ΕλΣυν/Τμ.5/891/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η Φ.861/240/671127/Σ.2444/2.4.2009 καταλογιστική πράξη κρίθηκε τελεσίδικα νόμιμη με την 2041/2011 απόφαση του Τμήματος τούτου, με συνέπεια ως προς το ζήτημα αυτό να έχει παραχθεί δεδικασμένο που αποκλείει οποιαδήποτε νέα διαφορετική κρίση, δεν γεννάται βάσει αυτής αστική ευθύνη του κράτους κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και δεν θεμελιώνεται αντίστοιχη αποζημιωτική αξίωση του ενάγοντος.(..)Ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού του ενάγοντος κατά του Δημοσίου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι αβάσιμη στο σύνολο της και πρέπει να απορριφθεί.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.4/168/2006
Αξίωση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι ο προβαλλόμενος από την Επίτροπο λόγος διαφωνίας παρίσταται βάσιμος. Πράγματι, το προαναφερόμενο Πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών, οι δε γενικές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, επί τη βάσει των οποίων αναγνωρίστηκε η επίμαχη αξίωση της φερομένης ως δικαιούχου, ακριβώς επειδή για την εφαρμογή τους προϋποθέτουν την έλλειψη έγκυρης συμβατικής (μισθωτικής) σχέσης, δεν μπορούν, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα της εντελλόμενης δαπάνης.Τούτων δοθέντων και ενόψει, περαιτέρω, του ότι η 302/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, της οποίας ωσαύτως γίνεται επίκληση από την Υπηρεσία, δεν παράγει δεδικασμένο εκτεινόμενο στην παρούσα υπόθεση, αφού εκδόθηκε σε δίκη με διαφορετικό αντικείμενο και διαδίκους, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
Α.Π./566/1980
ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ (...)Επειδή, τά έν τώ τετάρτω λόγω τού αναιρετηρίου διαλαμβανόμενα ώς προβληθέντα καί ενώπιον τού Εφετείου περιστατικά, καθ' ά ο αναιρεσείων προσέφερε τάς επιστημονικάς του υπηρεσίας παρά τώ εναγομένω Νοσηλευτικώ Ιδρύματι επί 25ετίαν όλην ώς υπάλληλός του, επιστημονικός διευθυντής καί μοναδικός εκτελεστής τού αναισθησιολογικού του Τμήματος έν τή υπηρεσία τού οποίου εκλονίσθη η υγεία του καί έξ ού απεχώρησε συνταξιοδοτηθείς ώς καρδιοπαθής, ώς έκ τής ανθυγιεινής εργασίας του ώς αναισθησιολόγου, ότι ούτος, υπό υπηρεσιακήν πάντοτε εξάρτησιν έκ τούτου τελών, δι' επανειλημμένων φορτικών πρός αυτό αιτήσεών του ητήσατο τήν απόδοσιν τών διά λογαριασμόν του εισπραχθέντων κατά τό κρίσιμον διάστημα χρηματικών ποσών της ιδιαιτέρας του αμοιβής, ων τήν καταβολήν υπέσχετο έν τώ μεταξύ είς τούτον, δέν καθιστώσιν καί αληθή υποτιθέμενα, καταχρηστικήν έν τή εννοία τού άρθρ. 281 Α.Κ. τήν προβολήν υπό τού εναγομένου αναιρεσιβλήτου τής ενστάσεως περί παραγραφής τής έκ τής αδικοπραξίας ώς άνω αξιώσεως τού ενάγοντος αναιρεσείοντος καί επομένως τό δικάσαν Εφετείον, απορρίψαν ώς αβάσιμον νόμω τήν σχετικήν αντένστασιν τού ενάγοντος αναιρεσείοντος έκ τού άρθρ. 281 Α.Κ., θεμελιουμένην καί επί τού, αποκρουσθέντος ώς αναληθούς, περιστατικού, στηρίζοντος τήν επικουρικήν αξίωσιν τούτου έκ τού αδικαιολογήτου πλουτισμού, της εισπράξεως δηλονότι υπό τού εναγομένου παρά τών είς τό Νοσοκομείον του νοσηλευθέντων ιδίαις δαπάναις ασθενών, κατά τό κρίσιμον διάστημα, τών σχετικών, συνιστώντων τήν ιδιαιτέραν αμοιβήν τού ενάγοντος, ποσών, ουδόλως παρεβίασεν ευθέως ή έκ πλαγίου, τήν προμνησθέισαν διάταξιν τού άρθρου 281 Α.Κ. καί ο περί τού εναντίου σχετικός τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ώς αβάσιμος, καθ' ο δέ μέτρον δι' αυτού προβάλλεται η αιτίασις περί μή λήψεως υπ' όψιν υπό τού Εφετείου απάντων τών ανωτέρω περιστατικών, ούτος απορριπτέος είναι ώς αλυσιτελής.
