ΕΣ/Τ1/31/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Από της ισχύος του π.δ.164/2004 (19.7.2004) τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να επιλύουν διαφορές σχετικές με την φύση των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού που απασχολείται στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Η 75/2006 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας δεν είναι ανίσχυρη κατ’ άρθρο 313 Κ.Πολ.Δ., εφόσον κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, τα πολιτικά δικαστήρια δεν στερούνταν δικαιοδοσίας να κρίνουν επί της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των δικαιούχων των ενταλμάτων και του Δήμου Ταύρου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας που τους συνέδεε κατά τον κρίσιμο χρόνο, και συνεπώς το απορρέον από την δικαστική αυτή απόφαση δεδικασμένο δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση προληπτικού ελέγχου
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ1/219/2007
Απασχόληση σε Δήμο, σε εκτέλεση αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινών διαταγών πολιτικών δικαστηρίων , οι οποίες, όμως, δεν δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών, εφόσον, τα σχετικά ένδικα βοηθήματα, επί των οποίων εκδόθηκαν, ασκήθηκαν μετά τις 19.7.2004 (ημερομηνίας έναρξης ισχύος του π.δ. 164/2004), δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο τα πολιτικά δικαστήρια στερούνταν δικαιοδοσίας να κρίνουν, ακόμη και στο πλαίσιο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, επί των συμβάσεων, που συνέδεαν τους εργαζομένους με το Δήμο.
ΕΣ/Τ1/308/2006
Οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων πολιτικών δικαστηρίων καθώς και οι προσωρινές διαταγές αυτών, οι οποίες εκδόθηκαν επί αιτήσεων υπαλλήλων Δήμου και έκαναν δεκτό ότι οι συμβάσεις πρόσληψης των ανωτέρω υπέκρυπταν εξαρχής συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου, είναι ανίσχυρες κατά το άρθρο 313 του Κ. Πολ. Δ., εφόσον κατά το χρόνο κατάθεσης των σχετικών αιτήσεων τα πολιτικά δικαστήρια στερούνταν δικαιοδοσίας να κρίνουν, ακόμη και στο πλαίσιο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, επί των συμβάσεων που συνέδεαν τους ανωτέρω υπαλλήλους με το Δήμο, αφού η δικαιοδοσία αυτών μεταβλήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος 164/2004 (19-7-2004).
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/22/2006
Η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου εργαζομένων σε Δήμο σε συμβάσεις αορίστου χρόνου σύμφωνα με το π.δ.164/2004 δεν αποτελεί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής απο τα πολιτικά δικαστήρια διότι κατά το Σύνταγμα όργανο κρίσης συνδριμής των προυποθέσεων είναι το ΑΣΕΠ
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/175/2019
Διαταγής πληρωμής. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δαπανών υποχρεούται να συμμορφώνεται με διαταγές πληρωμής που έχουν αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, ενώ η εξέταση του ζητήματος της δικαιοδοσίας του πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου που τις εξέδωσε ανήκει αποκλειστικά στα δικαστήρια του οικείου κλάδου (Ολ. ΕΣ αποφ. 1023/2017, πρακτ. 3ηςΓεν. Συν/σης, 26.1.2011, Θ. Α ́ και Β ́, VIIΤμ. πράξεις 99, 77/2011, ΚΠΕΔ στο VIIΤμ. πράξεις 108/2016, 188/2013) Με τα δεδομένα αυτά, η 88/2018 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου και δεσμεύει κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δαπανών το Ελεγκτικό Συνέδριο.
ΑΕΔ 18/2005
Αίτηση για άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, ασκούμενη στο ΑΕΔ - φύση διαταγής πληρωμής αναστολή προθεσμιών στις δικαστικές διακοπές.(...) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην πρώτη σκέψη, η διαφορά προκλήθηκε από την άσκηση ανακοπής και στη συνέχεια εφέσεως ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτ. Δικονομίας. Δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, ορθώς, αν και με διάφορη αιτιολογία, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών η ανακοπή του Δήμου κατά της διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, αντιθέτως, εσφαλμένως το πολιτικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε έφεση του Δήμου κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είχε απορρίψει για έλλειψη δικαιοδοσίας ανακοπή του Δήμου κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής υπό τα συντρέχοντα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υποθέσεως,..Δια ταύτα Αίρει υπέρ της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων την αποφατική σύγκρουση, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.Εξαφανίζει την 8462/22-10-2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο προς κρίση.
