ΣτΕ/3141/2006
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων τόσο επί καταψηφιστικής όσο και επί αναγνωριστικής αγωγής. Εναρξη της τοκοφορίας από τη γένεση της επιδικίας με την άσκηση της αγωγής και την επίδοσή της στον εναγόμενο. Η αναγνωριστική αγωγή δεν ενεργεί επικουρικά σε σχέση με την καταψηφιστική αγωγή, αφού η απόφαση επ` αυτής παράγει δεδικασμένο. Αντίθετη μειοψηφία.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/12/2011
Δεδικασμένο -Η εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία δεν έχουν ως συνέπεια την αναστολή επέλευσης των εννόμων συνεπειών του δεδικασμένου, που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων και για την καταψηφιστική αγωγή που έχει όμοια παραγωγική αιτία με το δικαίωμα που κρίθηκε και στηρίζεται στην ίδια βάση, το δεδικασμένο δε αυτό καταλαμβάνει και την ύπαρξη του δικαιώματος με τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες. Ο ενδιαφερόμενος που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου μπορεί να ασκήσει κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη καταψηφιστική αγωγή, οπότε κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής ως βάση τίθεται το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση.
ΝΣΚ/157/2014
Υποχρέωση ή μη του Δημοσίου για συμμόρφωση σε τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με καταβολή των ποσών που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική. Το Δημόσιο υποχρεούται, συμμορφούμενο σε εκδοθείσα επί αναγνωριστικής αγωγής τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, να καταβάλει τα ποσά που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα στους δικαιούχους, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική, κατά τη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει. (πλειοψ.)
ΣΤΕ/833/2010
Επειδή, το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την … απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 563 παρ.2 εδ. β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου που έπληττε την κρίση της … απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την αναγνώριση οφειλής από το Δημόσιο τόκων στην περίπτωση μετατροπής (περιορισμού) της εναντίον του αγωγής από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, λόγω δημιουργίας ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης του όρου « αγωγή » στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … από τον Αρειο Πάγο και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος. Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής : από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της … σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Τελικώς ο Άρειος Πάγος, με την προαναφερόμενη απόφασή του , δέχθηκε ότι το εφετείο με την κρίση του ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων από το Δημόσιο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα και έκρινε βάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, καταλογιζόταν στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια. Η κρίση όμως αυτή του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα απόφαση· .. Η αναφορά δε στην απόφαση αυτή και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επί την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ΄ ερμηνεία της –μόνης εφαρμοσθείσης- διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και δε διαφοροποιεί σε τίποτε το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε η απόφαση αυτή από το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτού αναγνωριστικής αγωγής .. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για να αρθεί η πιο πάνω αμφισβήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ.2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου...
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020
Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019
Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.
ΝΣΚ/240/2016
Επιστροφή δικαστικού ενσήμου που καταβλήθηκε αχρεωστήτως. Παραγραφή.(..)Η αξίωση εναγόντων σε αναγνωριστική αγωγή κατά του Δημοσίου, για την επιστροφή δικαστικού ενσήμου, που καταβλήθηκε αχρεωστήτως, εν όψει ασκήσεως και συζητήσεως της αγωγής των, έχει υποκύψει σε παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 α΄ και 6 του άρθρου 90 του ν.2362/1995 και επομένως, η αρμόδια Υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως αρνείται την ικανοποίησή της (ομοφ.).
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019
Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Μ.ΕΦ.ΠΕΙΡΑΙΑ/237/2024
ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ-ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ-ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της όσον αφορά την έγκυρη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν …../11-3-2008 τιμολόγιο πώλησης και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.072,78 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 ενόψει του ότι έγκυρη αυτή σύμβαση πώλησης καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του π.δ. 166/2003, μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των πωληθέντων σ` αυτό από την ίδια υλικών, δηλαδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003 και με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δεδομένης της ακυρότητας των λοιπών ως άνω επίδικων συμβάσεων πώλησης, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικο ποσό των 20.337,76 ευρώ, νομιμοτόκως (6%) ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (αρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) και μέχρις εξοφλήσεως, εφόσον αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο πλούτισε αδικαιολόγητα κατά το συνολικό ποσό των πιο πάνω ανεξόφλητων τιμολογίων, δηλαδή κατά το ποσό των 20.337,76 ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας ως εκδοχέα της απαίτησης εξ αυτών, καθόσον, μολονότι κατά τα άνω παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραδοθέντα προϊόντα αξίας 20.337,76 ευρώ από την εκχωρήτρια εταιρεία (……………..), δυνάμει άκυρων συμβάσεων πώλησης , αρνείται να εξοφλήσει την αξία τους που συμπίπτει με το αντίστοιχο συνολικό τίμημα, εξοικονομώντας τη δαπάνη στην οποία θα προέβαινε προκειμένου να τα αποκτήσει, αν αγόραζε τα ίδια εμπορεύματα από άλλο προμηθευτή δυνάμει έγκυρων συμβάσεων πώλησης και οφείλει να αποδώσει τον πιο πάνω πλουτισμό.