ΕΣ/ΤΜ.4/1/2018
Καταλογισμός ελλείμματος. ζητείται η ακύρωση...της ληφθείσας κατά την 41η συνεδρίαση/22.10.2014 απόφασης του Δ.Σ. του ...., κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίστηκε ο εκκαλών, με την ιδιότητα του υπολόγου, με το προαναφερόμενο ποσό....(..)για να είναι νομίμως αιτιολογημένη η καταλογιστική πράξη, πρέπει στο σώμα αυτής να διαλαμβάνονται - ή έστω από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτουν - όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ερείδεται η αξίωση του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. έναντι του υπολόγου, με συνέπεια ο καταλογισμός να καθίσταται νομικώς πλημμελής, όταν δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις με τις οποίες ο υπόλογος συνετέλεσε στην επέλευση του καταλογισθέντος σε βάρος του ελλείμματος (..)Περαιτέρω, ο ίδιος προβάλλει ότι ουδεμία ευθύνη και υπαιτιότητα φέρει για τη δημιουργία του ελλείμματος, καθόσον στις εκχωρηθείσες σε αυτόν αρμοδιότητες δεν περιλαμβανόταν η παρακολούθηση και διαχείριση του χαρτοφυλακίου του ...., ούτε άλλωστε μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με αυτό. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιώνει τη δημοσιολογιστική ευθύνη του εκκαλούντος στην ιδιότητά του ως υπολόγου. Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν ερείδεται στα στοιχεία του φακέλου, ειδικά ως προς την ιδιότητα του εκκαλούντος ως υπολόγου λόγω της ανάμειξής του σε πράξεις διαχείρισης αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των χρηματογράφων του (..)Ενόψει των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙΙ και ΙV της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, όπως αυτή συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, καθίσταται ανεπαρκής ως προς το αναγκαίο για τη θεμελίωση της δημοσιολογιστικής ευθύνης του εκκαλούντος στοιχείο της ιδιότητάς του ως υπολόγου, ειδικώς όσον αφορά στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των χρηματογράφων του ...., δοθέντος ότι ούτε στο σώμα της διαλαμβάνονται οι απαιτούμενες προς τούτο αναφορές, ούτε στα λοιπά στοιχεία του φακέλου βρίσκει έρεισμα η εκφερθείσα με αυτήν απόφανση. Συνεπεία της ως άνω ανεπάρκειας και ελλείψεως ως προς την αιτιολογία της, η προσβαλλόμενη καθίσταται νομικώς πλημμελής και συνεπώς ακυρωτέα.
ΕφΘεσσ/219/2016
Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας- τροπή πλήρους σε μερική απασχόληση:..Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται πρόδηλο ότι η πρόταση της εναγομένης προς τους φύλακες των εγκαταστάσεων του ..., μεταξύ των οποίων και προς τον ενάγοντα, για μείωση του ημερησίου ωραρίου εργασίας τους, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχε καταρτίσει με το τελευταίο, δεν αποτελούσε δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας του και τούτο, διότι αυτή έγινε στα πλαίσια διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους της εταιρίας, με σκοπό την εξεύρεση συναινετικής λύσης στο ζήτημα που είχε ανακύψει και με την παροχή σε αυτόν της δυνατότητας να μην αποδεχθεί την τροποποίηση του ημερησίου ωραρίου εργασίας του και να μετακινηθεί στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης, όπου θα εξακολουθούσε να εργάζεται επί οκτάωρο ημερησίως. Ούτε εξάλλου η μετακίνηση του ενάγοντος στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσμενή μεταβολή των όρων υπό τους οποίους παρείχε την εργασία του, καθόσον, ενόψει της εξέλιξης αυτής, η εναγόμενη δεν είχε άλλη επιλογή από το να μεταβάλλει τον τόπο εργασίας του, προκειμένου να συνεχίσει να τον απασχολεί επί οκτάωρο ημερησίως, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο ακριβής τόπος παροχής της εργασίας του ενάγοντος ουδέποτε είχε αποτελέσει ρητό όρο της μεταξύ τους, από 07-08- 1995, σύμβασης εργασίας. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς μεταβολής των όρων της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος και το αγωγικό αίτημα, περί αναγνωρίσεως του ότι η μεταβολή αυτή συνιστά καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμο, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο δε σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.