ΣΤΕ 2490/2006 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Αίτηση αναιρέσεως-παραπομπή-αρμοδιότητα ΣΤ Τμ. ΣΤΕ-δικαιοδοσία διοικητικών οργάνων-δικαιοδοσία ΣΤΕ-πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια-δικαιοδοσία ΕΣ-έλλειψη δικαιοδοσίας-διαφορά απορρέουσα από εκτέλεση δημοσίου έργου..ο αναιρεσίβλητος ανέλαβε, βάσει συμβάσεως, την εκτέλεση δημοτικού έργου, με αντικείμενο την τοποθέτηση νέων ασφαλτοταπήτων σε διάφορους δρόμους του αναιρεσείοντος Δήμου . Ο εν λόγω εργολάβος, κατ’ επίκληση εντολής πληρωμής... ζήτησε με την από 22.11.1999 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και επέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων Δήμος να του καταβάλει το ποσό των 47.475.737 δραχμών, νομιμοτόκως από την επομένη της εκδόσεως της εντολής πληρωμής μέχρι την εξόφλησή της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα, αντίγραφο δε της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στον Δήμο ... Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή της ο Δήμος άσκησε ανακοπή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι με την εκδοθείσα από τον δικαστή του πολιτικού δικαστηρίου, κατά την διαδικασία των άρθρων 624-634 του Κ.Πολ.Δ., διαταγή πληρωμής, η οποία προσομοιάζει με δικαστική απόφαση, δεν ασκείται αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως..Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.
ΝΣΚ/136/2016
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ – Συμβασιούχοι – Επίσχεση εργασίας – Ασφαλιστική υπαγωγή – Αρμοδιότητες ασφαλιστικών οργάνων.Κατά την διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, παραμένει ενεργή και η ασφαλιστική σχέση του εργαζόμενου με το Ι.Κ.Α., ανεξαρτήτως του εάν η ασφαλιστέα εργασία ήταν υπακτέα στην κοινή ασφάλιση του Ι.Κ.Α. ή στον ΚΒΑΕ αυτού. Επί νόμιμης επίσχεσης η ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. συνεχίζεται, προσδιοριζόμενη εκάστοτε με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν τα ασφαλιστικά όργανα (τα οποία εκφέρουν διακεκριμένη και αυτοτελή, μη εξαρτώμενη δηλαδή από την τυχόν προσφυγή των ενδιαφερομένων μερών - εργοδότη και μισθωτού - στα πολιτικά δικαστήρια για την διευθέτηση των μεταξύ τους εργασιακών διαφορών, κρίση) και πάντοτε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (άρθρα 200, 288 Α.Κ.), όχι όμως πέραν του ευλόγου χρόνου διάρκειας αυτής, κατά τον οποίο οφείλονται αποδοχές, ο οποίος (εύλογος χρόνος) δεν μπορεί να υπερβεί τους πέντε μήνες, αφού μετά από αυτόν, η αποχή του μισθωτού από την εργασία του, συνιστά, κατά κρίση αντικειμενική, σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης, εκτός εάν προσκομισθεί αντίθετη δικαστική απόφαση από την οποία να προκύπτει η μη λύση της εργασιακής σχέσης και η συνέχιση της επίσχεσης και πέραν του πενταμήνου αυτού και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. θα υιοθετήσουν τις παραδοχές της. Για το πεντάμηνο αυτό, τα εν λόγω όργανα του Ι.Κ.Α., οφείλουν να βεβαιώνουν χωρίς προσκόμματα, τον χρόνο ασφάλισης του μισθωτού, με βάση το ασφαλιστικό καθεστώς που αντιστοιχεί στην ειδικότητά του, καθώς επίσης και να εκδίδουν Πράξεις Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) κατά του αρνούμενου να καταβάλει οικειοθελώς τις οφειλόμενες εισφορές του, εν λόγω χρονικού διαστήματος, εργοδότη. Η προσκόμιση, ενώπιον των ασφαλιστικών αυτών οργάνων, απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε μεταξύ εργοδότη και μισθωτού και αποφαίνεται για τη χρονική διάρκεια της επίσχεσης, δεν τα δεσμεύει, αφού αυτή δεν ισχύει έναντι πάντων, αλλά δύνανται, τα ασφαλιστικά αυτά όργανα, είτε να συμφωνήσουν με τις παραδοχές της απόφασης αυτής και να προβούν σε όλες τις ως άνω ενδεδειγμένες ενέργειές τους (πλήρης ασφαλιστική κάλυψη του μισθωτού και μετά το πεντάμηνο, έκδοση Π.Ε.Ε. σε βάρος του εργοδότη του κ.λπ.), είτε να κρίνουν αντιθέτως, αιτιολογώντας όμως ειδικώς την αντίθετη αυτή κρίση τους (ομοφ.)
