ΣΤΕ/833/2010
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Επειδή, το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την … απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 563 παρ.2 εδ. β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου που έπληττε την κρίση της … απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την αναγνώριση οφειλής από το Δημόσιο τόκων στην περίπτωση μετατροπής (περιορισμού) της εναντίον του αγωγής από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, λόγω δημιουργίας ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης του όρου « αγωγή » στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … από τον Αρειο Πάγο και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος. Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής : από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Τελικώς ο Άρειος Πάγος, με την προαναφερόμενη απόφασή του , δέχθηκε ότι το εφετείο με την κρίση του ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων από το Δημόσιο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα και έκρινε βάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, καταλογιζόταν στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια. Η κρίση όμως αυτή του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα απόφαση· .. Η αναφορά δε στην απόφαση αυτή και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επί την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ΄ ερμηνεία της –μόνης εφαρμοσθείσης- διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και δε διαφοροποιεί σε τίποτε το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε η απόφαση αυτή από το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτού αναγνωριστικής αγωγής .. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για να αρθεί η πιο πάνω αμφισβήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ.2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου...
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/3141/2006
Υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων τόσο επί καταψηφιστικής όσο και επί αναγνωριστικής αγωγής. Εναρξη της τοκοφορίας από τη γένεση της επιδικίας με την άσκηση της αγωγής και την επίδοσή της στον εναγόμενο. Η αναγνωριστική αγωγή δεν ενεργεί επικουρικά σε σχέση με την καταψηφιστική αγωγή, αφού η απόφαση επ` αυτής παράγει δεδικασμένο. Αντίθετη μειοψηφία.
ΝΣΚ/136/2022
Ερωτάται: α) Πώς επηρεάζεται η καταχώρηση της επωνυμίας συγκεκριμένης κοινωνίας δικαιώματος εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής επιχείρησης στο φορολογικό μητρώο από το δεδικασμένο που προκύπτει από τη με αριθμό 320/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, την έκδοση της με αριθμό 21/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και τη σύνταξη μεταγενέστερης της πρώτης απόφασης συμβολαιογραφικής πράξης και β) εάν είναι δυνατή η μεταβίβαση του ποσοστού συμμετοχής σε κοινωνία δικαιώματος, χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κοινωνών.(...)α) Λαμβάνοντας υπόψη τη με αριθμό 320/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, την με αριθμό 21/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και το συμβόλαιο με αριθμό …../29.07.2016 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Πετράκη η Φορολογική Διοίκηση καταχώρησε ορθά στο φορολογικό μητρώο τις μεταβολές που αφορούν συγκεκριμένη κοινωνία δικαιώματος εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής επιχείρησης (ομόφωνα). β) Είναι δυνατή η μεταβίβαση του ποσοστού της μερίδας κοινωνού χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κοινωνών (ομόφωνα).
ΕΣ/Τ7/27/2006
Η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί χρηματικών οφειλών του Δημοσίου,σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης,αρχίζει από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής,ως διαδικαδτικής πράξης και ως πράξης όχλησης του οφειλέτη Δημοσίου ή ΟΤΑ(αρθρ.340 και 345 ΑΚ)
ΑΕΔ/2/2012
Ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 91 παρ. 3 του Ν. Δ/τος 321/1969, η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.(...)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 954/2011 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1270/1983 του Αρείου Πάγου και εμμέσως και από τις υπ' αριθμ. 882/1980, 1294/1983, 941/1988, 535/1992 1010/1993 1110/1994 όμοιες του Αρείου Πάγου ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ/τος 321/1969.
Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ/τος 321/1969, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
ΣτΕ/1620/2011
Για τους εκτεθέντες στις προηγούμενες σκέψεις (6 και 8) δύο λόγους, αυτοτελώς λαμβανόμενους υπόψη, οι οποίοι δεν είχαν εκτιμηθεί από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της εν τω μεταξύ, αντίθετης προς την απόφαση 1663/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομολογίας επ' αυτού του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1127,1128/2010) πρέπει το εν λόγω ζήτημα, της συμφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ.18/1989.
Ελ.Συν.Ολομ/114/2017
Οικογενειακή παροχή λόγω γάμου:Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ΙΙ Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή η από 30.12.2002 ..αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, πολιτικής συνταξιούχου του Δημοσίου, που παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο λόγω δικαιοδοσίας με την 4463/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .., με την οποία ζήτησε να της καταβληθεί νομιμοτόκως το ποσό των 2.825,64 ευρώ, ως οικογενειακή παροχή συζύγου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 30.6.2002. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής κατά το άρθρο 21 του κ.δ/τος της 26.6./10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το ποσό των 1.761,00 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μη καταβληθείσα σε αυτή οικογενειακή παροχή λόγω γάμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 28.2.2001, καθόσον κρίθηκε ότι η επίδικη αξίωση για το εν λόγω χρονικό διάστημα, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής (31.12.2002) στο Διοικητικό Πρωτοδικείο …, δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της εφαρμοσθείσας διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, ενώ για το μεταγενέστερο της 28.2.2001 χρονικό διάστημα είχε ήδη ικανοποιηθεί.(..)Δεδομένου δε του χρόνου κατάθεσης της αγωγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο … (31.12.2002), η αξίωση της ήδη αναιρεσίβλητης για καταβολή της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.1999 έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και, συνεπώς, αυτή δικαιούται την εν λόγω παροχή μόνο για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα το ποσό των 493,03 ευρώ (14 μήνες Χ 12.000 δρχ.), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, με βάση το επιτόκιο (6%) που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κ.δ/τος 26.6./10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου».
