Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ.1/1807/2011

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3463/2006

Δεδικασμένο.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι η 124/2006 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία αυτό αποφάνθηκε σχετικά με το χαρακτήρα των σχέσεων εργασίας των ανωτέρω 13 εργαζομένων στο Α.Κ.Δ.Α., ως αορίστου χρόνου, εκδόθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ως εκ τούτου, παράγει δεδικασμένο, υποχρεώνει τη Διοίκηση σε συμμόρφωση και δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον ασκούμενο από αυτό έλεγχο. Επομένως, εσφαλμένα καταλογίστηκε ο εκκαλών με την προσβαλλόμενη πράξη και για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βάσιμα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να ακυρωθεί η 1/22.2.2010 πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό .... Τέλος, πρέπει να επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο στον εκκαλούντα (άρθρο 56 του π.δ.774/1980, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν.3659/2008, ΦΕΚ Α΄ 77).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ1/31/2007

Από της ισχύος του π.δ.164/2004 (19.7.2004) τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να επιλύουν διαφορές σχετικές με την φύση των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού που απασχολείται στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Η 75/2006 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας δεν είναι ανίσχυρη κατ’ άρθρο 313 Κ.Πολ.Δ., εφόσον κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, τα πολιτικά δικαστήρια δεν στερούνταν δικαιοδοσίας να κρίνουν επί της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των δικαιούχων των ενταλμάτων και του Δήμου Ταύρου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας που τους συνέδεε κατά τον κρίσιμο χρόνο, και συνεπώς το απορρέον από την δικαστική αυτή απόφαση δεδικασμένο δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση προληπτικού ελέγχου


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019

Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΣτΕ/12/2011

Δεδικασμένο -Η εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία δεν έχουν ως συνέπεια την αναστολή επέλευσης των εννόμων συνεπειών του δεδικασμένου, που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων και για την καταψηφιστική αγωγή που έχει όμοια παραγωγική αιτία με το δικαίωμα που κρίθηκε και στηρίζεται στην ίδια βάση, το δεδικασμένο δε αυτό καταλαμβάνει και την ύπαρξη του δικαιώματος με τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες. Ο ενδιαφερόμενος που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου μπορεί να ασκήσει κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη καταψηφιστική αγωγή, οπότε κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής ως βάση τίθεται το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/248/2022

Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό .../2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)


ΝΣΚ/510/2008

Χορήγηση πτυχίου μελετητή σε μέλη ΔΕΠ ΑΕΙ. Εφαρμογή αποφάσεων του Σ.τ.Ε. σε άλλες όμοιες περιπτώσεις που δεν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της απόφασης.Οι υπ’ αριθ. 515/2008 και 516/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις οποίες ακυρώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να εγγράψει ή να ανανεώσει την εγγραφή στο Μητρώο Μελετητών μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΕΙ), δεν αποτελούν δεδικασμένο για άλλες παρόμοιες περιπτώσεις και γι’ αυτό δεν υποχρεώνουν κατ’ αρχήν τη Διοίκηση να αποδέχεται παρόμοια αιτήματα (εγγραφής και αναθεώρησης εγγραφής) άλλων προσώπων που τελούν υπό το αυτό καθεστώς απασχόλησης, οφείλει όμως η Διοίκηση να προβεί στην ικανοποίηση τέτοιων αιτημάτων επί τη βάσει των αρχών του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και της χρηστής διοίκησης, προς αποφυγή άσκοπων δικαστικών αγώνων.

ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/193/2018

ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου περί παραγραφής των αξιώσεων του φερόμενου ως δικαιούχου για τις υπηρεσίες που παρείχε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, κατά τη δικάσιμο της 5.11.2008, και του Εφετείου .., κατά τη δικάσιμο της 22.2.2010, καθόσον κατά το χρόνο υποβολής, στις 6.4.2017, του από 27.3.2017 πίνακα αμοιβής του προς το Δήμο …, ώστε να εκκαθαριστεί και να ενταλματοποιηθεί η οικεία δαπάνη, δεν είχαν παραγραφεί οι εν λόγω αξιώσεις του που γεννήθηκαν από την συντέλεση της τελευταίας διαδικαστικής πράξης στη συγκεκριμένη δίκη, λαμβανομένης, όπως προαναφέρθηκε, στο σύνολό της, ανεξαρτήτως των βαθμών δικαιοδοσίας από τους οποίους διήλθε η επίδικη διαφορά, και η οποία, εν προκειμένω, είναι η ημερομηνία δημοσίευσης της 333/2016 απόφασης του Εφετείου .., δικάζοντος μετ’ αναίρεση, ήτοι η 17.2.2016. Επομένως, η πενταετής παραγραφή των αξιώσεων του φερόμενου ως δικαιούχου για το σύνολο της αμοιβής του άρχισε από το τέλος του έτους 2016, κατά το οποίο δημοσιεύθηκε η ως άνω απόφαση του Εφετείου .., ως τελευταίας διαδικαστικής πράξης της σχετικής δίκης, και δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την έκδοση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Περαιτέρω, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου περί της οφειλής μίας μόνο αμοιβής για την σύνταξη προτάσεων ενώπιον του Εφετείου κατά την συνεκδίκαση των τριών εφέσεων στις 22.2.2010, καθόσον ο φερόμενος ως δικαιούχος δικηγόρος έλαβε εντολή από το αρμόδιο όργανο του πρώην Δήμου … να εκπροσωπήσει το δήμο ενώπιον του Εφετείου .., όπου συνεκδικάστηκαν τρεις εφέσεις, ήτοι του εν λόγω δήμου, της αντιδίκου του δικηγόρου … και του Ελληνικού Δημοσίου, για την σύνταξη προτάσεων επί της καθεμίας των οποίων αυτός δικαιούται ξεχωριστή αμοιβή, σύμφωνα με την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 101, 107, 110 και 111 του ν.δ. 3026/1954 «Κώδικα περί Δικηγόρων», που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως προαναφέρθηκε.(..)Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του φορέα να αμφισβητήσει την προταθείσα από το δικηγόρο αμοιβή, προσφεύγοντας στο αρμόδιο δικαστήριο για τον προσδιορισμό αυτής κατά δίκαιη κρίση, ως τέτοια, δε, θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής και δη της σύμβασης και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων (πρβλ. ΑΠ 675/2002, 393/2002). Αντίστοιχα, με τον τρόπο αυτό δίδεται η δυνατότητα στον εναγόμενο Δήμο να προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου την ένσταση του  άρθρου 281 παρ. 1 εδ. β΄ του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και να ζητήσει, κατ’ επίκληση της οικονομικής κατάστασης αυτού, τη μείωση της αιτούμενης αμοιβής κατά το ήμισυ..(..)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικο ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι νόμιμη και αυτό πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΤΜ.ΔΕΥΤΕΡΟ/242/2021

