ΕΣ/Τμ.7/58/2013
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
«Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου …»(...) θεσπίζεται ταχεία διαδικασία ανάκλησης των Πράξεων που εκδίδονται από τα αρμόδια Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα πλαίσια άσκησης του προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Η δε προθεσμία για την υποβολή της αίτησης ανάκλησης ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τις ως άνω διατάξεις, χωρίς επί της προθεσμίας αυτής να δύναται να τύχει εφαρμογής η - περιληφθείσα στο άρθρο 92 του ν. 4129/2013 - διάταξη του άρθρου 11 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (δ/μα της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139), όπως η τελευταία ισχύει μετά το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266), περί αναστολής των προθεσμιών άσκησης των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ήτοι από 1ης Ιουλίου έως 15ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους, που εφαρμόζεται στις υποθέσεις δικαιοδοτικής αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. το άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989, Α΄ 230) και για την οποία, λόγω του διαφορετικού αντικειμένου της, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογικής επέκτασής της εν προκειμένω. Το αντίθετο, άλλωστε, θα αναιρούσε το νομοθετικό σκοπό της θεσμοθέτησης, το πρώτον με το ν. 4055/2012, της άπαξ και εντός σύντομης, αρχομένης από το ίδιο χρονικό σημείο για όλα τα μέρη, προθεσμίας άσκησης της αίτησης ανάκλησης, που προδήλως συνίσταται στην αποτροπή διαιώνισης των σχετικών με τη νομιμότητα των εντελλόμενων δαπανών αμφισβητήσεων, ούτως ώστε να μην παρεμποδίζεται η δημοσιονομική δραστηριότητα των διοικητικών οργάνων. Αίτηση ανάκλησης, επομένως, ασκηθείσα, από οποιονδήποτε νομιμοποιείται στην υποβολή της, μετά από την πάροδο της αποκλειστικής, κατά τα ανωτέρω, προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της Πράξης του Κλιμακίου στον οικείο φορέα, είναι εκπρόθεσμη και, για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Τμήμα, απορριπτέα ως απαράδεκτη (βλ. την 54/2013 Πράξη VII Τμ. Ελ. Συν.)(…)IΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη 106/2013 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου στο Τμήμα τούτο κοινοποιήθηκε στο Δήμο ......, από τον οποίον είχε εκδοθεί το 177Π, οικονομικού έτους 2012, χρηματικό ένταλμα, που κρίθηκε μη θεωρητέο από το Κλιμάκιο, στις 2.7.2013 (βλ. το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης), η δε κρινόμενη κοινή αίτηση του Δήμου και της φερόμενης ως δικαιούχου του εντάλματος εταιρείας «......» για την ανάκλησή της πρωτοκολλήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις 15.10.2013 (αρ. πρωτ. 66633), μετά, δηλαδή, από την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 32 παρ. 6 του ν. 4129/2013, η οποία, για αμφότερους τους αιτούντες, άρχισε την επομένη της ως άνω κοινοποίησης (3.7.2013) και συμπληρώθηκε τριάντα μέρες μετά, ήτοι την 1.8.2013, ημέρα Πέμπτη. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προηγουμένως έγιναν δεκτά, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.