Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/0001/2008

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 4412/2016/Α.2

Ερευνα ή ερευνητικό πρόγραμμα στερούμενα του στοιχείου της πρωτοτυπίας εμπίπτουν στην έννοια της μελέτης, η ανάθεση εκπόνησης της οποίας διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3316/2005 και διενεργείται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου, ανοικτού ή κλειστού, μειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά στο νόμο αυτό.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/373/2013

Παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου(…)Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Βασικό στοιχείο της επιστημονικής έρευνας στο πλαίσιο του ν.1514/1985 (αλλά και του ν.3653/2008) είναι η πρωτοτυπία, δηλαδή η εισαγωγή και αξιοποίηση του νέου με τη μορφή της προαγωγής της επιστημονικής γνώσης ή της επεξεργασίας νέων θεωριών και όχι ο απλός και με γνωστές ήδη μεθόδους, συνδυασμός κεκτημένων γνώσεων για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου ζητήματος, με συγκεκριμένο αντικείμενο, ακόμη και εάν το αντικείμενο αυτό είναι σημαντικό στον ειδικό κύκλο που εντάσσεται. Στην περίπτωση αυτή προσιδιάζει η έννοια της μελέτης, όπως αυτή στοιχειοθετείται στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 3316/2005. Ο εν λόγω ορισμός καλύπτει το μέγιστο μέρος της εφαρμοσμένης επιστήμης και τεχνικής, ως μέσων εξυπηρέτησης και προαγωγής της οικονομικής, κοινωνικής και ατομικής ζωής, χωρίς να απαιτεί αναγκαία τη συνδρομή της πρωτοτυπίας, σκοπός του δε δεν είναι η αναζήτηση του νέου, αλλά η ευθεία εφαρμογή ή εφαρμοσιμότητα της μελέτης για τη λύση δεδομένων πρακτικών προβλημάτων, ανεξάρτητα από τη σημασία τους, στην οποία εφαρμογή και ουσιαστικά εξαντλείται (βλ. Πράξεις 54/1994, 15/1995, 41, 73/1996 IV Τμ., 1/2008, 333/2010, Πρακτικά 32ης Συν./10.11.2009/Θ.Α’ VII Τμ. Ελ.Συν.). Συνεπώς, έρευνα ή ερευνητικό πρόγραμμα στερούμενα του στοιχείου της πρωτοτυπίας εμπίπτουν στην έννοια της μελέτης, η ανάθεση εκπόνησης της οποίας διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3316/2005 και διενεργείται,  κατά  κανόνα,  κατόπιν δημόσιου, ανοικτού ή κλειστού, μειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ, κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά στο νόμο αυτό (βλ. Πράξη 1/2008 VII Τμ. Ελ.Συν.).(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει, ότι οι ως άνω ανατεθείσες στο ...... υπηρεσίες εμπίπτουν στην έννοια του ερευνητικού προγράμματος. Και τούτο, διότι, το μεν οι ανατεθείσες εργασίες έχουν σκοπό να προαγάγουν την επιστημονική γνώση αναφορικά με το φαινόμενο της στερεομεταφοράς εντός μικρού χειμάρρου, όπως ο χείμαρρος ...... της ...... ......, σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές θεωρίες, το δε, περαιτέρω, εδράζονται σε πρωτότυπη μεθοδολογία (χρήση ογκομετρικής μεθόδου για την κατασκευή της κοκκομετρικής καμπύλης). Ειδικότερα, με την ανατεθείσα έρευνα, για την εκπόνηση της οποίας ο ανάδοχος (εν προκειμένω το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ......) κατέχει ιδιαίτερη εξειδίκευση στον ελλαδικό χώρο, επιχειρείται το πρώτον, να εξεταστεί το προαναφερθέν φαινόμενο στο πλαίσιο μικρού χειμάρρου με αργιλικό νεογενές υπόβαθρο (κατ’αντίθεση με προγενέστερες έρευνες που αφορούσαν σε λεκάνες μεγάλων χειμάρρων και χειμαρροποτάμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον χείμαρρο ......) με τελικό στόχο, με την χρήση πρωτότυπης κατά τα  ως άνω μεθοδολογίας, την ανάπτυξη ενός μαθηματικού μοντέλου προσδιορισμού της σχέσης βροχής-απορροής-στερεομεταφοράς και πρόβλεψης της μέγιστης αναμενόμενης υδατοπαροχής και στερεοπαροχής διαφόρων περιόδων επαναφοράς, το οποίο θα επιτρέψει στο μέλλον, τη γνώση του φαινομένου της στερεομεταφοράς, τον ορθότερο προσδιορισμό των αναγκαίων έργων και των διαστάσεων αυτών, για την εξάλειψη πλημμυρικών φαινομένων, αλλά και την αξιοποίηση των πλεονασμάτων των υδατοπαροχών. Συνεπώς, κατά τα προεκτεθέντα, οι ανατεθείσες στο ...... εργασίες διακρίνονται για το στοιχείο της πρωτοτυπίας τους, ενόψει του ότι με αυτές καθίσταται το πρώτον αντικείμενο διερεύνησης ένα μη επαρκώς επιστημονικά διερευνηθέν γνωστικό πεδίο. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού οι ανατεθείσες ως άνω εργασίες συνιστούν ερευνητικές εργασίες, η εντελλόμενη με το κρίσιμο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, παρίσταται νόμιμη, συνεπώς αυτό πρέπει να θεωρηθεί.

