ΕΣ/Τμ.6/2158/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Οι επικληθείσες με τις υπό κρίση αιτήσεις ειδικές περιστάσεις, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν συνιστούν αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων, εντούτοις αποτελούν πραγματικά γεγονότα δυνάμενα αντικειμενικά να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού μελετητή. Eπιπροσθέτως, οι προπεριγραφείσες νέες εργασίες επεκτείνουν κατ’ ουσίαν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και βελτιώνουν την ποιότητά του (επέκταση και βελτίωση που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου) με αποτέλεσμα να μη δύνανται να θεωρηθούν κατά τα προεκτεθέντα ως νόμιμες συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα. Επίσης, η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από τους αιτούντες, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, ως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει ήδη εγκεκριμένης μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο. Άλλωστε, η αναθέτουσα αρχή ήταν δυνατόν να προβλέψει και να εκτιμήσει πριν από τη διενέργεια του διαγωνισμού για τη σύναψη της αρχικής σύμβασης το 2007 την ανάγκη συμπερίληψης σε αυτή των υπόψη συμπληρωματικών εργασιών, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης διαγωνισμού, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. άρθρα 4 και 7 παρ. 2 εδ. β και 4 εδ. α του ν.3316/2005, σχετικά με την επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου του έργου). Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι τα αρμόδια όργανά της, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι η σύναψη της κρινόμενης συμβάσεως είναι νόμιμη. Τούτο δε καθόσον πλάνη και δη συγγνωστή δεν χωρεί εν προκειμένω διότι υπάρχει, από μακρού χρόνου, σταθερότητα της νομοθεσίας και της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικών συμβάσεων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)27/2013
«Σύνταξη προτάσεων αναφορικά με το ρυθμιστικό σχέδιο (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη (ΙΙ), το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, καθόσον αν και αφορά σε ανάθεση χωροταξικής-ρυθμιστικής μελέτης, δεν ανατέθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3316/2005 περί μελετών, ήτοι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τον οικείο νόμο (3316/2005) ανοικτή ή κλειστή διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση μελέτης (άρθρο 1 του ως άνω νόμου) ή η διαδικασία κατ'εξαίρεση απευθείας ανάθεσης (άρθρο 10 παρ. 2 του ιδίου νόμου) ή η κατά παρέκκλιση διαδικασία ανάθεσης μελετών με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 209 παρ. 3 του ν.3463/2006, επιπροσθέτως, δε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τη διαφωνούσα Επίτροπο δεν προσκομίστηκαν τα κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη σκέψη της παρούσας απαιτούμενα στις διαδικασίες ανάθεσης μελετών στοιχεία (μελετητικό πτυχίο, απόφαση οριστικής παραλαβής της μελέτης και εγκριτική απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας).
ΣΤΕ ΕΑ 1041/2010
Μελέτες-Διαγωνισμός: Από τα ανωτέρω δεδομένα προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι η σύμπραξη … δεν ήταν αποκλειστέα από το διαγωνισμό λόγω αποχωρήσεως από το εταιρικό πτυχίο ενός εκ των μελών της του …, διότι η μεταβολή αυτή στη στελέχωση του μελετητικού γραφείου … κ.λπ. δεν επηρεάζει την ομάδα μελέτης της εν λόγω σύμπραξης. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση της αναθέτουσας αρχής να μην αποκλείσει τη σύμπραξη αυτή από το διαγωνισμό, η οποία περιέχεται στο ΔΔ 2464/23.7.2009 έγγραφό της προς την αιτούσα, φαίνεται νόμιμη, εφ’ όσον λαμβάνει υπόψιν τα κριτήρια του νόμου (άρθρου 18 παρ. 3 ν. 3316/2005), σύμφωνα με τα οποία απεφάνθη ότι η αποχώρηση του ανωτέρω μελετητού δεν επηρεάζει την ομάδα μελέτης. Κατά της αποφάσεως αυτής, που εμπεριέχει την ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, η αιτούσα δεν προβάλλει ούτε προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως με την ένσταση και την προδικαστική προσφυγή που άσκησε στο παρόν στάδιο του διαγωνισμού συγκεκριμένες αιτιάσεις, αρκούμενη να παραπονεθεί ότι οι ισχυρισμοί της απερρίφθησαν με ενημερωτικό έγγραφο, προσθέτοντας αορίστως ότι συντρέχει παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3316/2005 «κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα διεξαγωγής του διαγωνισμού και εξέτασης των ενστάσεων και των προσφυγών, ενώ είχε ήδη λάβει χώρα η αποχώρηση του κ. … και δεν είχε υποβληθεί η σχετική υπεύθυνη δήλωση». Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί, ανεξαρτήτως αν προβάλλονται παραδεκτώς κατά της προσβαλλομένης πράξεως στο παρόν στάδιο του διαγωνισμού (ελέγχου των οικονομικών προσφορών), είναι αόριστοι και, συνεπώς, μη ουσιώδεις, δεν έχρηζαν δε ειδικωτέρας απαντήσεως από την αναθέτουσα αρχή. Συνεπώς, οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι μη νομίμως δεν απεκλείσθη η σύμπραξη … από το διαγωνισμό και μάλιστα σε προγενέστερο του παρόντος στάδιο αυτού είναι απορριπτέοι.