ΝΣΚ/171/2018
Υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει τόκους κατά την εκτέλεση τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, που επιδικάζει απαίτηση νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στο Δημόσιο, με επιμέλεια του δικαστηρίου και όχι του ενάγοντος. Το Δημόσιο δεσμευόμενο από το δεδικασμένο που παράγουν οι τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, εμποδίζεται, ως διάδικος, να αμφισβητήσει την κρίση τους και εν προκειμένω τη λανθασμένη κρίση της απόφασης ως προς το έντοκο της επιδικασθείσας απαιτήσεως, εξαιτίας της μη επίδοσης της σχετικής αγωγής στο Δημόσιο από τον ενάγοντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 75 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, μετά την τροποποίησή της με το ν.3900/2010, αλλά με επιμέλεια του δικαστηρίου, υποχρεούται δε σε συμμόρφωση με αυτές να καταβάλει στους ενάγοντες την επιδικασθείσα απαίτηση νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. (ομόφ.) Σχετική η υπ’ αριθ.157/2014 γνωμοδότηση Πλήρους Ολομέλειας ΝΣΚ. Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
ΝΣΚ/197/2007
Μετά την έκδοση αποφάσεως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παύει οριστικά την ποινική δίωξη, χωρεί, κατόπιν αιτήσεως του διωκομένου μέλους ΔΕΠ των ΑΕΙ, επανάληψη της πειθαρχικής δίκης για την συγκεκριμένη πράξη, το παραδεκτό και βάσιμο της οποίας θα κριθεί από το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
ΝΣΚ/43/2020
Αποδοχές δικαστικού λειτουργού που αναλογούν στο χρονικό διάστημα που είχε οριστικά παυθεί από την υπηρεσία με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, μετά την εξαφάνιση της απόφασης αυτής και την κρίση ότι δεν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης για το λόγο αυτό.(...)Μετά την εξαφάνιση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου περί οριστικής παύσης από την υπηρεσία δικαστικού λειτουργού, λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας και την κρίση ότι δεν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της από την υπηρεσία, για το λόγο αυτό, η Διοίκηση υποχρεούται να της καταβάλει τις αποδοχές του βαθμού της, που αναλογούν στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτή είχε μη νομίμως παυθεί, όπως αυτές προκύψουν μετά από υπολογισμό τους από την υπηρεσία. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί, εφόσον τούτο αποδεικνύεται, ότι ωφελήθηκε κατά το διάστημα αυτό, από την παροχή εργασίας της σε τρίτο, απασχόλησή της σε ελεύθερο επάγγελμα, σύνταξη κλπ (ομόφωνα).
ΝΣΚ/100/2022
Ερωτάται εάν ο υπόχρεος για την καταβολή της οφειλόμενης εξαιτίας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποζημίωσης, οφείλει να καταβάλει τον τόκο για την επιπλέον οριστική αποζημίωση που παρακατατέθηκε καθυστερημένα, ήτοι πέραν του εξαμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης καθορισμού οριστικής τιμής ή του έτους από τη δημοσίευσή της, μόνο κατόπιν επίδοσης σχετικής αγωγής και έκδοσης δικαστικής απόφασης επιδίκασης του ποσού των τόκων ή αρκεί, για την καταβολή των τόκων, η πάροδος της οριζόμενης στον νόμο προθεσμίας για καταβολή/παρακατάθεση και η υποβολή σχετικής αίτησης στην αρμόδια για την παρακατάθεση της αποζημίωσης υπηρεσία.(...)Ο υπόχρεος για την καταβολή της οφειλόμενης εξαιτίας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποζημίωσης, οφείλει να καταβάλει τον τόκο για την επιπλέον οριστική αποζημίωση που παρακατατέθηκε καθυστερημένα, ήτοι πέραν του εξαμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης καθορισμού οριστικής τιμής ή του έτους από τη δημοσίευσή της, με την πάροδο της οριζόμενης στον νόμο προθεσμίας για καταβολή/παρακατάθεση, κατόπιν υποβολής από τον αναγνωρισθέντα δικαιούχο σχετικής αίτησης στην αρμόδια για την παρακατάθεση της αποζημίωσης υπηρεσία, χωρίς να απαιτείται, προς τούτο, η επίδοση αγωγής και αντίστοιχα η έκδοση απόφασης δικαστηρίου που επιδικάζει το οφειλόμενο ποσό των τόκων (ομόφωνα).