ΕλΣυν/Τμ.4/200/2011

Από το σύνολο των ως άνω διατάξεων, καθώς και την εισηγητική έκθεση του Ν. 3316/2005, σύμφωνα με την οποία η έκδοσή του είχε ως σκοπό τη συγκέντρωση «ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου ανάθεσης των μελετών και συναφών υπηρεσιών σε ένα νομοθέτημα, το οποίο δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο για την εφαρμογή του, αφού είναι αυτάρκες …», συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις περί διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων μελετών, δηλαδή συμβάσεων που συνιστούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο (Πράξεις IV Τμήματος 178/2008, 179/2008, 216/2009), το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών σε κατηγορίες που, μεταξύ άλλων, αφορούν σε συγκοινωνιακά έργα, μελέτες εναέριων μεταφορικών μέσων καθώς και κυκλοφοριακές μελέτες, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επιλογής αναδόχου εφόσον η αναθέτουσα αρχή είναι το Δημόσιο. Σύμφωνα δε με το νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διέπει την ανάθεση όλων των μελετών που υπάγονται σε αυτό, η επιλογή αναδόχου διενεργείται, κατά κανόνα, με τη διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), ενώ δεν προβλέπεται καθόλου η διαδικασία του πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, που σε συνδυασμό με την Υπουργική Απόφαση 2/45564/0026/2001 (Β΄1066), επιτρέπουν την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μετά από πρόχειρο διαγωνισμό, εφόσον η αξία αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό των 45.000 ευρώ, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής σε διαδικασίες ανάθεσης μελετών, οι οποίες ρυθμίζονται εξαντλητικά από τις προαναφερόμενες διατάξεις (πρ. βλ. Πράξεις IV Τμήματος 19, 58 και 180/2010).


ΕΣ/Τ4/1/2010

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: α) Κατά την έννοια του ν.3316/2005 μελέτες συνιστούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένα απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (Πράξεις IV Τμήματος 178/2008, 179/2008, 216/2009). Οι αναφερόμενες στο ως άνω έργο κατηγορίες, μεταξύ άλλων, αφορούν στη χωροταξία, την πολεοδομία, τη ρυμοτομία, κοινωνικά θέματα, συγκοινωνιακά έργα και τη μελέτη των κυκλοφοριακών συνθηκών. β) Η επιλογή αναδόχου-μελετητή διενεργείται, κατά κανόνα, με τη διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες δικαιολογούν την εξαίρεση από τις αρχές του ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας στην πρόσβαση όλων των ενδιαφερομένων στη διαδικασία καταρτίσεως δημοσίων συμβάσεων μελετών, με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως (απευθείας αναθέσεως). γ) Οι διατάξεις περί διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων μελετών εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επιλογής αναδόχου για την κατάρτιση δημόσιας σύμβασης μελέτης (βλ. και εισηγητική έκθεση του νόμου).Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι τα ως άνω ερευνητικά έργα, τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία των μελετών (συγκοινωνιακών, χωροταξικών και πολεοδομικών) του ν. 3316/2005, μη νομίμως ανατέθηκαν απευθείας στα ως άνω Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.4α του Ν. 2366/1995 είχε κατά το χρόνο αναθέσεώς τους, καταργηθεί από τις νεότερες διατάξεις του Ν. 3316/2005, το πεδίο εφαρμογής του οποίου δεν περιορίζεται στις μελέτες που τελούν σε συνάρτηση με την κατασκευή τεχνικού έργου, αλλά είναι πολύ ευρύτερο και περιλαμβάνει κάθε μελέτη που διεξάγει ανώτατο εκπαιδευτικό ή ερευνητικό ίδρυμα για το Δημόσιο. Επίσης, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της αναθέσεως συνέτρεχε κάποια από τις εξαιρετικές προϋποθέσεις του άρθρου 10 του Ν. 3316/2005, η οποία θα επέτρεπε την προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγματεύσεως (απευθείας αναθέσεως).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/248/2016