(…)υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ.. Αντιθέτως, πρόκειται για εκτέλεση εργασιών και όχι για δημόσιο τεχνικό έργο, όταν το αποτέλεσμα των εργασιών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, καθώς και όταν για την επίτευξη του αποτελέσματος δεν απαιτείται η χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού και ανάλογων τεχνικών μέσων ή εγκαταστάσεων. Στην ανάθεση και κατασκευή των δημοσίων έργων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3669/2008, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, που προβλέπουν την επιβάρυνση της δαπάνης των εργασιών με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος, υπολογιζόμενα, ανάλογα με την πηγή χρηματοδότησης, σε ποσοστό 18% ή 28% επί της αξίας των εκτελεσθεισών εργασιών κατασκευής του έργου (πρξ. VII Τμ. Ελ.Συν. 40/2011, 38, 70, 368/2010, 331, 374/2009 κ.ά)(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι το αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης, όπως παρατέθηκε ανωτέρω, αφορά σε εκτέλεση έργου, καθόσον οι εκτελούμενες εργασίες αποπεράτωσης του κτιρίου και διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου του παιδικού και βρεφονηπιακού σταθμού συνιστούν κατασκευή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ.3 του ν.3669/2008, το αποτέλεσμα της οποίας συνδέεται με το έδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του. Επιπλέον, για την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις και μέθοδοι και εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλισθεί η πλήρης και ασφαλής λειτουργία όλων των εγκαταστάσεων του παιδικού σταθμού και κυρίως η ασφαλής λειτουργία των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων καθώς και των εγκαταστάσεων ύδρευσης, αποχέτευσης και θέρμανσης.(..)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.7/94/2012
Από τις διατάξεις αυτές ( ν. 3463/2006 ) προκύπτει ότι για την εκτέλεση εργασιών από τους Ο.Τ.Α. απαιτείται η προηγούμενη σύνταξη και θεώρηση μελέτης από την τεχνική υπηρεσία τους και, αν δεν υπάρχει τέτοια υπηρεσία ή αυτή αδυνατεί, από την Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Υ.Δ.Κ). Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση εργασιών, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό μέχρι του οποίου επιτρέπεται απευθείας ανάθεση, τα συντασσόμενα τεύχη, με τα οποία προσδιορίζεται από τεχνικής απόψεως το αντικείμενο των εργασιών (τεχνική περιγραφή), περιγράφεται το είδος των εργασιών και καθορίζονται οι τιμές μονάδος τους (τιμολόγιο μελέτης) και, τέλος, καθορίζεται η ποσότητα κάθε είδους εργασιών, προσδιορίζεται η προκύπτουσα για κάθε είδος δαπάνη και εξάγεται το άθροισμα των δαπανών αυτών (προϋπολογισμός μελέτης), εγκρίνονται από τον Δήμαρχο. Η έκδοση της εγκριτικής αυτής απόφασης του Δημάρχου συντελείται με την υπογραφή και τη χρονολόγησή της, χωρίς, περαιτέρω να απαιτείται η πρωτοκόλληση, ή με άλλο τρόπο αρίθμησή της, αφού, κατά τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, για την τελείωση των διοικητικών πράξεων δεν απαιτείται η τήρηση αυτού του τύπου. Εξάλλου, οι τιμές μονάδος των περιλαμβανόμενων στην τεχνική περιγραφή εργασιών, προσδιορίζονται τόσο στο τιμολόγιο, όσο και στον προϋπολογισμό μελέτης, με βάση τις κρατούσες στην αγορά τιμές και την κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας εύλογη αντιστοιχία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του κόστους παραγωγής τους και του παραγόμενου αποτελέσματος, χωρίς να αποκλείεται η παραπομπή ή αναφορά σε νομοθετικά κείμενα που αφορούν στην τιμολόγηση όμοιων ή ομοειδών εργασιών και ενσωματώνουν την κατά τα ανωτέρω αναγκαία ισορροπία κόστους και αποτελέσματος.