ΕλΣυν/Επτ/2489/2011
Μελέτες.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα μείζονος – επταμελούς σύνθεσης άγεται στην κρίση ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης συμπληρωματικών μελετών δεν αιτιολογείται ως προς το προαπαιτούμενο της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων εκ μέρους του αρμοδίου για την έκδοση της σχετικής απόφασης Aναπληρωτή Διευθυντή Συγκοινωνιακών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων αναθεώρησης περί συνδρομής των περιστάσεων αυτών και περί της ύπαρξης επαρκούς αιτιολογίας στην αιτιολογική έκθεση. Συγκεκριμένα, ως προς την ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και την παρεμβαίνουσα σύμπραξη, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, λεκτέον ότι τούτο θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, όπως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο.
ΕλΣυν/Επταμ/3210/2011
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το παρόν Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης των προτεινόμενων με το σχέδιο σύμβασης συμπληρωματικών μελετών δεν είναι νόμιμη, καθόσον δεν αποδεικνύεται, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ μέρους των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, η συνδρομή απρόβλεπτης περίστασης που να κατέστησε αναγκαία την ανάθεση εκπόνησης αυτών. Ειδικότερα, στη συνοδεύουσα το συγκριτικό πίνακα προεκτεθείσα αιτιολογική έκθεση δε γίνεται αναφορά στις αποτυπώσεις της προϋπάρχουσας αναγνωριστικής μελέτης και στις συγκεκριμένες αποδοχές αυτής, που ανετράπησαν κατά την εκπόνηση των συμβατικών μελετών σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαιτούνται συμπληρωματικές μελέτες, ούτε, περαιτέρω, αιτιολογείται ότι οι διαφοροποιήσεις που ανέκυψαν δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από τους αναδόχους μελετητές κατά την σύνταξη της προσφοράς τους, δεδομένου ότι ήταν γνωστό πως η μελέτη, στην οποία βασίστηκε η προκήρυξη της διαδικασίας ανάθεσης της μελέτης, ήταν αναγνωριστική και όχι βεβαίως οριστική. Και ναι μεν ισχυρίζεται το Δημόσιο με την υπό κρίση αίτηση ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης, που ανατέθηκε στους αναδόχους με την αρχική σύμβαση, οι μελέτες που εκπόνησαν οι ανάδοχοι (προωθημένη αναγνωριστική μελέτη, η προμελέτη οδοποιϊας και κόμβων, προκαταρκτική μελέτη τεχνικών έργων και προμελέτη οχετών), στηρίχθηκαν στα ενημερωμένα δορυφορικά υπόβαθρα κλίμακας 1:500 και στους νέους ορθοφωτοχάρτες, που εντοπίζουν λεπτομέρειες, τις οποίες η αναγνωριστική μελέτη, στην οποία βασίστηκε η προκήρυξη της ανάθεσης της αρχικής σύμβασης μελέτης, δεν μπορούσε να εντοπίσει γιατί είχε στηριχθεί στα τότε διαθέσιμα υπόβαθρα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού κλίμακας 1:50.000, πλην όμως, όπως συνομολογείται με την υπό κρίση αίτηση, στην οποία επαναλαμβάνονται οι προβληθέντες με την ασκηθείσα ενώπιον του VI Τμήματος αίτηση ανακλήσεως ισχυρισμοί του δημοσίου, οι αποκλίσεις στην εκτίμηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης εκπόνησης μελέτης όταν η σύμβαση έχει ανατεθεί κατόπιν αναγνωριστικής και μόνον μελέτης όχι μόνον δε συνιστούν απρόβλεπτο γεγονός, αλλά είναι αναμενόμενες, και για το λόγο αυτό περιλαμβάνεται στη διακήρυξη όρος (άρθρο 11.3 αυτής, που αποδίδει αντίστοιχο όρο των εγκεκριμένων με υπουργική απόφαση προτύπων τευχών δημοπράτησης), σύμφωνα με τον οποίο «ο ανάδοχος έλαβε υπόψη, κατά τη μελέτη του φακέλου του έργου, την πιθανότητα να μην αντιστοιχούν οι ποσότητες μονάδων φυσικού αντικειμένου που αναφέρονται στο τεύχος της προεκτιμώμενης αμοιβής, στις τελικές ποσότητες που θα απαιτηθούν για την εκπόνηση