ΕΣ/Τ7/34/2006
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, η ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στις ως άνω διατάξεις περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και τα οποία, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. Δεν μπορούν, πάντως, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του (βλ. πράξ. ΙV Τμήμ. 33/2000, 93/2001, 17, 106, 125/2002, 1/2003, 113, 194/2004, 5/2005). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εν λόγω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσεως της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών, ως εργασιών λόγω απροβλέπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου καθώς και στις αντίστοιχες αποφάσεις της Προϊσταμένης αρχής (βλ. πράξ. IV Τμήματος 33/2000, 97/2001).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ7/182/2009
Συμπληρωματικές συμβάσεις μελετών. Η κατάρτιση συμβάσεων για την εκπόνηση συμπληρωματικών μελετητικών εργασιών με τον ανάδοχο της ήδη εκπονούμενης μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης αυτών η οποία εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. Πράξεις VII Τμήμ. 85, 34, 32/2006, 63/2005 IV Tμήμ. 5/2005, 194/2004) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου
ΕλΣυν/Ε.Κλ/69/2009
(...)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη (ΙΙΙ), το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι ως άνω εργασίες, που αποτελούν το αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης, δεν αποδεικνύεται ότι οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, δηλαδή σε αιφνίδια πραγματικά περιστατικά, που αντικειμενικά, κατά τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν. Ειδικότερα, η εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση με τα στοιχεία α΄, β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ (βλ. ανωτέρω σκέψη ΙV) οφείλεται στην πλημμελή εκπόνηση των αρχικών μελετών, οι οποίες πρέπει να συντάσσονται με την απαιτούμενη επιμέλεια πριν τη δημοπράτηση του έργου (βλ. άρθρ. 15 παρ. 3 ν. 3669/2008, Α΄116), ενώ για τον ίδιο λόγο κατέστη αναγκαία και η εκπόνηση νέων μελετών (στοιχείο ζ΄) . Τέλος, η δαπάνη αποζημίωσης του αναδόχου για θετικές του ζημίες (στοιχείο στ΄) δεν αφορά σε συμπληρωματικές εργασίες και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί σε συμπληρωματική σύμβαση.
ΕλΣυν/Τμ.7/91/2010
Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση. Η συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων, δεν μπορούν δε, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτες περιστάσεις εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στην απλή βελτίωση της ποιότητάς του λ.χ. με ανώτερα υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη (βλ. Πράξεις VII Τμ 63/2005, 85, 260/2006, 135, 231/2007, 44/2008, 32, 235, 249/2009 κ.ά.).
ΕλΣυν/Κλ.5(ΚΠΕ)47/2015
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Κωλύεται η υπογραφή της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης εργασιών του έργου «Κατασκευή βρεφονηπιακού σταθμού Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου … (αίθουσα πολλαπλών χρήσεων & βοηθητικών χώρων υπόγειο)», συμβατικού ποσού 161.900,24 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), διότι οι περιστάσεις που επικαλείται ο Δήμος για την εκτέλεση των επίμαχων εργασιών δεν είναι απρόβλεπτες και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να δικαιολογήσουν τη σύναψη της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο του αρχικού έργου. Οι εργασίες της ελεγχόμενης σύμβασης, οι οποίες οφείλονται στη διαπίστωση ότι οι συμβατικές ποσότητες υπολείπονται των πραγματικά απαιτούμενων, δεν υπαγορεύθηκαν από τη συνδρομή αιφνίδιων πραγματικών γεγονότων, τα οποία αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και κατά συνέπεια, η ανάγκη εκτέλεσης των ως άνω εργασιών της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης οφείλεται σε αστοχία της μελέτης, η οποία θα είχε αποφευχθεί, εάν είχε καταβληθεί η δέουσα επιμέλεια κατά την εκπόνηση αυτής και όχι στη συνδρομή περιστάσεων που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, Επομένως οι σχετικές δαπάνες μπορούν να καλυφθούν μόνο από το κονδύλιο των απροβλέπτων της αρχικής σύμβασης.