ΕλΣυν/Τμ.7/163/2010
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ως δημόσιο τεχνικό έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση ή ερευνητική εργασία, που εκτελείται από δημόσιους φορείς και απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση, το αποτέλεσμα της οποίας συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του, κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ., και να μην μπορεί να αποχωρισθεί απ’ αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού αυτού ή του κυρίου πράγματος. Στην ανάθεση και κατασκευή των έργων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δημοσίων έργων του κωδικοποιηθέντος στις προεκτεθείσες διατάξεις ν. 1418/1984 και του εκτελεστικού αυτού π.δ/τος 609/1985, όπως ισχύουν. Αντιθέτως, πρόκειται για εκτέλεση εργασιών και όχι για δημόσιο τεχνικό έργο, όταν το αποτέλεσμα των εργασιών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, καθώς και όταν για την επίτευξη του αποτελέσματος δεν απαιτείται η χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού και ανάλογων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων. Περαιτέρω, για την ανάθεση εκτέλεσης εργασιών από Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), εφ’ όσον ο προϋπολογισμός της σχετικής υπηρεσίας δεν εμπίπτει στα όρια εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. ήδη π.δ.59/2007, ΦΕΚ 63 Α΄ και π.δ.60/2007, ΦΕΚ 64 Α΄), εφαρμόζονται, για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί μετά την 1.1.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (άρθρο τέταρτο του ν.3463/2006, Α΄ 114) και μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 209 του ως άνω νομοθετήματος, οι διατάξεις του π.δ.28/1980, από τις οποίες προκύπτει ότι, στις συμβάσεις εκτέλεσης εργασιών δεν προβλέπεται η καταβολή στον ανάδοχο ποσών για γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος, που ως εκ της φύσεώς τους σχετίζονται με την κατασκευή δημοσίων έργων (βλ. Πράξεις VΙΙ Τμ. 76/2005, 250/2006, 21, 36, 56, 106, 141, 276/2007, 30, 43, 113, 191, 197, 209/2008 κ.ά.)....Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι απαραίτητο δικαιολογητικό για την υποβολή λογαριασμού από τον ανάδοχο αποτελεί εκείνο της συνοπτικής επιμέτρησης των ήδη εκτελεσθεισών εργασιών, στην οποία πρέπει να γίνεται συνοπτική περιγραφή κάθε μιας από αυτές με αναγωγή στο αντίστοιχο άρθρο του τιμολογίου και προσδιορισμός της ακριβούς ποσότητας αυτών βάσει των στοιχείων των απευθείας καταμετρήσεων των εργασιών, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος του ύψους της απαίτησης του εργολάβου, αλλά και το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής.
ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)/30/2013
Συμπληρωματικές εργασίες κατασκευής περιβάλλοντος χώρου παιδικού και βρεφονηπιακού σταθμού (…)Από τις ανωτέρω διατάξεις 3669/2008 συνάγεται ότι ως δημόσιο τεχνικό έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση ή ερευνητική εργασία, που εκτελείται από δημόσιους φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση και το αποτέλεσμά της συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ.. Αντιθέτως, πρόκειται για εκτέλεση εργασιών και όχι για δημόσιο τεχνικό έργο, όταν το αποτέλεσμα των εργασιών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, καθώς και όταν για την επίτευξη του αποτελέσματος δεν απαιτείται η χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού και ανάλογων τεχνικών μέσων ή εγκαταστάσεων. Στην ανάθεση και κατασκευή των δημοσίων έργων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3669/2008, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, που προβλέπουν την επιβάρυνση της δαπάνης των εργασιών με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος, υπολογιζόμενα, ανάλογα με την πηγή χρηματοδότησης, σε ποσοστό 18% ή 28% επί της αξίας των εκτελεσθεισών εργασιών κατασκευής του έργου (πρξ. VII Τμ. Ελ.