της μελέτης και διαμόρφωσε ανάλογα την οικονομική του προσφορά». Συναφώς, είναι απορριπτέα η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή υποστηρίζεται από το αιτούν Υπουργείο, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης κάθε περίστασης που συνίσταται σε εύρημα, το οποίο εντοπίζεται κατά τη διαδικασία εκπόνησης της οριστικής μελέτης οδού και δεν περιείχετο στην αναγνωριστική μελέτη, αφενός μεν γιατί με τον ισχυρισμό τούτο το αιτούν προβάλλει δογματικά ως απρόβλεπτες περιστάσεις τις οφειλόμενες στην εξ ορισμού ανεπάρκεια των αναγνωριστικών μελετών και αφετέρου διότι η εν λόγω ερμηνεία συνεπάγεται καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, όπως τούτο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το ν.3316/2005, δυνάμει του οποίου οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. σχετικά άρθρο 4 του ν.3316/2005), να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού, με όσο το δυνατό ακριβή προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της μελέτης, όπως προκύπτει από το φάκελο του έργου, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια (βλ. άρθρα 6 παρ. 2β και 7 παρ. 2β του ν. 3316/2005) όσο και της απαιτούμενης δαπάνης, στην οποία περιλαμβάνεται και η προεκτιμώμενη αμοιβή των μελετητών, που υπολογίζεται με βάση τις τιμές αμοιβών ανά κατηγορία έργου και μονάδα φυσικού αντικειμένου και τα ποσοτικά στοιχεία του προς ανάθεση έργου. Ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτή η τροποποίηση ουσιώδους όρου του διαγωνισμού (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου), μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελέτης, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος.Πέραν δε τούτων η προβληθείσα ενώπιον του VI Τμήματος και επαναφερόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναθεωρήσεως εκδοχή ότι όταν η δημοπράτηση μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις και για το λόγο αυτό η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο, προεκτιμώμενη, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, γιατί η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο αμοιβή
ΕΣ/Τ7/55/2009
Από τις διατάξεις του άρθρου 223 του π.δ.696/1974, του άρθρου 2 παρ.2 και του άρθρου 5 παρ.2 του ν.3316/2005 και του άρθρου 209 του ν.3463/2006 ,προκύπτει ότι για την ανάθεση προκαταρτικής μελέτης, για λογαριασμό των δήμων, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν και οι αρχιτεκτονικές μελέτες κτηριακών εγκαταστάσεων, εφόσον αυτή ανατίθεται σε ιδιαίτερο ξεχωριστό στάδιο από τα υπόλοιπα στάδια μελετών, απαιτείται η προηγούμενη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού με προκήρυξη, προκειμένου μέσα από τη διαδικασία αυτή να διασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, της ελεύθερης πρόσβασης των ενδιαφερομένων σε αυτήν και της ίσης μεταχείρισης τους να επιλεγεί ο καταλληλότερος ανάδοχος. Κατ' εξαίρεση, είναι επιτρεπτή η απευθείας ανάθεση μελετητικών εργασιών μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες αυτή η δυνατότητα παρέχεται ρητά. Ειδικότερα, είναι επιτρεπτή με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου η απευθείας ανάθεση του συνόλου των μελετητικών εργασιών κτηριακών έργων (προκαταρτικής μελέτης, προμελέτης, οριστικής μελέτης και μελέτης εφαρμογής), εφόσον προηγουμένως έχει προεκτιμηθεί η αμοιβή όλων των ανατιθέμενων ως άνω σταδίων της μελέτης αυτής και δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής μελετητικού πτυχίου Α' τάξης. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που ανατίθεται η εκπόνηση αποκλειστικά και μόνο του σταδίου της προκαταρτικής μελέτης, αυτή πρέπει να γίνει μόνο εφόσον προηγηθεί σχετική ανοικτή διαγωνιστική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 3316/2005 περί μελετών, τυχόν δε απευθείας ανάθεση αυτής, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, καθιστά τη σχετική δαπάνη μη νόμιμη.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/725/2019
