Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1376/2021

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ζητείται η αναίρεση της 412/2016 απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε  έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 1916/Α.Πλ.3301/17.1.2012 απόφασης Το Δικαστήριο δικάζον την υπόθεση στην ουσία, κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η από 1.3.2012 έφεση του εκκαλούντος κατά της 1916/Α.Πλ.3301/17.1.2012 απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και να μεταρρυθμιστεί η εν λόγω απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 14.600 ευρώ χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας που αντιστοιχεί στο διατεθέν ποσόν για την κατασκευή του υδατόπυργού, περιορίζοντας το σε βάρος του επιβληθέν ποσό δημοσιονομικής διόρθωσης σε 153.547,32 ευρώ. Ακολούθως δε, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση  κατά το ήμισυ του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου στον εκκαλούντα και η κατάπτωση του υπολοίπου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου [άρ. 56 παρ. 4 εδ. α΄ του π.δ/τος  774/1980 (Α΄ 189) και ήδη άρθρο 310 παρ. 1 εδ. β΄ και 1 του ν. 4700/2020], ενώ το Δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις, συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. ​Δέχεται την από 6.6.2016 (ΑΒΔ 1160/2016) αίτηση αναίρεσης του ..... του Ιωάννη. Αναιρεί την 412/2016 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1484/2022

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η 2948/0052/17.10.2014 απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και το ποσό αυτής να περιοριστεί στο ποσό των 439.121,75 ευρώ.


ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.1/2219/2012

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Αίτηση ακύρωσης της α)  570/Γ/73/19.1.2007 και β) της 467/Γ/54/17.1.2007 απόφασης της Προϊσταμένης της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του ανωτέρω Επιχειρησιακού Προγράμματος, με την οποία απορρίφθηκαν οι αντιρρήσεις της εκκαλούσας κατά της από 5.10.2006 έκθεσης ελέγχου, με βάση την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης(...)Απορρίπτει την έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά α) της 570/Γ/73/19.1.2007 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Ανάπτυξης και β) της 467/Γ/54/17.1.2007 απόφασης της Προϊσταμένης της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα».


Ελ.Συν.Ολομ/121/2017

Οικονομική ενίσχυση Δήμου-Δημοσιονομική διόρθωση:Με τα δεδομένα αυτά πιθανολογείται βάσιμος ο κατά τα ανωτέρω ισχυρισμός του αιτούντος Δήμου ότι η εκ μέρους του καταβολή του καταλογισθέντος σε βάρος του χρηματικού ποσού θα επιφέρει σ’ αυτόν δυσχερώς επανορθώσιμη οικονομική βλάβη. Ως εκ τούτου, πρέπει, κατά παραδοχή της ένδικης αίτησης, να ανασταλούν οι έννομες συνέπειες της 447/2016 απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, συνακόλουθα, η εκτέλεση της 23423/Α.Πλ.3069/30.5.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης στην εκκρεμούσα αίτηση αναίρεσης, που έχει ασκηθεί από τον αιτούντα Δήμο ή μέχρι την κατάργηση της δίκης, που έχει ανοιχθεί με αυτήν.


ΕΣ/ΤΜ.1/1438/2018

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Επιδιώκει την ακύρωση της 77412/24.12.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.(....) Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι ο ίδιος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ενώ το μόνο εισόδημα που έχει προέρχεται από την λειτουργία της ατομικής του επιχείρησης. Ο ισχυρισμός αυτός, ακόμη και εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα της τυχόν οικονομικής αδυναμίας του εκκαλούντος να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό, είναι απορριπτέος, διότι δεν νοείται, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 461/2016, 2672, 2322, 1212/2014, 3156/2014).Απορρίπτει την έφεση.