Συν. 40/2011, 38, 70, 368/2010, 331, 374/2009 κ.ά).(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι το αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης, όπως παρατέθηκε ανωτέρω, αφορά σε εκτέλεση έργου, καθόσον οι εκτελούμενες εργασίες αποπεράτωσης του κτιρίου και διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου του παιδικού και βρεφονηπιακού σταθμού συνιστούν κατασκευή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ.3 του ν.3669/2008, το αποτέλεσμα της οποίας συνδέεται με το έδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του. Επιπλέον, για την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις και μέθοδοι και εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλισθεί η πλήρης και ασφαλής λειτουργία όλων των εγκαταστάσεων του παιδικού σταθμού και κυρίως η ασφαλής λειτουργία των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων καθώς και των εγκαταστάσεων ύδρευσης, αποχέτευσης και θέρμανσης(…)συμφερόντων αυτών (Ο.Τ.Α.) με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από το νόμο, μεταξύ των οποίων και εκείνη όπου η αξία της προμήθειας δεν υπερβαίνει το ποσόν των 15.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α.(…) Κατά τη σαφή έννοια της άνω διάταξης, 3463/2006 με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να ανατεθεί απευθείας από τον οικείο Δήμο η τα νομικά πρόσωπα αυτού, σε κοινωφελή ή αναπτυξιακή δημοτική επιχείρηση, η παροχή υπηρεσιών, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται και η προμήθεια υλικών, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συμβατικό αντικείμενο είναι συναφές ή συνδέεται με το αντικείμενο της δραστηριότητας της δημοτικής επιχειρήσεως, β) η αξία των υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 45.000,00 ευρώ, χωρίς συνυπολογισμό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, και γ) η επιχείρηση διαθέτει τα μέσα (προσωπικό, εξοπλισμό κ.λπ.) ώστε να δύναται να εκπληρώσει η ίδια και όχι τρίτα πρόσωπα τις συμβατικές της υποχρεώσεις (βλ. Πρ. VΙΙ Τμ. 212, 349/2009, 192/2007). Τούτο σημαίνει ειδικότερα ότι η δημοτική επιχείρηση οφείλει, πέραν των ειδικότερων ρυθμίσεων που προβλέπουν τα σχετικά με τη δραστηριότητά της ζητήματα στο οικείο καταστατικό, να διαθέτει εν τοις πράγμασι, τα αναγκαία, ίδια μέσα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την απευθείας ανάθεση (βλ. πράξη VII Τμ. 376/2010).(…) Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 27, 28 και 29 του ΕΚΠΟΤΑ συνάγεται ότι, όσον αφορά στις προμήθειες των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, ο προμηθευτής υποχρεούται να παραδίδει στον οικείο Ο.Τ.Α. τα προς προμήθεια υλικά μέσα στα χρονικά όρια και με τον τρόπο που ορίζει η σύμβαση. Η παραλαβή των ως άνω υλικών γίνεται από επιτροπή παραλαβής, που συγκροτείται για τη συγκεκριμένη κάθε φορά προμήθεια με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία, κατόπιν ποσοτικού και ποιοτικού ελέγχου αυτών, ανάλογα δε με το αποτέλεσμα αυτού, συντάσσει πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής – όταν τα υλικά ανταποκρίνονται στους όρους της σύμβασης - ή απόρριψης – όταν τα υλικά παρουσιάζουν ουσιώδεις αποκλίσεις ή δεν ανταποκρίνονται στους όρους της σύμβασης. Το πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής, με το οποίο πιστοποιείται κατά τα ως άνω η παραλαβή των υλικών και η εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο των συμβατικών του υποχρεώσεων, αποτελεί μεταξύ άλλων, απαραίτητο κατά νόμο δικαιολογητικό εκκαθάρισης και εξόφλησης της εντελλόμενης δαπάνης (πρβλ. πράξη VII Τμ. 36/2011).(…) Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση από το Δήμο ..... τη
ΣτΕ/812/2009
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προπεριγραφείσα απαίτηση της διακήρυξης είναι δυσανάλογη, υπερβολική και μη αναγκαία, περιορίζει τον ανταγωνισμό, παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας και επιτρέπει τη συμμετοχή ολίγων μόνον επιχειρήσεων. Το προβλεπόμενο, όμως, από την επίμαχη ρήτρα της διακήρυξης κριτήριο του κύκλου εργασιών των διαγωνιζομένων από υπηρεσίες συναφείς προς την προκηρυχθείσα αποβλέπει στον έλεγχο της χρηματοοικονομικής επάρκειάς τους και, συνεπώς, της καταλληλότητάς τους να εκτελέσουν την εν λόγω υπηρεσία καθαριότητας των χώρων του Πανεπιστημίου (βλ. άρθρα 44 παρ. 1 - 2 και 47 της οδηγίας 2004/18/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, L. 134). Το κριτήριο αυτό είναι κατάλληλο, αντικειμενικό και πρόσφορο, ενόψει αφενός του αντικειμένου του συγκεκριμένου διαγωνισμού, που αφορά τον καθαρισμό όλων των κτιρίων και λοιπών εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου (όπως περιγράφονται στο Παράρτημα Α΄ της διακήρυξης) και αφετέρου της δαπάνης αυτού, που ανέρχεται σε 11.577.922 ευρώ για 2 έτη, ήτοι 5.788.961 ετησίως, χωρίς Φ.Π.Α. (πρβ. ΣτΕ 3491/2005, 1912, 2787/2007). Περαιτέρω, μόνο το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή επέτρεψε, τελικώς, τη συμμετοχή τριών μόνον εταιρειών καθαρισμού στο διαγωνισμό δεν της προσάπτει πλημμέλεια, δεδομένου ότι ο σχετικός όρος δεν παρίσταται ασύνδετος ή απρόσφορος σε σχέση με το αντικείμενο και τις απαιτήσεις του επίδικου διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, ο πλησσόμενος όρος της διακήρυξης, ως κανονιστικού χαρακτήρα, δεν χρήζει αιτιολογίας (πρβ. ΣτΕ 1655/2008), ενώ απαραδέκτως αμφισβητείται η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς την επιλογή των προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, υπόθεση C - 399/05, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 22 επ.), ένα κριτήριο επιλογής - όπως, στην περίπτωση εκείνη, το κριτήριο της εμπειρίας -, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας κοινοπραξίας, αλλά αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό. Εν προκειμένω, ο αιτών προβάλλει ότι μη νομίμως η προσβαλλόμενη ρήτρα της διακήρυξης απαιτεί άθροισμα τουλάχιστον 8 εκατ. ευρώ για τον κύκλο εργασιών των δύο μελών (τυχόν διαγωνιζόμενης) κοινοπραξίας ή 12 εκατ. ευρώ για κοινοπραξία με τρία μέλη κ.ο.κ., ώστε να εξαχθεί μέσος όρος 4 εκατ. ευρώ ισχυρίζεται δε συναφώς ο αιτών ότι η διακήρυξη απαιτεί, κατά παράβαση του άρθρου 47 παρ. 3 της οδηγίας 2004/18, μεγαλύτερο και δη πολλαπλάσιο κύκλο εργασιών επί διαγωνιζόμενης κοινοπραξίας ή ένωσης εταιρειών, σε σχέση προς τον απαιτούμενο κύκλο εργασιών των μεμονωμένων διαγωνιζομένων και ότι δυσχεραίνει, κατά τον τρόπο αυτό, τη συμμετοχή κοινοπραξιών. Η αιτίαση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προβαλλόμενη χωρίς έννομο συμφέρον. Και τούτο διότι, πάντως, ο αιτών δεν προβάλλει (και μάλιστα κατά τρόπο συγκεκριμένο) ότι επρόκειτο να συμπράξει με άλλη επιχείρηση καθαρισμού, η οποία είχε κύκλο εργασιών τουλάχιστον 4 εκατ. ευρώ κατά τις χρήσεις 2003 έως 2005 και η οποία, επομένως, πληρούσε αυτοτελώς το κριτήριο του ελάχιστου κύκλου εργασιών από υπηρεσίες καθαρισμού της τελευταίας τριετίας, ώστε να δικαιούται, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 3 της οδηγίας 2004/18, να μετάσχει στο διαγωνισμό μαζί με τον αιτούντα, υπό τη μορφή κοινοπραξίας ή ένωσης επιχειρήσεων
ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)35/2013
