Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/162/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974, γ2/0/1/161/1975

Αμοιβή εταιρείας για σύνταξη μελέτης για λογαριασμό Δήμου. Μη νόμιμη, καθόσον δεν διενεργήθηκε επί της συμβατικής αμοιβής η εκ ποσοστού 5% έκπτωση, που προβλέπεται στις Κ.Υ.Α. Α3ε/03/267/11-11-1974 (ΦΕΚ Β΄ 1155) και Γ2/0/1/161/31-10-1975 (ΦΕΚ Β΄ 761) και ισχύει και στην περίπτωση που η εν λόγω αμοιβή καθορίζεται κατ΄ αποκοπή.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ7/0050/2008

Κατ αποκοπή αμοιβή μελετών με απευθείας ανάθεση.μελετών .Μη νόμιμη διότι δεν διενεργήθηκε η εκ ποσοστού 5% έκπτωση, που προβλέπεται στις Γ2/0/1/161/31.10.1975 και Δ17α/01/120/Φ.4.8./88 ΚΥΑ.


Δ17α/01/120/1988

Τροποποίηση της απόφασης Γ2/Ο/161/16.1Ο.1975 "Περί κανονισμού αμοιβών δια μελέτας κλπ. έργων προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων".- (Β` 761).


ΥΠΕΧΩΔΕ/914/2009

Κοινοποίηση Πρακτικών της 5ης Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 4ης Μαρτίου 2009, κατά τα οποία στις συμβάσεις που ανατέθηκαν και εκτελούνται με τις διατάξεις του Ν.3316/05, δεν επιβάλλεται στις αμοιβές των μελετητών, κατά την πληρωμή των πιστοποιήσεων, η πρόσθετη έκπτωση 5% έως 15%, η οποία επιβλήθηκε με τις ΚΥΑ Α3ε/03/267/11-11-1974 και Δ17α/01/120/Φ.4.8-19-10-1988.Επισυνάπτονται τα πρακτικά


ΕΣ/Τ4/28/2007

-Απαραίτητα δικαιολογητικά εκκαθάρισης και πληρωμής δαπανών που αφορούν σε προμήθειες αγαθών για λογαριασμό νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου , αποτελούν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 11 παρ .1 του π . δ . 186/1992 ( Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων , ΦΕΚ 84 Α ') πρωτότυπα δελτία αποστολής των προμηθευόμενων αγαθών , σε καμία δε περίπτωση τα , επικυρωμένα έστω , φωτοαντίγραφα των στελεχών των δελτίων αυτών . -Από τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ .1, 9 του ν . δ .496/1974 ( ΦΕΚ 204 Α ) και 5 παρ .1 του π . δ . 584/1975 ( ΦΕΚ 188 Α'), συνάγεται ότι οι δαπάνες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εκκαθαρίζονται και πληρώνονται πάντοτε επί τη βάση σχετικών πρωτότυπων δικαιολογητικών και όχι επί τη - βάση αντιγράφων τους , έστω και επικυρωμένων , προς αποφυγή πληρωμής εξοφλημένου ήδη χρέους , ( βλ . Πρακτικά Ολ . Ε . Σ . 24ης Συν ./27.6.1979, 27ης Συν ./27.7.1978, Πράξεις IV Τμ . Ε . Σ . 63, 20/1999, 98, 48/1997, 129/1995, Πρακτικά IV Τμ . Ε . Σ . 23 ης Συν ./1994, θέμα Β ', και 13ης Συν./1994, Θέμα Β '). -Σε περίπτωση που τα πρωτότυπα δικαιολογητικά προμήθειας έχουν απωλεσθεί πριν την ενταλματοποίηση της δαπάνης με υπαιτιότητα του φερόμενου ως δικαιούχου πιστωτή , προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πληρωμή πρέπει τα απωλεσθέντα πρωτότυπα να αντικατασταθούν με άλλα πρωτότυπα από τον ίδιο το δικαιούχο , ο οποίος φέρει κα την ευθύνη για την τακτοποίηση της σχετικής φορολογικής ανωμαλίας ( βλ . Πράξεις IV Τμ . Ε . Σ . 20/1999, 98/1997 αλλά και ΓΛΚ/38792/382/1987 Εγκύκλιο Υπ . Οικονομικών ).