ΕΣ/ΚΛ.Ε/187/2023
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:Και τούτο, καθόσον οι αποτελούσες το αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης εργασίες δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, αλλά συνέχονται, ως πρόσθετες, με το τεχνικό αντικείμενο αυτής, χωρίς να αλλάζουν τη φύση της. Περαιτέρω, λόγω του αντικειμένου του έργου ... και της φύσης των ως άνω συμπληρωματικών εργασιών, υφίστανται τεχνικοί λόγοι που δεν επιτρέπουν την αλλαγή αναδόχου χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα στην άρτια και έγκαιρη εκτέλεση του έργου, δεδομένου ότι η ανάθεσή τους σε ανάδοχο διαφορετικό από εκείνον της αρχικής σύμβασης θα προκαλούσε σημαντικές τεχνικές δυσχέρειες, αφού θα απαιτούσε τον συντονισμό και την επίβλεψη, από την αναθέτουσα αρχή, διαφορετικών συνεργείων στον τόπο εκτέλεσης του έργου. Επιπλέον, συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις ως προς τη δεύτερη εργασία της Σ.Σ.Ε.(...)Δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 2ης συμπληρωματικής σύμβασης του έργου «Αποκαταστάσεις – Ανακατασκευές – Αναπλάσεις Κοινοχρήστων Χώρων του Δήμου Αθηναίων».
ΕΣ/ΚΛ.Ε/31/2017
Κατασκευή εργασιών φράγματος - συμπληρωματική σύμβαση..Με τα δεδομένα αυτά, και εκτός του ότι δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του Κλιμακίου οι βεβαιώσεις α) περί έναρξης ή μη εκτέλεσης των εργασιών της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης, όπως αυτές περιγράφονται στον 5ο Α.Π.Ε. και β) περί υπογραφής ή μη της ελεγχόμενης 3ης συμπληρωματικής σύμβασης του έργου, στοιχεία που ζητήθηκαν με την ως άνω αναβλητική πράξη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις ανωτέρω διατάξεις νόμιμες προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, διότι, ενόψει του ότι οι εργασίες αποδοτικής λειτουργίας των Ε.Ε.Ν. παρασχέθηκαν από 1.12.2015 έως 31.11.2016, για 12 μήνες, το οποίο είναι το προβλεπόμενο από τη διακήρυξη του έργου, χρονικό διάστημα για την παροχή των ως άνω υπηρεσιών, η παροχή των υπηρεσιών αυτών περατώθηκε και το αντικείμενο της σύμβασης έχει εξαντληθεί χωρίς να καταλείπεται περιθώριο για συμπλήρωσή της με πρόσθετες εργασίες. Ειδικότερα, δεν χωρεί η κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης, δεδομένου ότι, εκτός από τις λοιπές εργασίες που προβλέπονται από τα συμβατικά τεύχη του έργου, οι οποίες περατώθηκαν, όπως περιγράφεται ανωτέρω στις 31.12.2014, ολοκληρώθηκε και η δωδεκάμηνη αποδοτική λειτουργία του έργου, με συνέπεια να έχει ολοκληρωθεί το προβλεπόμενο από τη διακήρυξη του έργου φυσικό αντικείμενο και ο συμβατικός δεσμός του επίμαχου έργου να μην είναι ενεργός, ώστε να δύναται να συναφθεί συμπληρωματική σύμβαση. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, οι ως άνω εργασίες, που αποτελούν το αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης, δεν αποδεικνύεται ότι οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις κατά την τεχνική εκτέλεση του αρχικού έργου, αφού το επικαλούμενο «απρόβλεπτο γεγονός» (καθυστέρηση ολοκλήρωσης διαγωνισμού που προκηρύχθηκε με την 2534/31.5.2015 Διακήρυξη) δεν συνδέεται με την τεχνική εκτέλεση του έργου, αλλά αναφέρεται σε περιστάσεις που είναι άσχετες και δεν συνάπτονται με αυτήν. Πέραν τούτου σημειώνεται ότι αν επιδεικνυόταν η απαιτούμενη επιμέλεια, ο εν λόγω διαγωνισμός θα είχε προκηρυχθεί εγκαίρως και όχι κατά τη λήξη της διάρκειας του έργου «Ύδρευση … από το φράγμα … – Κατασκευή υπολειπομένων εργασιών φράγματος και έργων αγωγών μεταφοράς και Διυλιστηρίων».Κατ’ ακολουθία, το Κλιμάκιο κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση των ανωτέρω συμπληρωματικών εργασιών και, ως εκ τούτου, κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου συμπληρωματικής σύμβασης.