Καθαρισμός κοίτης ρεμάτων – τάφρων(…)Ως «δημόσιο τεχνικό έργο» νοείται κάθε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση ή ερευνητική εργασία που απαιτεί εξειδικευμένη τεχνική γνώση και επέμβαση και συνδέεται με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ούτως ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του, κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ., και να μην μπορεί να αποχωρισθεί από αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού της. Εξ αντιδιαστολής, ως σύμβαση εκτέλεσης εργασιών, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, νοείται εκείνη στην οποία είτε το αποτέλεσμα των εργασιών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, κατά την ανωτέρω έννοια, είτε για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού δεν απαιτείται η χρήση ιδιαίτερων τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και ανάλογου εξοπλισμού (βλ. ενδεικτικά πράξ. VII Τμ. Ελ.Συν. 93/2011, 419, 409/2010, 90, 386/2009, 110, 111/2008). Προκειμένης, περαιτέρω, της ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών από Δήμο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του π.δ/τος 28/1980 (βλ. και το άρθρο 273 παρ. 1 του ν. 3463/2006, ΦΕΚ Α΄ 114), σύμφωνα με το άρθρο 39 του οποίου δεν επιτρέπεται η εκτέλεση των εργασιών από άλλο πρόσωπο, πλην του συμβληθέντος με τον Δήμο αναδόχου, χωρίς απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, αρμοδίως εγκριθείσα. Την υποχρέωση δε τήρησης της ως άνω διαδικασίας, η οποία, ενόψει του δημοσίου σκοπού της σύμβασης, προβλέπεται προκειμένου να παρέχεται στην Υπηρεσία η δυνατότητα ασφαλούς εκτίμησης της καταλληλότητας (φερεγγυότητας, προσόντων κ.λπ.) του υπεισερχομένου στη σύμβαση τρίτου να εκτελέσει τις αναληφθείσες εργασίες, δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν σιωπηρά τα αρμόδια όργανα, διά τούτο, άλλωστε, και η διαδικασία αυτή τάσσεται επί ποινή έκπτωσης του αρχικού αναδόχου(…)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη II της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει κατ' αρχάς ότι ο καθαρισμός των ρεμάτων και των χανδάκων, από τα φερτά υλικά, συνιστά εργασία δυνάμενη να εκτελεστεί προσηκόντως από επαγγελματίες χωματουργικών εργασιών, οι οποίοι διαθέτουν απλώς τα κατάλληλα μηχανήματα και τη σχετική εμπειρία, και όχι δημόσιο τεχνικό έργο, αφού ούτε το αποτέλεσμα αυτών συνίσταται σε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση ή επισκευή, συνδεόμενη κατά τρόπο άμεσο, διαρκή και σταθερό με το έδαφος, ούτε απαιτεί τη χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων
ΣτΕ/3819/2000
Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει ότι, ενώ με την προσφυγή της είχε ισχυρισθεί ότι όλες οι ως άνω ένδικες εργασίες εκτελέσθηκαν, εγκρίθηκαν και πληρώθηκαν, κατά τη νόμιμη διαδικασία (άρθρ. 38 παρ. 1 και 2 Π.Δ. 609/85), με τις 12η και 13η πιστοποιήσεις-λογαριασμούς και η περικοπή τους από την Υπηρεσία, κατά το στάδιο της ανακεφαλαιώσεως των εκτελεσθεισών εργασιών και των καταβληθέντων ποσών, έγινε δίχως αιτιολογία, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι, καίτοι ο προβληθείς, κατά τα ανωτέρω, με την προσφυγή, ισχυρισμός ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η πληρωμή στην αναιρεσείουσα εταιρία των ένδικων εργασιών, με τις ως άνω πιστοποιήσεις, προϋποθέτει καταμέτρηση των εκτελεσθεισών εργασιών, έλεγχο και έγκριση των υποβληθεισών επιμετρήσεων, ώστε να μη είναι, πλέον, επιτρεπτή, επ' ευκαιρία μεταγενέστερων επιμετρήσεων, ακόμη και τελικών, με τις οποίες απλώς ανακεφαλαιώνονται οι ποσότητες των τμηματικών επιμετρήσεων, αμφισβήτηση αυτών (πρβλ ΣΕ 1334/00), εν τούτοις το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σ' αυτόν ή απάντησε ελλιπώς, όπως, ειδικά για τις εργασίες των κολλάρων γειώσεως, ότι οι ποσότητες αυτών, όπως τις περιέκοψε η Υπηρεσία, ταυτίζονται απόλυτα με τις μετ' έλεγχο παραληφθείσες τελικά ποσότητες εργασιών από την Επιτροπή παραλαβής του έργου, οι οποίες περιλαμβάνονται στο από 3.4.95 πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο προς περαιτέρω κρίση.
