ΕΣ/ΤΜ.1/2212/2008
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση, α) της 41557/Α.Πλ.6379/8.11.2005 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της .… το ποσό των 2.150.000 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεώστητα από κοινοτικούς (Ε.Τ.Π.Α. 75 %) και εθνικούς πόρους (Π.Δ.Ε. 25%), β) των με αρ. πρωτ. 1617/25.2.2005 και 3131/31.5.2005 εκθέσεων αποτελεσμάτων ελέγχου της Υπηρεσίας Διαχείρισης ΕΠ Αττικής και γ) κάθε άλλης συναφούς σχετικής πράξης.(....)Εξάλλου, ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκκαθάρισης του ποσού του καταλογισμού, από το οποίο μη νομίμως δεν αφαιρέθηκε η αμοιβή και τα έξοδα του αναδόχου για τις εκτελεσθείσες από αυτόν εργασίες (άρθρο 50 παρ. 2 π.δ. 609/1985), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι εκκρεμείς απαιτήσεις που απορρέουν από την λυθείσα εργολαβική σύμβαση ανάγονται, μετά την απένταξη του επίμαχου έργου, στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ήτοι μεταξύ της εκκαλούσας και του αναδόχου και δεν καλύπτονται από την αναδρομικά καταργηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 909 Α.Κ. (μη σωζόμενος πλουτισμός), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται επί του ανωτέρω παρατιθέμενου ειδικότερου ρυθμιστικού πλαισίου, που διέπει την καταβολή και διαχείριση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, προς το οποίο δεν προσιδιάζει η επικαλούμενη διάταξη, τυχόν εφαρμογή της οποίας θα αναιρούσε κατ’ ουσία το σκοπό και τη λογική των δημοσιονομικών διορθώσεων. Ομοίως αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας περί της μη τοκοφορίας του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, καθόσον οι τόκοι οφείλονται ευθέως εκ του νόμου (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 V της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α.), ενώ η επιβαλλόμενη από την ανωτέρω Κ.Υ.Α. υποχρέωση ειδικής ενημέρωσης του καταλογιζομένου ως προς τα ένδικα βοηθήματα που διαθέτει αποσκοπεί στην διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος εννόμου προστασίας, ενόψει δε του ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε παραδεκτά, ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας αλυσιτελώς προβάλλεται. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας αναφορικά με την επιβολή της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης, αφού αυτή είναι, σύμφωνα με την απόφαση ένταξης, ο τελικός δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο οποίος φέρει και την ευθύνη για την εκτέλεση της πράξης.Απορρίπτει την έφεση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.1/914/2012
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού... Ανεξαρτήτως τούτου, οι εν λόγω ισχυρισμοί προβάλλονται αλυσιτελώς δεδομένου ότι βάση του επίδικου καταλογισμού είναι η μη επίτευξη του ενεργειακού στόχου, όπως αυτός προσδιορίστηκε στην επενδυτική πρόταση της εκκαλούσας και στη συνέχεια στην απόφαση ένταξης και στην από 2.9.2004 σύμβαση που υπογράφτηκε μεταξύ αυτής και του ενδιάμεσου φορέα, και ο οποίος δεν επιτεύχθηκε, γεγονός που δεν αμφισβητείται ούτε από την ίδια την εκκαλούσα, η οποία στην έφεσή της αποδέχεται ότι η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος ήταν αυξημένη σε σχέση με τα στοιχεία προβλέψεων που είχαν υποβληθεί. Εξ άλλου τα δεδομένα που κατά τους ισχυρισμούς της διαφοροποιούν την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. ύπαρξη μόνο ενός μετρητή σε όλο το εργοστάσιο, καιρικές συνθήκες) ήταν ήδη γνωστά σ΄αυτήν κατά την υποβολή της επενδυτικής της πρότασης και θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη κατά τη διαμόρφωσή της. Τέλος, η πιστοποίηση της επίτευξης του επενδυτικού στόχου από τον ανεξάρτητο φορέα, βάσει της οποίας έγινε η αποπληρωμή, δεν δεσμεύει το όργανο που διενεργεί το δημοσιονομικό έλεγχο, αντικείμενο του οποίου είναι η τήρηση των όρων όπως περιγράφονται στην απόφαση ένταξης και στη σχετική σύμβαση. Κατόπιν τούτων είναι νόμιμη η επιβολή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δημοσιονομκής διόρθωσης εις βάρος της εκκαλούσας και η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Συνακόλουθα, λόγω ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να απορριφθεί το αίτημά της περί απόδοσης της δικαστικής της δαπάνης (άρθρα 123 του π.δ. 1225/1981 και 275 παρ.1 του ΚΔιοικΔ). Τέλος, απορριπτομένης της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.1/2219/2012