ΕλΣυν/Τμ.4/1079/2016

Δημοσιονομικές διορθώσεις (...) Μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης και πριν από τη συζήτησή της στο ακροατήριο, κοινοποιήθηκε στο Δικαστήριο το 614/2.3.2015 έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης του Γραφείου Απασχόλησης του … του ... (..), με το οποίο αποστέλλονται συνημμμένα τα στοιχεία, που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοσης της ως άνω προσβαλλόμενης 2990/22.10.2013 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης καθώς και τα αποδεικτικά επίδοσης στην εκκαλούσα. Με το ίδιο έγγραφο καθίσταται επιπλέον γνωστό στο Δικαστήριο ότι η ως άνω Υπηρεσία έχει προβεί σε ανάκληση της παραπάνω 2990/22.10.2013 απόφασης στις 27.1.2014 και ότι εκδόθηκε στις 6.2.2014 νέα απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης (..), η οποία και επισυνάπτεται. Κατά συνέπεια και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση έχει ανακληθεί από το εκδόν αυτήν όργανο, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η δίκη αυτή, .., έχει καταργηθεί.


ΕΣ/ΤΜ.1/1897/2018

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 72827/16.12.2014  Η προσβαλλομένη είναι νομικώς πλημμελής και ακυρωτέα, διότι είναι αόριστη, γενικόλογη και αντιφατική, δεν περιγράφονται, έστω και συνοπτικά, στο σώμα αυτής λεπτομερώς τα πραγματικά στοιχεία, ούτε οι νομικές διατάξεις οι οποίες παραβιάστηκαν εν προκειμένω. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην απόφαση αυτή αναφέρεται, κατά τα προεκτεθέντα ρητά, τόσο το νομικό πλαίσιο στο οποίο ερείδεται, όπως και η αιτία επιβολής της δημοσιονομικής διόρθωσης – ανάκτησης, που συνίσταται, κατά τα αναφερόμενα στο σώμα της (παρ. 1β), στο ότι δεν τηρήθηκαν οι μακροχρόνιες υποχρεώσεις από τον δικαιούχο και συγκεκριμένα «η διατήρηση των συνολικών θέσεων απασχόλησης κατά την διετία μετά την ημερομηνία της Βεβαίωσης Ολοκλήρωσης της Πράξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 17 της υπ’ αριθμ. πρωτ. 40844/ΕΥΣ 6681/21.08.2009 Προκήρυξης». Αντίστοιχη μνεία γίνεται και στο σημείο 1δ της ίδιας απόφασης, όπου αναφέρεται η μη τήρηση των συνολικών θέσεων απασχόλησης και η παραβίαση του κρίσιμου εν προκειμένω άρθρου 17.8.γ. «της Κ.Υ.Α. 40844/ΕΥΣ 6681/21.08.2009», ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί τη λήψη του μέτρου της έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης (Ι Τμ. Ε.Σ 1859/2017).Απορρίπτει την έφεση.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021

Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και  να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00  ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να  μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν. 


