ΕΣ/ΤΜ.6/2403/2015
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΚΤΙΡΙΑΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ:ζητείται η ανάκληση της 287/2014 Πράξεως του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με δεδομένα αυτά και αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ένα κριτήριο επιλογής, όπως το κριτήριο της εμπειρίας, αρκεί να καλύπτεται από ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας και όχι απαραίτητα από κάθε μέλος αυτής χωριστά, μη νομίμως αποκλείσθηκε από τη συνέχεια του διαγωνισμού η προσφορά της κοινοπραξίας «...», με την αιτιολογία ότι η εταιρεία «...» δεν πληρούσε αυτοτελώς το κριτήριο της εμπειρίας στην παροχή υπηρεσιών καθαριότητας σε Νοσοκομείο δυναμικότητας τουλάχιστον 300 κλινών, καθόσον αυτό καλυπτόταν από το έτερο μέλος της κοινοπραξίας, ήτοι την εταιρεία «... .», τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα υπό την υπό κρίση αίτηση και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός ότι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις της παραγράφου 24.7. της διακήρυξης, που, ακόμα και στην περίπτωση που ένα από τα μέλη της τυχόν αναδειχθείσας ως αναδόχου κοινοπραξίας, λόγω ανικανότητας ή ανωτέρας βίας αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, απαιτούν την ολοκλήρωση της σύμβασης από τα εναπομείναντα μέλη της, χωρίς να υφίσταται διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να καταγγείλει τη σύμβαση, η απαιτούμενη για την εκτέλεσή της εμπειρία πρέπει να συντρέχει αυτοτελώς σε κάθε μέλος της κοινοπραξίας, αφού έτσι μόνο διασφαλίζεται, λόγω και του ειδικού δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, η συνέχιση της εκτέλεσής της και η ολοκλήρωση του φυσικού αντικειμένου της από κάθε έμπειρο μέλος της κοινοπραξίας.(...)Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προηγουμένως κρίθηκαν και έγιναν δεκτά η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ.ΤΜ.ΜΕΖ.ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝ/6025/2015
ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΚΤΙΡΙΑΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ:..ζητείται η αναθεώρηση της 2403/2015 Απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 4η σκέψη το Δικαστηρίου άγεται στην κρίση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της αιτούσας, ότι μη νομίμως αποκλείσθηκε από τη συνέχεια του διαγωνισμού η προσφορά της κοινοπραξίας «....», για το λόγο ότι η εταιρεία «....» δεν πληρούσε αυτοτελώς το κριτήριο της εμπειρίας στην παροχή υπηρεσιών καθαριότητας σε Νοσοκομείο δυναμικότητας τουλάχιστον 300 κλινών, δεδομένου ότι το κριτήριο της εμπειρίας δεν απαιτείται να πληρούται αυτοτελώς από κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας, αλλά αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό (βλ. προπαρ. απόφ. ΔΕΚ C-399/05 σκ. 22). Περαιτέρω, με δεδομένο ότι, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η άρτια, προσήκουσα και εμπρόθεσμη εκτέλεση της σύμβασης διασφαλίζεται επαρκώς με τους προβλεπόμενους στη διακήρυξη όρους α) της περί εις ολόκληρον ευθύνης των μελών της κοινοπραξίας έως την πλήρη εκτέλεση της σύμβασης (άρθρο 4.2), β) της δυνατότητας της αναδόχου κοινοπραξίας σε περίπτωση που ένα από τα μέλη της, λόγω ανικανότητας ή ανωτέρας βίας, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, να αιτηθεί στην αναθέτουσα αρχή την αντικατάστασή του (άρθρο 4.3) και γ) της δυνατότητας της αναθέτουσας αρχής να απαιτήσει, σε περίπτωση που η κοινοπραξία αναδειχθεί ανάδοχος, για την ικανοποιητική εκτέλεση της σύμβασης, να αποκτήσει ορισμένη νομική μορφή (άρθρο 2.2.), πρέπει να απορριφθεί το περί του αντιθέτου προβαλλόμενο επιχείρημα ότι μόνο με την απαίτηση συνδρομής της προσήκουσας εμπειρίας σε κάθε μέλος της κοινοπραξίας αυτοτελώς διασφαλίζεται η συνέχιση εκτέλεσης της σύμβασης.(...)Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, η αίτηση αναθεώρησης και η υπέρ αυτής παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.