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Αίτηση ακύρωσης της α) 570/Γ/73/19.1.2007 και β) της 467/Γ/54/17.1.2007 απόφασης της Προϊσταμένης της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του ανωτέρω Επιχειρησιακού Προγράμματος, με την οποία απορρίφθηκαν οι αντιρρήσεις της εκκαλούσας κατά της από 5.10.2006 έκθεσης ελέγχου, με βάση την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης(...)Απορρίπτει την έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά α) της 570/Γ/73/19.1.2007 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Ανάπτυξης και β) της 467/Γ/54/17.1.2007 απόφασης της Προϊσταμένης της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα».
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/398/2021
Δημοσιονομική διόρθωση.ζητείται η ακύρωση: α) της 40790/14.4.2015 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης με ανάκτηση του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, β) της 40786/14.4.2015 απορριπτικής απόφασης του ίδιου ως άνω Υπουργού επί των αντιρρήσεων της εκκαλούσας και γ) κάθε άλλης συναφούς με αυτές πράξεις της Διοίκησης. Με βάση αυτά, δεν δύναται να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ασθένεια που έπληξε τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση της επένδυσης εκ μέρους της εκκαλούσας, καθόσον αυτή δεν λειτουργούσε ως ατομική επιχείρηση, ήτοι απολύτως εξαρτώμενη από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο, αλλά με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, διοικούμενης από συλλογικό όργανο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί απροσδόκητης άρνησης της Τράπεζας .... να την δανειοδοτήσει, με αποτέλεσμα να υποστεί η ίδια μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση από εκείνη, την οποία είχε εκτιμήσει κατά το χρόνο υποβολής της πρότασης ένταξης του επενδυτικού της σχεδίου στο πρόγραμμα ενίσχυσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αβάσιμος, διότι η αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων από μία επιχείρηση δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας, στην οποία ανήκουν περιστάσεις ξένες προς τη βούληση και εκτός της σφαίρας επιρροής της, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί, αλλά στην έννοια του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου, που συνήθως αναλαμβάνουν οι οικονομικοί φορείς (πρβλ. ΕΣ I Tμ. 264/2018, 444/2016, 2445/2011). Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας περί συνδρομής στο πρόσωπό της λόγου ανωτέρας βίας, ο οποίος συνίσταται στην απόρριψη του αιτήματος χορήγησης παράτασης προθεσμίας για την ολοκλήρωση του επενδυτικού της σχεδίου. Τούτο δε διότι, αφενός μεν κατά το χρόνο που υπέβαλε το ως άνω αίτημα, είχε ήδη παρέλθει η συμβατική αλλά και η νόμιμη προθεσμία, εντός της οποίας θα μπορούσε να έχει υποβάλει αίτημα τροποποίησης της σύμβασης ως προς την προθεσμία ολοκλήρωσης του προγράμματος και αφετέρου διότι ουδέν απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός ενυπάρχει στην απόρριψη του εν λόγω αιτήματος της, καθόσον αυτή ήταν απόρροια απλής εφαρμογής των διατάξεων.5. Τέλος, και ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης περί μη τήρησης κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον τηρήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 της 14053/ΕΥΣ1749/27.3.2008 (Β΄ 540) υπουργικής απόφασης διαδικασία. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κλήθηκε με την 1977/26.8.2014 επιστολή απαίτησης χρημάτων του Ε.Φ.Δ., η οποία προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, να υποβάλει γραπτώς αντιρρήσεις εντός δεκαπενθήμερης προθεσμίας, στην υποβολή των οποίων άλλωστε προέβη κατ’ ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου ως άνω δικαιώματος. Και τούτο, παρά το αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η επικείμενη σε βάρος της έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης ερείδετο επί αμιγώς αντικειμενικών προϋποθέσεων, δηλαδή τη διαπίστωση της μη ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης εντός των νομίμων προθεσμιών, η οποία προέκυψε από τον διενεργηθέντα διοικητικό έλεγχο.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου, το Τμήμα κρίνει ότι η έφεση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, το δε καταβληθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).