ΕλΣυν/Τμ.4/2384/2007

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 9 παρ. 1 και 2 και 11 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» συνάγεται, πλην άλλων, ότι για τη νόμιμη διενέργεια δαπανών σε βάρος του προϋπολογισμού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου απαιτείται να έχει προβλεφθεί η δαπάνη και να υφίσταται σχετική πίστωση στο νομίμως εγκεκριμένο προϋπολογισμό. Σε περίπτωση που τέτοια πίστωση δεν υπάρχει ή έχει εξαντληθεί, οι δαπάνες μπορούν να καλυφθούν είτε μετά από αναμόρφωση του προϋπολογισμού είτε με χρήση των πιστώσεων του τακτικού ή έκτακτου αποθεματικού αυτού. ΄Αλλως, αν δηλαδή διενεργηθούν δαπάνες χωρίς την ύπαρξη πιστώσεως, δημιουργείται ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του νομικού προσώπου (πρβλ. αποφ. ΙV Τμ ΕΣ 1517, 1519/2000), το οποίο καταλογίζεται σε βάρος των υπολόγων οργάνων της οικείας διαχείρισης, που με υπαίτιες ενέργειές τους προκάλεσαν το σχετικό έλλειμμα.


ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011

Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/237/2013

Χορήγηση επιδόματος:(...) Με βάση το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό ότι μετά την έκδοση της πράξης της Επιτροπής, ο έλεγχος νομιμότητας της οποίας ανήκει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 1 παρ. 7 α.ν. 599/1968, ΣτΕ 276/2001 εν συμβουλίω, πρβλ. ΣτΕ 61, 62/1980, 2900/2012), το Ε.Μ.Π., ως υπηρεσιακή διοίκηση δεσμευόμενη όσον αφορά στην αναγνώριση του χρόνου προϋπηρεσίας από την κρίση της Επιτροπής, δεν μπορούσε νομίμως να συνυπολογίσει το επίμαχο χρονικό διάστημα για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ. Ακόμα, με την Ε.Σ. 1079/2006 κρίθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 περ. μη΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, οπότε και ήταν προσμετρητέα η ως άνω προϋπηρεσία για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ., σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΑ της παρούσας. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω η απορρέουσα από την προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας από 28.12.1995 για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ αξίωση, η οποία, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κρατήσεων, αντιστοιχεί στην εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την μεταρρύθμιση της 191/23.10.1998 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968, οπότε και ήρθη ο νομικός λόγος που εμπόδιζε την έγερση σχετικής αγωγής, κατά συνέπεια και την έναρξη της παραγραφής (πρβλ. Ε.Σ. 1784/2012, σκέψη 7, ως προς το διαπλαστικό χαρακτήρα της διαφοράς, ΑΠ 161/1993, ΔΕφΑθ 1345/2011), η οποία, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση διεκόπη με την άσκηση της από 7.12.1999 έφεσης. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του αν η καταβολή της διαφοράς μεταξύ του Ε.Χ.Υ. που έλαβε από το χρόνο διορισμού  έως 6.10.2007 και του Ε.Χ.Υ. που θα ελάμβανε αν δεν είχε εκδοθεί η παράνομη πράξη της Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο αποκατάστασης της υπηρεσιακής νομιμότητας, υπό την ειδικότερη μορφή της μισθολογικής αποκατάστασης (πρβλ. ΣτΕ 148, 352/2005, 1227/2010, 3467/2013), το γεγονός ότι μετά την έκδοση της Ε.Σ.1079/2006 δεν απαιτείτο για τη θεμελίωση της αξίωσης η έκδοση διοικητικής πράξεως από τα αρμόδια όργανα του Ε.Μ.Π., περί αναγνώρισης της επίμαχης προϋπηρεσίας, αφού αυτή (θεμελίωση της αξίωσης) τελούσε σε συνάρτηση με τα δικαστικώς κριθέντα (πρβλ. ΣτΕ 3290/2013), άγει στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974. Δοθέντος δε ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο χρόνος κοινοποίησης της Ε.Σ. 1079/2006 στον δικαιούχο του εντάλματος, η διετής παραγραφή άρχισε από το τέλος του έτους δημοσίευσης της απόφασης (πρβλ. Τριμ.Διοικ.Πρωτ.Θεσ. 5041/1996, Δ.Δίκη 1998, 134). Υπό την διττή δε εκδοχή ότι η από 3275/21.2.2007 αίτηση είναι το μεν σαφής και ορισμένη (πρβλ. Τριμ.Διοικ.Πρωτ.Θεσ. 1096/1995, ΕφΑθ8564/1993, ΝοΒ 1994, 435), το δε ότι αφορά όχι μόνο στην υποχρέωση της διοίκησης να συνυπολογίσει για το μέλλον την ως άνω προϋπηρεσία για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ., αλλά, συνιστά ταυτόχρονα και αίτηση πληρωμής της διαφοράς Ε.Χ.Υ. από 28.12.1995 και εντεύθεν, κατά την έννοια του άρθρου 51 περ. β΄ του ν.δ/τος 496/1974, που κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται ότι ασκήθηκε την 1.1.2008, μετά την υποβολή της αίτησης αυτής ανεστάλη η έναρξη παραγραφής της επίμαχης αξίωσης για ένα εξάμηνο. Με βάση τις ως άνω παραδοχές και σε συνδυασμό με το ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει αφενός ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος του εντάλματος παραπεμποδίστηκε ή αποθαρρύνθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο, να προσφύγει δικαστικά για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσης εντός διετίας από τη γέννηση αυτής, αφετέρου άλλο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, η επίμαχη αξίωση υπέπεσε σε παραγραφή εντός του έτους 2010 και ως εκ τούτου η εντελλόμενη με το 605, οικονομικού έτους 2013, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Ε.Μ.Π. δαπάνη είναι μη νόμιμη. Εξάλλου, οι προβαλλόμενοι με το έγγραφο επανυποβολής λόγοι περί θεώρησης του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, άλλως, λόγω συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του Ε.Μ.Π. είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το 605, οικονομικού έτους 2013, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του .... δεν πρέπει να θεωρηθεί.Μη ανακληθείσα από την Πράξη Ι Τμ. 54/2014