Προγραμματική σύμβαση...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο είναι κατά χρόνο αναρμόδιο να ελέγξει την πρώτη φάση του διαγωνισμού για την επιλογή των αναδόχων των προκαταρκτικών μελετών, καθώς έχουν ήδη υπογραφεί και εκτελεστεί οι σχετικές από 22.11.2018 συμβάσεις μεταξύ της Περιφέρειας ... και των τριών αναδόχων. Περαιτέρω, οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες, καθώς δεν υποβλήθηκαν πριν την υπογραφή τους για έλεγχο νομιμότητας στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 1 έως 4 του ν. 4129/2013, παρότι η συνολική προϋπολογισθείσα δαπάνη του διαγωνισμού ανερχόταν σε 1.000.000 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.). Ως εκ τούτου, οι συμβάσεις αυτές, καθώς και οι βάσει αυτών εκπονηθείσες προκαταρκτικές μελέτες, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα για τη συμμετοχή των τριών επιλεγέντων αναδόχων στη δεύτερη φάση της διαδικασίας για την ανάθεση των υπολοίπων σταδίων της μελέτης. Συνακόλουθα, είναι μη νόμιμη και η .... απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας ..., με την οποία κατακυρώθηκε η ανάθεση των υπολοίπων σταδίων της μελέτης στη σύμπραξη .... Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Τμήματος, παραδεκτώς ελέγχονται στο παρόν στάδιο οι πράξεις της πρώτης φάσης της διαγωνιστικής διαδικασίας, πλην μη νομίμως έγινε δεκτή η προσφορά της σύμπραξης .... κατά την πρώτη φάση του διαγωνισμού, αφού η σύμπραξη αυτή, ενώ εκκρεμούσε ο έλεγχος των προσφορών των υποψηφίων από την Επιτροπή Διαγωνισμού, μετέβαλε τη στελέχωση της δηλωθείσας με την τεχνική προσφορά της ομάδας μελέτης για την κατηγορία 20, χωρίς να επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας για την μεταβολή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 3316/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο παρ. 4 εδ. α΄ του ν. 3621/2007. Συνακόλουθα, είναι μη νόμιμη η συμμετοχή της σύμπραξης αυτής στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού και, ως εκ τούτου, είναι νη νόμιμη και η .... κατακυρωτική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας ...Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο απέχει του ελέγχου της πρώτης φάσης της διαδικασίας ανάθεσης, ενώ κρίνει ότι συντρέχει ουσιώδης πλημμέλεια στην ελεγχθείσα δεύτερη φάση της διαδικασίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη.
ΕΣ/Τ7/189/2007
Η επικαλούμενη δε από το Δήμο χρονική καθυστέρηση ή πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε περίπτωση αναθέσεως των επίμαχων συμπληρωματικών μελετών μετά από διενέργεια διαγωνισμού δεν μπορούν να νοηθούν ως μείζονα προβλήματα κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. β΄ περ. γ΄ του ν. 3316/2005, διότι αφενός δεν αποτελούν νόμιμους λόγους για την απ’ ευθείας (με διαδικασία διαπραγμάτευσης) ανάθεση στον ανάδοχο της αρχικής μελέτης πρόσθετων μελετών και αφετέρου στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ της κύρωσης της πράξης εφαρμογής από το Νομάρχη (22.9.2005) και της έγκρισης του 4ου συγκριτικού πίνακα εργασιών από την Προϊσταμένη Αρχή (17.5.2006) μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα, το οποίο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια μιας πιθανής διαγωνιστικής διαδικασίας.Μη ανάκληση της 64/2007 του 7ου τμ.