ΕΣ/ΤΜ.1/6431/2015
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:ζητείται η ακύρωση α) της ... απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας δημοσιονομική διόρθωση ποσού 280.883,60 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σ’ αυτήν αχρεωστήτως από κοινοτικούς (ΕΤΠΑ 70%) και εθνικούς πόρους (ΠΔΕ 30%), κατά την εκτέλεση του υποέργου 3 «… Α.Ε.»(...)Ήδη, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα βάλλει κατά της ως άνω απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και ζητεί την ακύρωσή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση αυτή λόγους. Όμως, στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται έγγραφα που είναι αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης στην κρινόμενη υπόθεση, προκειμένου να προσκομιστούν τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας ελλείποντα ουσιώδη στοιχεία προς διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.Απορρίπτει την ανακοπή.Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της έφεσης.
ΕΣ/ΤΜ.1/1438/2018
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Επιδιώκει την ακύρωση της 77412/24.12.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.(....) Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι ο ίδιος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ενώ το μόνο εισόδημα που έχει προέρχεται από την λειτουργία της ατομικής του επιχείρησης. Ο ισχυρισμός αυτός, ακόμη και εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα της τυχόν οικονομικής αδυναμίας του εκκαλούντος να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό, είναι απορριπτέος, διότι δεν νοείται, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 461/2016, 2672, 2322, 1212/2014, 3156/2014).Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/161/2022
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Ζητείται η ακύρωση της ... απόφασης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ενηλίκων (Α3) του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας δημοσιονομική διόρθωση ποσού 59.881,69 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεωστήτως κατά την υλοποίηση της πράξης «Διαρθρωτική Προσαρμογή Εργαζομένων και Επιχειρήσεων εντός της οικονομικής κρίσης», που έχει ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΕΠ) «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού 2007 - 2013», Θεματικός Άξονας 2, Άξονες Προτεραιότητας 4, 5 και 6 «Ενίσχυση της Προσαρμοστικότητας του Ανθρώπινου Δυναμικού και των Επιχειρήσεων» και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους.(....)Εξάλλου, κατά της διαπίστωσης αυτής, πριν από την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης η εκκαλούσα υπέβαλε αντιρρήσεις προς αντίκρουση των διαπιστώσεων επί της ουσίας (...), επομένως, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της, αντιλήφθηκε πλήρως και κατά το μέρος αυτό, που αφορά τη δαπάνη για την υλοποίηση του σχεδίου διαρθρωτικής προσαρμογής, την αιτία της δημοσιονομικής διόρθωσης.Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021
Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00 ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
ΕΣ/ΤΜ.1/1859/2017
