμιμη η μεταφορά της φερομένης ως δικαιούχου του χρηματικού εντάλματος από τη «......» στο Δήμο ..... – .., κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 109 παράγραφος 7 του ν.3852/2010, και πάσχει κατά τούτο η 317/16.9.2014 απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου, διότι κατά το χρόνο λύσης της κοινωφελούς επιχείρησης (στις 8.8.2014) είχε λήξει η από 12.7.1994 προγραμματική σύμβαση (στις 12.7.2014), δυνάμει της οποίας λειτουργούσε το Κ.Ε.Κ., όπου και απασχολείτο η ως άνω εργαζόμενη, χωρίς, περαιτέρω, η συγκεκριμένη δράση να είναι δυνατόν να μεταφερθεί στο Δήμο. Εξάλλου, στην ίδια την 87/11.3.2014 απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου, με την οποία αποφασίσθηκε η λύση της «......», ρητά είχε εξαιρεθεί και πριν από τη λήξη της σύμβασης η μεταφορά της συγκεκριμένης δράσης λειτουργίας του Κ.Ε.Κ., καθώς αυτό είχε πάψει να λειτουργεί ουσιαστικά ήδη από το Σεπτέμβριο του έτους 2012. Αβασίμως δε προβάλλεται από το Δήμο, με το 19276/4.8.2016 έγγραφο αντιρρήσεων, ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δύναται να ελέγχει παρεμπιπτόντως την νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που αποτελούν το έρεισμα των ελεγχόμενων δαπανών και κατ’ επέκταση, εν προκειμένω, τη συνδρομή των προϋποθέσεων μεταφοράς προσωπικού στο Δήμο, εφόσον οι ως άνω πράξεις κρίθηκαν νόμιμες και δεν ανακλήθηκαν από τη Διοίκηση ή δεν ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση. Και τούτο, διότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 98 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλων νομικών προσώπων υπαχθέντων στον έλεγχό του, έχει τη δυνατότητα να εξετάζει παρεμπιπτόντως, δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 3 του π.δ/τος 774/1980 και ήδη 28 παρ. 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, και τη νομιμότητα των δημιουργικών της ελεγχόμενης δαπάνης πράξεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδοθεί για αυτές τελεσίδικη δικαστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, μη δεσμευόμενο από το ισχύον επί των ατομικών διοικητικών πράξεων τεκμήριο νομιμότητας (Ε.Σ. Ολομ. Πρακτικά Γεν. Συν. 3ης/26.1.2011 Θέμα Α΄, 4ης/27.2.2008 Θέμα Β΄, 7ης/19.3.2003 Θέμα Α΄, 33ης/15.10.1997 Θέμα Α΄ και Ι Τμ. Πράξεις 16/2013, 181/2012, 257, 113/2010, 34/2009, 135/2007, 75/2004, 90/2002, 127/1997 κ.ά.). Επιπλέον, με την 44358/24491/30.6.2015 απόφαση του Γ.Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής η ως άνω απόφαση (317/2014) θεωρήθηκε κατά τεκμήριο νόμιμη λόγω παρέλευσης της προθεσμίας για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας και ενώ προηγουμένως τόσο η αρμόδια Δ/νση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης όσο και η Δ/νση Προσωπικού Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχαν γνωμοδοτήσει κατά της νομιμότητας της συγκεκριμένης μετακίνησης (είχε προηγηθεί η 20207/16186/28.7.2014 όμοια, με την οποία δεν είχε εγκριθεί η μεταφορά της συγκεκριμένης εργαζόμενης στο Δήμο) και ο Δήμος όφειλε, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής Διοίκησης, να απέχει από την εφαρμογή μιας απόφασης, η οποία κρίθηκε μεν τυπικά νόμιμη, ως προς την ουσία της, όμως, είχαν εντοπιστεί σοβαρές πλημμέλειες από τα αρμόδια όργανα ελέγχου της νομιμότητας αυτής.ΜΗ ΑΝΑΚΛΗΤΕΑ ΜΕ ΤΗΝ 8/2017 ΠΡΑΞΗ 1ΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