ΕΣ/Τ6/92/2011
Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
ΕλΣυν/Τμ.7/48/2012
Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση.Οι περιστάσεις δε που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη. Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες», οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του ή αποδίδονται σε έλλειψη επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. Πράξεις VII Τμ. 32, 34, 305/2006, 25/2010 και 142/2011).
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/101/2017
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ:(...) Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η ανάθεση συμπλη-ρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου έργου επιτρέπεται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όταν οι συμπλη-ρωματικές εργασίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτές δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή ή, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που, είτε προβλέπονται, κατ’ είδος, από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Ως απρόβλεπτες, εξ άλλου, περιστάσεις νοούνται τα αιφνίδια εκείνα πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την οικεία σύμβαση (Ε.Σ. αποφ. Τμ. Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, VI Τμ. 614/2014, Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσης της, να είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο (Ε.Σ. VI Τμ. 2066/2010 κ.α., Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών ως εργασιών που κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, τόσο στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όσο και στις αντίστοιχες αποφάσεις της προϊσταμένης αρχής, ενώ δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη ή είναι επακόλουθο της έλλειψης επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής. (Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 57/2012, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015, 290/2014 κ.α.).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής: Η προκείμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί απρόβλεπτη περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς έλαβε χώρα μετά την αρχική μελέτη του έργου και την αρχική σύμβαση, δεν ήταν δε αντικειμενικά δυνατό, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να προβλεφθούν εξ αρχής οι εργασίες που κατέστησαν εκ των υστέρων αναγκαίες λόγω της τροποποίησης αυτής. Εκ τούτων παρέπεται ότι μόνον οι συναφείς με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εργασίες, ως οφειλόμενες στο απρόβλεπτο αυτό γεγονός, μπορούν να εκτελεσθούν νομίμως κατόπιν σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης. Αντιθέτως, όσες εργασίες δεν συνέχονται με την εν λόγω τροποποίηση, ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά το στάδιο της αρχικής μελέτης και επομένως η ανάθεσή τους με την επίμαχη συμπληρωματική σύμβαση είναι μη νόμιμη.Βάσει αυτών, οι εργασίες υπό στοιχεία β) και δ) που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη 4 της παρούσας νομίμως ανατέθηκαν με συμπληρωματική σύμβαση, διότι αποδεικνύεται από τη σχετική αιτιολογική έκθεση και την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ότι κατέστησαν αναγκαίες λόγω αλλαγής των σχετικών Ο.Α. μετά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Ωστόσο, οι λοιπές ως άνω υπερσυμβατικές ή νέες εργασίες, δεν προκύπτει από τις ίδιες αποφάσεις ότι σχετίζονται με την εν λόγω τροποποίηση.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη και εκ του λόγου τούτου το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/Τ6/214/2007
Προϋποθέσεις έγκρισης ανάθεσης συμπληρωματικών εργασιών σε ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου. Δε δύναται να θεμελιωθεί επιλογή νέας μη νόμιμης διαδικασίας στο πλαίσιο ανάθεσης συμπληρωματικής σύμβασης, με επίκληση ισχυρισμών που σχετίζονται με μη νόμιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε κατά το παρελθόν με υπαιτιότητα του-αιτούντος τη θεμελίωση αυτή-αναθέτοντας φορέα. Πραγματικά περιστατικά. Αβάσιμος ο ισχυρισμός περί συγγνωστής πλάνης του αναθέτοντας φορέα.