ΣτΕ/812/2009
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προπεριγραφείσα απαίτηση της διακήρυξης είναι δυσανάλογη, υπερβολική και μη αναγκαία, περιορίζει τον ανταγωνισμό, παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας και επιτρέπει τη συμμετοχή ολίγων μόνον επιχειρήσεων. Το προβλεπόμενο, όμως, από την επίμαχη ρήτρα της διακήρυξης κριτήριο του κύκλου εργασιών των διαγωνιζομένων από υπηρεσίες συναφείς προς την προκηρυχθείσα αποβλέπει στον έλεγχο της χρηματοοικονομικής επάρκειάς τους και, συνεπώς, της καταλληλότητάς τους να εκτελέσουν την εν λόγω υπηρεσία καθαριότητας των χώρων του Πανεπιστημίου (βλ. άρθρα 44 παρ. 1 - 2 και 47 της οδηγίας 2004/18/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, L. 134). Το κριτήριο αυτό είναι κατάλληλο, αντικειμενικό και πρόσφορο, ενόψει αφενός του αντικειμένου του συγκεκριμένου διαγωνισμού, που αφορά τον καθαρισμό όλων των κτιρίων και λοιπών εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου (όπως περιγράφονται στο Παράρτημα Α΄ της διακήρυξης) και αφετέρου της δαπάνης αυτού, που ανέρχεται σε 11.577.922 ευρώ για 2 έτη, ήτοι 5.788.961 ετησίως, χωρίς Φ.Π.Α. (πρβ. ΣτΕ 3491/2005, 1912, 2787/2007). Περαιτέρω, μόνο το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή επέτρεψε, τελικώς, τη συμμετοχή τριών μόνον εταιρειών καθαρισμού στο διαγωνισμό δεν της προσάπτει πλημμέλεια, δεδομένου ότι ο σχετικός όρος δεν παρίσταται ασύνδετος ή απρόσφορος σε σχέση με το αντικείμενο και τις απαιτήσεις του επίδικου διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, ο πλησσόμενος όρος της διακήρυξης, ως κανονιστικού χαρακτήρα, δεν χρήζει αιτιολογίας (πρβ. ΣτΕ 1655/2008), ενώ απαραδέκτως αμφισβητείται η ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς την επιλογή των προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, υπόθεση C - 399/05, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 22 επ.), ένα κριτήριο επιλογής - όπως, στην περίπτωση εκείνη, το κριτήριο της εμπειρίας -, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας κοινοπραξίας, αλλά αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό. Εν προκειμένω, ο αιτών προβάλλει ότι μη νομίμως η προσβαλλόμενη ρήτρα της διακήρυξης απαιτεί άθροισμα τουλάχιστον 8 εκατ. ευρώ για τον κύκλο εργασιών των δύο μελών (τυχόν διαγωνιζόμενης) κοινοπραξίας ή 12 εκατ. ευρώ για κοινοπραξία με τρία μέλη κ.ο.κ., ώστε να εξαχθεί μέσος όρος 4 εκατ. ευρώ ισχυρίζεται δε συναφώς ο αιτών ότι η διακήρυξη απαιτεί, κατά παράβαση του άρθρου 47 παρ. 3 της οδηγίας 2004/18, μεγαλύτερο και δη πολλαπλάσιο κύκλο εργασιών επί διαγωνιζόμενης κοινοπραξίας ή ένωσης εταιρειών, σε σχέση προς τον απαιτούμενο κύκλο εργασιών των μεμονωμένων διαγωνιζομένων και ότι δυσχεραίνει, κατά τον τρόπο αυτό, τη συμμετοχή κοινοπραξιών. Η αιτίαση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προβαλλόμενη χωρίς έννομο συμφέρον. Και τούτο διότι, πάντως, ο αιτών δεν προβάλλει (και μάλιστα κατά τρόπο συγκεκριμένο) ότι επρόκειτο να συμπράξει με άλλη επιχείρηση καθαρισμού, η οποία είχε κύκλο εργασιών τουλάχιστον 4 εκατ. ευρώ κατά τις χρήσεις 2003 έως 2005 και η οποία, επομένως, πληρούσε αυτοτελώς το κριτήριο του ελάχιστου κύκλου εργασιών από υπηρεσίες καθαρισμού της τελευταίας τριετίας, ώστε να δικαιούται, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 3 της οδηγίας 2004/18, να μετάσχει στο διαγωνισμό μαζί με τον αιτούντα, υπό τη μορφή κοινοπραξίας ή ένωσης επιχειρήσεων
