ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/237/2013
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Χορήγηση επιδόματος:(...) Με βάση το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό ότι μετά την έκδοση της πράξης της Επιτροπής, ο έλεγχος νομιμότητας της οποίας ανήκει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 1 παρ. 7 α.ν. 599/1968, ΣτΕ 276/2001 εν συμβουλίω, πρβλ. ΣτΕ 61, 62/1980, 2900/2012), το Ε.Μ.Π., ως υπηρεσιακή διοίκηση δεσμευόμενη όσον αφορά στην αναγνώριση του χρόνου προϋπηρεσίας από την κρίση της Επιτροπής, δεν μπορούσε νομίμως να συνυπολογίσει το επίμαχο χρονικό διάστημα για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ. Ακόμα, με την Ε.Σ. 1079/2006 κρίθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 περ. μη΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, οπότε και ήταν προσμετρητέα η ως άνω προϋπηρεσία για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ., σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΑ της παρούσας. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω η απορρέουσα από την προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας από 28.12.1995 για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ αξίωση, η οποία, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κρατήσεων, αντιστοιχεί στην εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την μεταρρύθμιση της 191/23.10.1998 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 4 του α.ν. 599/1968, οπότε και ήρθη ο νομικός λόγος που εμπόδιζε την έγερση σχετικής αγωγής, κατά συνέπεια και την έναρξη της παραγραφής (πρβλ. Ε.Σ. 1784/2012, σκέψη 7, ως προς το διαπλαστικό χαρακτήρα της διαφοράς, ΑΠ 161/1993, ΔΕφΑθ 1345/2011), η οποία, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση διεκόπη με την άσκηση της από 7.12.1999 έφεσης. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του αν η καταβολή της διαφοράς μεταξύ του Ε.Χ.Υ. που έλαβε από το χρόνο διορισμού έως 6.10.2007 και του Ε.Χ.Υ. που θα ελάμβανε αν δεν είχε εκδοθεί η παράνομη πράξη της Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο αποκατάστασης της υπηρεσιακής νομιμότητας, υπό την ειδικότερη μορφή της μισθολογικής αποκατάστασης (πρβλ. ΣτΕ 148, 352/2005, 1227/2010, 3467/2013), το γεγονός ότι μετά την έκδοση της Ε.Σ.1079/2006 δεν απαιτείτο για τη θεμελίωση της αξίωσης η έκδοση διοικητικής πράξεως από τα αρμόδια όργανα του Ε.Μ.Π., περί αναγνώρισης της επίμαχης προϋπηρεσίας, αφού αυτή (θεμελίωση της αξίωσης) τελούσε σε συνάρτηση με τα δικαστικώς κριθέντα (πρβλ. ΣτΕ 3290/2013), άγει στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974. Δοθέντος δε ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο χρόνος κοινοποίησης της Ε.Σ. 1079/2006 στον δικαιούχο του εντάλματος, η διετής παραγραφή άρχισε από το τέλος του έτους δημοσίευσης της απόφασης (πρβλ. Τριμ.Διοικ.Πρωτ.Θεσ. 5041/1996, Δ.Δίκη 1998, 134). Υπό την διττή δε εκδοχή ότι η από 3275/21.2.2007 αίτηση είναι το μεν σαφής και ορισμένη (πρβλ. Τριμ.Διοικ.Πρωτ.Θεσ. 1096/1995, ΕφΑθ8564/1993, ΝοΒ 1994, 435), το δε ότι αφορά όχι μόνο στην υποχρέωση της διοίκησης να συνυπολογίσει για το μέλλον την ως άνω προϋπηρεσία για τον καθορισμό του Ε.Χ.Υ., αλλά, συνιστά ταυτόχρονα και αίτηση πληρωμής της διαφοράς Ε.Χ.Υ. από 28.12.1995 και εντεύθεν, κατά την έννοια του άρθρου 51 περ. β΄ του ν.δ/τος 496/1974, που κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται ότι ασκήθηκε την 1.1.2008, μετά την υποβολή της αίτησης αυτής ανεστάλη η έναρξη παραγραφής της επίμαχης αξίωσης για ένα εξάμηνο. Με βάση τις ως άνω παραδοχές και σε συνδυασμό με το ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει αφενός ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος του εντάλματος παραπεμποδίστηκε ή αποθαρρύνθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο, να προσφύγει δικαστικά για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσης εντός διετίας από τη γέννηση αυτής, αφετέρου άλλο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, η επίμαχη αξίωση υπέπεσε σε παραγραφή εντός του έτους 2010 και ως εκ τούτου η εντελλόμενη με το 605, οικονομικού έτους 2013, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Ε.Μ.Π. δαπάνη είναι μη νόμιμη. Εξάλλου, οι προβαλλόμενοι με το έγγραφο επανυποβολής λόγοι περί θεώρησης του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, άλλως, λόγω συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του Ε.Μ.Π. είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το 605, οικονομικού έτους 2013, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του .... δεν πρέπει να θεωρηθεί.Μη ανακληθείσα από την Πράξη Ι Τμ. 54/2014
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.1/54/2014
