ΕΣ/ΟΛΟΜ.487/2014
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με τα δεδομένα αυτά, ορθώς το Τμήμα, με την ήδη πληττόμενη απόφασή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 8 του ν. 1418/1984 και 43 του π.δ/τος 609/1985, κρίνοντας ότι, εφόσον, κατά τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, οι επίμαχες εργασίες του 1ου και του 4ου υποέργου δεν συνάπτονταν με το τεχνικό αντικείμενό τους, δεν μπορούσαν να καλυφθούν από το κονδύλιο των απροβλέπτων και τις επί έλαττον δαπάνες των αντίστοιχων εργολαβικών συμβάσεων, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι, όπως ο αναιρεσείων υποστήριξε με την έφεση, οι εργασίες αυτές κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου της αποχέτευσης και ενόψει της μείζονος αποτελεσματικότητας της τελικώς επιλεγείσας μεθόδου απολύμανσης στη Μονάδα Καθαρισμού Λυμάτων, ενώ ούτε η απόφαση έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων δικαιολογούσε, ως προγενέστερη της δημοπράτησης του έργου κατασκευής της Μονάδας αυτής, την ανάλωση του εν λόγω κονδυλίου. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του εάν λόγοι αναγόμενοι στην προαίρεση του τελικού δικαιούχου λυσιτελώς προβάλλονται, προκειμένης δημοσιονομικής διόρθωσης που ερείδεται σε αντικειμενικά μόνο δεδομένα, όπως στην κρινόμενη υπόθεση που η αιτία ανάκτησης συνίσταται στην εκτέλεση εργασιών εκτός του εγκεκριμένου τεχνικού αντικειμένου των έργων (πρβλ. Ολομ. Ελ. Συν. 210/2011), στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, ο ισχυρισμός για τη συνδρομή συγγνωστής πλάνης δεν είχε ορισμένως προβληθεί με το δικόγραφο της έφεσης, στο οποίο ο αναιρεσείων περιοριζόταν στην έκθεση, εν είδει ιστορικού της διαφοράς, το μεν της ελλιπούς οργάνωσης των υπηρεσιών του και της - ευεξήγητης λόγω της μέχρι τότε μη διενέργειας ελέγχου - έλλειψης προηγούμενων παρατηρήσεων των αρμοδίων οργάνων, το δε όλως άσχετων με τη διαπιστωθείσα πλημμέλεια αντιδικιών του με τους περιοίκους, χωρίς, ωστόσο, καμία πεπλανημένη πεποίθησή του για την έννοια των διατάξεων της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων που παραβίασε να επικαλεσθεί. Ως εκ τούτου, ορθώς το Τμήμα απέρριψε, ως απαράδεκτο το σχετικό ισχυρισμό, στον οποίον ο αναιρεσείων το πρώτον με το υπόμνημά του αναφέρθηκε, επικαλούμενος εκ των υστέρων την καλή τη πίστει διάθεση των οικείων κονδυλίων, και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με την ένδικη αίτηση τυγχάνουν αβάσιμα.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ 2885/2013
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,κατόπιν διενεργηθείσας στις 10.11.1997 δημοπρασίας, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου και εν συνεχεία, στις 8.10.2003, η 1η συμπληρωματική σύμβαση, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων Δήμος ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών έναντι πρόσθετης αμοιβής, πλέον Φ.Π.Α. Κ... Εξάλλου, στις 8.9.2005 εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της προαναφερθείσας Υπηρεσίας ο τελικός λογαριασμός της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Τέλος, στις 15.12.2004 η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τον 1ο λογαριασμό – πιστοποίηση της συμπληρωματικής σύμβασης που εγκρίθηκε από τον ανωτέρω Προϊστάμενο στις 19.5.2006. Οι λογαριασμοί, όμως αυτοί δεν εξοφλήθηκαν, Τελικώς, το έργο περαιώθηκε εμπροθέσμως στις 31.12.2003 και οι μεν εργασίες της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικά από τον αναιρεσείοντα Δήμο στις 19.9.2005, οι δε εργασίες της συμπληρωματικής στις 23.2.2006, χωρίς όμως να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά στην αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο. Κατόπιν τούτου η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 286.136,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα Δήμο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 286.136,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ανωτέρω μη εξοφληθέντες λογαριασμούς. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσκομίσει τιμολόγιο, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση χρηματικού εντάλματος, με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι για τον πρώτο λογαριασμό που παρέμεινε ανεξόφλητος, είχε εκδοθεί από την αναιρεσίβλητη σχετικό τιμολόγιο, η προηγούμενη έκδοση τιμολογίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εξόφληση των εγκριθέντων λογαριασμών μετά την πάροδο μηνός από την έγκριση αυτών. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε, ούτε ο Δήμος προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη αρνήθηκε να εκδώσει τιμολόγια ενόψει της καταβολής των εγκριθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αόριστος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου σχετικά με την παραγραφή των απαιτήσεων που αφορούσαν στον 6ο και 7ο λογαριασμό, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της.. Απορρίπτει την αίτηση
