ΕλΣυν/Τμ5/22/2010
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Στο άρθρο 15 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού» (ΦΕΚ Α΄ 247) ορίζονται τα εξής: «1. Πίστωση είναι το ποσό που αναγράφεται στον Προϋπολογισμό για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης δαπάνης, όπως αυτή προσδιορίζεται στο πλέον αναλυτικό επίπεδο της ταξινόμησης των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού. 2. Οι πιστώσεις του Προϋπολογισμού χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των δαπανών του φορέα της Κεντρικής Διοίκησης για τις οποίες προβλέφθηκαν (αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων)». Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων, σύμφωνα με την οποία κάθε πίστωση πρέπει να διατίθεται αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό για τον οποίο ψηφίσθηκε στον οικείο προϋπολογισμό. Όταν μεταξύ του σκοπού της πίστωσης, όπως αυτός εξειδικεύεται με την περιγραφική διατύπωση του τίτλου του οικείου ΚΑΕ (Κωδικού Αριθμού Εξόδων) και του περιεχομένου της δαπάνης που πρόκειται να πραγματοποιηθεί δεν υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία, τότε η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να καταλογισθεί σε βάρος της συγκεκριμένης αυτής πίστωσης, τυχόν δε υπαγωγή της σε αυτή, παρά την έλλειψη της ως άνω αντιστοιχίας, ισοδυναμεί με έλλειψη πίστωσης, η οποία συνεπάγεται την παρεμπόδιση πραγματοποίησης της δαπάνης. Συνεπώς, τυχόν πληρωμή δαπάνης με επιβάρυνση των πιστώσεων όχι του οικείου αλλά διάφορου ΚΑΕ δεν είναι νόμιμη (βλ. σχετ. πράξεις IV Τμ ΕλΣυν 48/1997, 94/1999, 94/2000).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ4/140/2010
Με τις διατάξεις αυτές ( Ν.2362/1995) καθιερώνεται η αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων, σύμφωνα με την οποία κάθε πίστωση πρέπει να διατίθεται αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό για τον οποίο ψηφίσθηκε στον οικείο προϋπολογισμό. Η ταξινόμηση των πιστώσεων γίνεται κατά κεφάλαιο και άρθρο, που συνιστούν τους κωδικούς αριθμούς εξόδου (Κ.Α.Ε.). Όταν μεταξύ του σκοπού της πίστωσης, όπως αυτός εξειδικεύεται με την περιγραφική διατύπωση του τίτλου του οικείου κωδικού αριθμού (Κ.Α.Ε.) και του περιεχομένου της δαπάνης, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, δεν υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία, τότε η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να καταλογισθεί σε βάρος της συγκεκριμένης αυτής πίστωσης, τυχόν δε υπαγωγή της σ’ αυτή, παρά την έλλειψη της ως άνω αντιστοιχίας, ισοδυναμεί με έλλειψη πίστωσης, η οποία συνεπάγεται την παρεμπόδιση πραγματοποίησης της δαπάνης. Συνεπώς, τυχόν πληρωμή δαπάνης με επιβάρυνση των πιστώσεων όχι του οικείου, αλλά διαφόρου Κ.Α.Ε., δεν είναι νόμιμη (βλ. Ελ.Συν. ΙV Τμ. πράξ. 21/2010, 119/2009, 138/2008, 49/2004, 94/2002, VII Τμ. πραξ. 408, 359/2009, 232/2008, 2661/2006).