ΕΣ/ΤΜ.1/2212/2008

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση, α) της 41557/Α.Πλ.6379/8.11.2005 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της .… το ποσό των 2.150.000 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεώστητα από κοινοτικούς (Ε.Τ.Π.Α. 75 %) και εθνικούς πόρους (Π.Δ.Ε. 25%), β) των με αρ. πρωτ. 1617/25.2.2005 και 3131/31.5.2005 εκθέσεων αποτελεσμάτων ελέγχου της Υπηρεσίας Διαχείρισης ΕΠ Αττικής και γ) κάθε άλλης συναφούς σχετικής πράξης.(....)Εξάλλου, ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκκαθάρισης του ποσού του καταλογισμού, από το οποίο μη νομίμως δεν αφαιρέθηκε η αμοιβή και τα έξοδα του αναδόχου για τις εκτελεσθείσες από αυτόν εργασίες (άρθρο 50 παρ. 2 π.δ. 609/1985), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι εκκρεμείς απαιτήσεις που απορρέουν από την λυθείσα εργολαβική σύμβαση ανάγονται, μετά την απένταξη του επίμαχου έργου, στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ήτοι μεταξύ της εκκαλούσας και του αναδόχου και δεν καλύπτονται από την αναδρομικά καταργηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός  περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 909 Α.Κ. (μη σωζόμενος πλουτισμός), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται επί του ανωτέρω παρατιθέμενου ειδικότερου ρυθμιστικού πλαισίου, που διέπει την καταβολή και διαχείριση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, προς το οποίο δεν προσιδιάζει η επικαλούμενη διάταξη, τυχόν εφαρμογή της οποίας θα αναιρούσε κατ’ ουσία το σκοπό και τη λογική των δημοσιονομικών διορθώσεων. Ομοίως αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας περί της μη τοκοφορίας του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, καθόσον οι τόκοι οφείλονται  ευθέως εκ του νόμου (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 V της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α.), ενώ η επιβαλλόμενη από την ανωτέρω Κ.Υ.Α. υποχρέωση  ειδικής ενημέρωσης του καταλογιζομένου  ως προς τα ένδικα βοηθήματα που διαθέτει αποσκοπεί στην διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος εννόμου προστασίας, ενόψει δε του ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε παραδεκτά, ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας αλυσιτελώς προβάλλεται. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας αναφορικά με την επιβολή της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης, αφού αυτή είναι, σύμφωνα με την απόφαση ένταξης, ο τελικός δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο οποίος φέρει και την ευθύνη για την εκτέλεση της πράξης.Απορρίπτει την έφεση.


ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.1/444/2016

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Αίτηση ακύρωσης της  2949/0052/17.10.2014 απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης (...)Κατ` ακολουθία αυτών που προηγουμένως έγιναν δεκτά, νομίμως επιβλήθηκε η ως άνω δημοσιονομική διόρθωση καθόσον η εκκαλούσα δεν τήρησε την απορρέουσα από την παράγραφο 5 του άρθρου 18 της 192249/ΕΥΣ4057/2002 κυα και από την απόφαση υπαγωγής της επένδυσης στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων, υποχρέωση περί μη μεταβίβασης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων για μία πενταετία και επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί. 


ΕλΣυνΤμ.1/1244/2016

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Αίτηση ακύρωσης της 27240 Α.Πλ.3460/20.6.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκτηση από την εκκαλούσα του ποσού των 110.769,27 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως χρηματοδότηση στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 2 της Πράξηςμε κωδ. MIS 76820, που έχει ενταχθεί στο Μέτρο 1.6. του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Κεντρικής Μακεδονίας, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους. «….», Ακολούθως, η εκκαλούσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε μονομερώς από τα εθνικά όργανα, χωρίς να προηγηθεί «διαβούλευση» με τα όργανα της Επιτροπής,  σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 που αναφέρει ότι σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης.  Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη ΙΙΙΔ), στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών και την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων, ενώ η εταιρική σχέση ουδόλως υποχρεώνει τα τελευταία (κράτη – μέλη) να διαβουλεύονται με την Επιτροπή προτού αποφασίσουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την ανάκτηση δαπάνης για το ως άνω υποέργο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι, στην προκειμένη υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης η οποία γενικώς κρίνεται ως το αναγκαίο και συνάμα κατάλληλο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η άρση της παραβίασης διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημοσίων έργων, δεν αναζητείται το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα παραβίασης αυτής της αρχής αλλά μόνον τα ποσά εκείνα που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες δαπάνες. Επίσης, είναι αβάσιμος  ο λόγος έφεσης  ότι η Διοίκηση προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της κατά παράβαση του άρθρου 39 του Κανονισμού 1260/1999 (το οποίο αναφέρεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης). Και τούτο διότι, με βάση το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1418/1984, π.δ. 609/1985 και των όρων της απόφασης ένταξης της πράξης ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη και δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, διότι μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα δεν παρέδωσε τη σχετική έκθεση στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2860/2000. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (Ε.Δ.ΕΛ.), ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000, αλλά από τη διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8, 38 και 39 του Καν (ΕΚ) 1260/1999. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη