Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Ν.1329/1983

Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: 25/Α/21.05.2019

Κύρωση ως Κώδικα του Σχεδίου Νόμου: "Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών στον Αστικό Κώδικα, τον Εισαγωγικό του Νόμο. Την Εμπορική Νομοθεσία και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και μερικός εκσυγχρονισμός των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο".


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.5023/2023

Αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, επικαιροποίηση της ορολογίας του Αστικού Κώδικα, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του Κώδικα Συμβολαιογράφων και του ν. 4478/2017, για την εναρμόνισή της με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία που κυρώθηκε με τον ν. 4074/2012 και λοιπές διατάξεις για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη των ατόμων με αναπηρία.


Ν.5090/2024

Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας


Ο.3011/2024

Κοινοποίηση των άρθρων 61, 66, 74, 78, 82, 133, 138 του ν. 5090/2024 («Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», Α'30)


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/390/2021

Έργο-Θετικές Δράσεις για την Ισότητα των Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών στις Μικρομεσαίες και Μεγάλες Επιχειρήσεις .Δημοσιονομική διόρθωση..Με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση, της 2024/3.11.2011 πράξης καταλογισμού της Γενικής Γραμματέως Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών. ....Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με βάση όσα αναγράφονται στο σώμα της, είναι νομίμως αιτιολογημένη (βλ. σκ. 6), εφόσον προκύπτουν τα στοιχεία του επιχορηγηθέντος Υποέργου, το ποσό και η αιτία του καταλογισμού (παραβίαση των συμφωνηθέντων όρων εκ μέρους της εκκαλούσας) και το υπέρ ου ο καταλογισμός πρόσωπο (ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ορίζεται ρητά ότι η επιστροφή του ποσού μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ΔΟΥ, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και κατονομάζοντας τον τίτλο του Κωδικού Αριθμού Εσόδου  [ΚΑΕ] αυτού), κατά τα λοιπά δε, η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται νομίμως από τα λοιπά ως άνω στοιχεία και, ιδίως, την από 3.6.2009 έκθεση ελέγχου και την ΔΙΑΠ/Φ.2.5/ 4048/6.8.2009 απόφαση επί των αντιρρήσεων, όπου εξειδικεύονται και αναλύονται περαιτέρω οι παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε η εκκαλούσα κατά την υλοποίηση του Υποέργου. Άλλωστε, αλυσιτελώς επικαλείται η εκκαλούσα ότι δεν τεκμηριώνεται η ιδιότητά της ως δημοσίου υπολόγου, διότι η ιδιότητα υπό την οποία καταλογίστηκε είναι εκείνη του λήπτη ενωσιακής και εθνικής χρηματοδότησης (τελικού αποδέκτη), υπόχρεου σε δημόσια λογοδοσία για τα ποσά που έλαβε, ενόψει και των δεσμεύσεων που εκουσίως ανέλαβε σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό και συμβατικό πλαίσιο (βλ. σκ. 4, 5, 9 και 10). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη, ακολούθως δε, να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρο  73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, βλ. ήδη άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020). 


ΣΤΕ/3349/2012

Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ Α΄97) «Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στο δεύτερο βαθμό. Επιτρέπεται όμως να προβληθεί, το πρώτο, αίτημα για παρεπόμενες απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση ύστερα από την οποία και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση». Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο το αίτημα των αναιρεσειόντων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου οφειλόμενης σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας, που συνίστατο στη μη ανάρτηση της επίμαχης υπουργικής αποφάσεως από το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η παρανομία, κατ’ επίκληση της οποίας ζητείτο αποζημίωση, είχε προταθεί το πρώτον με το δικόγραφο της εφέσεως, κατά παράβαση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 782-3/2011, 11/2011, 1021/2009 και 1515/2007). Συγκεκριμένα, με την αγωγή γινόταν μεν επίκληση των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, αλλά για το λόγο της μη εκδόσεως διαπιστωτικής πράξεως περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω εφημεριών και μάλιστα, επί άλλης βάσεως και συγκεκριμένα, σχετικά με την αδικαιολόγητη εξαίρεση των ιατρών ΕΣΥ από την ευνοϊκή ρύθμιση της επίμαχης υπουργικής αποφάσεως και τη μη επέκταση εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής και στους ιατρούς, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας.

11. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο μη λαμβάνοντας υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό των αιτούντων ότι, εν πάση περιπτώσει, η από 14.6.1991 υπουργική απόφαση ίσχυσε de facto και παρήγαγε έννομες συνέπειες για όλους τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από την ταξινόμησή της στις ανυπόστατες διοικητικές πράξεις, οπότε, με βάση την αρχή της ισότητας, έπρεπε να εφαρμοστεί και για τους αιτούντες η γενική ρύθμιση που ίσχυε για τον υπολογισμό της ωριαίας αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία, κατά το διάστημα αυτό, για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι εφόσον κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, η επίμαχη υπουργική απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των αιτούντων, ακόμη και αν αυτή είχε, μη νομίμως, τύχει εφαρμογής, σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων (βλ. ΣτΕ 11/2011, 1021/2009 και 3322/2005).Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/405/2021

Ζητείται η ακύρωση: 1) του 998/Γρ. ΓΓΙΦ/998/30.11.2017 εγγράφου της Γενικής Γραμματέως Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών, 2) του συνημμένου στο ως άνω έγγραφο χρηματικού καταλόγου και 3) κάθε άλλης, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, πράξης ή παράλειψης. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μετά την έκδοση των υπ’ αριθμ. 2204/2017, 2205/2017 και 2206/2017 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες απορρίφθηκαν αντίστοιχες αιτήσεις ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας κατά των αναφερόμενων στη σκέψη 3 πράξεων (αποφάσεων), η ουσία της υπόθεσης έχει κριθεί αμετάκλητα. Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες εν προκειμένω πράξεις, ήτοι το 998/Γρ. ΓΓΙΦ/998/30.11.2017 έγγραφο και ο οικείος χρηματικός κατάλογος, που είναι συνημμένος στην 1490/30.11.2017 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης χρέους, εντάσσονται στο πλαίσιο συμμόρφωσης προς τις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με σκοπό την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης με την έκδοση, από την αρμόδια ΔΟΥ ...., πράξης ταμειακής βεβαίωσης του ποσού των 104.839,02 ευρώ, ως και σχετικής ατομικής ειδοποίησης χρεών σε βάρος της εκκαλούσας, ενέργειες οι οποίες έχουν ήδη λάβει χώρα (βλ. σκ. 5).Με βάση το ιστορικό που εκτέθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, η επίδικη υπόθεση έχει ως υποκείμενη σχέση ακυρωτική διαφορά, απορρέουσα από τις υπ’ αριθμ. 2204/2017, 2205/2017 και 2206/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, περαιτέρω δε, οι εν προκειμένω προσβαλλόμενες πράξεις, ανεξαρτήτως της εκτελεστότητάς τους ή μη, εντάσσονται στη διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης του - επικυρωθέντος με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις - χρέους των 104.839,02 ευρώ, ως προπαρασκευαστικές της 4210/6.12.2017 πράξης ταμειακής βεβαίωσης.Συνακόλουθα, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, ανεξαρτήτως του ρητού χαρακτηρισμού του από την προσφεύγουσα ως «έφεση», συνιστά, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό αυτού, ανακοπή κατά το άρθρο 217 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η οποία πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο αρμόδιο κατά τόπο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.


ΣΤΕ/833/2010

Επειδή, το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την … απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 563 παρ.2 εδ. β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου που έπληττε την κρίση της … απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την αναγνώριση οφειλής από το Δημόσιο τόκων στην περίπτωση μετατροπής (περιορισμού) της εναντίον του αγωγής από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, λόγω δημιουργίας ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης του όρου « αγωγή » στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … από τον Αρειο Πάγο και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος. Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής : από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Τελικώς ο Άρειος Πάγος, με την προαναφερόμενη απόφασή του , δέχθηκε ότι το εφετείο με την κρίση του ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων από το Δημόσιο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα  και έκρινε βάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, καταλογιζόταν στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια. Η κρίση όμως αυτή του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα απόφαση· .. Η αναφορά δε στην απόφαση αυτή και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επί την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ΄ ερμηνεία της –μόνης εφαρμοσθείσης- διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και δε διαφοροποιεί σε τίποτε το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε η απόφαση αυτή από το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτού αναγνωριστικής αγωγής .. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για να αρθεί η πιο πάνω αμφισβήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ.2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου...