ΕλΣυν/Τμ7/359/2009
Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η γενική δημοσιονομική αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων, που άλλωστε διατρέχει και το δημόσιο λογιστικό, όπως και το λογιστικό των λοιπών ν.π.δ.δ. (άρθρα 5, 15 ν. 2362/1995 και 3, 9 ν.δ/τος 496/1974), σύμφωνα με την οποία η πίστωση που εγγράφεται σε κάθε κωδικό αριθμό εξόδων του προϋπολογισμού διατίθεται αποκλειστικά και μόνο για την αντιμετώπιση των δαπανών εκείνων που κατονομάζονται και περιγράφονται στον κωδικό αυτό αριθμό. Όταν μεταξύ του σκοπού της πίστωσης που καθορίζεται με τον προϋπολογισμό, όπως ο σκοπός αυτός εξειδικεύεται με την περιγραφική διατύπωση (κατονομασία) του τίτλου του οικείου κωδικαρίθμου, και του περιεχομένου της δαπάνης, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, δεν υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία, τότε η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να βαρύνει τη συγκεκριμένη πίστωση, ενώ τυχόν υπαγωγή της σε αυτή, παρά την έλλειψη της ως άνω αντιστοιχίας, ισοδυναμεί με έλλειψη πίστωσης και αποτελεί λόγο διακωλυτικό της πληρωμής της δαπάνης (βλ. Πράξεις 42, 145, 164, 263/2006, 173/2007 VII Τμ., 15/2004 Ι Τμ., 94/2002 IV Τμ. Ελ. Συν. κ.ά.).
ΕΣ/ΤΜ.7/5/2008
ΕΡΓΑ. (αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων).(..) απαραίτητες προϋποθέσεις για την έναρξη της διαδικασίας εκτέλεσης ενός δημοτικού έργου είναι αφενός η ένταξή του στο Τεχνικό Πρόγραμμα του οικείου δήμου ...και αφετέρου η ύπαρξη στον προϋπολογισμό σχετικής πίστωσης ίσης τουλάχιστον αξίας με το τμήμα του έργου, που σύμφωνα με την οικεία μελέτη, πρόκειται να εκτελεστεί μέχρι το τέλος του έτους.(..)Όταν μεταξύ του σκοπού της πίστωσης που καθορίζεται με τον προϋπολογισμό, όπως ο σκοπός αυτός εξειδικεύεται με την περιγραφική διατύπωση (κατονομασία) του τίτλου του οικείου κωδικαρίθμου, και του περιεχομένου της δαπάνης, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, δεν υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία, τότε η δαπάνη αυτή δεν μπορεί να βαρύνει τη συγκεκριμένη πίστωση, ενώ τυχόν υπαγωγή της σε αυτή, παρά την έλλειψη της ως άνω αντιστοιχίας, ισοδυναμεί με έλλειψη πίστωσης και αποτελεί λόγο διακωλυτικό της πληρωμής της δαπάνης.(..)Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η δημοσιονομική αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, σύμφωνα με την οποία η πίστωση που εγγράφεται σε κάθε κωδικό αριθμό εξόδων του προϋπολογισμού διατίθεται αποκλειστικά και μόνο για την αντιμετώπιση των δαπανών εκείνων που κατονομάζονται και περιγράφονται στον κωδικό αυτό αριθμό, ενώ δεν επιτρέπεται οι προϋπολογιζόμενες δαπάνες να συγχωνεύονται μεταξύ τους(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω οι εντελλόμενες με τα κρίσιμα χρηματικά εντάλματα δαπάνες δεν είναι νόμιμες, καθόσον το δημοτικό έργο, για την εξόφληση του οποίου εκδόθηκαν, δεν είχε ενταχθεί στο τεχνικά προγράμματα του Δήμου των ετών 2006 και 2007 (στα οποία εκτείνεται σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου η εκτέλεσή του), κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 265 παρ.1 και 4 του π.δ.410/1995 και 208 παρ.1 και 3 του ν.3463/2006, περαιτέρω δε κατά το χρόνο έναρξης της διαδικασίας και κατά το χρόνο δημοπράτησής του (ήτοι στις 9.7.2005) δεν υπήρχε εγγεγραμμένη πίστωση στον προϋπολογισμό του έτους 2005, ίσης τουλάχιστον αξίας με το τμήμα του έργου που εκτελέστηκε μέχρι το τέλος του έτους αυτού (βλ. 1ο λογαριασμό του έργου για την αξία των εκτελεσθεισών εργασιών), χωρίς την ύπαρξη της οποίας δεν έπρεπε να ξεκινήσει η εκτέλεση του έργου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 218 παρ.7 του π.δ.410/1995.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/134/2019
Καταβολή μισθοδοσίας..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και μη κανονική. Και τούτο διότι, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο από την Επίτροπο, λόγο διαφωνίας, δεν ήταν νόμιμη η πληρωμή της δαπάνης μισθοδοσίας του εν λόγω έκτακτου προσωπικού από τον ΚΑΕ 02.001.211, που αφορά στην κάλυψη μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού και των αιρετών και μετακλητών υπαλλήλων, η δε υπαγωγή της στον εν λόγω ΚΑΕ, παρά την έλλειψη της ως άνω αντιστοιχίας, λόγω έλλειψης αντίστοιχου ΚΑΕ στον προϋπολογισμό οικονομικού έτους 2017, ισοδυναμεί με έλλειψη πίστωσης και αποτελεί λόγο διακωλυτικό της πληρωμής, λόγω παράβασης της αρχής της ειδικότητας των πιστώσεων. Περαιτέρω, δεν είναι κανονική η ανάληψή της σε βάρος πλέον των πιστώσεων του ορθού ΚΑΕ του προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2018, δοθέντος ότι ουσιαστικά συνιστά το πρώτον ανάληψη, μετά την πραγματοποίηση της δαπάνης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς του «…», που περιλαμβάνονται στο έγγραφο επανυποβολής του Προέδρου του, ότι δηλαδή οι εντελλόμενες δαπάνες αναλήφθηκαν σε βάρος του ΚΑΕ 0211, διότι δεν είχε συμπεριληφθεί μέχρι τότε στους προϋπολογισμούς τους ο ΚΑΕ 0212, λόγω μη ύπαρξης πρότερης σχετικής ανάγκης της υπηρεσίας, και ότι δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος για την έγκριση από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού της αναμόρφωσης του προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2017, καθώς και ότι θεώρησαν ότι η πλημμέλεια αυτή μπορεί να θεραπευθεί από την εκ των υστέρων ανάληψη της δαπάνης σε βάρος του ορθού ΚΑΕ του προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2018, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι τα όργανα του άνω νομικού προσώπου ενήργησαν συγγνωστώς, χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των κειμένων διατάξεων.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη παρίσταται μη νόμιμη και μη κανονική, ωστόσο, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του οποίου βαρύνουν.
ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)18/2015
Μη νόμιμη η καταβολή ποσού από Νοσοκομείο σε δικηγόρο για τη δικαστική εκπροσώπησή του ενώπιον Διοικητικού Πρωτοδικείου, καθόσον κατά παράβαση της αρχής της ειδικότητας των πιστώσεων, δεν υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία μεταξύ αυτής (δαπάνης) και της πίστωσης που ενεγράφη στον προϋπολογισμό του Νοσοκομείου (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2362/1995, ΦΕΚ Α΄ 247/1995).
ΕλΣυν/Τμ7/70/2010
Tο αντικείμενο της σύμβασης, όπως περιγράφεται ανωτέρω και περιλαμβάνει πέραν των εργασιών χρωματισμού επιφανειών που πιστοποιήθηκαν με τον 1ο λογαριασμό και εξοφλούνται με το επίμαχο ένταλμα, και χωματουργικές εργασίες (εκσκαφές) καθώς και χρήση οπλισμένου ή ελαφρά οπλισμένου σκυροδέματος, σε συνδυασμό με άλλες εργασίες όπως επιστρώσεις με πλακίδια και επενδύσεις των επιφανειών, μόνωση ταρατσών και στεγών, αντικαταστάσεις υδρορροών, επιχρίσματα, τοποθέτηση μεταλλικών θυρών, επιστεγάσεις καθώς και εκτέλεση ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών σε διάφορα σχολικά κτίρια του ως άνω Δήμου, αφορά σε εκτέλεση έργου, καθόσον