ΕλΣυν/Τμ.6/2785/2012
VIII. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται κατ’ αρχάς στην κρίση ότι, παρά τα περί του αντιθέτου γενόμενα δεκτά από το Κλιμάκιο, παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ως εκ της μη δημοσίευσης περίληψης της διακήρυξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν στοιχειοθετείται, αφού η τήρηση της διατύπωσης αυτής δεν επιβάλλεται για τους διαγωνισμούς που, όπως εν προκειμένω, διέπονται από τον ν. 3316/2005. Ωσαύτως εσφαλμένη παρίσταται, περαιτέρω, η κρίση της προσβαλλόμενης Πράξης ότι η βαθμολόγηση της τεχνικής προσφοράς των υποψηφίων πάσχει, καθόσον, μολονότι η υπό ανάθεση μελέτη ήταν προεκτιμώμενης αμοιβής άνω των 120.000 ευρώ και η διακήρυξη δεν περιελάμβανε σχετική πρόβλεψη, η Επιτροπή Διαγωνισμού αξιολόγησε την εκ μέρους των διαγωνιζομένων «γνώση των τοπικών συνθηκών». Πράγματι, παρά την εμφατική, πλην διακηρυκτικού και μόνο χαρακτήρα αναφορά στο συγκεκριμένο στοιχείο στο προοίμιο του επίμαχου II/7.10.2011 Πρακτικού, από το σύνολο του περιεχόμενου αυτού καθίσταται σαφές ότι η - δεδομένη, άλλωστε, για όλους τους διαγωνιζομένους, λόγω της εκεί προηγούμενης δραστηριοποίησής τους - γνώση της περιοχής ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή, όχι αυτοτελώς, υπό την έννοια της αναγωγής της σε ιδιαίτερο μέτρο σύγκρισης των προσφορών μεταξύ τους, αλλά αποκλειστικώς σε σχέση με την αξιοποίησή της από τους υποψηφίους για την προσήκουσα εκτίμηση των δυσχερειών του μελετητικού αντικείμενου, δοθέντος δε ότι επί τη βάσει της τελευταίας ήταν που αιτιολογήθηκε η διαφορετική, για καθέναν από αυτούς, βαθμολογία, ούτε οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 3316/2005, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, δεν αποκλείουν τη λήψη υπόψη του ως άνω στοιχείου προς επίρρωση της αιτιολογίας της βαθμολόγησης, ως προς τα λοιπά καθιερούμενα κριτήρια αξιολόγησης, ούτε οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης παραβιάσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση. Όσον αφορά, εξ άλλου, τη συγκρότηση πενταμελούς, αντί τριμελούς, Επιτροπής Διαγωνισμού, η λεπτομερής παράθεση στο προαναφερόμενο Πρακτικό των ειδικών απαιτήσεων της υπό εκπόνηση μελέτης πλήρως δικαιολογεί την εκτίμηση της Υπηρεσίας ότι ο διαγωνισμός επιβαλλόταν να διενεργηθεί από διευρυμένης σύνθεσης Επιτροπή και, ως εκ τούτου, υπέρβαση των ακραίων ορίων της παρεχόμενης από το άρθρο 21 του ν. 3316/2005 ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Αναθέτουσας Αρχής δεν συντρέχει. Ασχέτως, τέλος, της ενδεχόμενης σύναψης δανείου για τη χρηματοδότηση της μελέτης, βέβαιο είναι και με την προσβαλλόμενη Πράξη δεν αμφισβητείται ότι τόσο κατά το χρόνο έναρξης της διαδικασίας δημοπράτησης, όσο και κατά το χρόνο κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού, υπήρχε εγγεγραμμένη στον προϋπολογισμό του Δήμου επαρκής πίστωση, με συνέπεια να πληρούται η τασσόμενη από το άρθρο 158 παρ. 6 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων τυπική προϋπόθεση.