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/422/2011
Επεξεργασία των σύμμεικτων αστικών απορριμμάτων:Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο όρος της διακήρυξης, σύμφωνα με τον οποίο «εφόσον ο διαγωνιζόμενος είναι Σύμπραξη εταιριών, το κριτήριο της ζητούμενης εμπειρίας θα πρέπει να πληρούται από όλα τα μέλη της κοινοπραξίας», αντίκειται, σύμφωνα με όσα αναλυτικά έγιναν δεκτά ανωτέρω, στη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 4 του π.δ. 60/2007 και στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, γεγονός που καθιστά μη νόμιμη στο σύνολό της τη διεξαγωγή της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας, αφού η συγκεκριμένη πλημμέλεια εντοπίζεται στο κύκλο των δικαιούμενων προς συμμετοχή οικονομικών φορέων. Η παραδοχή αυτή ισχύει ανεξαρτήτως του ότι σχετική πλημμέλεια προβλήθηκε με την υποβολή ενστάσεως εκ μέρους δύο ενδιαφερομένων να συμμετάσχουν στον συγκεκριμένο διαγωνισμό οικονομικών φορέων. Και υπό οιανδήποτε άλλη, όμως, ερμηνευτική εκδοχή, ο επίμαχος όρος εξακολουθεί να είναι μη νόμιμος, αντιβαίνων στη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 3 του π.δ. 60/2007, σύμφωνα με την οποία το ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που απαιτείται για τη συγκεκριμένη σύμβαση, πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι συνδεδεμένο και ανάλογο προς το αντικείμενό της. Ως προς αυτό, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο συγκεκριμένος όρος χρήζει ιδιαίτερης δικαιολογήσεως, εκ του λόγου ότι εισάγει περιορισμό στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και το δικαίωμα των οικονομικών φορέων, να συμμετέχουν ως μέλη κοινοπρακτικών σχημάτων σε διαγωνισμό ανάθεσης υπηρεσιών. Περαιτέρω, ο σκοπός του συγκεκριμένου όρου, που συνίσταται στο γεγονός ότι « … ζητείται από όλους τους συμμετέχοντες η εμπειρία του συνολικού αντικειμένου προκειμένου να αποφευχθεί η έμμεση εκχώρηση του έργου σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα που δεν θα διέθεταν την απαιτούμενη εμπειρία, άλλωστε το αντικείμενο του έργου είναι ενιαίο και δεν υπάρχουν κατηγορίες και ομάδες εργασιών … » (βλ. ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα) δεν δικαιολογεί αλλά καθιστά την πρόβλεψη του σχετικού περιορισμού δυσανάλογου, αφού ο επιδιωκόμενος σκοπός ικανοποιείται πλήρως με την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παρ. 12 περ. ii δ’ και ε’ απαίτηση της διακήρυξης περί υποβολής, ως τυπικού δικαιολογητικού συμμετοχής, υπεύθυνης δήλωσης ότι κάθε μία από τις συμπράττουσες εταιρίες ευθύνονται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση έναντι του Δήμου .... και περί ανάληψης της δέσμευσης, ότι σε περίπτωση ανάθεσης της σύμβασης θα συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο θα αποτυπωθεί η σχετική δέσμευση. Δηλαδή, με την αναγνώριση της σχετικής συμβατικής ευθύνης διασφαλίζεται υπέρ του Δήμου .... πλήρως η άρτια και προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης από το μέλος της σύμπραξης που πληροί αυτοτελώς την απαιτούμενη από τη διακήρυξη εμπειρία σε ανάλογες εργασίες. Συναφώς, ο