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΟΛΟΜ/49/2012
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη (ΙΙΙ), το Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές προαναφερόμενες διατάξεις κρίνοντας ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούτο για την επίμαχη χρονική περίοδο στην καταβολή ολόκληρου του εκδικού επιμισθίου αλλά ποσοστό ίσο με το 1/3 αυτού και απέρριψε την ασκηθείσα έφεσή του κατά της σε βάρος του εκδοθείσης καταλογιστικής απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, διέλαβε δε, κατά την ίδια γνώμη, νόμιμη και επαρκή αιτιολογία και ορθώς απέρριψε όλους τους περί του αντιθέτου ουσιώδεις ισχυρισμούς του
ΣΤΕ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 142/2005
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΓΡΑΠΤΗ ΕΝΤΟΛΗ:Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 6η σκέψη της παρούσης αποφάσεως, ο ανάδοχος, επικαλούμενος την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, δικαιούται να ζητήσει τροποποιήσεις στη μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, εάν δε ο κύριος του έργου απορρίψει το αίτημα αυτό, η σχετική άρνηση συνιστά πράξη βλαπτική για τα έννομα συμφέροντα του αναδόχου, ο οποίος νομιμοποιείται, αφού τηρήσει την ενδικοφανή διαδικασία του άρθρου 12 του ν. 1418/1984, να την προσβάλει με προσφυγή, προκειμένου να κριθεί από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο αν οι ζητούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, περαιτέρω δε, αναλόγως της κρίσεως στο προηγούμενο ζήτημα, να κριθεί ποίος (ο κύριος του έργου ή ο ανάδοχος) βαρύνεται με το κόστος των εργασιών, οι οποίες έχουν τυχόν ήδη εκτελεσθεί από τον ανάδοχο, χωρίς προηγούμενη έγκριση των τροποποιήσεων αυτών από τον κύριο του έργου. Εν όψει των ανωτέρω, οι κρίσεις του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η απόρριψη από την Διευθύνουσα Υπηρεσία, με το υπ’ αριθμ. .. έγγραφο, των τροποποιήσεων στη σύμβαση, τις οποίες είχε προτείνει η αναιρεσείουσα με τις από 9, 17 και 24.5.1994 επιστολές της, δεν συνιστά πράξη βλαπτική για τα έννομα συμφέροντα της αναιρεσειούσης και, περαιτέρω, ότι για τις εργασίες που εξετέλεσε η αναιρεσείουσα δεν οφείλεται αποζημίωση, απλώς και μόνον διότι αυτές εκτελέσθηκαν κατά τροποποίηση της συμβάσεως και παρά την ρητή άρνηση του ... να εγκρίνει τις τροποποιήσεις, στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που παρατίθενται στην 5η σκέψη της παρούσης αποφάσεως.Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βάσιμα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή..
ΕλΣυνΤμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/3211/2011
Εκτέλεση έργου-συμπληρωματική σύμβαση:..ζητείται η αναθεώρηση της 2435/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Περαιτέρω, ως προς τις εργασίες νέων φωτιστικών σημείων (φωτισμού και φωτισμού ασφαλείας), το Τμήμα τούτο άγεται στην κρίση ότι αφενός η συμμόρφωση με νέους κανονισμούς που προκύπτουν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου καλύπτονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του ν. 3669/2008, από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση και αφετέρου ότι η απόκλιση από το πρότυπο ΕΛΟΤ – ΕΝ 50171/20.9.2001 συνιστά σφάλμα της αρχικής μελέτης και επομένως δεν αποτελεί απρόβλεπτη περίσταση που να δικαιολογεί κατά νόμο τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ομοίως και αναφορικά με την εγκατάσταση καλωδίου DATA υψηλής ταχύτητας και ασφάλειας θωρακισμένου με πλέγμα κατηγορίας 7, προκειμένου να αναπροσαρμοσθεί η ταχύτητα των δικτύων, χωρίς να επηρεάζεται από παρεμβολές, η εξέλιξη της τεχνολογίας μεταφοράς δεδομένων, όπως προβάλλεται από την αιτούσα, καθώς και ο στόχος της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης των δημόσιων υπηρεσιών δεν συνιστούν νόμιμο λόγο σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης, αλλά αποσκοπούν κατ’ ουσίαν στην αρτιότητα και βελτίωση της ποιότητας του έργου, κατά παράβαση των σχετικώς οριζομένων στη διάταξη του άρθρου 57 του ν.3669/2008, συνεπώς, κατά το μέρος τούτο συντρέχει λόγος διακωλυτικός της υπογραφής της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τα ορθώς γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναθεώρησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...» και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «.....» πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές, να αναθεωρηθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με αυτές 2435/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στα οικεία κεφάλαια και να γίνει δεκτό ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης, κατά το μέρος που αφορά στην εκτέλεση των εργασιών τοποθέτησης νέων μετακινούμενων χωρισμάτων, χωρισμάτων ξηρής δόμησης, μεταλλικών θυρών πυρασφάλειας και τροποποίησης του κλιματισμού, καθώς και στην εκπόνηση των αντίστοιχων μελετών, όπως αναλυτικώς αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας.