οι εργασίες αυτές αποτελούν εργασίες επισκευής και συντήρησης κτιρίων κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 3669/2008, το αποτέλεσμα των οποίων συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του, επιπλέον δε για την εκτέλεσή τους απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις και μέθοδοι καθώς και εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό (βλ. Πρ. VII Τμ. 331, 374/2009). Εξάλλου, οι εν λόγω εργασίες πρέπει να εκτιμηθούν ως ενιαίο σύνολο, ανεξάρτητα δηλαδή από το είδος της εργασίας που πρόκειται να εκτελεστεί σε κάθε κτίριο, καθόσον ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν προκύπτει από τη μελέτη του έργου, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτηρισμός των εργασιών ως «δημόσιο έργο» δεν μπορεί να εξαρτηθεί από τις περιλαμβανόμενες σε κάθε λογαριασμό εργασίες, αλλά από τη συνολική μελέτη του έργου.(…..) Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η πληρωμή συγκεκριμένης δαπάνης πρέπει να γίνεται σε βάρος ειδικά προβλεφθείσας για το σκοπό αυτό πίστωσης και, επομένως, πριν από την έναρξη της οποιασδήποτε διαδικασίας για την ανάθεση δημοτικού έργου πρέπει να έχει εξασφαλιστεί και να υπάρχει εγγεγραμμένη σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό του αναθέτοντος Δήμου για το τμήμα τουλάχιστον του έργου που πρόκειται να εκτελεστεί μέχρι το τέλος τους έτους, η έλλειψη δε πίστωσης ελέγχεται κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου του οικείου χρηματικού εντάλματος από το Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρα 17 παρ. 1β΄ και 21 παρ. 1 του π.δ. 774/1980, πρβλ. και Πράξεις VII Τμ. 145/2006, 173, 257/2007). Περαιτέρω, η ανάληψη συγκεκριμένης δαπάνης έχει την έννοια της έγκρισης αυτής από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα, μετά από έλεγχο αφενός της νομιμότητας αυτής και αφετέρου της ύπαρξης στον προϋπολογισμό της υπηρεσίας επαρκούς για την κάλυψη της δαπάνης πίστωσης. Υπό τη λογιστική έννοια η ανάληψη δαπάνης σημαίνει την εγγραφή του ποσού της δαπάνης στο οικείο Βιβλίο Ανειλημμένων Υποχρεώσεων και πιστοποιεί την ύπαρξη και δέσμευση των οικείων πιστώσεων, σε βάρος των οποίων πρόκειται να πραγματοποιηθεί η δαπάνη, έτσι ώστε με την παρακολούθηση του εκάστοτε υπολοίπου να καθίσταται δυνατός ο προγραμματισμός των αναλαμβανόμενων από το Δήμο υποχρεώσεων αλλά και να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του. Παρέπεται ότι, εφόσον από τη σχετική σύμβαση προκύπτει ότι ο χρόνος, μέσα στον οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί το έργο, δεν εκτείνεται πέραν της λήξης του οικείου οικονομικού έτους, η νομιμότητα της εν λόγω δαπάνης προϋποθέτει τη σύνταξη έκθεσης ανάληψης για τη συνολική δαπάνη αυτού. Εξάλλου, για τις δαπάνες που δεν πραγματοποιούνται εντός του οικονομικού έτους, στο οποίο ανάγονται, ο νόμος καθιερώνει ειδική διαδικασία ακύρωσης των ήδη εκδοθέντων ενταλμάτων και διαγραφής των οικείων πιστώσεων από το Βιβλίο Ανειλημμένων Υποχρεώσεων, οπότε οι σχετικές δαπάνες αναλαμβάνονται εκ νέου σε βάρος ειδικής πλέον πίστωσης του προϋπολογισμού του νέου οικονομικού έτους που αφορά σε έξοδα παρελθόντων οικονομικών ετών. Συνεπώς, η ανάληψη δαπάνης για πρώτη φορά σε βάρος πίστωσης επόμενου οικονομικού έτους λόγω ανεπάρκειας των πιστώσεων του οικονομικού έτους, στο οποίο η σχετική υποχρέωση ανάγεται, καθιστούν τη δαπάνη μη νόμιμη, καθόσον η διαδικασία αυτή καταλήγει στην περιγραφή των ως άνω διατάξεων (βλ. Πρ. VII Τμ. 288/2008).