σκοπός του όρου ικανοποιείται και με την προβλεπόμενη στο άρθρο 3.1. υποχρέωση της σύμπραξης επιχειρήσεων, που θα λάβουν μέρος στο διαγωνισμό χωρίς συγκεκριμένη νομική μορφή, να συστήσουν για την υπογραφή της σύμβασης Κοινοπραξία με σκοπό την εξυπηρέτηση της σύμβασης, αφού με την σύσταση αυτή η εμπειρία των συμπραττουσών εταιριών καθίσταται κοινή υπέρ της κοινοπραξίας και διασφαλίζεται επίσης η άρτια εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου. Επίσης, επισημαίνεται ότι παρίσταται αντιφατικό να αναγνωρίζεται από την διακήρυξη η δυνατότητα χρήσης δάνειας εμπειρίας, η οποία κατοχυρώνεται ευθέως στο π.δ. 60/2007, στο οποίο η διακήρυξη ρητά παραπέμπει μεταξύ των διατάξεων που διέπουν τον επίμαχο διαγωνισμό (βλ. εισαγωγικό μέρος διακήρυξης), δηλαδή η δυνατότητα χρήσης τεχνικών ικανοτήτων τρίτων φορέων, προδήλως διότι οι σχετικές απαιτήσεις δεν πληρούνται από τα μέλη της κοινοπραξίας αυτοτελώς και συγχρόνως να μην αναγνωρίζεται η δυνατότητα της κοινοπραξίας να στηριχθεί στις τεχνικές δυνατότητες ορισμένων από τα ίδια τα μέλη της. Υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, εάν δηλ. υποστηριχθεί ότι δεν αναγνωρίζεται ρητά η δυνατότητα της δάνειας εμπειρίας, καθίσταται πλημμελής η ίδια η διακήρυξη, αφού η χρήση δάνειας εμπειρίας κατοχυρώνεται ευθέως στη διάταξη του άρθρου 46 του π.δ. 60/2007 για λόγους ανάπτυξης του ευρύτερου δυνατού ανταγωνισμού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κωλύεται η υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΕΣ/ΤΜ.6/527/2012
ΝΣΚ/125/2021
α) Νομιμότητα της ταμειακής βεβαίωσης χρηματικού ποσού εις βάρος Κοινοπραξίας για οφειλές προερχόμενες από τα κοινοπρακτούντα μέλη της. β) Διερεύνηση της εις ολόκληρον ή διαιρετής ευθύνης των κοινοπρακτούντων μελών έναντι του Δημοσίου προς απόδοση αχρεωστήτως εισπραχθέντων τόκων υπερημερίας, μετά την αναίρεση της δικαστικής απόφασης, βάσει της οποίας είχαν εισπραχθεί.(...)α) Νόμιμα, μετά την αναίρεση της απόφασης 1409/2009 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διενεργήθηκε η βεβαίωση του συνολικού ποσού από τόκους υπερημερίας, του οποίου επισπεύδεται η ανάκτηση από το Δημόσιο, σε βάρος της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «Κ..Κ..Α..», πλην όμως, το ποσόν αυτό πρέπει να ταυτίζεται πλήρως με το συνολικό ποσό που οφείλουν να αποδώσουν τα κοινοπρακτούντα μέλη της, μετά από εκκαθάριση και σαφή πιστοποίηση του ακριβούς ποσού των παρακρατηθέντων από το Δημόσιο φόρων και τελών (ομόφωνα). β) Το Δημόσιο, μέσω του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), δικαιούται να εισπράξει (ανακτήσει), εντόκως, το συνολικό χρηματικό ποσό από τόκους υπερημερίας, που κατέβαλε ή συμψήφισε αχρεωστήτως, σύμφωνα με την παραπάνω -ήδη αναιρεθείσα- απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, πλην όμως η είσπραξη αυτή πρέπει να λάβει χώρα διαιρετά από κάθε κοινοπρακτούν μέλος της ως άνω Κοινοπραξίας, επί τη βάσει του χρηματικού ποσού, που, πράγματι, εισπράχθηκε αχρεωστήτως από κάθε ένα από αυτά (ομόφωνα). Το ερώτημα παραδεκτά υποβλήθηκε μόνον από τον Υπουργό Τουρισμού, χωρίς να τίθεται ή συνυπογράφεται και από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (κατά πλειοψηφία)
ΔΕΚ/C-399/2005
ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).