ΕλΣυν/Τμ7/199/2010
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη (ΙΙ), το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, καθόσον δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τον οικείο νόμο (3316/2005) ανοικτή ή κλειστή διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση μελέτης ή παροχής υπηρεσιών της παρ. 2 (εδάφ. α΄ και β΄, αντίστοιχα) του άρθρου 1 του ως άνω νόμου. Και ναι μεν ισχυρίζεται ο διατάκτης της δαπάνης ότι με την επίμαχη σύμβαση δεν ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης, αλλά η «παροχή τοπογραφικών υπηρεσιών», οι οποίες μπορούσαν, κατά τους ισχυρισμούς του, ν΄ ανατεθούν απ΄ ευθείας με απόφαση του Δημάρχου κατ΄ επίκληση της διατάξεως της παρ. 9 του άρθρου 209 του Δ.Κ.Κ., πλην όμως, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στη σύμβαση και στην πιστοποίηση του Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών αντικείμενο των ανατεθεισών και εκτελεσθεισών, αντίστοιχα, εργασιών, αυτές αφορούν εκπόνηση τοπογραφικής μελέτης, όπως βασίμως προβάλλει ο διαφωνών Επίτροπος, και θα μπορούσαν ν΄ ανατεθούν απευθείας -αν συνέτρεχαν και οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 209 του Δ.Κ.Κ.- μόνο με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής. Πέραν δε τούτου ακόμη και αν συνιστούσαν τοπογραφικές απλώς υπηρεσίες και όχι μελέτη, όπως διατείνεται ο διατάκτης της δαπάνης, πάλιν δε θα ήταν νόμιμη η απευθείας ανάθεση αυτών κατ΄ επίκληση της παρ. 9 του άρθρου 209, καθόσον με τη διάταξη αυτή επιτρέπεται η απ΄ ευθείας ανάθεση της παροχής υπηρεσιών, οι οποίες δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3316/2005. Οι τοπογραφικές όμως αυτές εργασίες ανατέθηκαν στον φερόμενο ως δικαιούχο, «για την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης και στη διοίκηση ή επίβλεψη ή έλεγχο έργου», όπως υποστηρίζει ο Δήμος στο 11370/10.5.2010 απαντητικό έγγραφο της Τεχνικής Υπηρεσίας. Συνεπώς, και αν ακόμη δεν αποτελούσαν μελέτη κατά την έννοια του εδάφ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3316/2005, πάντως θα ενέπιπταν στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών της διατάξεως της παρ. 2 εδάφ. β΄ του άρθρου 1 του ν.3316/2005, στην οποία μάλιστα παραπέμπει το ως άνω έγγραφο. Τέλος, ναι μεν επιτρέπεται από το άρθρο 209 παρ. 3 του Δημοτικού Κώδικα η κατ΄ εξαίρεση των διαγωνιστικών διαδικασιών απ΄ ευθείας ανάθεση μελέτης, πλην όμως εν προκειμένω δεν συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο, καθόσον αφενός μεν δεν ελήφθη σχετική απόφαση για την ανάθεση από την αρμόδια κατά την παράγραφο αυτή Δημαρχιακή Επιτροπή και αφετέρου ο προϋπολογισμός της ανατεθείσας τοπογραφικής μελέτης υπερβαίνει το 30% του ορίου της αμοιβής του πτυχίου Α΄ τάξεως για τις μελέτες αυτές, όπως τούτο ορίζεται στην προεκτεθείσα υπουργική απόφαση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία για την ανάθεση της μελέτης, η εντελλόμενη για την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)/139/2016
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Μη νόμιμη η καταβολή πληρωμής του Δήμου …., ποσού 7.380,00 ευρώ, το οποίο αφορούσε την προκαταβολή στη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρεία «….» του 30% του συνολικού ποσού που προβλέπεται στην από 6.10.2014 φερόμενη ως προγραμματική σύμβαση, με αντικείμενο την εκπόνηση «…».Με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η από 6.10.2014 σύμβαση, σε εκτέλεση της οποίας εκδόθηκε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα, δεν αποτελεί, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά, κατ’ ουσίαν, απευθείας ανάθεση εκπόνησης μελέτης του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3316/2005 από το Δήμο …στην ..., όπως βασίμως προβάλλει η Επίτροπος, κατ’ εκτίμηση της 117/4.12.2014 πράξης επιστροφής (βλ. σκέψη Ι). Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων, ήτοι ο Δήμος αποσκοπεί στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου και την παραλαβή της μελέτης, ενώ η … αποβλέπει στην απόληψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος για την εκπόνησή της. Η συμβολή δε του Δήμου περιορίζεται, κατά κύριο λόγο, στην καταβολή της δαπάνης για την εκτέλεση του αντικειμένου της σύμβασης, ενώ η συλλογή και παράδοση στην …. των αναγκαίων στοιχείων για την εκπόνηση της Μ.Π.