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤ.ΣΥΝΘ/1285/2011
Ανάπλαση κεντρικού ιστού πόλεως - συμπληρωματική σύμβαση..ζητείται η αναθεώρηση της 796/2011 Απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα μείζονος – επταμελούς σύνθεσης άγεται στην κρίση ότι η ελεγχόμενη σύμβαση δεν αποτελεί, κατά την έννοια του νόμου, συμπληρωματική σύμβαση του έργου «Ανάπλαση Κεντρικού Ιστού Πόλεως ....», όπως το τελευταίο προσδιορίσθηκε με την οικεία μελέτη δημοπράτησης και την αρχική σύμβαση, καθόσον αφορά στην εκτέλεση εργασιών που ανέκυψαν μετά από την ανατροπή των προβλέψεων της μελέτης δημοπράτησής του και την επελθούσα μεταβολή του αρχικού σχεδιασμού του έργου, του οποίου το αντικείμενο τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε, βάσει των ως άνω μελετών που εγκρίθηκαν κατά την εκτέλεσή του. Επομένως, οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην ελεγχόμενη σύμβαση δεν αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο του ανωτέρω έργου και δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης αυτού, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του VΙ Τμήματος. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, δεν συντρέχει εν προκειμένω η αξιούμενη από το νόμο συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου, οι οποίες να καθιστούν αναγκαία τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, δοθέντος ότι τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτών Δήμος της μεγάλης οικιστικής ανάπτυξης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, της κυκλοφοριακής επιβάρυνσης, λόγω της λειτουργίας του αεροδρομίου ..., της κατασκευής της ... και των Ολυμπιακών Έργων, καθώς και του ότι η προηγούμενη αντίστοιχη κυκλοφοριακή μελέτη είχε συνταχθεί κατά το έτος 2001, ήταν γνωστά πολύ προ της δημοπρατήσεως του έργου. (...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα μείζονος – επταμελούς σύνθεσης αποφαίνεται ότι η υπό κρίση αίτηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ....» πρέπει να απορριφθεί και να μην αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν 796/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕλΣυν.Τμ.6/232/2006
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:..ζητεί την ανάκληση της 1228/2006 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου.Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα αποφαίνεται πως ορθώς έκρινε το Κλιμάκιο με την προσβαλλομένη ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω η προϋπόθεση των απρόβλεπτων περιστάσεων, ώστε να μπορούν οι εργασίες να χαρακτηρισθούν ως εμπίπτουσες στην έννοια των συμπληρωματικών εργασιών, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 8 του ν. 1418/1984 και 8 του π.δ/τος 334/2000, γεγονός που ενισχύεται και από την προηγούμενη εξάντληση των απρόβλεπτων δαπανών του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1418/1984 για εργασίες της ίδιας φύσεως και της ίδιας αιτιολογίας (ως προς την αναγκαιότητα αυτών) με εκείνες που περιλαμβάνονται στη συμπληρωματική σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή εν προκειμένω η σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος και της παρεμβαίνουσας αναδόχου εταιρείας …(..)Κατόπιν τούτων, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η από 28.11.2006 αίτηση ανάκλησης του Οργανισμού .. πρέπει να απορριφθεί και να μην ανακληθεί η 1228/2006 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΣΤΕ 4149/2014
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία με το ασκηθέν, στις 30.12.2002, ένδικο βοήθημα, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.795.490 δραχμών, εκ των οποίων (α) ποσό 8.374.272 δραχμών αφορά τόκους οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έπρεπε να της καταβληθούν λόγω της μεταγενέστερης εξόφλησης της ιδίας συμμετοχής του Δήμου, συμπεριλαμβανομένου του εργολαβικού οφέλους ποσοστού 15% και του ΦΠΑ ποσοστού 18% και (β) ποσό 5.000.000 δραχμών για πρόσθετες εργασίες καθώς και ποσό 4.421.218 δραχμών για τόκους επί του ποσού των προσθέτων εργασιών. Ενόψει των ως άνω αξιώσεων της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, η ικανοποίηση