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/799/2019

Καθαρισμός κτιρίων...Με δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο κρίνει πως μετά την έκδοση της οικ.4241/127/2019 απόφασης της Υπουργού Εργασίας, Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έχει επέλθει ουσιώδης μεταβολή του οικονομικού θεμελίου της υπό ανάθεση σύμβασης. Και τούτο καθόσον η οικονομική προσφορά της προσωρινής αναδόχου έχει υπολογισθεί με ελάχιστο εργατικό κόστος 26,18 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αμοιβή εργατοτεχνίτη άνω των 25 ετών με προϋπηρεσία 0 έως 3 έτη (ν. 4093/2012 υποπαρ. ΙΑ.11.), στο πλαίσιο της απαίτησης της διακήρυξης για απασχόληση 77 τέτοιων ατόμων. Tο κόστος, όμως, αυτό επιγενομένως αυξήθηκε σε 29,04 ευρώ, γεγονός που καθιστά πλέον αδύνατη την εκτέλεση της σύμβασης χωρίς παράβαση των εργατικών διατάξεων περί καθιέρωσης ελάχιστης νόμιμης αμοιβής. Δεδομένου ότι η ανάθεση παροχής υπηρεσιών καθαριότητας προϋποθέτει σύμβαση που μπορεί νομοτύπως να εκτελεσθεί, η απόφαση της αναθέτουσας αρχής να κατακυρώσει το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου διαγωνισμού χωρίς προηγούμενη αναπροσαρμογή της οικονομικής προσφοράς παρίσταται εκ του λόγου αυτού μη σύννομη. Η παρατυπία αυτή συντρέχει, ενόψει και όσων διαλαμβάνονται στο .... έγγραφο της .... Α.Ε., ότι η επίμαχη σύμβαση θα συναφθεί με τους όρους υπό τους οποίους προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός και στη συνέχεια θα εξετασθεί η τροποποίησή της με βάση την καλή πίστη και μετά από συνεκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών, εφόσον υποβληθεί σχετικό αιτιολογημένο αίτημα από τον ανάδοχο. Και τούτο καθόσον η δυνατότητα τροποποίησης της σύμβασης παρέχεται μόνο όταν η μεταβολή του νόμιμου μισθού επήλθε μετά την σύναψη της σύμβασης και όχι κατά τη διάρκεια της διαγωνιστικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση της κατακυρωτικής απόφασης, όπως εν προκειμένω. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω συντρέχει ουσιώδης νομική πλημμέλεια της επίμαχης διαδικασίας με συνέπεια να κωλύεται η υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.