ΕΣ/Τ6/138/2006

Το άρθρο 15.2 της διακήρυξης ορίζοντας ως χρονικό διάστημα καταβολής του ποσού της εγγύησης τις 5 ημέρες ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την ανωτέρω διάταξη του ν.3263/2004 περί εγγυητικών επιστολών. Περαιτέρω η διαγνωστική διαδικασία είναι από τη φύση της αυστηρή και τυπική (αρχή τυπικότητας της διαδικασίας), διεπόμενη σ' όλα τα στάδια από την αρχή της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να τυγχάνουν ίσης αντιμετώπισης (C-285/99, C-286/99 Lombardini Mantovani, C-324/98 Telaustria και Telefonandress Συλλογή 2000). Εξάλλου από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία των άρθρων 24.1.1 και 15.2 της Διακήρυξης προκύπτει ότι οι εγγυητικές επιστολές πρέπει επί ποινή αποκλεισμού να αναφέρουν ως χρονικό διάστημα καταβολής του ποσού της εγγύησης τις 5 ημερολογιακές ημέρες και αυτό γιατί στο άρθρο 24.1.1 (στο οποίο αναφέρονται τα δικαιολογητικά που πρέπει, να προσκομίζονται επί ποινή αποκλεισμού) γίνεται αναφορά στο άρθρο 15 περί εγγυητικών επιστολών, δηλαδή στο σύνολο των διατάξεων του χωρίς διάκριση και άρα περιλαμβάνεται και η παρ. 2 αυτού). Επομένως, έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας με την προσβαλλόμενη πράξη του ότι η προϋπόθεση των 5 ημερών δεν τίθεται επί ποινή αποκλεισμού. Εξάλλου δεν προκύπτει ασάφεια της διακήρυξης αφού ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το νόμο (3263/2004 άρθρο 4 παρ.6 εδ β) και τα σχετικά πρότυπα τεύχη από τα οποία δεν επιτρέπεται απόκλιση παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (άρθρο 8 του ν.3263/2004). Συνεπώς έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας ότι υπήρχε ασάφεια της διακήρυξης εξαιτίας της οποίας ο αποκλεισμός της εταιρείας ……… ήταν αντίθετος στις αρχές της διαφάνειας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Περαιτέρω από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (αρ.241 επ) και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (αρ. 144 επ) προκύπτει ότι αναφορικά με τις προθεσμίες όπου ο νόμος αναφέρεται σε ημέρες εννοεί ημερολογιακές ημέρες αφού οτιδήποτε διαφορετικό ορίζεται και διακρίνεται ρητά (εργάσιμες ή εξαιρετέες). Επίσης η κρίση του Τμήματος, ότι η εγγυητική επιστολή της εταιρείας …., η οποία όριζε χρονικό διάστημα καταβολής του ποσού της εγγύησης τις 3 εργάσιμες ημέρες έχει περιεχόμενο ευνοϊκότερο της διακήρυξης δεν είναι ορθή. Και τούτο διότι αν από την ειδοποίηση της Αρχής μέχρι την καταβολή του ποσού της εγγύησης μεσολαβήσουν περισσότερες από δύο μη εργάσιμες ημέρες η καταβολή θα μπορεί να γίνει και πέραν των πέντε ημερών που είναι το ανώτατο κατά το νόμο χρονικό διάστημα καταβολής. Συνακόλουθα σ' αυτή την περίπτωση, εγγυητική επιστολή με χρονικό διάστημα καταβολής τις 3 εργάσιμες ημέρες (όπως στην προκειμένη περίπτωση της ….ΑΕ) δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου και είναι δυσμενέστερη κατά περιεχόμενο από τα οριζόμενα στη διακήρυξη.