των οποίων προϋποθέτουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών όρων της συμβάσεως, όφειλε αυτή να ασκήσει, μετά την τήρηση της προσήκουσας ενδικοφανούς διαδικασίας, προσφυγή διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η δικαστική επίλυση όλων εν γένει των διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων ή δημοτικών έργων, και αυτών ακόμη που έχουν ως αντικείμενο την ανόρθωση ζημίας που προκλήθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις των δημοσίων ή δημοτικών αρχών κατά την εκτέλεση δημοσίου ή δημοτικού έργου, επιδιώκεται με άσκηση προσφυγής, μετά τήρηση της διαγραφομένης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας. Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα είχε το χαρακτήρα προσφυγής, όπως άλλωστε επιγράφετο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της αναιρεσείουσας δεν ήταν βέβαιες και εκκαθαρισμένες αλλά, αντιθέτως, υπήρχε στάδιο ουσιαστικής κρίσεως τόσο ως προς την καταρχήν ύπαρξη των απαιτήσεων όσο και το ύψος αυτών, ο δε προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος...κατόπιν αυτών η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
ΣΤΕ/111/2006
Εργασίες κυκλοφοριακών διαμορφώσεων...Επειδή, εξ άλλου, για την επιβολή της κυρώσεως του αποκλεισμού από δημοπρασίες σε εργοληπτική επιχείρηση, απαιτείται, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του π.δ/τος 278/1999, η τήρηση ορισμένης διαδικασίας. Ειδικότερα, απαιτείται η υποβολή προτάσεως για πειθαρχική δίωξη από τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας του έργου, κατά την δημοπράτηση του οποίου προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έγινε η αποδιδόμενη στην επιχείρηση παράβαση. Η ως άνω πρόταση παραπομπής, στην οποία πρέπει να αναφέρονται συνοπτικά τα σχετικά με την παράβαση στοιχεία, κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση (άρθρο 8 π.δ. 278/1999). Εν συνεχεία δε, κατά το άρθρο 9 του ιδίου π.δ/τος, ο αρμόδιος Προϊστάμενος της Προϊσταμένης του έργου Αρχής, εάν κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, απευθύνει σχετικό έγγραφο προς τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., το οποίο κοινοποιείται, επίσης, στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της παραβάσεως πρέπει να έχουν τεθεί προηγουμένως σε γνώση της εργοληπτικής επιχειρήσεως για την υποβολή τυχόν αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 εδ. τελ. προθεσμίας. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως τηρήθηκαν οι ως άνω τασσόμενοι από τις διατάξεις του π. δ/τος 278/1999 τύποι. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκαν στην αιτούσα τα στοιχεία της αποδιδομένης σε αυτήν παραβάσεως, ούτε ότι κλήθηκε για να υποβάλει τις αντιρρήσεις της και να εκθέσει τις απόψεις της. Επομένως, οι επίδικες κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί χωρίς να προηγηθεί κλήση της αιτούσης προς παροχή εξηγήσεων ενώπιον του αρμοδίου για την επιβολή των κυρώσεων οργάνου [άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 - 3 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΦΕΚ Α' 45), καθώς και άρθρα 8 παρ.5 και 9 παρ.2 του Π.Δ.278/1999 - πρβλ. και ΣτΕ 1013/1999 7μ, 2273-4/05], είναι μη νόμιμες, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση. Και ναι μεν η Διοίκηση με το από 20.12.2004 έγγραφο των απόψεών της προς το Δικαστήριο, προβάλλει ότι μόνη η κοινοποίηση στην αιτούσα της υπ’ αριθμ. Δ1β/0/3/44/17.6.2004 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία είχε, προηγουμένως, ακυρωθεί ο διαγωνισμός, στο πλαίσιο του οποίου διαπιστώθηκε η τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτήν παραβάσεως, ήταν, κατά την έννοια του νόμου αρκετή, προκειμένου αυτή να υποβάλει τις αντιρρήσεις της πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί της Διοικήσεως είναι απορριπτέοι, και τούτο διότι η απόφαση περί ακυρώσεως του διαγωνισμού είναι ξεχωριστή διοικητική πράξη, η οποία δεν εντάσσεται στην διαγραφόμενη από το π.δ. 278/1999 διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των εργοληπτικών επιχειρήσεων.
ΣΤΕ/4179/2011
Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.