Προγραμματική σύμβαση.. Με τα δεδομένα αυτά και από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι δεν πρόκειται περί προγραμματικής σύμβασης, καθώς οι συμβαλλόμενοι δεν εκκινούν από κοινή αφετηρία, συμπράττοντας ισόρροπα για την από κοινού εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, καθόσον αποσκοπούν ο μεν Δήμος - η κύρια συμβολή του οποίου περιορίζεται στη συνολική κάλυψη του συμβατικού κόστους – στην υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου, το δε Πανεπιστήμιο ... στη λήψη της αντιπαροχής για την εκ μέρους του υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου. Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή συνηγορεί αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού της σύμβασης με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση αυτής (VII Τμ. Πρ. 29/2015, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. Πρ. 12/2016, 350/2015). Εξάλλου, αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι η εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο Δήμος, αλλά η σύνταξη μελέτης για την κατάρτιση Σ.Ο.Α.Π. (πολεοδομικού σχεδίου με πρόγραμμα δράσης σε διάφορους τομείς), καθόσον πρόκειται περί συνδυασμού κεκτημένων γνώσεων (πολεοδομικών, ρυμοτομικών, κοινωνικών και οικονομικών) για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου πρακτικού ζητήματος με συγκεκριμένο αντικείμενο (ανάπτυξη της πόλης της ...), που στερείται του αναγκαίου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1514/1985 στοιχείου της πρωτοτυπίας (Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. πρ. 373, 295, 281, 280/2013, 55, 266, 324/2014, 305/2015). Συνεπώς η ελεγχόμενη σύμβαση, όπως βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο, συνιστά στην πραγματικότητα κοινή εξ επαχθούς αιτία σύμβαση απευθείας ανάθεσης μελέτης, για τη σύναψη της οποίας δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε άλλωστε ο Δήμος ισχυρίζεται ότι συντρέχει κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 10 του ν. 3316/2005 περιπτώσεις, στις οποίες είναι επιτρεπτή η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία. Τέλος, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι το ελεγχόμενο ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί, διότι με την 1/2013 Πράξη του Επιτρόπου του Δήμου Αθηναίων κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή προγραμματικής σύμβασης ‘‘ομοίου αντικειμένου’’ μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και του Πανεπιστημίου ... πρέπει να απορριφθεί το μεν ως αναπόδεικτος, το δε διότι η επικαλούμενη ως άνω Πράξη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης, καθόσον αφορά σε διαφορετικά πραγματικά ζητήματα και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει ούτε τον αρμόδιο για τον προληπτικό έλεγχο δαπανών του Δήμου ... Επίτροπο, ούτε  το Κλιμάκιο.


