Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/162/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974, γ2/0/1/161/1975

Αμοιβή εταιρείας για σύνταξη μελέτης για λογαριασμό Δήμου. Μη νόμιμη, καθόσον δεν διενεργήθηκε επί της συμβατικής αμοιβής η εκ ποσοστού 5% έκπτωση, που προβλέπεται στις Κ.Υ.Α. Α3ε/03/267/11-11-1974 (ΦΕΚ Β΄ 1155) και Γ2/0/1/161/31-10-1975 (ΦΕΚ Β΄ 761) και ισχύει και στην περίπτωση που η εν λόγω αμοιβή καθορίζεται κατ΄ αποκοπή.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Δ17α/01/120/1988

Τροποποίηση της απόφασης Γ2/Ο/161/16.1Ο.1975 "Περί κανονισμού αμοιβών δια μελέτας κλπ. έργων προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων".- (Β` 761).


ΕΣ/Τ7/0050/2008

Κατ αποκοπή αμοιβή μελετών με απευθείας ανάθεση.μελετών .Μη νόμιμη διότι δεν διενεργήθηκε η εκ ποσοστού 5% έκπτωση, που προβλέπεται στις Γ2/0/1/161/31.10.1975 και Δ17α/01/120/Φ.4.8./88 ΚΥΑ.


ΥΠΕΧΩΔΕ/914/2009

Κοινοποίηση Πρακτικών της 5ης Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 4ης Μαρτίου 2009, κατά τα οποία στις συμβάσεις που ανατέθηκαν και εκτελούνται με τις διατάξεις του Ν.3316/05, δεν επιβάλλεται στις αμοιβές των μελετητών, κατά την πληρωμή των πιστοποιήσεων, η πρόσθετη έκπτωση 5% έως 15%, η οποία επιβλήθηκε με τις ΚΥΑ Α3ε/03/267/11-11-1974 και Δ17α/01/120/Φ.4.8-19-10-1988.Επισυνάπτονται τα πρακτικά


Δ.εφ.Αθ/2422/2012

9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003,  πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009  Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.

ΕΣ/ΤΜ.1/259/2010

Καταβολή αμοιβής για νομικές υπηρεσίες:..Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η ανάθεση, στον φερόμενο ως δικαιούχο εντολοδόχο δικηγόρο, της εντολής σύνταξης των γνωμοδοτήσεων, στις οποίες αφορά η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δικηγορική αμοιβή, δεν είναι νόμιμη για τους ως άνω βασίμως προβαλλόμενους, από τον διαφωνούντα Επίτροπο, λόγους και, επομένως, η δικηγορική αυτή αμοιβή δεν έχει το χαρακτήρα λειτουργικής δαπάνης και δεν μπορεί να βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Νοσοκομείου. Σε κάθε δε περίπτωση, και να ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η ανωτέρω ανάθεση είναι νόμιμη, πράγμα που όπως αναφέρθηκε δεν συμβαίνει, και πάλιν η εκκαθάριση της εντελλόμενης δικηγορικής αμοιβής είναι μη νόμιμη, γιατί έγινε καθ’ υπέρβαση των, μόνων υποχρεωτικών για το Νοσοκομείο, αφού δεν έχει καθοριστεί υψηλότερη αμοιβή πριν την εκτέλεση της σχετικής εντολής, προβλεπόμενων, εκ του νόμου, ελάχιστων ορίων των αμοιβών των δικηγόρων. Συγκεκριμένα και σχετικά με την επάλληλη αυτή σκέψη αναφέρονται τα εξής: Όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 110/2009, 205/2007, 252, 182, 107/2006, 204/2005, 74/2003, 252/2000 πράξεις του Τμήματος τούτου), η ελάχιστη δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη γνωμοδοτήσεων, ελλείψει σχετικής ρύθμισης στη, μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη, κοινή υπουργική απόφαση περί "προσδιορισμού των ελάχιστων αμοιβών των Δικηγόρων", καθόσον η συγκεκριμένη νομική υπηρεσία δεν υπάγεται στην έννοια της, προβλεπόμενης στην ανωτέρω υπουργική απόφαση, περίπτωσης «παροχής συμβουλών στους εντολείς των δικηγόρων», καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 158 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α΄), Κώδικα περί Δικηγόρων, που ορίζει ότι «Δι’ έγγραφον γνωμοδότησιν επί νομικού ή πραγματικού ζητήματος, εγγράφως επί τούτω υποβαλλομένου, το ελάχιστον όριον της αμοιβής είναι δραχμαί 100.». Επομένως, ο φερόμενος ως δικαιούχος δικηγόρος, σε κάθε περίπτωση, θα δικαιούνταν ως αμοιβή το ποσό των 41,09 ευρώ για κάθε γνωμοδότηση (δηλαδή, 100 μεταλλικές δραχμές  140 μονάδες, όπως η ισοτιμία αυτή έχει καθοριστεί με την 12398/9.2.1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ΦΕΚ 131 Β΄, = 14.000 δραχμές ή 41,085 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 575,26 ευρώ (41,09 ευρώ  14 γνωμοδοτήσεις) κι όχι το, επιπλέον τούτου, εντελλόμενο ποσό των 868,00 ευρώ. Εν όψει όλων των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δικηγορική αμοιβή δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το χρηματικό αυτό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/Τ4/28/2007