ΔΕΚ/C‑927/2019
Στην υπόθεση C‑927/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης «Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras» UAB(.....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 58 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των οικονομικών φορέων να αποδεικνύουν ότι πραγματοποιούν ορισμένο μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την οικεία δημόσια σύμβαση συνιστά κριτήριο επιλογής το οποίο αφορά την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των εν λόγω φορέων, κατά την έννοια της παραγράφου 3 της ως άνω διάταξης.(....) 8)Το άρθρο 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24, σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν οικονομικός φορέας, ο οποίος είναι μέλος κοινοπραξίας οικονομικών φορέων, έχει κριθεί ένοχος ψευδούς δηλώσεως κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για να εξακριβωθεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού της κοινοπραξίας ή ότι η τελευταία πληροί τα κριτήρια επιλογής, ενώ τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας δεν είχαν λάβει γνώση της ψευδούς δηλώσεως, μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας μέτρο αποκλεισμού από κάθε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.
ΔΕΚ/C-129/2004
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής σε θέματα συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 — Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν διαδικασία ασκήσεως προσφυγής — Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής — Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα στα μέλη υποβαλούσας προσφορά κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα να ασκήσoυν ατομικώς προσφυγή — Επιτρέπεται (Οδηγία του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1) Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική νομοθεσία κατά την οποία μόνον το σύνολο των μελών κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία μετέσχε ως τέτοια σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως και δεν της ανατέθηκε το αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί συνάψεως της συμβάσεως και όχι μόνον ένα από τα μέλη της ατομικώς. Το ίδιο ισχύει αν όλα τα μέλη τέτοιας κοινοπραξίας ασκήσουν μεν από κοινού προσφυγή αλλά η προσφυγή ενός από τα μέλη της είναι απαράδεκτη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πράγματι, η εθνική νομοθεσία απαιτεί απλώς από τους προσφεύγοντες να πληρούν τις σχετικές με την ενεργητική νομιμοποίηση προϋποθέσεις αναλόγως της νομικής μορφής που έχουν επιλέξει τα ίδια τα μέλη. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις είναι γενικής ισχύος και δεν περιορίζουν κατά τρόπο αντίθετο προς την οδηγία 89/665 την αποτελεσματικότητα των προσφυγών και τη δυνατότητα των υποβαλόντων προσφορά να ασκήσουν προσφυγές. (βλ. σκέψεις 28-29 και διατακτ.)
ΝΣΚ/243/2000
Διοίκηση. Χορήγηση αντιγράφων εγγράφων.Υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης για χορήγηση στον αιτούντα, μέλος Κοινοπραξίας αντιγράφου της υποβληθείσας υπ αυτής (Κοινοπραξίας) μελέτης εφαρμογής του έργου, διότι η μελέτη εφαρμογής, που εκπονείται από ανάδοχο Κοινοπραξία, μετά από την εκ μέρους του Δημοσίου δημοπράτηση έργου με το σύστημα μελέτη-κατασκευή, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει τον χαρακτήρα του διοικητικού εγγράφου, αν και δεν συντάσσεται από δημόσια υπηρεσία, δεδομένου ότι υποβάλλεται στην Διοίκηση (αρμόδιο φορέα) προς έγκριση και σφράγιση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής σύμβασης. Για την χορήγηση αντιγράφου απαιτείται μόνον εύλογο ενδιαφέρον, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση αναμφισβήτητα υπάρχει, εφόσον ο αιτών είναι μέλος της Κοινοπραξίας, στην οποία ανατέθηκε το ως άνω έργο με το σύστημα μελέτη-κατασκευή.