ΝΣΚ 61/2022
Ερωτάται εάν υποχρεούται η Υπηρεσία στην καταβολή της δικαστικής αμοιβής και των δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν με την απόφαση για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας λόγω απαλλοτρίωσης : α) για τις ιδιοκτησίες που αφορούν δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί καταψηφιστικής αγωγής για την καταβολή αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση, β) για τις ιδιοκτησίες για τις οποίες δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση και δεν υπήρξε περαιτέρω διοικητική και δικαστική διεκδίκηση της αποζημίωσης, γ) εάν στην περίπτωση υποχρέωσης καταβολής της δικαστικής αμοιβής και των δικαστικών εξόδων επιβαρύνεται το δημόσιο με τόκους υπερημερίας και δ) ο χρόνος έναρξης υπολογισμού του τόκου.(...)α) Για όλες τις ιδιοκτησίες για τις οποίες δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση λόγω μη παρακατάθεσης της πλήρους αποζημίωσης και έχει αυτοδικαίως αρθεί, το Ελληνικό Δημόσιο, ως υπόχρεο προς αποζημίωση, υποχρεούται και στην καταβολή της δικηγορικής αμοιβής και της δικαστικής δαπάνης, όπως προσδιορίστηκαν με την απόφαση καθορισμού οριστικής τιμής, και εφ’ όσον οι απαιτήσεις αυτές δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, ανεξάρτητα αν οι καθ’ ων η απαλλοτρίωση έχουν επιδιώξει ή μη τη διατήρησή της απαλλοτρίωσης ή αν έχουν ασκήσει αγωγή για την επιδίωξή της αποζημίωσης και β) επί των ανωτέρω ποσών δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας καθώς δεν προκύπτει επίδοση αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο με αίτημα την καταβολή τους (ομόφωνα).
ΕΣ/ΤΜ.1/227/2009
Καταβολή δικηγορικής αμοιβής:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενες νομικές σκέψεις, νομίμως ανέθεσε η Δημαρχιακή Επιτροπή ... την εντολή εκπροσώπησης του οικείου Δήμου κατά την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής σε δύο δικηγόρους ο ένας εκ των οποίων εκτός των άλλων θα νομιμοποιούσε την παράσταση του δεύτερου, μη διατελούντος στο Δικαστήριο που εκκρεμούσε η επίμαχη αγωγή. Και τούτο, εξ αιτίας αφενός των νομικών ιδιαιτεροτήτων που εμφάνιζε η εν λόγω υπόθεση (καθεστώς ακινήτων στις «…») και αφετέρου της μείζονος σπουδαιότητάς της για τα συμφέροντα του Δήμου καθόσον η επίδικη έκταση αποτελούσε τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης, παραχωρηθείσας για τη διανομή της σε ακτήμονες που συνορεύει με αιγιαλό, γεγονός που ενόψει και της αξίας της (τουλάχιστον 100.000 ευρώ κατά την αγωγή) καθιστούσε προδήλως σημαντική την διατήρηση της κυριότητας του Δήμου επ’ αυτής για την περαιτέρω αξιοποίησή της. Η διατήρηση δε του δασικού χαρακτήρα της επίδικης περιοχής άπτεται και του δημοσίου συμφέροντος ενώ η επαπειλούμενη ζημία του Δήμου σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής θα ήταν εξαιρετικά σημαντική. Άλλωστε, η σχετική απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής παρίσταται πλήρως αιτιολογημένη, δοθέντος ότι συσχετίζει τη σοβαρότητα της υπόθεσης με το περιεχόμενο της αγωγής στο περιεχόμενο της οποίας ρητώς παραπέμπει. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή των φερομένων ως δικαιούχων δικηγόρων, εφόσον το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., κατά την οποία εκπροσώπησαν τον εναγόμενο εντολέα τους, είναι αποτιμητό σε χρήμα (100.000, 00 ευρώ), υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ως ποσοστό επί της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της αγωγής και όχι με βάση την ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο 120867/30.12.2005 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η οποία, όπως προεκτέθηκε, καθορίζει την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή των δικηγόρων όταν η αμοιβή αυτή δεν υπολογίζεται ποσοστιαία επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς. Κατ’ ακολουθία αυτών, οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνες για την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω δικηγόρων, οι οποίες δεν υπερβαίνουν την κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενη ελάχιστη νόμιμη αμοιβή αυτών για τη σύνταξη προτάσεων (100.000,00 Χ2%=2.000,00 ευρώ), είναι νόμιμες και επομένως, τα χρηματικά αυτά εντάλματα πρέπει να θεωρηθούν.