Ε., ανάγεται σε προαπαιτούμενη ενέργεια για τη σύνταξη οιασδήποτε μελέτης, καθώς κάθε εργοδότης παραδίδει στον ανάδοχο τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία και δεν συνιστά συμβολή στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου, ήτοι στην πραγματοποίηση αυτής καθεαυτής της μελέτης (πρβλ. Πράξη VII Τμ. 23/2015). Εξάλλου, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙ.Β., για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης απαιτείται ο επιδιωκόμενος σκοπός να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλο νόμιμο τρόπο, προϋπόθεση που δεν πληρούται εν προκειμένω, δοθέντος ότι ήταν δυνατή η ανάθεση του συμβατικού αντικειμένου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3316/2005, όπως είχε επισημανθεί και με τα από 2.1.2014 και 31.3.2014 τεύχη ανάθεσης μελέτης της Διεύθυνσης Μελετών του Δήμου. Ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι για την ολοκλήρωση του επιδιωκόμενου από τα συμβαλλόμενα μέρη σκοπού απαιτείται περαιτέρω η υπογραφή εκτελεστικών συμβάσεων. Επιπλέον, ο Δήμος …. είναι ο μόνος βαρυνόμενος με το οικονομικό αντικείμενο της σύμβασης, ενώ η προβλεφθείσα στο άρθρο 4 της σύμβασης μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από το Δήμο προς την …δεν περιορίζεται στην κάλυψη λειτουργικών εξόδων, αλλά χαρακτηρίζεται ρητώς ως «αμοιβή». Υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής συνηγορεί και ο συνυπολογισμός στο συμβατικό τίμημα του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο οποίος προβλέπεται μόνον στις εξ επαχθούς αιτίας συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (βλ. Πράξεις VII Τμ. 51, 29/2015). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η σύμβαση αφορά, σύμφωνα με το τεχνικό αντικείμενό της, την εκπόνηση μελέτης του ν. 3316/2005 και δη περιβαλλοντικής μελέτης (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 περ. 27 του ν. 3316/2005), όπως σαφώς προκύπτει και από τα προαναφερθέντα τεύχη ανάθεσης μελέτης της Διεύθυνσης Μελετών του Δήμου. Κατά συνέπεια, για την ανάθεση της ως άνω μελέτης έπρεπε να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3316/2005, οι οποίες καθιερώνουν ως κανόνα τη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού. Προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης θα μπορούσε να είναι νόμιμη μόνον εφόσον συνέτρεχε μία τουλάχιστον από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ως άνω νόμου, κάτι που δεν προκύπτει ούτε από το έγγραφο επανυποβολής του εντάλματος, ούτε και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Ομοίως, δεν προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., σχετικά με το οποίο, τόσο ο Δήμος, όσο και η … ρητώς αναφέρουν ότι δεν εφαρμόσθηκε εν προκειμένω (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 26129/3.3.2015 έγγραφο του Δήμου και το υπ’ αριθμ. πρωτ. 7537/23.12.2014 έγγραφο της …Κατόπιν αυτών και δοθέντος ότι η επίμαχη σύμβαση δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά δημόσια σύμβαση εκπόνησης μελέτης, ο ισχυρισμός της Επιτρόπου ότι η … δεν δύναται, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 100 του ν. 3852/2010, να είναι η μοναδική αντισυμβαλλομένη του Δήμου, καθώς και ότι η σύμβαση δεν περιλαμβάνει το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο της προγραμματικής σύμβασης, ήτοι αναλυτικό χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένες ρήτρες, καθίσταται αλυσιτελής, εφόσον – κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα – το ως άνω άρθρο 100 του ν. 3852/2010 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, ο τρίτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, σύμφωνα με τον οποίο η δαπάνη εκπόνησης της επίμαχης Μ.Π.Ε. θα έπρεπε να βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της …., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ, η παραχώρηση της εκμετάλλευσης της μαρίνας του Αγίου ….στην ως άνω Δημοτική Εταιρεία (βλ. την 115/20.3.2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου …) δεν κωλύει το Δήμο, ως φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, να ασκήσει την απορρέουσα από το άρθρο 7 της από 3.3.2000 σύμβασης αρμοδιότητά του (βλ. και άρθρο 75 παρ. Ι.α΄ περ. 9 του Κ.Δ.Κ.), για την εκπόνηση και υποβολή της απαιτούμενης Μ.Π.Ε., με σκοπό την περιβαλλοντική αδειοδότηση της μαρίνας.