(...)Συνεπώς, δεν αποδείχτηκε, ότι η ανωτέρω εξώδικη δήλωση της εναγομένης εργοδότριας εταιρίας αποτελεί στην πραγματικότητα εκδήλωση της πρόθεσής της να παύσει οριστικά να αποδέχεται στο εξής την εργασία του ενάγοντος, οπότε αυτή δεν συνιστά καταγγελία της εργασιακής τους σχέσης, με συνέπεια να μην οφείλεται στον τελευταίο η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, το δε σχετικό αίτημα της αγωγής πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Η εκκαλουμένη απόφαση, που δέχτηκε το ανωτέρω αίτημα, ως ουσιαστικά βάσιμο, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γι` αυτό και ο σχετικός λόγος της έφεσης της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτός και, ως ουσιαστικά βάσιμος, ο δε αντίστοιχος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που διώκει την επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού αποζημιώσεως απολύσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
ΕΣ/ΟΛΟΜ.1272/2019
Έλλειμμα διαχείρισης ταμείου...Σύμφωνα δε με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά και όπως προκύπτει από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο μεταποβιώσας εκκαλών, με την παρατύπως ασκηθείσα διαχείρισή του, δεν παραβίασε συγκεκριμένες και ρητώς προβλεπόμενες, από το νόμο ή τους κανονισμούς, υποχρεώσεις του, ούτε διέθεσε τα ακαταχώρητα χρηματικά διαθέσιμα για σκοπό διαφορετικό από τον κατά νόμο προβλεπόμενο, με αποτέλεσμα η διαχειριστική του συμπεριφορά να μην συνιστά ιδιαιτέρως σοβαρή εκτροπή από το νόμο και τους κανόνες των συναλλαγών και να μην στοιχειοθετείται, ως εκ τούτου, η συνδρομή βαριάς αμέλειας στο πρόσωπό του κατά την άσκηση των διαχειριστικών καθηκόντων του, που συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την νόμιμη επιβολή σε βάρος του των επίδικων προσαυξήσεων. Κατά συνέπεια η από 8.12.2014 έφεση του μεταποβιώσαντος εκκαλούντος κατά της ....2014 καταλογιστικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΠΔΥ, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να απαλλαγεί αυτός από το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό των 131.142,85 ευρώ που αντιστοιχεί σε προσαυξήσεις, να μεταρρυθμιστεί η ....2014 καταλογιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΠΔΥ και να περιοριστεί το καταλογισθέν σε βάρος του ποσό σε 30.044,80 ευρώ.
Α.Π.1359/2015
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.
ΕλΣυν.Τμ.1/291/2007
ΕΦΑΠΑΞ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η αξίωση της φερόμενης ως δικαιούχου για λήψη της άνω διαφοράς του εφάπαξ βοηθήματος του ν. 103/1975 έχει παραγραφεί, αφού από το τέλος του οικονομικού έτους 1993, κατά το οποίο, λόγω της αποχώρησής της από την υπηρεσία, η αξίωση αυτή γεννήθηκε και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω , η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί
ΕλΣυν.Τμ.7/12/2018
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΥ:… Η παράκαμψη από τον εκκαλούντα των νόμιμων διαδικασιών και η εκ μέρους του, δια μέσου των αρμόδιων διαχειριστικών οργάνων, εξωταμειακή διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων του Δήμου υπό τις ειδικότερες μορφές, υπό τις οποίες αυτή εμφανίσθηκε στην κρινόμενη υπόθεση, δεν καταλείπουν περιθώριο εφαρμογής των νομιμοποιητικών διατάξεων του άρθρου 26 του Ν. 3274/2004, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν γνησίως από το άρθρο 26 παρ.1 του Ν. 3274/2004. Ενόψει δε του ότι το έλλειμμα δεν είναι τυπικό, αλλά ουσιαστικό και ο επίδικος καταλογισμός αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προκληθείσας στο Δήμο ζημίας, δεν τίθεται ζήτημα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του οικείου λόγου έφεσης. Πρέπει, όμως, να διερευνηθεί η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 37 παρ.1 του Ν. 3801/2009. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις γενικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες ενήργησε ο εκκαλών (πλήρης απουσία εφαρμογής των κανόνων του λογιστικού των Ο.