ΕλΣυν/Κλιμ.7/191/2015

Μελέτες.(....) Κατόπιν αυτών και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα : Α) Ο λόγος διαφωνίας ότι, κατά παράβαση του άρθρου 209 παρ. 4 του ν. 3463/2006,  δεν αιτιολογείται η αδυναμία εκτέλεσης της μελέτης από την τεχνική υπηρεσία του Δήμου, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Και τούτο διότι, η επίμαχη ανάθεση έγινε, κατ΄ επίκληση του άρθρου 268 παρ. 1 του ν. 3463/2006, το οποίο δεν προβλέπει ως πρόσθετη προϋπόθεση     για την εφαρμογή του την αδυναμία εκτέλεσης των σχετικών υπηρεσιών ή μελετών από την τεχνική υπηρεσία του Δήμου. Β) Ο λόγος διαφωνίας ότι δεν προκύπτει η προεκτιμώμενη αμοιβή κάθε επιμέρους μελέτης που περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της υπό έλεγχο ανάθεσης, σύμφωνα με τα αντίστοιχα πινάκια αμοιβής του ν. 3316/2005, είναι βάσιμος, καθόσον, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, ακόμα και όταν η ανάθεση γίνεται κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 268 παρ. 1 του ν. 3463/2006, πρέπει να λάβει χώρα προεκτίμηση της αμοιβής σύμφωνα με τα αντίστοιχα πινάκια αμοιβής του ν. 3316/2005, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του τρόπου υπολογισμού της προϋπολογιζόμενης δαπάνης, και κατ’ επέκταση της νόμιμης διάθεσης του δημοσίου χρήματος, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, ο Δήμος δεν προέβη σε προεκτίμηση της αμοιβής των ανωτέρω μελετών, αλλά όρισε συνολική κατ΄ αποκοπή αμοιβή για το αντικείμενο της ανάθεσης, ύψους 40.950 ευρώ. Γ) Ο λόγος διαφωνίας ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η καταχώριση της σύμβασης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του  ν. 4013/2011, είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι στο άρθρο 8 της Π1/2380/2012 κοινής υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι η υποχρέωση καταχώρισης των συμβάσεων που συνάπτουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης αρχίζει στις 2.5.2013, ως εκ τούτου κατά το χρόνο σύναψης της ελεγχόμενης σύμβασης στις 17.1.2013 ο Δήμος ....... δεν είχε τέτοια υποχρέωση για καταχώριση της σύμβασης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων. Δ) Τέλος, ως προς το λόγο διαφωνίας ότι η δέσμευση της σχετικής πίστωσης δεν πραγματοποιήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, με την οποία ανατέθηκε η εκπόνηση της μελέτης, (…) Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά το οικονομικό έτος 2013 δεν έλαβε χώρα δέσμευση της σχετικής πίστωσης και συνακόλουθα ανατροπή αυτής κατά το οικονομικό έτος 2014, κατά παράβαση όσων ορίζονται στο άρθρο 4 του π.δ. 113/2010. Ως εκ τούτου, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη IV της παρούσας, είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος διαφωνίας.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/159/2015