ΣτΕ/619/2003
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο χρόνος εγκρίσεως από την προϊσταμένη αρχή του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών και του οικείου συγκριτικού πίνακα, έχει, κατά το νόμο, ιδιαίτερη σημασία, διότι η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας προς πληρωμή του αναδόχου που γίνεται βάσει της πιστοποιήσεως των εργασιών που εκτελέσθηκαν επιφέρει υπέρ του αναδόχου τις συνέπειες του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 1418/84. Και είναι μεν αληθές ότι από τις προπαρατεθείσες διατάξεις δεν τάσσεται στην προϊσταμένη αρχή προθεσμία προς έγκριση του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών και του οικείου συγκριτικού πίνακα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η έγκριση ή η άρνηση εγκρίσεως είναι απρόθεσμη, αλλά αντιθέτως, η έγκριση των πράξεων που προαναφέρθηκαν (ΠΚΤΜΝΕ και ΣΠ) πρέπει να ενεργείται μέσα σε εύλογο χρόνο, τέτοιος δε χρόνος θεωρείται το τρίμηνο από της υποβολής τους στην προϊσταμένη αρχή. Κατά συνέπεια, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από της υποβολής τους, το ΠΚΤΜΝΕ και ο ΣΠ θεωρούνται αυτοδικαίως εγκεκριμένα, τυχόν δε μεταγενέστερη έγκρισή τους είναι τυπική και επιβεβαιώνει απλώς την έγκριση που έγινε με την πάροδο του τριμήνου, δεν μπορεί δε πλέον η προϊσταμένη αρχή να τροποποιήσει τα ήδη αυτοδικαίως με την πάροδο του τριμήνου εγκριθέντα εν λόγω στοιχεία (ΠΚΤΜΝΕ και ΣΠ) (πρβλ. ΣΕ 1674/97, 1921/93, 472/92).
ΕΣ/Τ7/55/2009
Από τις διατάξεις του άρθρου 223 του π.δ.696/1974, του άρθρου 2 παρ.2 και του άρθρου 5 παρ.2 του ν.3316/2005 και του άρθρου 209 του ν.3463/2006 ,προκύπτει ότι για την ανάθεση προκαταρτικής μελέτης, για λογαριασμό των δήμων, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν και οι αρχιτεκτονικές μελέτες κτηριακών εγκαταστάσεων, εφόσον αυτή ανατίθεται σε ιδιαίτερο ξεχωριστό στάδιο από τα υπόλοιπα στάδια μελετών, απαιτείται η προηγούμενη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού με προκήρυξη, προκειμένου μέσα από τη διαδικασία αυτή να διασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, της ελεύθερης πρόσβασης των ενδιαφερομένων σε αυτήν και της ίσης μεταχείρισης τους να επιλεγεί ο καταλληλότερος ανάδοχος. Κατ' εξαίρεση, είναι επιτρεπτή η απευθείας ανάθεση μελετητικών εργασιών μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες αυτή η δυνατότητα παρέχεται ρητά. Ειδικότερα, είναι επιτρεπτή με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου η απευθείας ανάθεση του συνόλου των μελετητικών εργασιών κτηριακών έργων (προκαταρτικής μελέτης, προμελέτης, οριστικής μελέτης και μελέτης εφαρμογής), εφόσον προηγουμένως έχει προεκτιμηθεί η αμοιβή όλων των ανατιθέμενων ως άνω σταδίων της μελέτης αυτής και δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής μελετητικού πτυχίου Α' τάξης. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που ανατίθεται η εκπόνηση αποκλειστικά και μόνο του σταδίου της προκαταρτικής μελέτης, αυτή πρέπει να γίνει μόνο εφόσον προηγηθεί σχετική ανοικτή διαγωνιστική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 3316/2005 περί μελετών, τυχόν δε απευθείας ανάθεση αυτής, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, καθιστά τη σχετική δαπάνη μη νόμιμη.