C-44/1996

Περίληψη 4 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι ως αναθέτουσες αρχές νοούνται, μεταξύ άλλων, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και εξαρτάται άμεσα από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Πρέπει να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, μια μονάδα όπως η Φsterreichische Staatsdruckerei (Εθνικό Τυπογραφείο της Αυστρίας, στο εξής: ΦS), στο μέτρο που - τα έγγραφα, την παραγωγή των οποίων πρέπει να εξασφαλίζει η ΦS, συνδέονται στενά με τη δημόσια τάξη και τη λειτουργία των κρατικών θεσμών, οι οποίες πρϋποθέτουν την παροχή εγγυήσεως όσον αφορά τον εφοδιασμό και συνθήκες παραγωγής που διασφαλίζουν την τήρηση των προδιαγραφών απορρήτου και ασφαλείας, διευκρινιζομένου, συναφώς, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο οργανισμός πρέπει να έχει δημιουργηθεί «ειδικά» για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο οργανισμός αυτός είναι αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, επιφορτισμένος με την ικανοποίηση των αναγκών αυτών• - η ΦS έχει νομική προσωπικότητα• - ο γενικός διευθυντής της ΦS διορίζεται από όργανο συγκείμενο κατά πλειοψηφία από μέλη διοριζόμενα από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία ή διάφορα υπουργεία, η ΦS υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την πλειοψηφία των μετοχών της διατηρεί το Αυστριακό Δημόσιο και μία υπηρεσία κρατικού ελέγχου είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εντύπων που υπόκεινται σε καθεστώς ασφαλείας. Όσον αφορά τις συμβάσεις έργων που συνάπτει η μονάδα αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις δημοσίων έργων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σχετικό τμήμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, της δραστηριότητας που ασκείται προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. 5 Μια επιχείρηση η οποία ασκεί εμπορικές δραστηριότητες και της οποίας την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών διατηρεί η αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της προπαρατεθείσας διατάξεως - κατά το οποίο πρέπει να πρόκειται για οργανισμό που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, για τον λόγο και μόνον ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από την αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες τις οποίες ασκεί προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Άλλωστε, μια σύμβαση δημοσίων έργων δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας εφόσον αφορά σχέδιο το οποίο, εξ αρχής, εμπίπτει, στο σύνολό του, στο αντικείμενο της επιχειρήσεως η οποία δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή και οι συμβάσεις έργων σχετικά με το σχέδιο αυτό δεν συνήφθησαν από αναθέτουσα αρχή για λογαριασμό της επιχειρήσεως αυτής. 6 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/93, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ή από την Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλο υφιστάμενο χρηματοδοτικό όργανο πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών. Συναφώς, η προϋπόθεση της συμβατότητας των μελετωμένων ενεργειών προς το κοινοτικό δίκαιο υποδηλώνει ότι οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη έχει την έννοια ότι η κοινοτική χρηματοδότηση σχεδίου έργων δεν υπόκειται στην τήρηση από τους αποδέκτες της εν λόγω χρηματοδοτήσεως των διαδικασιών προσφυγής υπό την έννοια της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, αν δεν είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.