ΣΤΕ ΕΑ 466/2002
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-δικαιολογητικά διαγωνισμού: Επειδή, η διακήρυξη στην παράγρ. 3 του άρθρου Β3 ορίζει ότι «Η Επιτροπή, μέσα στα πλαίσια της εκπλήρωσης του έργου της, μπορεί να καλέσει τους διαγωνιζόμενους να συμπληρώσουν ή να διευκρινίσουν έγγραφα ή πιστοποιητικά που υπέβαλαν με την αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, όχι όμως να προσκομίσουν και τυχόν ελλείποντα». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην Επιτροπή προεπιλογής παρέχεται ευχέρεια να καλέσει τις μετέχουσες στον διαγωνισμό κοινοπραξίες με σκοπό μόνο την συμπλήρωση ή διευκρίνιση νομίμως προσκομισθέντων με την αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος εγγράφων ή πιστοποιητικών και όχι την υποβολή, το πρώτον, δικαιολογητικών που απαιτούνται για την απόδειξη κριτηρίων. ... Συνεπώς, η προβαλλόμενη αιτίαση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες διότι, κατά παράβαση της αρχής προστασίας της διαφάνειας και αξιοπιστίας του διαγωνισμού, η Επιτροπή προεπιλογής δεν ζήτησε από την αιτούσα, δυνάμει του άρθρου Β3 παραγρ. 3 της διακήρυξης, «διευκρινήσεις» επί των στοιχείων που υπέβαλε, είναι απορριπτέα, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παροχή διευκρινήσεων αναφορικά με προσκομισθέντα στοιχεία, αλλά για την υποβολή το πρώτον στοιχείων, με τα οποία η αιτούσα όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα προκειμένου να εκτιμηθεί η συνδρομή των κριτηρίων της χρηματοδοτικής και οικονομικής της ικανότητας να αποδείξει, ότι πράγματι θα τεθούν στη διάθεσή της τα αναγκαία για την εκτέλεση του έργου χρηματοοικονομικά μέσα των εταιρειών που αυτή επικαλείται.Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά, το γεγονός ότι δεν πληρούται και ένα μόνο κριτήριο από την πλευρά μιας από τις κοινοπρακτούσες εταιρείες, αρκεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της κοινοπραξίας από τη δεύτερη φάση του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, παρέλκει, ως αλυσιτελής η εξέταση της αιτίασης, κατά την οποία εσφαλμένα κρίθηκε ότι και το μέλος της αιτούσης κοινοπραξίας …. δεν πληροί το κριτήριο του μέσου ετήσιου κύκλου εργασιών.
ΔΕΚ/C-189/2003
Περίληψη της αποφάσεως Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος – Υποχρέωση λήψεως διοικητικής άδειας για τις επιχειρήσεις και τους διευθύνοντές τους και δελτίου νομιμοποιήσεως για το προσωπικό – Μη συνεκτίμηση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το κράτος μέλος εγκαταστάσεως – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν χωρεί (Άρθρο 49 ΕΚ) Συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 49 ΕΚ η θέσπιση από ένα κράτος μέλος διατάξεων: – οι οποίες υποχρεώνουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας, που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, καθώς και τους διευθύνοντές τους να λάβουν σχετική διοικητική άδεια, επιβάλλοντας προς τούτο την καταβολή τελών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται η αλλοδαπή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη, και – οι οποίες απαιτούν τα μέλη του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών, τα οποία είναι αποσπασμένα από το κράτος μέλος της εγκαταστάσεως στο άλλο κράτος μέλος, να κατέχουν δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας που εκδίδουν οι εθνικές αρχές, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη συναφώς οι έλεγχοι στους οποίους υπόκεινται στο κράτος μέλος προελεύσεως οι παρέχοντες διασυνοριακές υπηρεσίες. Τέτοιες απαιτήσεις συνιστούν πράγματι περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος. (βλ. σκέψεις 18, 20, 30, 33 και διατακτ.)