-Απαραίτητα δικαιολογητικά εκκαθάρισης και πληρωμής δαπανών που αφορούν σε προμήθειες αγαθών για λογαριασμό νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου , αποτελούν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 11 παρ .1 του π . δ . 186/1992 ( Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων , ΦΕΚ 84 Α ') πρωτότυπα δελτία αποστολής των προμηθευόμενων αγαθών , σε καμία δε περίπτωση τα , επικυρωμένα έστω , φωτοαντίγραφα των στελεχών των δελτίων αυτών . -Από τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ .1, 9 του ν . δ .496/1974 ( ΦΕΚ 204 Α ) και 5 παρ .1 του π . δ . 584/1975 ( ΦΕΚ 188 Α'), συνάγεται ότι οι δαπάνες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εκκαθαρίζονται και πληρώνονται πάντοτε επί τη βάση σχετικών πρωτότυπων δικαιολογητικών και όχι επί τη - βάση αντιγράφων τους , έστω και επικυρωμένων , προς αποφυγή πληρωμής εξοφλημένου ήδη χρέους , ( βλ . Πρακτικά Ολ . Ε . Σ . 24ης Συν ./27.6.1979, 27ης Συν ./27.7.1978, Πράξεις IV Τμ . Ε . Σ . 63, 20/1999, 98, 48/1997, 129/1995, Πρακτικά IV Τμ . Ε . Σ . 23 ης Συν ./1994, θέμα Β ', και 13ης Συν./1994, Θέμα Β '). -Σε περίπτωση που τα πρωτότυπα δικαιολογητικά προμήθειας έχουν απωλεσθεί πριν την ενταλματοποίηση της δαπάνης με υπαιτιότητα του φερόμενου ως δικαιούχου πιστωτή , προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πληρωμή πρέπει τα απωλεσθέντα πρωτότυπα να αντικατασταθούν με άλλα πρωτότυπα από τον ίδιο το δικαιούχο , ο οποίος φέρει κα την ευθύνη για την τακτοποίηση της σχετικής φορολογικής ανωμαλίας ( βλ . Πράξεις IV Τμ . Ε . Σ . 20/1999, 98/1997 αλλά και ΓΛΚ/38792/382/1987 Εγκύκλιο Υπ . Οικονομικών ).


ΕλΣυν/Τμ.4/2384/2007

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 9 παρ. 1 και 2 και 11 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» συνάγεται, πλην άλλων, ότι για τη νόμιμη διενέργεια δαπανών σε βάρος του προϋπολογισμού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου απαιτείται να έχει προβλεφθεί η δαπάνη και να υφίσταται σχετική πίστωση στο νομίμως εγκεκριμένο προϋπολογισμό. Σε περίπτωση που τέτοια πίστωση δεν υπάρχει ή έχει εξαντληθεί, οι δαπάνες μπορούν να καλυφθούν είτε μετά από αναμόρφωση του προϋπολογισμού είτε με χρήση των πιστώσεων του τακτικού ή έκτακτου αποθεματικού αυτού. ΄Αλλως, αν δηλαδή διενεργηθούν δαπάνες χωρίς την ύπαρξη πιστώσεως, δημιουργείται ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του νομικού προσώπου (πρβλ. αποφ. ΙV Τμ ΕΣ 1517, 1519/2000), το οποίο καταλογίζεται σε βάρος των υπολόγων οργάνων της οικείας διαχείρισης, που με υπαίτιες ενέργειές τους προκάλεσαν το σχετικό έλλειμμα.


ΕΣ/Τ7/272/2007

Μελέτες.Δαπάνη δεν είναι νόμιμη καθόσον για τον καθορισμό της αμοιβής των αναδόχων μελετητών δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην διάταξη της παρ.7 του άρθρου 11 του ν.716/1977 διαδικασία και δεν προκύπτει ότι η τελική αμοιβή της μελέτης δεν έχει υπερβεί το οριζόμενο από στην προαναφερόμενη διάταξη ανώτατο όριο του 40% της συμβατικής αμοιβής, που αρχικώς καθορίζεται βάσει του προϋπολογισμού που συντάσσεται κατά το στάδιο της προμελέτης και, συνεπώς, η καταβολή της ως άνω αμοιβής στερείται νομίμου ερείσματος


ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011

Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/233/2018

Εφάπαξ  του ν. 103/1975:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη 3), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο ένταλμα δαπάνη δεν αποτελεί μισθό ούτε πρόσθετη αμοιβή (επίδομα, αποζημίωση υπερωριών κ.λπ.) προσωπικού ή μεταβολή αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 β περιπτώσεις i και ii του π.δ. 136/2011. Τούτο δε, διότι το εφάπαξ χρηματικό βοήθημα του ν. 103/1975 δεν έχει ως αιτία την παροχή εργασίας στο πλαίσιο ενεργής υπαλληλικής σχέσης, αλλά αποτελεί κοινωνικοασφαλιστική παροχή, η οποία καταβάλλεται λόγω επέλευσης του κοινωνικοασφαλιστικού κινδύνου της συνταξιοδότησης του υπαλλήλου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εφάπαξ παροχή – βοήθημα, που χορηγείται κατά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία και, ως εκ τούτου, έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρησή του οικονομικής ενίσχυσης (πρβλ. ΑΠ 1380/2015). Κατόπιν τούτων, το Κλιμάκιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ελεγχόμενο ένταλμα είναι νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (του Κ.Κ.Π.Π.Κ.Μ.), ποσού κατώτερου των 10.000,00 ευρώ, όπως το όριο αυτό καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 α περίπτωση ii του ίδιου ως άνω π.δ/τος, άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν υπάγεται στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει αυτό να ελεγχθεί, ως μη υποκείμενο στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ. Κλιμ.Προλ.Ελ.Δαπ. στο Ι Τμ. 41, 33/2017, 199/2016).