ΝΣΚ/34/2023

Ερωτάται: Α) Εάν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης της περ. ε΄ της παρ.4 του άρθρου 2 του ν. 4182/2013 που προβλέπει την, κατόπιν έκδοσης υπουργικής απόφασης, υπαγωγή στην εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών των κοινωφελών περιουσιών των οποίων η αξία εκτιμάται, μετά την προηγηθείσα εκκαθάριση ως ανώτερη των 10.000.000 ευρώ, στην περίπτωση του ιδρύματος «Χ….», του οποίου η αρμοδιότητα εποπτείας, με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2873/2000, εκδοθείσα κ.υ.α. 1080662/1461/Α0006/8-10-2002 (Β΄ 1330) είχε μεταβιβαστεί στον (τότε) Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, εν συνεχεία δυνάμει των διατάξεων του ν. 3852/2010 στον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατόπιν και μετά την κατάργηση της σχετικής διάταξης με την παρ.1 του άρθρου 28 του ν. 4325/2015 και την σύσταση σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση θέσης Προϊσταμένου που έφερε τον τίτλο «Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης» στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και , ήδη, μετά την προσθήκη δυνάμει του άρθρου 63 του ν. 4954/2022 στο άρθρο 6 του ν. 3852/2010 νέου άρθρου 6Α, που προβλέπει ότι σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση προΐσταται Γραμματέας, στον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο σκέλος του ερωτήματος, με βάση ποιό κριτήριο γίνεται η εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας (αντικειμενική αξία ή εμπορική) και Γ) εάν ο πρόσφατος ισολογισμός των κοινωφελών περιουσιών των Ιδρυμάτων αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την υπαγωγή τους στην αρμοδιότητα εποπτείας του Υπουργού Οικονομικών.(...)Α) Ο νομοθέτης, στα πλαίσια άσκησης της εξουσίας του και της συνταγματικά επιτρεπτής διακριτικής του ευχέρειας, επαναξιολογώντας τον τρόπο υλοποίησης της συνταγματικής υποχρέωσης για διασφάλιση της βούλησης των δωρητών και διαθετών κοινωφελών περιουσιών, προέκρινε, προκειμένου για τις μεγάλης αξίας κοινωφελείς περιουσίες, την άσκηση της κρατικής εποπτείας δια του Υπουργού Οικονομικών, ως προσφορότερου τρόπου για την εξυπηρέτηση του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος σκοπού. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, υπό την ισχύ του παλαιότερου νομοθετικού πλαισίου του α.ν. 2039/1939 και του ν. 2873/2000, υπήρξε, με την από 8.10.2002 κ.υ.α., μερική μεταβίβαση της αρμοδιότητας εποπτείας της κεντρικής διοίκησης (Υπουργού Οικονομικών) προς τις περιφερειακές κρατικές υπηρεσίες (Γεν. Γραμματέα τότε Περιφέρειας) επί συγκεκριμένων και περιοριστικώς σε κατάλογο αναφερομένων κοινωφελών περιουσιών (ιδρυμάτων και κληροδοτημάτων), δεν κωλύει τον νομοθέτη να προβεί σε αναδιοργάνωση του εν γένει συστήματος εποπτείας, επαναφέροντας αρμοδιότητα στην κεντρική διοίκηση, εφόσον αυτό προκρίνει ως επωφελέστερο για τον σκοπό αυτό, ούτε επιβάλλει στον νομοθέτη την εσαεί διατήρηση μερικής εποπτείας των συγκεκριμένων κοινωφελών περιουσιών, μέσω των περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του ιδρύματος του ερωτήματος, είναι δυνατή η, μετά από έκδοση σχετικής ειδικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών , υπαγωγή του Ιδρύματος Γ. και Α.Χ. στην εποπτεία του. Ως προς τα ζητήματα που τίθενται με το Β΄ και Γ΄ σκέλος του ερωτήματος, με τις περί μητρώου διατάξεις των άρθρων 12 έως και 14 του νέου Κώδικα (ν. 4182/2013) , που ικανοποιούν την συνταγματική επιταγή της παρ. 3 του άρθρου 109 Σ, για τη σύνταξη κεντρικού και αποκεντρωμένων μητρώων κοινωφελών περιουσιών, ο νομοθέτης έθεσε τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις ως προς τον τρόπο τήρησης και λειτουργίας των μητρώων κοινωφελών περιουσιών. Ειδικότερα, ως προς τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων, η παρ. 4 του άρθρου 13 ρητά αναφέρει ότι, κατά τη σχετική καταχώριση στο μητρώο, λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική ή φορολογητέα αξία τους, προκειμένου δε για την επικαιροποίησή της, απαιτείται υποχρεωτικά η αναφορά της φορολογητέας αξίας κάθε ακινήτου στον ετήσιο ισολογισμό. Η Διοίκηση, συνεπώς, για τον υπολογισμό και την επικαιροποίηση της αξίας των ακινήτων των κοινωφελών περιουσιών, υποχρεούται να εφαρμόζει τις, κατά περίπτωση, ισχύουσες διατάξεις του ν.4182/2013 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων, σε συνδυασμό με τις εκάστοτε ισχύουσες εγκύκλιες οδηγίες. Η καταλληλότητα ή το πρόσφορον του ισολογισμού, ως μέσου αποδεικτικού της αξίας περιουσιακών στοιχείων κοινωφελών περιουσιών, αποτελεί ζήτημα τεχνικό και αναγόμενο στην ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης (ομόφωνα).