ΕλΣυν/Τμ.4/137/2010
Σύμφωνα με πάγια αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης των ν.π.δ.δ. πέραν της ύπαρξης πίστωσης στον εγκεκριμένο προϋπολογισμό τους, απαιτείται επιπλέον η δαπάνη αυτή να προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου, ειδάλλως να προκύπτει από τα δικαιολογητικά της δαπάνης ότι αυτή ανάγεται στη λειτουργική δραστηριότητα του ν.π.δ.δ. ή ότι συντελεί άμεσα ή έμμεσα στην εκπλήρωση των σκοπών του. Περαιτέρω, γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι, όταν πρόκειται για δαπάνες που συντελούν μεν στην εκπλήρωση του σκοπού ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και εξυπηρετούν τις λειτουργικές τους ανάγκες, πλην όμως αφορούν εργασίες που εμπίπτουν στα συνήθη καθήκοντα των υπαλλήλων του, κατά κλάδο, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές του διατάξεις, δεν επιτρέπεται οι εργασίες αυτές να ανατίθενται σε τρίτους, κατά παράβαση της αρχής της οικονομικότητας, η οποία διέπει τη δράση και τη λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και επιβάλλει την εκπλήρωση των σκοπών τους με την κατά το δυνατόν ελάχιστη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται τέτοια ανάθεση, όταν οι συγκεκριμένες εργασίες είναι ιδιαίτερα σοβαρές ή ειδικής φύσης, με συνέπεια το συμφέρον του νομικού προσώπου να επιβάλει την ανάθεσή τους σε τρίτους διαθέτοντες εξειδικευμένες γνώσεις και σχετική εμπειρία, τις οποίες αποδεδειγμένα δεν διαθέτει το αρμόδιο για την εκτέλεση των εργασιών αυτών προσωπικό του. Σε περίπτωση δε που κάποιες από τις οργανικές θέσεις είναι κενές, επιβάλλεται να πληρούνται με τις νόμιμες διαδικασίες και όχι η έλλειψη προσωπικού να χρησιμοποιείται ως πρόφαση για την περιγραφή των διατάξεων, με συνέπεια την ανάθεση εκτέλεσης των εργασιών σε εξωτερικούς αναδόχους και την υποκατάσταση με τον τρόπο αυτό των αρμοδίων υπαλλήλων από τρίτους ιδιώτες. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να κριθεί επιτρεπτή τέτοια ανάθεση, στην περίπτωση που εξαντλήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και κατέστη αδύνατη η πλήρωση θέσεων αντίστοιχης αρμοδιότητας, με συνέπεια την έλλειψη προσωπικού σε τέτοια έκταση, που αποδεδειγμένα πλέον καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση των επίμαχων εργασιών και η εξυπηρέτηση της λειτουργικής δραστηριότητας του νομικού προσώπου (βλ. Πρ. IV Τμ. 10/2010, 141/2009).
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/23/2017
ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΑΝΑΘΕΣΕΙΣ.(Κατατμηση) (..) για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντηρήσεως των κτιριακών εγκαταστάσεων ...(..) V. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προπαρατεθείσες δαπάνες αφορούν την εκτέλεση ομοίων ή ομοειδών εργασιών, ήτοι εργασιών που αφορούν τη συντήρηση, ανακαίνιση και επισκευή των κτιριακών εγκαταστάσεων του Νοσοκομείου. Το ποσό, δε, των απευθείας αναθέσεων του Νοσοκομείου προς τη φερόμενη ως δικαιούχο και μόνο, για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, ανέρχεται τουλάχιστον στα 21.200 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., ενώ, συνυπολογιζομένων και των ανωτέρω ενδεικτικώς αναφερομένων απευθείας αναθέσεων ομοίων ή ομοειδών εργασιών και σε άλλους αναδόχους, η συνολική αξία των εν λόγω αναθέσεων υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ. ...Συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα κατ’ εκτίμηση του πρώτου λόγου διαφωνίας, οι εν λόγω αναθέσεις διενεργήθηκαν κατά κατάτμηση της συνολικής ετήσιας δαπάνης ομοειδών υπηρεσιών, δυναμένων να κατακυρωθούν σε έναν ή περισσότερους αναδόχους μέσω της διενέργειας δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού...VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.