ΕλΣυν/Κλ.ΣΤ/159/2012

Για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών θα πρέπει, καταρχήν, να διενεργείται ανοιχτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση προμήθειας με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, εξαιρετικά, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου 25, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της διενέργειας διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες (βλ. πράξη VI Tμημ. Ελ. Συν. 171/2007). Ειδικότερα, η απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, αποτελεί μια εξαιρετική διαδικασία που προβλέπεται μόνο σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν γίνεται γνωστή η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής στο ευρύ κοινό, αλλά μόνο σε αυτόν ή αυτούς που η ίδια εκ των προτέρων επιλέγει. Στην περίπτωση δε κατά την οποία νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προτίθενται να συνάπτουν συμβάσεις προμηθειών με απευθείας ανάθεση αυτών, λόγω αδυναμίας τήρησης των προθεσμιών που απαιτούνται για τη διενέργεια σχετικού ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι εν λόγω προμήθειες πρέπει να παρασχεθούν κατεπειγόντως και β) η ως άνω κατεπείγουσα ανάγκη πρέπει να οφείλεται αποκλειστικά σε απρόβλεπτες περιστάσεις, ήτοι σε έκτακτα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφενός δεν απορρέουν από παραλείψεις ή έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής, αφετέρου δεν μπορούσαν, σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, σε καμία περίπτωση να προβλεφθούν (βλ. πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν. 7/2007, 175, 109, 98, 34 και 4/2006, και πράξεις VI Tμ. Ελ. Συν , 91, 105, 171/2007). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος της νομιμότητάς της (πρβλ. πράξεις VI Tμ. 91, 105, 171/2007, VII 86/2008, ΣΤ΄ Κλιμ. 27/2012, 205/2007 κ.ά).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/159/2015

ΜΕΛΕΤΕΣ:Η ελεγχόμενη σύμβαση λοιπόν, φέρει τα χαρακτηριστικά της, κατά τον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 2α΄ του ν. 3316/2005, εκπόνησης μελέτης για την επέμβαση σε τεχνικό έργο, καθόσον αφορά στο αποτέλεσμα αναλυτικής επιστημονικής έρευνας  της κυματικής διαταραχής στη λιμενολεκάνη του υφιστάμενου Λιμένα Χερσονήσου και σχεδιασμό των απαιτούμενων έργων βελτίωσης αυτού, συνιστά δε, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 2 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου, μελέτη κατασκευής λιμενικού έργου, που μπορεί να εκπονηθεί από οποιονδήποτε Πολιτικό Μηχανικό κάτοχο πτυχίου μελετητή, τάξης Α΄,   στην πιο πάνω (υπ’ αριθμ. 11) κατηγορία μελετών (βλ. και νομοθετικό προσδιορισμό του αντικειμένου, του σκοπού, του περιεχομένου και   των σταδίων των μελετών λιμενικών έργων, στα άρθρα 163 - 169 του   π.δ/τος 696/1974 ″Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξη μελετών,  επίβλεψιν, παραλαβήν κλπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και Κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών, Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών προδιαγραφών μελετών″, ΦΕΚ 301 Α΄). Στο πλαίσιο αυτό, η ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης, ως σύμβασης εκπόνησης  μελετών συμβατικής αξίας (χωρίς Φ.Π.Α.) 85.000,00 ευρώ, διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 του ν.3316/2005, οι οποίες, ούτε έχουν  τηρηθεί, αφού το Λιμενικό Ταμείο προέβη στην ανάθεσή της απευθείας  με τη μορφή της προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν.3852/2010, ούτε μπορεί να θεωρηθεί, με βάση το πραγματικό της υπόθεσης, ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την τήρησή τους, ώστε να δικαιολογείται   η απευθείας ανάθεσή της, χωρίς διαγωνιστική διαδικασία. Ούτε, περαιτέρω, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., καθόσον, σε κάθε περίπτωση, πέραν του ότι η ορισθείσα εν προκειμένω συμβατική αμοιβή δεν έχει προεκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.3316/2005, η εν λόγω αμοιβή υπερβαίνει το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου   Α΄ τάξης, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέρχονταν σε 9.442,50 ευρώ (31.475,00 ευρώ ανώτατο όριο αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης, βλ. εγκύκλιο 10/4.3.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ΑΔΑ: ΒΕΔ01-9ΔΣ, Χ 30% = 9.442,50 ευρώ < 85.000,00 ευρώ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη σύμβαση, κατά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της, δεν συνιστά προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν.3852/2010 αλλά υποκρύπτει συνήθη εξ επαχθούς αιτίας σύμβαση ανάθεσης εκπόνησης μελετών, η οποία συνήφθη μη νομίμως, αφού δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις σύναψής της με προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης λιμενικών μελετών. Επιπροσθέτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος από το Λιμενικό Ταμείο (βλ. ανωτέρω σκέψη 1) ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η ελεγχόμενη σύμβαση συνιστά σύμβαση ανάθεσης "ερευνητικού έργου" και, εκ του λόγου τούτου, νομίμως συνήφθη με προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης. Τούτο διότι, στο πλαίσιο του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω  χρόνο ανάθεσης της ελεγχόμενης σύμβασης, ν.1514/1985 "Ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας" (ΦΕΚ 13 Α΄), στην έννοια της χρηματοδότησης έργων και προγραμμάτων επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης της τεχνολογίας – η οποία δεν συνιστά ανάθεση υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, δεν υπάγεται (η εν λόγω χρηματοδότηση) στο κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – δεν εμπίπτουν οι μελέτες, έστω κι αν συνιστούν "έρευνα" κατά την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω ν.1514/1985, οι οποίες, ως εν προκειμένω, ανατίθενται από δημοτικό ν.π.δ.δ., που καταβάλλει εξ’ ολοκλήρου την αμοιβή για την παροχή τους και το παραγόμενο αποτέλεσμα ("προϊόν") ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτό για   ιδία χρήση κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του (βλ. και άρθρο 16   περ. στ΄ της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, Ελ. Συν. πράξη VII Τμ. 9/2015, πρβλ. 327/2014 πράξη του Κλιμακίου τούτου). Οι συμβάσεις για την ανάθεση των εν λόγω μελετών αφορούν σε υπηρεσίες που αγοράζει ο δήμος, συνιστούν δημόσια σύμβαση εκπόνησης μελέτης κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 περ. α΄ του ν.3316/2005 και, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω νόμου, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του, ενώ διέπονται από τις αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού καθώς και της διαφάνειας που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων, προσφυγή δε στην διαδικασία απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται, όπως προεκτέθηκε, μόνο στις περιοριστικά καθοριζόμενες, με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 του ν.3316/2005 και 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., περιπτώσεις. Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα με τον μνημονευθέντα ν.1514/1985 «αναγκαία προϋπόθεση για να χαρακτηρισθεί μία εργασία ως "ερευνητική" είναι η πρωτοτυπία». Ήτοι, πρέπει αυτή να συνιστά πρωτότυπη εργασία, με την οποία προάγεται η επιστημονική γνώση σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτές επιστημονικές μεθόδους ή θεωρίες,  ή επεξεργασία νέων θεωριών, ικανών να γίνουν αποδεκτές από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (βλ. και τον μεταγενέστερο αλλά μηδέποτε ισχύσαντα ν.3653/2008 "Θεσμικό πλαίσιο έρευνας και τεχνολογίας ...", ΦΕΚ 49 Α΄, και τον ήδη ισχύοντα ν.4310/2014 "Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία ...", ΦΕΚ 258 Α΄). Στο πλαίσιο αυτό, οι ανατεθείσες με την ελεγχόμενη σύμβαση μελέτες δεν περιέχουν το στοιχείο της πρωτοτυπίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ερευνητικές, καθόσον, όπως προκύπτει από το εκτεθέν στην προηγούμενη σκέψη περιεχόμενό τους, πρόκειται για απλό και με γνωστές ήδη μεθόδους συνδυασμό κεκτημένων γνώσεων, για την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου ζητήματος με συγκεκριμένο αντικείμενο (διερεύνηση και αποτύπωση της κυματικής διαταραχής στον υφιστάμενο Λιμένα Χερσονήσου και σχεδιασμός έργων βελτίωσης αυτού), στην εφαρμογή του οποίου ουσιαστικά εξαντλείται, ούτε, εξάλλου, στα έγγραφα της διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης, γίνεται επίκληση λόγων που θα μπορούσαν να τους προσδώσουν ερευνητικό χαρακτήρα (βλ. 373, 295, 281, 280/2013 πράξεις του Κλιμακίου τούτου).


EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/34/2013

Yπηρεσίες μέτρησης - προσημειώσεις κλιματολογικών συνθηκών(…) Εξάλλου, ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως σύμβασης υπηρεσιών ή μελέτης και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών (πράξη VII Τμήματος 102/2009). Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ως μελέτη ορίζεται η αναλυτική επιστημονική και τεχνική εργασία και έρευνα σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο που αποβλέπει ή συνδέεται με τεχνικό έργο ή με την επέμβαση σε τεχνικό έργο ή αφορά στο σχεδιασμό ή στην απεικόνιση τεχνικού έργου. Στις περιπτώσεις των μελετών οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή εργασίας καθ' εαυτή ιδιαίτερα με την προσφορά γνώσεων και ικανοτήτων από συγκεκριμένο επιστημονικό προσωπικό για ορισμένο χρόνο που προσδιορίζεται είτε ημερολογιακά είτε σε συνάρτηση με ορισμένο γεγονός ή αποτέλεσμα της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας (βλ πράξεις VII Τμήματος 211/2010, 157/2010, 102, 185/2009). Η ανάθεση εκπόνησης μελετών από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) α΄ βαθμού, οι οποίες αποτελούν ειδική κατηγορία της μίσθωσης (ανάθεσης) ανεξαρτήτων υπηρεσιών, γίνεται σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται -όπως αντίστοιχα για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών γενικά με τις διατάξεις που τις διέπουν (π.δ. 28/80 και π.δ. 60/2007)- ως κύρια διαδικασία ανάθεσης η διενέργεια ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι' αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. και πράξεις VII Τμ. 157/2010, 102/2009). Ειδικότερα, όσον αφορά τις μελέτες, επιτρέπεται, με απόφαση της Δημαρχιακής, ήδη Οικονομικής, Επιτροπής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας περί εκπόνησης μελετών, ήτοι των διατάξεων του ν. 3316/2005, η απ' ευθείας ανάθεση της εκπόνησης μελέτης σε μελετητή ή μελετητικό γραφείο με πτυχίο Α΄ ή Β΄ τάξης, εφόσον η προεκτιμώμενη αμοιβή όλων των σταδίων της μελέτης δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης. Επίσης, επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση, με απόφαση Δημάρχου, κατ' άρθρο 209 παρ. 9 του Δημοτικού Κώδικα, υπηρεσιών οι οποίες, όμως, δεν υπάγονται στο ν. 3316/2005 περί μελετών. Η δε απευθείας ανάθεση μελετών και συμβάσεων συναφών υπηρεσιών μηχανικού του ν. 3316/2005, επιτρέπεται χωρίς δημοσίευση προκήρυξης μετά από διαπραγμάτευση με τρεις τουλάχιστον υποψηφίους που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, και στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται ειδικώς στο νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων οι παρατιθέμενες ανωτέρω, περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απολύτως απαραίτητο και υφίσταται κατεπείγουσα ανάγκη, που οφείλεται σε γεγονότα απρόβλεπτα για την αναθέτουσα αρχή και δεν επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών δημοσίευσης της προκήρυξης του άρθρου 12 ή σε περιπτώσεις μελετών η προεκτιμώμενη αμοιβή των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και συντρέχει επείγουσα περίπτωση για την ανάθεση μελέτης, οπότε για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται γνωμοδότηση του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης και σχετική αναγγελία στο Τ.Ε.Ε. με τα κρίσιμα στοιχεία της σύμβασης. Κατά συνέπεια, η απευθείας ανάθεση, χωρίς τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων και χωρίς επαρκή αιτιολόγηση από τον αναθέτοντα φορέα περί της ανάγκης προσφυγής στη διαδικασία αυτή, δεν είναι νόμιμη, ως εκ τούτου, δεν είναι νόμιμη ούτε η δαπάνη που προκαλείται από την εκπόνηση των μελετών αυτών ή την παροχή των οικείων υπηρεσιών (πρβλ. Πρ. VII Τμ. Ελ.Συν. 199/2010, 268/2009).(….)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη ΙΙ, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τον οικείο νόμο (3316/2005) ανοικτή ή κλειστή διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση μελέτης. Και ναι μεν ισχυρίζεται ο διατάκτης της δαπάνης ότι με τη σύμβαση δεν ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης, αλλά εργασία, που μπορεί να εκτελεστεί από οποιονδήποτε διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό και όργανα μέτρησης, τα ενδεδειγμένα λογισμικά προγράμματα, στα οποία έχει εκπαιδευτεί, ώστε να αποκτήσει τις κατάλληλες δεξιότητες και γνώσεις της χρήσης τους, συνεπώς μπορούσε να ανατεθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ.. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τα παραδοτέα της σύμβασης που υπάρχουν σε αυτόν, αντικείμενό της ήταν σειρά απαιτητικών επιστημονικών μελετών (αρχιτεκτονική, βιοκλιματική, φυτοτεχνική, φωτοτεχνική, η/μ εγκαταστάσεων) και άλλες τεχνικές εργασίες και έρευνες (μετρήσεις, υπολ


ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)/292/2013

Προμήθεια αδρανών υλικών(…)Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων 2286/1995 προκύπτει ότι η προμήθεια κάθε είδους αγαθών από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α΄ βαθμού περιλαμβανομένων και των νομικών τους προσώπων και των ιδρυμάτων τους διενεργείται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων αυτών (Ο.Τ.Α.) με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από το νόμο, μεταξύ των οποίων και εκείνη όπου η αξία της προμήθειας δεν υπερβαίνει το ποσόν των 15.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α.(…) Κατά τη σαφή έννοια της άνω διάταξης, 3463/2006 με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να ανατεθεί απευθείας από τον οικείο Δήμο η τα νομικά πρόσωπα αυτού, σε κοινωφελή ή αναπτυξιακή δημοτική επιχείρηση, η παροχή υπηρεσιών, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται και η προμήθεια υλικών, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το συμβατικό αντικείμενο είναι συναφές ή συνδέεται με το αντικείμενο της δραστηριότητας της δημοτικής επιχειρήσεως, β) η αξία των υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 45.000,00 ευρώ, χωρίς συνυπολογισμό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, και γ) η επιχείρηση διαθέτει τα μέσα (προσωπικό, εξοπλισμό κ.λπ.) ώστε να δύναται να εκπληρώσει η ίδια και όχι τρίτα πρόσωπα τις συμβατικές της υποχρεώσεις (βλ. Πρ. VΙΙ Τμ. 212, 349/2009, 192/2007). Τούτο σημαίνει ειδικότερα ότι η δημοτική επιχείρηση οφείλει, πέραν των ειδικότερων ρυθμίσεων που προβλέπουν τα σχετικά με τη δραστηριότητά της ζητήματα στο οικείο καταστατικό, να διαθέτει εν τοις πράγμασι, τα αναγκαία, ίδια μέσα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την απευθείας ανάθεση (βλ. πράξη VII Τμ. 376/2010).(…) Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 27, 28 και 29 του ΕΚΠΟΤΑ συνάγεται ότι, όσον αφορά στις προμήθειες των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, ο προμηθευτής υποχρεούται να παραδίδει στον οικείο Ο.Τ.Α. τα προς προμήθεια υλικά μέσα στα χρονικά όρια και με τον τρόπο που ορίζει η σύμβαση. Η παραλαβή των ως άνω υλικών γίνεται από επιτροπή παραλαβής, που συγκροτείται για τη συγκεκριμένη κάθε φορά προμήθεια με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία, κατόπιν ποσοτικού και ποιοτικού ελέγχου αυτών, ανάλογα δε με το αποτέλεσμα αυτού, συντάσσει πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής – όταν τα υλικά ανταποκρίνονται στους όρους της σύμβασης - ή απόρριψης – όταν τα υλικά παρουσιάζουν ουσιώδεις αποκλίσεις ή δεν ανταποκρίνονται στους όρους της σύμβασης. Το πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής, με το οποίο πιστοποιείται κατά τα ως άνω η παραλαβή των υλικών και η εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο των συμβατικών του υποχρεώσεων, αποτελεί μεταξύ άλλων, απαραίτητο κατά νόμο δικαιολογητικό εκκαθάρισης και εξόφλησης της εντελλόμενης δαπάνης (πρβλ. πράξη VII Τμ. 36/2011).(…) Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση από το Δήμο ..... της ανωτέρω προμήθειας στη ..... είναι μη νόμιμη. Και τούτο διότι, η προμήθεια υλικών και πάσης φύσεως αγαθών δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 268 του ΔΚΚ, που αναφέρεται αποκλειστικά στην παροχή υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, κρίσιμο για την εφαρμογή της διαδικασίας της απευθείας ανάθεσης δεν είναι το ανώτατο όριο των 45.000,00 ευρώ που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, αλλά εκείνο των 15.000,00 ευρώ που προβλέπεται από τις διατάξεις της 27319/18.7.2002 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Ανάπτυξης