ΜΕΛΕΤΕΣ:Η ελεγχόμενη σύμβαση λοιπόν, φέρει τα χαρακτηριστικά της, κατά τον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 2α΄ του ν. 3316/2005, εκπόνησης μελέτης για την επέμβαση σε τεχνικό έργο, καθόσον αφορά στο αποτέλεσμα αναλυτικής επιστημονικής έρευνας  της κυματικής διαταραχής στη λιμενολεκάνη του υφιστάμενου Λιμένα Χερσονήσου και σχεδιασμό των απαιτούμενων έργων βελτίωσης αυτού, συνιστά δε, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 2 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου, μελέτη κατασκευής λιμενικού έργου, που μπορεί να εκπονηθεί από οποιονδήποτε Πολιτικό Μηχανικό κάτοχο πτυχίου μελετητή, τάξης Α΄,   στην πιο πάνω (υπ’ αριθμ. 11) κατηγορία μελετών (βλ. και νομοθετικό προσδιορισμό του αντικειμένου, του σκοπού, του περιεχομένου και   των σταδίων των μελετών λιμενικών έργων, στα άρθρα 163 - 169 του   π.δ/τος 696/1974 ″Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξη μελετών,  επίβλεψιν, παραλαβήν κλπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και Κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών, Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών προδιαγραφών μελετών″, ΦΕΚ 301 Α΄). Στο πλαίσιο αυτό, η ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης, ως σύμβασης εκπόνησης  μελετών συμβατικής αξίας (χωρίς Φ.Π.Α.) 85.000,00 ευρώ, διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 του ν.3316/2005, οι οποίες, ούτε έχουν  τηρηθεί, αφού το Λιμενικό Ταμείο προέβη στην ανάθεσή της απευθείας  με τη μορφή της προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν.3852/2010, ούτε μπορεί να θεωρηθεί, με βάση το πραγματικό της υπόθεσης, ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την τήρησή τους, ώστε να δικαιολογείται   η απευθείας ανάθεσή της, χωρίς διαγωνιστική διαδικασία. Ούτε, περαιτέρω, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., καθόσον, σε κάθε περίπτωση, πέραν του ότι η ορισθείσα εν προκειμένω συμβατική αμοιβή δεν έχει προεκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.3316/2005, η εν λόγω αμοιβή υπερβαίνει το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου   Α΄ τάξης, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέρχονταν σε 9.442,50 ευρώ (31.475,00 ευρώ ανώτατο όριο αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης, βλ. εγκύκλιο 10/4.3.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ΑΔΑ: ΒΕΔ01-9ΔΣ, Χ 30% = 9.442,50 ευρώ < 85.000,00 ευρώ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη σύμβαση, κατά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της, δεν συνιστά προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν.3852/2010 αλλά υποκρύπτει συνήθη εξ επαχθούς αιτίας σύμβαση ανάθεσης εκπόνησης μελετών, η οποία συνήφθη μη νομίμως, αφού δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις σύναψής της με προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης λιμενικών μελετών. Επιπροσθέτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος από το Λιμενικό Ταμείο (βλ. ανωτέρω σκέψη 1) ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά σύμβαση ανάθεσης "ερευνητικού έργου" και, εκ του λόγου τούτου, νομίμως συνήφθη με προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης. Τούτο διότι, στο πλαίσιο του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω  χρόνο ανάθεσης της ελεγχόμενης σύμβασης, ν.1514/1985 "Ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας" (ΦΕΚ 13 Α΄), στην έννοια της χρηματοδότησης έργων και προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης της τεχνολογίας – η οποία δεν συνιστά ανάθεση υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, δεν υπάγεται (η εν λόγω χρηματοδότηση) στο κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – δεν εμπίπτουν οι μελέτες, έστω κι αν συνιστούν "έρευνα" κατά την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω ν.1514/1985, οι οποίες, ως εν προκειμένω, ανατίθενται από δημοτικό ν.π.δ.δ., που καταβάλλει εξ’ ολοκλήρου την αμοιβή για την παροχή τους και το παραγόμενο αποτέλεσμα ("προϊόν") ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτό για   ιδία χρήση κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του (βλ. και άρθρο 16   περ. στ΄ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, Ελ. Συν. πράξη VII Τμ. 9/2015, πρβλ. 327/2014 πράξη του Κλιμακίου τούτου). Οι συμβάσεις για την ανάθεση των εν λόγω μελετών αφορούν σε υπηρεσίες που αγοράζει ο δήμος, συνιστούν δημόσια σύμβαση εκπόνησης μελέτης κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 περ. α΄ του ν.3316/2005 και, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω νόμου, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του, ενώ διέπονται από τις αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού καθώς και της διαφάνειας που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων, προσφυγή δε στην διαδικασία απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται, όπως προεκτέθηκε, μόνο στις περιοριστικά καθοριζόμενες, με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 του ν.3316/2005 και 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., περιπτώσεις. Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα με τον μνημονευθέντα ν.1514/1985 «αναγκαία προϋπόθεση για να χαρακτηρισθεί μία εργασία ως "ερευνητική" είναι η πρωτοτυπία». Ήτοι, πρέπει αυτή να συνιστά πρωτότυπη εργασία, με την οποία προάγεται η επιστημονική γνώση σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές μεθόδους ή θεωρίες,  ή επεξεργασία νέων θεωριών, ικανών να γίνουν αποδεκτές από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (βλ. και τον μεταγενέστερο αλλά μηδέποτε ισχύσαντα ν.3653/2008 "Θεσμικό πλαίσιο έρευνας και τεχνολογίας ...", ΦΕΚ 49 Α΄, και τον ήδη ισχύοντα ν.4310/2014 "Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία ...", ΦΕΚ 258 Α΄). Στο πλαίσιο αυτό, οι ανατεθείσες με την ελεγχόμενη σύμβαση μελέτες δεν περιέχουν το στοιχείο της πρωτοτυπίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ερευνητικές, καθόσον, όπως προκύπτει από το εκτεθέν στην προηγούμενη σκέψη περιεχόμενό τους, πρόκειται για απλό και με γνωστές ήδη μεθόδους συνδυασμό κεκτημένων γνώσεων, για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου ζητήματος με συγκεκριμένο αντικείμενο (διερεύνηση και αποτύπωση της κυματικής διαταραχής στον υφιστάμενο Λιμένα Χερσονήσου και σχεδιασμός έργων βελτίωσης αυτού), στην εφαρμογή του οποίου ουσιαστικά εξαντλείται, ούτε, εξάλλου, στα έγγραφα της διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης, γίνεται επίκληση λόγων που θα μπορούσαν να τους προσδώσουν ερευνητικό χαρακτήρα (βλ. 373, 295, 281, 280/2013 πράξεις του Κλιμακίου τούτου).