Αχρεωστήτως ληφθείσες αποδοχές...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη II.A της παρούσας, το προσβαλλόμενο ... έγγραφο του Αντιδημάρχου .... (Διεύθυνση Οικονομικών - Τμήμα Εσόδων), ενόψει του περιεχομένου του, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί παραδεκτώς με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον δεν επιβάλλει επαχθές μέτρο διοικητικού εξαναγκασμού του εκκαλούντος-ανακόπτοντος για την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών, αλλά πληροφορεί απλώς τον εκκαλούντα-ανακόπτοντα για την οικονομική εκκρεμότητα που δημιουργήθηκε σε βάρος του μετά την ανάκληση της μετάταξής του, καλώντας τον να επιστρέψει οικειοθελώς το ανωτέρω ποσό και ως εκ τούτου η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ.Β. της παρούσας, δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει εν προκειμένω η έκδοση και η κοινοποίηση στον εκκαλούντα-ανακόπτοντα σχετικής καταλογιστικής απόφασης του αρμοδίου προς τούτο οργάνου πριν από την ταμειακή βεβαίωση της οφειλής του, η έλλειψη νόμιμου τίτλου καθιστά μη νόμιμη την προσβαλλόμενη με τη σωρευόμενη στο δικόγραφο ανακοπή πράξη ταμειακής βεβαίωσης, η οποία πρέπει, για το λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, να ακυρωθεί.


ΝΣΚ/1/2016

Πολιτικά δικαστήρια – Απόφαση αναγνωριστική – Τελεσιδικία – Δεδικασμένο – Συμμόρφωση της Διοίκησης.Οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Α. δεν υποχρεούνται να απασχολούν και να αμείβουν, με οποιαδήποτε σχέση, τους εργαζόμενους για τους οποίους με την με αριθμ. 3104/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα (μετά την απόρριψη της έφεσης του Ελλ. Δημοσίου κατ’ αυτής με την με αριθμ. 7083/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών), ότι κατά το χρονικό διάστημα, που είχαν συνάψει με το Ελλ. Δημόσιο διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ως φύλακες αρχαιοτήτων του ΥΠ.ΠΟ.Α., συνδέονται μ’ αυτό με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ομοφ.).


ΕΣ/ΟΛΟΜ/1837/2019

Καταλογισμός...Το αίτημα του εκκαλούντος περί επιστροφής του ποσού του καταλογισμού που κατέβαλε πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι μη νομίμως με αυτό διευρύνεται το αντικείμενο της δίκης που ανοίχθηκε με το από 20.3.2014 δικόγραφο της έφεσης, αντικείμενο της οποίας αποτελεί μόνο ο έλεγχος της νομιμότητας της εκκαλούμενης καταλογιστικής πράξης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη να επιστραφεί στον εκκαλούντα το παράβολο της έφεσης και συνεκτιμωμένων των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. δ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135).Αναιρεί την 1938/2015 απόφαση του ΙV Τμήματος.


ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/52/2015

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Και τούτο διότι, εφόσον η κατάρτιση του επιχειρησιακού προγράμματος της δημοτικής περιόδου 2007 - 2010 έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο, να έχει ολοκληρωθεί μέχρι 31.7.2008, μη νομίμως η κατάρτιση αυτού από το Δημοτικό Συμβούλιο ..., που ήταν κατά νόμο αρμόδιο προς τούτο, ολοκληρώθηκε στις 11.11.2009, ήτοι ένα μόλις έτος πριν τη λήξη της δημοτικής περιόδου, καθιστώντας τελικά αυτό ανεπίκαιρο, δεδομένου ότι από τα προσκομιζόμενα τεύχη του προγράμματος προκύπτει ότι αυτό περιλαμβάνει και δράσεις του Δήμου και των νομικών προσώπων του, που είχαν προγραμματιστεί να ολοκληρωθούν εντός των ετών 2008 και 2009, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της κατάρτισης του επιχειρησιακού προγράμματος.