ΕΣ/Τ7/182/2009
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Συμπληρωματικές συμβάσεις μελετών. Η κατάρτιση συμβάσεων για την εκπόνηση συμπληρωματικών μελετητικών εργασιών με τον ανάδοχο της ήδη εκπονούμενης μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης αυτών η οποία εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. Πράξεις VII Τμήμ. 85, 34, 32/2006, 63/2005 IV Tμήμ. 5/2005, 194/2004) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ7/85/2006
Δημόσια έργα.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητας του ( Πρ. VII Τμ. 34, 32/2006, 63/2005, IV Τμ 5/2005, 194/2004).
ΕΣ/Τ7/143/2009
Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητας του (βλ. πρ. VII Τμ. 32, 78/2006). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεως της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος της νομιμότητας της.
ΕλΣυν/Ε Κλιμ/420/2010
Συμπληρωματική σύμβαση. Οι εργασίες εγκατάστασης δικτύων φυσικού αερίου, οι οποίες δεν προβλέπονται στην τεχνι¬κή περιγραφή δεν είναι, συμπληρωματικές, αλλά νέες εργασίες, που διαφοροποιούν το τεχνικό αντικείμενο του έργου και αποσκοπούν στη βελτίωσή του. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι εργασίες αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντι-κείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονό¬τα ή καταστάσεις, ήτοι σε πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης, τα οποία επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου και δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Για τις λοιπές εργασίες η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται ότι δεν ήταν δυνατό αντικειμενι¬κά να προβλεφθούν λόγω συνδρομής απροβλέπτων περιστάσεων κατά τη σύνταξη και έγκριση της μελέτης, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Ούτε η επίκληση από την αναθέτουσα αρχή της καλής κατασκευής και λειτουργίας, καθώς και της βελτίωσης της ποιότητας του έργου, δύναται να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματι¬κής σύμβασης, καθόσον οι εργασίες αυτές καλύπτονται από το κονδύλιο των απροβλέπτων.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)106/2013
Εξόφληση του 3ου και 4ου λογαριασμού της μελέτης με τίτλο «Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......».(...)Ειδικότερα, για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης πρέπει να υπάρχουν επιπρόσθετες εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης και είτε δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από τεχνική και οικονομική άποψη από την κύρια σύμβαση είτε ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή της, ενώ περαιτέρω οι εργασίες αυτές πρέπει να οφείλονται σε περιστάσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την σύναψη της αρχικής σύμβασης. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3210, 2489/2011, πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 412, 296/2010, 279, 277/2008) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου ή η διαφορά στην αμοιβή της αναδόχου που προκαλείται συνεπεία αυτού, δεν αφορά σε μελέτες πρόσθετες ή νέες που δύνανται να περιληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται απλώς η αύξηση του προϋπολογισμού του αρχικού αντικειμένου ώστε να καλυφθούν οι διαφορές στην κοστολόγηση, οι οποίες προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συμπληρωματική σύμβαση (απόφαση VI Τμήματος 2503/2009). Εξάλλου, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% της αρχικής συμβατικής αμοιβής, σε κάθε περίπτωση δε οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες εκτελούνται μόνο μετά την σύνταξη συγκριτικού πίνακα που τις περιλαμβάνει, ο οποίος εγκρίνεται πριν εξαντληθεί η συνολική προθεσμία για την περαίωση του μελετητικού έργου (βλ. πράξεις VII Τμήματος 182/2009, 279/2008). (Κρίθηκε μη ανακλητέα (Πράξη Ελ. Συν. 58/2013 Τμ. 7)
ΕλΣυν/Κλ.Ζ/141/2010
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να συνάπτουν συμβάσεις εκπονήσεως μελετών ή παροχής υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 10, οι οποίες, ως εισάγουσες εξαίρεση από τον κανόνα του ανοικτού διαγωνισμού, ερμηνεύονται στενά (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση C-385/2002, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας). Μεταξύ των περιπτώσεων που απαριθμούνται στο ως άνω άρθρο συγκαταλέγεται και η κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως με τον ανάδοχο της αρχικής τοιαύτης υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές, αλλά δεν περιελήφθησαν στην αρχική σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, δ) η συνολική δαπάνη των συμπληρωματικών συμβάσεων να μην υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) του ύψους της αρχικής συμβατικής αμοιβής και ε) να έχει προηγηθεί γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου. Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι ο αρχικός σχεδιασμός με βάση τον οποίο προσδιορίσθηκε το αντικείμενο των μελετών ή των υπηρεσιών, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Εξάλλου, ως εκ της φύσεως της σχετικής απόφασης για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, επιβάλλεται να προκύπτει κάθε φορά πλήρης και σαφής αιτιολογία περί της συνδρομής των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της (βλ. σχετ. πράξεις VI ΤμΕλΣυν. 95, 99/2004, 27/2005, IV ΤμΕλΣυν. 33/2000, 112/2002, 189/2003, 102/2002). Περαιτέρω, για την εκτέλεση της συμπληρωματικής σύμβασης συντάσσεται και εγκρίνεται Συγκριτικός Πίνακας, ο οποίος επιδίδεται στον ανάδοχο της αρχικής συμβάσεως. Η επίδοση αυτή επέχει θέση προσκλήσεως προς υπογραφή του συμβατικού κειμένου (βλ. σχετ. VI Τμ. Ελ.Συν. 113/2008).
ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)106/2013
«Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......»(…) Ειδικότερα, για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης πρέπει να υπάρχουν επιπρόσθετες εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης και είτε δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από τεχνική και οικονομική άποψη από την κύρια σύμβαση είτε ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή της, ενώ περαιτέρω οι εργασίες αυτές πρέπει να οφείλονται σε περιστάσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την σύναψη της αρχικής σύμβασης. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3210, 2489/2011, πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 412, 296/2010, 279, 277/2008) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου ή η διαφορά στην αμοιβή της αναδόχου που προκαλείται συνεπεία αυτού, δεν αφορά σε μελέτες πρόσθετες ή νέες που δύνανται να περιληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται απλώς η αύξηση του προϋπολογισμού του αρχικού αντικειμένου ώστε να καλυφθούν οι διαφορές στην κοστολόγηση, οι οποίες προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συμπληρωματική σύμβαση (απόφαση VI Τμήματος 2503/2009). Εξάλλου, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% της αρχικής συμβατικής αμοιβής, σε κάθε περίπτωση δε οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες εκτελούνται μόνο μετά την σύνταξη συγκριτικού πίνακα που τις περιλαμβάνει, ο οποίος εγκρίνεται πριν εξαντληθεί η συνολική προθεσμία για την περαίωση του μελετητικού έργου (βλ. πράξεις VII Τμήματος 182/2009, 279/2008).(..) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι μη νομίμως συνήφθη η 1η Συμπληρωματική Σύμβαση της κρίσιμης μελέτης, διότι η μεν αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής των γεωλογικών μελετών δεν μπορεί να περιληφθεί, ως αυτοτελές κονδύλιο σε συμπληρωματική σύμβαση, καθόσον δεν αφορά σε πρόσθετες ή νέες μελέτες που χρειάζεται να εκπονηθούν εξαιτίας της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων, οι δε ρυθμίσεις της Υ.Α. οικ.37691/12.9.2007, με τις οποίες μεταβλήθηκαν οι προδιαγραφές και η διαδικασία εκπόνησης των γεωλογικών μελετών Γ.Π.Σ./Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., αφενός δεν συνιστούν περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης, καθώς είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της υπογραφής αυτής (στις 14.9.2007, ενώ η αρχική σύμβαση υπεγράφη στις 16.1.2008), αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 9 της από 10.7.2006 διακήρυξης του διαγωνισμού, έπρεπε να αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο εκπόνησης των μελετών της αρχικής σύμβασης, ενώ για την πρόσθετη αμοιβή των μελετητών από το ενδεχόμενο της τροποποίησης του ισχύοντος κατά το χρόνο δημοσίευσης της προκήρυξης θεσμικού πλαισίου (της Υ.Α. ΥΠΕΧΩΔΕ 9572/1845/2000), που αφορούσε το σκέλος της γεωλογικής διερεύνησης της μελέτης, είχε προβλεφθεί μέρος του ποσού των 30.000,00 ευρώ, το οποίο είχε προστεθεί στην προεκτιμώμενη αμοιβή της αρχικής σύμβασης. Επιπλέον, μη νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 περ. β΄ της Υ.Α. 37691/12.9.2007, η ανάδοχος εταιρεία δεν διέθετε πτυχίο στην κατηγορία 20 του Μητρώου μελετητών Δημοσίων Έργων, έλλειψη η οποία δεν καλύπτεται από το πτυχίο του ειδικού συνεργάτη της μελετητή, καθώς οι επικαλούμενες μεταβατικές διατάξεις της ως άνω Υ.Α. δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, εφόσον ρυθμίζουν περιπτώσεις μελετών που κατά το χρόνο ισχύος των κρίσιμων διατάξεων (στις 14.9.2007) ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη και όχι μεταγενεστέρως ανατεθεισών μελετών(…)