ΝΣΚ/202/2017
ΕΛΤΕ – Απευθείας ανάθεση μελέτης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 118 του ν. 4412/2016.Η απευθείας ανάθεση από την ΕΛΤΕ της συγκεκριμένης μελέτης εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 118 του ν. 4412/2016 και η Υπηρεσία οφείλει να τηρήσει τη διαδικασία της παραγράφου 5 του ανωτέρω άρθρου, τόσο ως προς την επιλογή του αναδόχου, όσο και ως προς το ύψος της εκτιμώμενης δαπάνης, η οποία, ανεξαρτήτως των ΚΑΕ που νομίμως θα ενταχθεί, δεν επιτρέπεται να υπερβεί συνολικά το ποσοστό 10% των ετησίων πιστώσεων της ΕΛΤΕ (ομοφ.)
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/379/2015
ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι ενώ αφορά σε εργασίες επισκευής δημοτικού σχολικού λεωφορείου και συγκεκριμένα σε αλλαγή του υφάσματος των καθισμάτων, των βραχιόνων αυτών και των ζωνών ασφαλείας και επισκευή των διαδρόμων και των σκαλιών, κατά παράβαση της αρχής της ειδικότητας των πιστώσεων αυτή βάρυνε την πίστωση που ενεγράφη στον προϋπολογισμό του Δήμου έτους 2014 με Κ.Α.Ε. 15.7132.0006 και αφορούσε στην μετατροπή λεωφορείου για μεταφορά μαθητών, δηλαδή στην εξυπαρχής διαμόρφωση ενός (απλού) λεωφορείου σε σχολικό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εννοιολογική αντιστοιχία μεταξύ του σκοπού της πίστωσης και της δαπάνης που τελικά πραγματοποιήθηκε, όπως άλλωστε συνομολογεί και ο Δήμος .... στο απαντητικό έγγραφό του
ΚΥΑ 1850/2013
Κατανομή κονδυλίου εκ της εγγεγραμμένης πίστωσης του κατά αποκοπή χορηγήματος υπό ΚΑΕ 1232 για καθαριότητα Πυροσβεστικών Υπηρεσιών και κλιμακίων.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/102/2019
Καταβολή δαπάνης μετακίνησης...Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας παρίσταται βάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι κανονική, καθόσον – ενώ κατά το χρόνο πραγματοποίησης της ανωτέρω μετακίνησης κατά το έτος 2013 είχε δεσμευθεί αντίστοιχη πίστωση – κατά παράβαση των διατάξεων που παρατίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μη ενταλματοποιηθείσας της οικείας δαπάνης εντός του έτους αυτού, δεν έλαβε χώρα νόμιμη ανατροπή αυτής, προϋπόθεση για τη νόμιμη μεταφορά ανεξόφλητης υποχρέωσης στο επόμενο οικονομικό έτος. Συνακόλουθα, και η απόφαση ανάληψης υποχρέωσης κατά το επόμενο έτος 2014 πάσχει για το λόγο ότι η όμοια δημοσιονομική δέσμευση του προηγούμενου έτους δεν ανατράπηκε. Πέραν αυτού, δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία μεταφοράς πιστώσεων από προηγούμενα οικονομικά έτη μέχρι την ενταλματοποίηση της οικείας δαπάνης, η οποία πραγματοποιήθηκε το οικονομικό έτος 2018 με την έκδοση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος πληρωμής. Και τούτο διότι, παρόλο που κατά τα οικονομικά έτη 2014 και 2015, στο οποίο μάλιστα ενταλματοποιήθηκε το πρώτον η οικεία δαπάνη αλλά παρέμεινε ανεξόφλητη, πραγματοποιήθηκε δέσμευση πίστωσης στους ΚΑΕ για υποχρεώσεις προηγούμενων ετών και αντίστοιχη ανατροπή της (ΚΑΕ 0711.02 και 0721.02), εντούτοις κατά τα οικονομικά έτη 2016 και 2017 δεν πραγματοποιήθηκε ανάληψη υποχρέωσης για υποχρεώσεις προηγουμένων ετών ούτε, κατ’ ακολουθίαν, ανατροπή δέσμευσης τέτοιων πιστώσεων.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι κανονική και, ως εκ τούτου, αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.