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την έφεση αυτή, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 2002/0052/2.7.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας δημοσιονομική διόρθωση ποσού 167.462,54 ευρώ, πλέον τόκων ποσού 11.839,83 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 179.302,37 ευρώ, που φέρεται ότι έλαβε αχρεωστήτως, στο πλαίσιο χρηματοδότησης της Πράξης «Ενίσχυση της επιχείρησης ..... στο πλαίσιο της 1ης Δράσης ΕΣΠΑ για την ενίσχυση Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς Μεταποίησης - Τουρισμού - Εμπορίου - Υπηρεσιών στο πλαίσιο του Άξονα Ψηφιακή Σύγκλιση και Επιχειρηματικότητα Ηπείρου του ΠΕΠ - Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα – Ήπειρος, μέσω του καθεστώτος ενίσχυσης Ν. 304/2009, με Ενδιάμεσο Φορέα Διαχείρισης την …. με κωδικό πρότασης ΕΑ - 01317», με κωδικό ΟΠΣ 336999.(.....)Εξ άλλου στο πλαίσιο υλοποίησης της συγκεκριμένης σύμβασης, όπου ο τελικός δικαιούχος φέρει παράλληλη και αυτοτελή ευθύνη ως προς την τήρηση των κανόνων επιλεξιμότητας, νομιμότητας και κανονικότητας των δαπανών, η αποδοχή των επίμαχων βεβαιώσεων κατάρτισης εκ μέρους του τελικού δικαιούχου δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του τελικού αποδέκτη (εκκαλούσας), ο οποίος γνωρίζει ότι πρέπει να υποβάλλει ενώπιον κάθε αρμοδίου οργάνου του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγγραφα ικανά να αποδείξουν την επαγγελματική του κατάρτιση ώστε να βαθμολογηθεί προσηκόντως στο πλαίσιο αξιολόγησης του επενδυτικού του σχεδίου ( Ε.Σ. Ι Τμ. 1721, 1722/2016).Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/676/2023
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος της εκκαλούσας, ποσού 5.047.789,84 ευρώ, που προέρχεται από τη χρηματοδότηση του Υποέργου 1 της πράξης «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΔΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ-Β΄ ΦΑΣΗ/ΕΤΠΑ»(...)Προβάλλεται επίσης από την εκκαλούσα ότι δεν φέρει υπαιτιότητα ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, που συνίσταται στην κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3669/2008 ανάθεση στην «… ΑΕ» ως υποεργολάβου, μέρους του έργου, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την αναθέτουσα αρχή, και σε κάθε περίπτωση αυτή δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της. Ως προς το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθ’ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 4 για την κατάφαση παρατυπίας δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή πταίσματος του δικαιούχου και τούτο, διότι ο περιορισμός της δυνατότητας ανάκτησης της παρανόμως διατεθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής στις περιπτώσεις παρατυπιών διαπραχθεισών από υπαιτιότητα θα έθετε σε διακινδύνευση του κοινοτικούς πόρους, διευκολύνοντας τις παρατυπίες(....)Περαιτέρω, σε σχέση με τη σοβαρότητα της παρατυπίας λαμβάνεται υπ’ όψιν ιδίως ότι ούτε προκύπτει ούτε είχε τεθεί υπ’ όψιν της εκκαλούσας κάποιο στοιχείο από το οποίο να εκκινούν τυχόν υποψίες για ανάθεση της επίμαχης υπεργολαβίας. Η ίδια εξάλλου η φύση της έννομης σχέσης, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η ανάθεση ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί αφανούς εταιρείας, καθιστά δυσχερή τον έλεγχο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεργολάβος εταίρος δεν είχε εμφανή την παρουσία της προς τους τρίτους. Ακόμα, για την εκτίμηση της φύσης της παρατυπίας συνεκτιμάται το γεγονός ότι η υπεργολαβία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το άνοιγμα του ανταγωνισμού και δεν επιβάλλονται περιορισμοί από το ενωσιακό δίκαιο. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι κατά παραδοχή του προβαλλόμενου λόγου, το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των δηλωθεισών στην Ε.Ε. δαπανών, περιόδου από 1.7.2015 έως 30.6.2018, ύψους (20.191.159,34 ευρώ Χ 2%=) 403.823,19 ευρώ.Δέχεται εν μέρει την έφεση.
ΣΤΕ/920/2011
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.