ΣτΕ/160/2008
Διαγωνισμός για την ανάθεση της εκπονήσεως μελέτης. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της αποδοχής της προσφοράς της παρεμβαίνουσας. Με το περιεχόμενο αυτό η προσφορά της παρεμβαίνουσας δεν φαίνεται να παραβιάζει τις σχετικές με τη σύνταξη των οικονομικών προσφορών των διαγωνιζομένων διατάξεις του κανονιστικού πλαισίου του διαγωνισμού, ανερχομένη δε, για την επίδικη κατηγορία μελέτης 1 ή 2, σε 369.477,69 ευρώ (και όχι σε 5834 ευρώ, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η αιτούσα), δεν παραβιάζει τα οριζόμενα, με το άρθρο 4 της αποφάσεως ΔΜΕΟ/α/οικ/1161/15.7.2005 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Eργων (ΦΕΚ Β 1064), όρια (κατώτατο και ανώτατο) παραδεκτού των οικονομικών προσφορών. Δεν πιθανολογούνται, συνεπώς, σοβαρώς ως βάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτούσης εταιρείας, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν, όπως και η αίτηση στο σύνολό της, και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση. Κατά την άποψη, όμως, της Προέδρου, η αίτηση, εισαγομένη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι απορριπτέα προεχόντως λόγω της ιδιωτικής φύσεως της συμβάσεως στην οποία κατατείνει ο διαγωνισμός. Τούτο δε, εν όψει και της υπ' αριθ. 12/2007 αποφάσεως του Α.Ε.Δ. εκδοθείσης επί αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, διότι η συμβατική παροχή πάσης φύσεως μελετητικών υπηρεσιών τεχνικού εμπειρογνώμονος στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδιασμού της χωροταξίας και της οικιστικής αναπτύξεως, όταν μάλιστα δεν διέπεται από τις διατάξεις περί μελετών του ν. 1418/1984 ή άλλου νόμου εξασφαλίζοντος εξαιρετικό καθεστώς υπέρ του αντισυμβαλλομένου Δημοσίου, είναι συμβατική σχέση του κοινού αστικού δικαίου και απόκειται κατά πάντα, δηλαδή τόσο ως προς την εκτέλεση της συμβάσεως όσο και ως προς την προσυμβατική διαδικασία, στα πολιτικά δικαστήρια. Διά ταύτα Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.»
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020
Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.
EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/188/2013
«Κατασκευή φρεατίων υδροσυλλογής δημοτικής ενότητας Καπνικού Σταθμού» και «Κατασκευή φρεατίων υδροσυλλογής δημοτικής ενότητας «Εθνικού Σταδίου»(…)ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΠΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ(..) Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 93 και 94 του Συντάγματος οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και των λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, υπό την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως (πρβλ. ΑΕΔ 23/1990). Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής έστω και για απαίτηση από υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου, ανήκει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 18/2005, Ολομ. Σ.τ.Ε. 2490/2006). Το δε Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο άσκησης του επιβαλλόμενου από το Σύνταγμα (άρθρο 98), προληπτικού ελέγχου των δαπανών, όπως αυτός διαγράφεται στη διάταξη του άρθρου 17 του π.δ/τος 774/1980, προβαίνει επιτρεπτώς στην εξέταση και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων «επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων», συμπεριλαμβανομένου και του ελέγχου της ύπαρξης δικαιώματος του πιστωτή του Δημοσίου, των ο.τ.α. και λοιπών ν.π.δ.δ.. Όταν, όμως, για το ως άνω δικαίωμα υπάρχει δεδικασμένο από απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 322 επ. Κ.Πολ.Δ.) το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται από αυτό. Περαιτέρω, στην περίπτωση που η αξίωση του φερομένου ως δικαιούχου στηρίζεται στον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, η οποία, εφόσον έχει καταστεί τελεσίδικη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 633 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση και παράγει δεδικασμένο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το γενόμενο υπ’ αυτού έλεγχο υποχρεούται σε θεώρηση του χρηματικού εντάλματος που εκδίδεται υπέρ του αιτηθέντος την έκδοση διαταγής πληρωμής και σε συμμόρφωση προς αυτήν. Τούτο, διότι δεν αποτελεί κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 17 του π.δ/τος 774/1980 παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα, στο πλαίσιο του ασκούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικού ελέγχου των δαπανών, η εξέταση της ορθότητας ή μη της απόφασης επί της διαταγής πληρωμής, που, σε κάθε περίπτωση, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και, μάλιστα, ανεξαρτήτως εάν αυτά έχουν δικαιοδοσία εκδόσεως διαταγής πληρωμής όταν η υποκείμενη σχέση είναι δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής, υπό τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν αποτελεί νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό, με το οποίο αποδεικνύεται νόμιμη απαίτηση. (βλ. Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. 3η/ 26.1.2011, Πρ. VII Τμ. 99/2011).(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι νόμιμες, καθόσον οι 113/2012 και 114/2012 διαταγές πληρωμής, κατά των οποίων δεν έχει ασκηθεί το ένδικο μέσο της ανακοπής των άρθρων 632 και 633 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., έχουν καταστεί τελεσίδικες και παράγουν δεδικασμένο. Ως εκ τούτου, συνιστούν νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων, που δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο ως προς την ύπαρξη της επίδικης απαίτησης της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας κατά του Δήμου ....... Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι νόμιμες και τα υπό κρίση χρηματικά εντάλματα πρέπει να θεωρηθούν.