Τ.Α. επί μακρό χρονικό διάστημα, η οποία τελούσε σε γνώση του Δημάρχου και του Αντιδημάρχου Οικονομικού) και συνεκτιμώντας ότι με την 1584/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων … απαλλάχθηκε από την κατηγορία της συνέργειας σε υπεξαίρεση, μολονότι στη συγκεκριμένη υπόθεση οι δημοσιονομικές παραβάσεις, για τις οποίες καταλογίσθηκε, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, το γεγονός ότι ο ίδιος ενημέρωνε εγγράφως και ανελλιπώς τη Διοίκηση του Δήμου περί της μη νομιμότητας των δαπανών, τη διενέργεια των οποίων αυτή διέτασσε, σε συνδυασμό με το ότι η εξωταμειακή διαχείριση, ως πρακτική εκταμίευσης δημοτικού χρήματος που διαπιστώθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση εφαρμοζόταν παγίως κατά το παρελθόν από τις υπηρεσίες του Δήμου …, τη ανοχή ή και καθ’ υπόδειξη της ηγεσίας του, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι τελούσε υπό καθεστώς ηθικής και ψυχολογικής πίεσης ως προς την εφαρμογή της ως άνω πρακτικής. Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του μεγάλου ποσού του επιβληθέντος καταλογισμού και της οικονομικής κατάστασής του, όπως αυτή προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2010 – 2012, που προσκομίζει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το Τμήμα κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του από τις προσαυξήσεις και μείωσης του σε βάρος του καταλογισθέντος ποσού έως το ένα δέκατο (1/10) του εναπομένοντος, μετά την εν μέρει ακύρωση της καταλογιστικής πράξης, κεφαλαίου. Συνεπεία αυτού ο καταλογισμός πρέπει να περιορισθεί στο ύψος των 241.899,62
ΕλΣυν.Τμ.V/13/2017
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με την 2823.10/2015/αριθμ. σχεδίου 48352/28.12.2015 πράξη του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καταλογίστηκε σε βάρος του αιτούντος, απόστρατου αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος, και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το ποσό των 1.500,00 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως καταβληθείσα στον αιτούντα, το έτος 2007, προκαταβολή έναντι οδοιπορικών εξόδων. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1252/26.2.2016 ταμειακή βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. .., με την οποία βεβαιώθηκε εις βάρος του το ανωτέρω ποσό. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η από 11.3.2016 .. ανακοπή είναι βάσιμη, καθόσον η προσβαλλόμενη πράξη ταμειακής βεβαίωσης εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί η επίδοση ή κοινοποίηση στον αιτούντα της προαναφερόμενης καταλογιστικής πράξης, η οποία αποτελεί τον νόμιμο τίτλο, βάσει του οποίου έγινε η ως άνω ταμειακή βεβαίωση. Ειδικότερα ο αιτών υποστηρίζει ότι στις 7.3.2016 έλαβε γνώση της προαναφερόμενης καταλογιστικής πράξης, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν με το 4378/7.3.2016 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. .., κατόπιν σχετικής αιτήσεώς του, ενώ είχε προηγηθεί η από 26.2.2016 ταμειακή βεβαίωση του καταλογιζόμενου με βάση την ανωτέρω πράξη ποσού. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται βάσιμος, καθόσον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι είχε κοινοποιηθεί στον αιτούντα, σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλόμενης 1252/26.2.2016 πράξης ταμειακής βεβαίωσης, η σε βάρος του εκδοθείσα πράξη καταλογισμού. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη νομική σκέψη (ΙΙΙ.Β), η ασκηθείσα από τον αιτούντα ανακοπή παρίσταται προδήλως βάσιμη και ως εκ τούτου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή..
ΕΣ/Τ1/8/2009
«Προσωπικό για κατεπείγουσες εποχικές. ή πρόσκαιρες ανάγκες Ο.Τ.Α.» H πρόσληψη τέτοιου προσωπικού σε χρόνο κατά τον οποίο οι κατεπείγουσες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες, τις οποίες θέλησε να θεραπεύσει ο οικείος Ο.Τ.Α., δεν υφίστανται πλέον, είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου είναι μη νόμιμη και η αξίωση των προσληφθέντων προς απόληψη των σχετικών αποδοχών.