ΕΣ/Τμ.6/2158/2011
Οι επικληθείσες με τις υπό κρίση αιτήσεις ειδικές περιστάσεις, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν συνιστούν αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων, εντούτοις αποτελούν πραγματικά γεγονότα δυνάμενα αντικειμενικά να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού μελετητή. Eπιπροσθέτως, οι προπεριγραφείσες νέες εργασίες επεκτείνουν κατ’ ουσίαν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και βελτιώνουν την ποιότητά του (επέκταση και βελτίωση που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου) με αποτέλεσμα να μη δύνανται να θεωρηθούν κατά τα προεκτεθέντα ως νόμιμες συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα. Επίσης, η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από τους αιτούντες, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, ως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει ήδη εγκεκριμένης μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο. Άλλωστε, η αναθέτουσα αρχή ήταν δυνατόν να προβλέψει και να εκτιμήσει πριν από τη διενέργεια του διαγωνισμού για τη σύναψη της αρχικής σύμβασης το 2007 την ανάγκη συμπερίληψης σε αυτή των υπόψη συμπληρωματικών εργασιών, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης διαγωνισμού, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. άρθρα 4 και 7 παρ. 2 εδ. β και 4 εδ. α του ν.3316/2005, σχετικά με την επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου του έργου). Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι τα αρμόδια όργανά της, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι η σύναψη της κρινόμενης συμβάσεως είναι νόμιμη. Τούτο δε καθόσον πλάνη και δη συγγνωστή δεν χωρεί εν προκειμένω διότι υπάρχει, από μακρού χρόνου, σταθερότητα της νομοθεσίας και της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικών συμβάσεων.
ΕλΣυν/Επτ/1704/2011
Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης.Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, Ε.Σ. 2502, 2511/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (π.ρ.βλ. Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).
ΣτΕ/3098/2015
Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από βαρύτατο τραυματισμό εξαιτίας πτώσεως δένδρου στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, όπου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, οφειλόμενης σε παραλείψεις οργάνων του αναιρεσείοντος ιδρύματος.(....)Ειδικότερα, ο προβαλλόμενος λόγος ότι η βλάβη της υγείας της αναιρεσίβλητης οφειλόταν σε απρόβλεπτο γεγονός και ότι ακόμη και με τη λήψη κατάλληλων μέτρων δεν θα μπορούσε να αποτραπεί, δεν υπάρχει δε για την ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επελθούσης ζημίας της αναιρεσίβλητης και των προαναφερομένων παραλείψεων οργάνων του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως με νόμιμη κατ’ αρχήν και επαρκή αιτιολογία έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, η απόσπαση κλώνων των δένδρων ιδίως σε περίπτωση κακοκαιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο και αναπόφευκτο γεγονός αλλά πιθανό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και δυνάμενο να αποφευχθεί με την καταβολή της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου (αποκοπή των κλάδων) και συνεπώς η πτώση του κλάδου στον προαύλιο χώρο του αναιρεσείοντος και ο τραυματισμός της αναιρεσίβλητης συνδέετει αιτωδώς με υπαίτια συμπεριφορά των μελών της διοικήσεως του αναιρεσείοντος (παράλειψη να προβούν εγκαίρως στην αποκοπή των κλάδων).(....)Απορρίπτει την αίτηση.
ΕλΣυν/Επταμ/2429/2011
Η έννοια των διατάξεων αυτών είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).