Χορήγηση επιδόματος:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 237/2014 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο I Τμήμα (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ Β της παρούσας, με νόμιμη αιτιολογία το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη Πράξη του, έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η καταβολή της επίμαχης διαφοράς χρονοεπιδόματος στον ανωτέρω καθηγητή, καθόσον πράγματι η αξίωσή του παραγράφηκε εντός του έτους 2010, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αιτούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αιτούντος νομικού προσώπου ότι, για την καταβολή της διαφοράς του επίμαχου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας ήταν αναγκαία η έκδοση σχετικής διοικητική πράξης και ότι, συνεπώς, εν προκειμένω, πρόκειται για αξίωση της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974, που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία διεκόπη με την έκδοση των 9323 και 9327/22.4.2013 πράξεων του Πρύτανη, με τις οποίες ανακλήθηκαν παλαιότερες πράξεις του ίδιου και ότι έκτοτε τρέχει νέα πενταετής παραγραφή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, η επίμαχη αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου υπόκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, αφού για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, η οποία ήταν απόρροια των κριθέντων με την απόφαση Ε.Σ. 1079/2006, δεν απαιτείτο η έκδοση διοικητικής πράξης από τα αρμόδια όργανα του αιτούντος και ο ίδιος είχε ευθεία αγωγή για την καταβολή της διαφοράς επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, για το χρονικό διάστημα από 28.12.1995 έως 5.10.2007, θεμελιούμενη ευθέως στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 του ν. 1517/1985 και 13 παρ. 2 του ν. 2530/1997. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου δε ότι στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 292, 2403/2013, 461, 1819/2012), είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός κατά το μέρος που αναφέρεται σε παράβαση της εν λόγω Σύμβασης. Περαιτέρω, το αιτούν ισχυρίζεται ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος παρεμποδίστηκε και αποθαρρύνθηκε να προβεί στη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, το αιτούν ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, τελούσαν σε συγγνωστή νομική πλάνη ως προς το ποιες διατάξεις ήταν εφαρμοστέες και ποιες ήταν οι δέουσες ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν, για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, με προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας του φερόμενου ως δικαιούχου καθηγητή, αλλά και σε πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον ορθό υπολογισμό των δικαιούμενων ποσών, με συνέπεια ο ανωτέρω να μην είναι σε θέση να προσφύγει δικαστικώς για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσής του, ύψους 15.010,95 ευρώ. Τα ανωτέρω, όμως, επικαλούμενα γεγονότα δεν συνιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, λόγους ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν.δ/τος 496/1974, δηλαδή γεγονότα απρόβλεπτα και αδύνατο να αποτραπούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, συνεπώς δεν επέφεραν την αναστολή της παραγραφής, αφού ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε, επιμελώς φερόμενος, να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας εμπροθέσμως την ικανοποίηση της αξίωσής του.Απορρίπτει την αίτηση.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/271/2019
Επιδότηση νοσηλεύτριας...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η σχετική αξίωση της … δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθόσον η αξίωση αυτή γεννήθηκε στις 24.11.2008, με την υποβολή με την αίτησή της προς το Νοσοκομείο όλων των δικαιολογητικών για την επιδότηση αγοράς κατοικίας που προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Η δε πενταετής παραγραφή της αξίωσης αυτής, η οποία άρχισε στις 31.12.2008 (τέλος του οικονομικού έτους), διεκόπη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υποβολή της από 26.11.2012 πρώτης ως άνω αίτησής της προς τον Προϊστάμενο της Οικονομικής Υπηρεσίας του Νοσοκομείου, με την παρέλευση εξαμήνου από την άσκηση της οποίας (26.5.2013) άρχισε νέα πενταετής παραγραφή, η οποία διεκόπη εκ νέου με την άσκηση αγωγής εκ μέρους της εντός του έτους 2014, επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί απόφαση τελεσίδικη ή καταργητική της δίκης (βλ. περ. α’ και β’ του άρθρο 51 του ν.δ/τος 496/1974).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι νόμιμη και κανονική και, συνεπώς, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.
ΣτΕ/608/2007
Η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3263/2004 κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε διαγωνισμό συνιστά διοικητική κύρωση και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται, κατ’ αρχήν, η άμεση εκτέλεσή της (πρβλ. ΣτΕ Ε.Α. 61/1998). Ανεξαρτήτως αυτού, όλως αναποδείκτως, πάντως, η αιτούσα προβάλλει ότι η εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων, και ιδίως η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής θα καταστήσει αδύνατη την υπέρ αυτής έκδοση στο μέλλον εγγυητικών επιστολών με συνέπεια τον αποκλεισμό της από διαγωνισμούς δημοσίων έργων. Εξ άλλου, η βλάβη, την οποία η αιτούσα επικαλείται από τον υποβιβασμό ή τη διαγραφή της από το Μ.Ε.ΕΠ., δεν αποτελεί άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια της εκτέλεσης των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά πρόκειται για βλάβη μέλλουσα και μάλιστα ενδεχόμενη (πρβλ. ΣτΕ Ε.Α. 759/1997). Εν όψει τούτων, και δεδομένου ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως δεν κρίνονται προδήλως βάσιμοι, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΑΕΔ/7/2011
Τοκοφορία χρηματικής απαίτησης κατά του Δημοσίου. Επίλυση διαφωνίας από το ΑΕΔ μεταξύ της 833/10 απόφασης της ολομέλειας του ΣτΕ και της 10/2008 απόφασης της ολομέλειας του ΑΠ, τασσόμενο υπέρ της άποψης του ΣτΕ.
ΣΤΕ/2242/2013
Δημοσίευση πράξης κανονιστικού χαρακτήρα:..Επειδή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη Τ.Υ. οικ. 7278/21-10-1999 απόφαση του Νομάρχη …, η οποία, κατά τα ανωτέρω, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, δεν δημοσιεύθηκε, η απόφαση αυτή δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση. Περαιτέρω, εφόσον η εν λόγω απόφαση είναι ανυπόστατη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κινήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο για τους αιτούντες η προθεσμία για την άσκηση κατ’ αυτής αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 1627/2010, 2103/2006, 2759/2003, 859/1997, 3327/1991 κ.ά.). Επομένως, εμπροθέσμως προσβάλλεται η παραπάνω απόφαση, η οποία, εξάλλου, για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ότι δεν δημοσιεύθηκε και, συνεπώς, δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση, πρέπει, για λόγους ασφαλείας δικαίου, να ακυρωθεί, αφού, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, έτυχε εφαρμογής, ενόψει του ότι η διοίκηση την υπέλαβε ως ισχύουσα κατά την έκδοση της 1573/14.8.2002 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας … (πρβλ. ΣτΕ 1627/2010, 859/1997, 3008/ 1996).Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι αποφάσεις με τις οποίες ασκείται έλεγχος νομιμότητας σε ανυπόστατες πράξεις στερούνται εκτελεστότητας (βλ. ΣτΕ 2800/2008, 2569/2002, 129/1999, πρβλ. και ΣτΕ 2353/2009, Ολομ. 1925/2002). Κατά συνέπεια, η 1488/7.2.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας .., που εκδόθηκε κατόπιν της προσφυγής των αιτούντων και με την οποία ασκήθηκε έλεγχος νομιμότητας στην προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη .., δεν είναι εκτελεστή πράξη, και, για το λόγο αυτό, η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
ΑΕΠΠ/2/2021
Προμήθεια θερμογραφικού χαρτιού....Επειδή, ως προς τη ματαίωση λόγω της λήξης ισχύος των προσφορών, κρίνονται τα κάτωθι. Από τους εκατέρωθεν προβαλλόμενους ισχυρισμούς και από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ολοκληρώσει την υποβολή των δικαιολογητικών κατακύρωσης σε χρόνο (29.07.2020) προγενέστερο από αυτόν της λήξης ισχύος των προσφορών (14.08.2020). Υπό τα δεδομένα αυτά, της ωριμότητας δηλαδή της διαγωνιστικής διαδικασίας που επήλθε με την αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών, μετά από πλήρη ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων που συμμετείχαν εντός του χρόνου ισχύος των προσφορών τους, η αναθέτουσα αρχή δεν είχε υποχρέωση να ματαιώσει τον διαγωνισμό ούτε κωλυόταν να ζητήσει την παράταση της ισχύος των προσφορών και μετά την τυπική λήξη της (πρβλ. ΣτΕ 2384/2020, ΣτΕ 1189, 1190, 1193/2009 Ολομ.). Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη και ότι η λήξη ισχύος των προσφορών κατά το άρθρο 97 παρ. 4 του ν. 4412/2016 περιλαμβάνεται, πάντως, στους δυνητικούς λόγους ματαιώσεως της διαδικασίας αναθέσεως (ΣτΕ 2384/2020, πρβλ. ΕΑ 63/2020). Συνεπώς, μη νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση και με τις απόψεις της αναθέτουσας αρχής γίνεται δεκτό ότι η αναθέτουσα αρχή είχε υποχρέωση να ματαιώσει τη διαδικασία αναθέσεως
ΕΣ/ΠΡΑΚΤΙΚΑ/Τ4/3η/2009
Διοικητικό Εφετείο Πειραιά.Επιδίκαση τόκων που οφείλονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2842/2000, ήτοι με βάση υπολογισμού το εκάστοτε καθοριζόμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιτόκιο υπερημερίας.Η ισχύς του δεδικασμένου, στα πλαίσια του ασκούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχου, είναι αποτέλεσμα της διαγνωστικής διαδικασίας για το νόμω και ουσία βάσιμο της απαίτησης που προηγείται δια της σχετικής δικαστικής απόφασης. Δοθέντος, περαιτέρω, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (πρβλ. τα άρθρα 321 επομ. Κ.Πολ.Δικ), με την ισχύ του δεδικασμένου περιβάλλεται η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου περί του παραδεκτού και της υπόστασης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, που κατέστη αντικείμενο της δίκης με την υποβολή αίτησης παροχής εννόμου προστασίας ως προς αυτό, η έκταση του δεδικασμένου και της συναφούς δέσμευσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσδιορίζονται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνθηκε στο δικαστήριο, καλύπτει δε και τη διάταξη για την εκπλήρωση της παροχής, όπως αυτή περιγράφεται στην απόφαση, ως προς το χρόνο, τον τόπο και τους λοιπούς όρους της εκπλήρωσής της (βλ. την 101/2006 Πράξη VII Τμ. Ελ. Συν.).
ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011
Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).
Δ.εφ.Αθ/2422/2012
9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003, πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009 Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.
ΕΑΔΗΣΥ/11/2023
Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία διαγωνιζόμενος προβάλλει ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περί υποβολής ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς εκ μέρους άλλου διαγωνιζόμενου, γεννάται αντίστοιχη υποχρέωση του αναθέτοντα φορέα να απαντήσει στους προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς. Η απάντηση αυτή πρέπει να είναι νόμιμα αιτιολογημένη, η δε νομιμότητα και επάρκεια της σχετικής αιτιολογίας αποτελεί αντικείμενο ελέγχου από την ΕΑΔΗΣΥ (βλ. ΣτΕ, 726/2022, ΣτΕ 199/2021, 154/2021, ΕΑ ΣτΕ 12/2020). Ωστόσο, οι διαγωνιζόμενοι δεν εμποδίζονται να προβάλουν το πρώτον ισχυρισμούς περί ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών άλλων προσφερόντων με την άσκηση προδικαστικής προσφυγής τους ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ (πρβλ. ΣτΕ 726/2022, σκ. 32, ΑΕΠΠ 1554/2021, σκ. 11). Δεν θεωρούνται ουσιώδεις και συγκεκριμένοι οι ισχυρισμοί που ερείδονται αποκλειστικά στην κοστολόγηση των οικονομικών προσφορών των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό, η οποία ανάγεται στους οικονομοτεχνικούς παράγοντες και στα οικονομικά δεδομένα που ισχύουν για καθέναν από τους διαγωνιζόμενους (πρβλ. ΕΑ 12/2020)· μόνη δε η υποβολή χαμηλότερης προσφοράς σε επιμέρους κονδύλια, σε σχέση με τις λοιπές υποβληθείσες προσφορές, δεν αρκεί προκειμένου να εξετασθεί η οικονομική προσφορά του μειοδότη ως ασυνήθιστα χαμηλή (πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 165/2020, 20/2020, 290/2017).